Όταν
κάποιος έχει μία προσεκτική ζωή, μία καθαρή ζωή, λέγουν οι λοιποί ότι
είναι άνθρωπος αφύσικος, ζει παρα φύσιν, ζει μία ανώμαλη ζωή.
Όταν όμως ο άνθρωπος ζει ζωή μέσα στην αμαρτία, τότε λέγει ο κόσμος ότι έχει μία φυσιολογική ζωή, επειδή έτσι ζούνε οι πολλοί.
Όταν όμως ο άνθρωπος ζει ζωή μέσα στην αμαρτία, τότε λέγει ο κόσμος ότι έχει μία φυσιολογική ζωή, επειδή έτσι ζούνε οι πολλοί.
Διαστρέφουν έτσι κάθε τι, δημιουργούν
μέσα στον άνθρωπο λογισμούς διαστροφής, τα κριτήρια χάνονται, τα
νοήματα σκοτίζονται. Ο άνθρωπος εγκλωβίζεται με την βοήθεια του κόσμου,
των φίλων, των συγγενών μέσα στον λαβύρινθο της εμπάθειας, του δαιμονισμού.
Φυλακίζεται στην αμαρτία αλλά παθαίνει και κάτι ακόμα. Πάνω στις πληγές του κι άλλες πληγές έρχονται.
Γίνεται η ζωή του ένας φαύλος κύκλος με πτώσεις και αμαρτίες. Χάνεται ο Θεός, χάνεται ο εαυτός του. Το μόνο που μένει είναι το κυνηγητό των επιθυμιών, η ικανοποίηση των ηδονών.
Και περνά ο χρόνος έτσι και ο άνθρωπος πλέον δεν πιστεύει ότι υπάρχει ελπίδα ανόρθωσης, παραδίνεται· γι’αυτό και συνθηκολογεί με την ζωή, με τη ραθυμία του, με την συμβατικότητά του, με τον ύπνο, με το φαγητό, με τη σάρκα, με τα πάθη, με το σκοτάδι.
Πολλές φορές θέλουμε να σηκωθούμε, να μετανοήσουμε, όχι με την έννοια απλά της εξομολογήσεως, αλλά της ριζικής μεταστροφής μας, να πούμε σε όλους «φτάνει, ως εδώ», να φωνάξουμε στον Θεό «ελέησόν με», μα το νιώθουμε πολύ δύσκολο, βαρύ ακόμα και επικίνδυνο, γιατί συνηθίσαμε την ασφάλεια της μαλθακότητάς μας, της απραξίας μας, συνηθίσαμε την οσμή των πληγών μας, συνηθίσαμε να ζούμε όπως οι πολλοί μέσα σ’αυτό το νεκροταφείο που λέγεται «φυσιολογική ζωή».
Και το λυπηρό δεν είναι ότι γινόμαστε σκλάβοι της αμαρτίας, αλλά πλέον δεν θέλουμε να σηκωθούμε φοβούμενοι τις συνέπειες που θα φέρει αυτή η πνευματική ανταρσία μας.
Έτσι κατάντησε ο κόσμος να ζει μέσα στην άγνοια, την αδιαφορία.
Τέτοιοι είμαστε σχεδόν όλοι, ακόμα και όταν δεν το καταλαβαίνουμε· προ πάντων όμως όταν πιστεύουμε, χωρίς καμία αμφιβολία, ότι αυτό δεν συμβαίνει σε μας.
Μα ακόμα ελπίζω, και ο κάθενας μας πρέπει να ελπίζει γιατί όπως λέγει και ο απ. Παύλος όπου «πλεόνασε η αμαρτία, υπερπερίσσεψε η Χάρις”.
Υπάρχουν ακόμα άνθρωποι που βλέποντάς τους, ανάβει μέσα σου η σπίθα της μετάνοιας, της ελπίδας, της ανάστασής σου.
Και αυτοί μπορεί να είναι ο γείτονάς σου, ένας φίλος σου, ο/η συζυγός σου, ένας μοναχός, ο ιερέας της ενορία σου, ένας άγνωστος στον δρόμο, το παιδί σου.
Πρέπει όμως να γίνει αυτό το “κλικ” μέσα σου, να πάρεις απόφαση εσύ ο ίδιος, εσύ η ίδια.
Και τότε το μαύρο φως που θωρείς γίνεται λευκό και διαυγές και πλέον μπορείς να δεις καθαρά, να σκεφτείς ορθά, να πράξεις θεάρεστα. Χωρίς να υπολογίζεις κοσμικά διότι αν το κάνεις αυτό δεν μπορείς να φτάσεις στα υπερκόσμια.
Και τότε αν και λαβωμένος διψάς για ζωή, μιας ζωής υπερφυσικής που μυρίζει Θεό. Και πλέον καταλαβαίνεις ότι τελικά το υπερφύσιν είναι το φυσικό του ανθρώπου, και το θεωρούμενο από τους πολλούς φυσικό είναι το παραφύσιν.
Φυλακίζεται στην αμαρτία αλλά παθαίνει και κάτι ακόμα. Πάνω στις πληγές του κι άλλες πληγές έρχονται.
Γίνεται η ζωή του ένας φαύλος κύκλος με πτώσεις και αμαρτίες. Χάνεται ο Θεός, χάνεται ο εαυτός του. Το μόνο που μένει είναι το κυνηγητό των επιθυμιών, η ικανοποίηση των ηδονών.
Και περνά ο χρόνος έτσι και ο άνθρωπος πλέον δεν πιστεύει ότι υπάρχει ελπίδα ανόρθωσης, παραδίνεται· γι’αυτό και συνθηκολογεί με την ζωή, με τη ραθυμία του, με την συμβατικότητά του, με τον ύπνο, με το φαγητό, με τη σάρκα, με τα πάθη, με το σκοτάδι.
Πολλές φορές θέλουμε να σηκωθούμε, να μετανοήσουμε, όχι με την έννοια απλά της εξομολογήσεως, αλλά της ριζικής μεταστροφής μας, να πούμε σε όλους «φτάνει, ως εδώ», να φωνάξουμε στον Θεό «ελέησόν με», μα το νιώθουμε πολύ δύσκολο, βαρύ ακόμα και επικίνδυνο, γιατί συνηθίσαμε την ασφάλεια της μαλθακότητάς μας, της απραξίας μας, συνηθίσαμε την οσμή των πληγών μας, συνηθίσαμε να ζούμε όπως οι πολλοί μέσα σ’αυτό το νεκροταφείο που λέγεται «φυσιολογική ζωή».
Και το λυπηρό δεν είναι ότι γινόμαστε σκλάβοι της αμαρτίας, αλλά πλέον δεν θέλουμε να σηκωθούμε φοβούμενοι τις συνέπειες που θα φέρει αυτή η πνευματική ανταρσία μας.
Έτσι κατάντησε ο κόσμος να ζει μέσα στην άγνοια, την αδιαφορία.
Τέτοιοι είμαστε σχεδόν όλοι, ακόμα και όταν δεν το καταλαβαίνουμε· προ πάντων όμως όταν πιστεύουμε, χωρίς καμία αμφιβολία, ότι αυτό δεν συμβαίνει σε μας.
Μα ακόμα ελπίζω, και ο κάθενας μας πρέπει να ελπίζει γιατί όπως λέγει και ο απ. Παύλος όπου «πλεόνασε η αμαρτία, υπερπερίσσεψε η Χάρις”.
Υπάρχουν ακόμα άνθρωποι που βλέποντάς τους, ανάβει μέσα σου η σπίθα της μετάνοιας, της ελπίδας, της ανάστασής σου.
Και αυτοί μπορεί να είναι ο γείτονάς σου, ένας φίλος σου, ο/η συζυγός σου, ένας μοναχός, ο ιερέας της ενορία σου, ένας άγνωστος στον δρόμο, το παιδί σου.
Πρέπει όμως να γίνει αυτό το “κλικ” μέσα σου, να πάρεις απόφαση εσύ ο ίδιος, εσύ η ίδια.
Και τότε το μαύρο φως που θωρείς γίνεται λευκό και διαυγές και πλέον μπορείς να δεις καθαρά, να σκεφτείς ορθά, να πράξεις θεάρεστα. Χωρίς να υπολογίζεις κοσμικά διότι αν το κάνεις αυτό δεν μπορείς να φτάσεις στα υπερκόσμια.
Και τότε αν και λαβωμένος διψάς για ζωή, μιας ζωής υπερφυσικής που μυρίζει Θεό. Και πλέον καταλαβαίνεις ότι τελικά το υπερφύσιν είναι το φυσικό του ανθρώπου, και το θεωρούμενο από τους πολλούς φυσικό είναι το παραφύσιν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου