του Μανώλη Δημελλά
Οι παλιοί Καρπάθιοι όταν μια ιστορία ήταν μεγάλη συνήθιζαν να λένε:
«που να στα λέω, που είναι πολλά»!
Έτσι μεγάλη, αυτό που λέμε απέραντη όπως η θάλασσα ή σα μια μπομπίνα παλιάς κινηματογραφικής ταινίας, κάπως έτσι είναι η ιστορία της Τασίας Χρυσαφίνη.
Φτάνει να σκεφτεί κανείς πως όταν γνωρίστηκε κι αγαπήθηκε με τον σύζυγο της, τον Βωλαδιώτη Γιάννη Χρυσαφίνη, κάποιοι γκρίνιαξαν γιατί ήταν ξένη, ενοχλήθηκαν γιατί η Τασία δεν ήταν Καρπαθιά!
Όμως σαν επέρασαν τα χρόνια και στο νησί είδαν το θάρρος, πίστεψαν στο δυναμισμό και υποκλίθηκαν στην απίστευτη καπατσοσύνη της, μα τότε πια είπαν πως μακάρι να είχαμε ακόμη μια Τασία, γιατί τέτοιοι άνθρωποι πάνε μπροστά κάθε τόπο.
Οι γονείς της ξεσπιτώθηκαν το 1922 από τη Μικρά Ασία, όμως στην Αθήνα συνέχισαν τις εμπορικές τους δραστηριότητες και μάλιστα επέκτειναν τις επιχειρήσεις τους σε όλη την Ελλάδα.
Μεγαλέμπορος αυγών ο πατέρας της, από το γένος Ζαχαριάδη, μαζί με τη μητέρα της, τη Μαρίκα, που ήταν η ταμίας και η ψυχή των επιχειρήσεων, αρχικά αγόρασαν ένα σπίτι στο Ν. Ηράκλειο, γρήγορα όμως μετακόμισαν σε έναν από τους πιο παλιούς δρόμους της Αθήνας, στην οδό Τάκη, στην πλατεία Ψυρρή.
Εκείνη η γειτονιά έμελλε να γίνει ο τόπος γνωριμίας του Καρπάθιου Γιάννη Χρυσαφίνη και της Αναστασίας (Τασίας) Ζαχαριάδου.
Ο Γιάννης ήταν ο μικρότερος γιός της οικογένειας, πρώτος ήταν ο Μιχάλης που σπούδαζε ηλεκτρολόγος στο Φάληρο, έπειτα ο Ηλίας, που έγινε επιπλοποιός και ακολούθησε ο Γιάννης, το στερνοπούλι που όλοι χάιδευαν και φρόντιζαν.
Ο Γιάννης έπαιζε ποδόσφαιρο με τα αδέλφια της Τασίας στις γύρω αλάνες, κάπως έτσι έγινε η γνωριμία και δε θέλει πολύ, όταν κάτι είναι να δέσει φαίνεται πως δε χρειάζεται καρφιά, ούτε ψάχνει βενζινόκολλες!
Μέσα στον πόλεμο ο μεγάλος αδελφός του Γιάννη, ο Μιχάλης Χρυσαφίνης, ήταν οργανωμένος στο ΕΑΜ, ανέπτυξε σπουδαία αντιστασιακή δράση και μάλιστα, όπως θυμάται η κα Τασία, είχε σημαντικό ρόλο και βοήθησε πολλούς Εβραίους, που ζούσαν στην Αθήνα, να φύγουν κι έτσι να γλυτώσουν από το κυνήγι των Γερμανών.
Λίγα χρόνια μετά τον πόλεμο το ζευγάρι αποφάσισε να τραβήξει για την Κάρπαθο, εκεί θα ξεκινούσαν μια καινούρια ζωή.
Για το νοικοκύρη Γιάννη Χρυσαφίνη η καθημερινότητα στο νησί ήταν οικεία, καλός γλεντιστής, ένας άνθρωπος του κόσμου, που αγαπούσε την πατρίδα του και δεν ήθελε να ακούσει για ξενιτεμούς, διάλεξε λοιπόν να μείνει, να παλέψει με κάθε τρόπο, παρά τις αντιξοότητες και τα στενέματα της εποχής.
Μαζί με τα αδέλφια του, τον ηλεκτρολόγο Μιχάλη και τον Ηλία, το 1957 είχαν μια σπουδαία ιδέα, πάλεψαν και κατάφεραν να ηλεκτροφωτίσουν τη Βωλάδα και το γειτονικό Απέρι. Ήταν εκείνη η εποχή που αυτά τα δυο χωριά φωτοβολούσαν και ξεχώριζαν μέσα στα σκοτάδια.
Η συνέχεια γράφτηκε στις πρώτες σκοτεινές αίθουσες τις Καρπάθου!
Το επόμενο καλοκαίρι, λίγο πριν από το ξεκίνημα της δεκαετίας του 1960, το ζευγάρι, Γιάννης και Τασία Χρυσαφίνη πέτυχαν ακόμη μια πρωτιά, έφεραν τον κινηματογράφο στο νησί.
Η Τασία και ο Γιάννης δούλεψαν χειμώνα-καλοκαίρι την πρώτη μηχανή προβολής, από ένα βαρύ φορητό εργαλείο, πρόβαλλαν κινηματογραφικές ταινίες στα εκκλησιαστικά μέγαρα, τα καφενεία και τα εστιατόρια.
Ο κόσμος έτρεχε για να χωθεί στη σκοτεινή αίθουσα, έψαχνε λίγες στιγμές ξεγνοιασιάς, ένα ταξίδι διασκέδασης.
Ξεκινούσαν τις προβολές από τη Βωλάδα που είχαν και καφενείο, έπειτα στο Όθος, τις Πυλές, την Αρκάσα, έκαναν το μικρό γύρο του νησιού κι έφταναν στις Μενετές και τελευταία στάση τα Πηγάδια. Αυτό ήταν το δρομολόγιο που ακολουθούσαν και η αγωνία ήταν να μη δημιουργήσει πρόβλημα το ηλεκτρικό ρεύμα, για να μπορέσει να παίξει η μηχανή. Οι θεατές δεν έπρεπε να μείνουν με το παράπονο στα χείλη και το κομμένο εισιτήριο στο χέρι.
Τα φίλμ για να φτάσουν στο νησί θαλασσοπνίγονταν με το ΑΝΔΡΟΣ το ατμόπλοιο του Νικ. Διαπούλη, έπειτα περνούσαν από τα ράουλα και περίμεναν το πρώτο σκοτείνιασμα, ίσως αυτή να ήταν η πιο γλυκιά κινηματογραφική αγωνία, η ώρα της προσμονής.
Η μηχανή μάρσαρε κι ο «σταυρός της Mάλτας», ο δυνατός μηχανισμός που παρασύρει το φίλμ, έσερνε τις εικόνες μπροστά στη λάμπα και κείνες έδιναν μια και πήδαγαν έξω, ζωντάνευαν πάνω στην μεγάλη οθόνη, τότε τα μάτια των Καρπάθιων γούρλωναν.
Οι θεατές, αμάθητοι από κινηματογράφο, πολλές φορές γύριζαν και κοιτούσαν προς τη μηχανή, περίμεναν να δουν τους αγαπημένους τους ηθοποιούς να ξεπηδήσουν από τα μπροστινά κρύσταλλα του φακού!
Ο Μιχάλης τους έδειχνε το πανί, συχνά, λίγο πριν την προβολή, επαναλάμβανε:
Τι κι αν έκανε θόρυβο η μηχανή προβολής, τι κι αν τα χρώματα ήταν ξεθωριασμένα ή κάποιες άλλες φορές το λευκό πανί κουνιόταν. Όλα ήταν μαγικά, αφού οι άνθρωποι ξεκινούσαν με την πιο καλή τους διάθεση, κυριολεκτικά ζούσαν το δίωρο κινηματογραφικό όνειρο.
Η Βουγιουκλάκη με τον Παπαμιχαήλ να χορεύουν στο πανί κι από κάτω τα αγόρια να κάνουν τα γλυκά μάτια στα κορίτσια, που δήθεν δεν έβλεπαν γιατί ήταν σκοτεινά κι όλες οι αισθήσεις τους ήταν πάνω στο έργο.
Η κα Τασία έχει αμέτρητες αναμνήσεις, όμως δυο λέξεις είναι αρκετές, για να περιγράψει τον κινηματογράφο της εποχής: ήταν το νυφοπάζαρο!
Τέτοια ήταν η δύναμη του που μάζευε ακόμη και τους μαθημένους από τέτοια, τους μετανάστες της Αμερικής και της Αυστραλίας, γιατί εκεί, μέσα στη σκοτεινή αίθουσα του καφενείου, υπήρχε πιθανότητα να συναντήσουν τη γυναίκα της ζωής τους.
Λίγα χρόνια αργότερα ακόμη ένας περιφερόμενος κινηματογράφος εμφανίστηκε στην Κάρπαθο, αυτός ήταν τουΜατθαίου Μανουσάκη και δούλευε μόνο τους καλοκαιρινούς μήνες. Ενώ το 1965 άνοιξε ο πρώτος σταθερός κινηματογράφος πάνω στο νησί.
Στην καρδιά των Πηγαδίων, στο οικόπεδο που σήμερα βρίσκεται το ξενοδοχείο “Oceanis”,σε μια τεράστια αίθουσα για την εποχή, χωρητικότητας 240 καθισμάτων, κάθε Τετάρτη και Κυριακή πραγματοποιούσαν προβολές ταινιών.
Ο ιδιοκτήτης του σινεμά, ο Μανώλης Διακίδης, ο Σίουρος όπως ήταν γνωστός, ταξίδεψε στην Αθήνα και συνεργάστηκε με την εταιρία “Δαμασκηνός-Μιχαηλίδης”διάλεγε ταινίες για “όλη την οικογένεια” και δίχως να το πολύ-καταλάβει, όπως και ο Μιχάλης με την Τασία του, γαλούχησαν το Ελληνικό αίσθημα, την κουλτούρα των νεώτερων Καρπαθίων.
Στη μεγάλη κινηματογραφική αίθουσα αναπτύχθηκαν και αρκετές καλλιτεχνικές δράσεις, όπως οι ζωντανές μουσικές βραδιές, από το πρώτο καρπάθικο συγκρότημα από τους Γιάνακα και Νικόλα Χρυσοχόο.
Οι περιφερόμενοι κινηματογράφοι πέρασαν στην ιστορία, οι γλυκές μνήμες συνοδεύουν τους τυχερούς, εκείνους που ταξίδεψαν μέσα σε μια σκοτεινή αίθουσα καφενείου, εκείνους που έκλαψαν ή ερωτεύτηκαν, πάνω σε ένα τραγούδι του Νίκου Ξανθόπουλου κι έπειτα γέλασαν με την ψυχή τους σε ένα σκέρτσο του Μανέλλη!
Τα επόμενα χρόνια η αρχόντισσα Τασία Χρυσαφίνη ασχολήθηκε με αυτό που της ταιριάζει, με το εμπόριο!
Ταξίδευε στην Αθήνα διάλεγε εμπόρευμα και έφερνε «καραβιές με την πραμάτεια της», το κατάστημα της ήταν πάντοτε φορτωμένο με διάφορα είδη που αφορούσαν ανάγκες του σπιτιού. Ακόμη και σήμερα τη συναντάς μέσα στα εμπορεύματα, με το μυαλό της πάντοτε ανοιχτό κι αναμμένο, φτάνει μια ματιά για να καταλάβει τι έχει ανάγκη, τι χρειάζεται ο πελάτης.
Είναι περήφανη για την μικρασιατική της καταγωγή και δεν ξεχνά τη συμβουλή της μητέρας της: «παιδί μου να μάθεις από όλα, ακόμη κι αν δε δουλέψεις, πρέπει να γνωρίζεις πως γίνονται τα πράματα».
Ο ενθουσιασμός, η οξυδέρκεια και το εκρηκτικό ταπεραμέντο την κάνουν να ξεχωρίζει.
Η λεβέντισσα Τασία Χρυσαφίνη, αποτελεί ένα σημαντικό κεφάλαιο της σύγχρονης ιστορίας της Καρπάθου. Μια ιδιαίτερη συμβουλή της θα μπορούσε να γίνει σπουδαίο μάθημα:
«Δεν θέλω να μου λέτε τι έχω, αυτό το ξέρω! Τι δεν έχω θέλω να μου λέτε».
πηγή
Οι παλιοί Καρπάθιοι όταν μια ιστορία ήταν μεγάλη συνήθιζαν να λένε:
«που να στα λέω, που είναι πολλά»!
Έτσι μεγάλη, αυτό που λέμε απέραντη όπως η θάλασσα ή σα μια μπομπίνα παλιάς κινηματογραφικής ταινίας, κάπως έτσι είναι η ιστορία της Τασίας Χρυσαφίνη.
Φτάνει να σκεφτεί κανείς πως όταν γνωρίστηκε κι αγαπήθηκε με τον σύζυγο της, τον Βωλαδιώτη Γιάννη Χρυσαφίνη, κάποιοι γκρίνιαξαν γιατί ήταν ξένη, ενοχλήθηκαν γιατί η Τασία δεν ήταν Καρπαθιά!
Όμως σαν επέρασαν τα χρόνια και στο νησί είδαν το θάρρος, πίστεψαν στο δυναμισμό και υποκλίθηκαν στην απίστευτη καπατσοσύνη της, μα τότε πια είπαν πως μακάρι να είχαμε ακόμη μια Τασία, γιατί τέτοιοι άνθρωποι πάνε μπροστά κάθε τόπο.
Οι γονείς της ξεσπιτώθηκαν το 1922 από τη Μικρά Ασία, όμως στην Αθήνα συνέχισαν τις εμπορικές τους δραστηριότητες και μάλιστα επέκτειναν τις επιχειρήσεις τους σε όλη την Ελλάδα.
Μεγαλέμπορος αυγών ο πατέρας της, από το γένος Ζαχαριάδη, μαζί με τη μητέρα της, τη Μαρίκα, που ήταν η ταμίας και η ψυχή των επιχειρήσεων, αρχικά αγόρασαν ένα σπίτι στο Ν. Ηράκλειο, γρήγορα όμως μετακόμισαν σε έναν από τους πιο παλιούς δρόμους της Αθήνας, στην οδό Τάκη, στην πλατεία Ψυρρή.
Εκείνη η γειτονιά έμελλε να γίνει ο τόπος γνωριμίας του Καρπάθιου Γιάννη Χρυσαφίνη και της Αναστασίας (Τασίας) Ζαχαριάδου.
Ο Γιάννης ήταν ο μικρότερος γιός της οικογένειας, πρώτος ήταν ο Μιχάλης που σπούδαζε ηλεκτρολόγος στο Φάληρο, έπειτα ο Ηλίας, που έγινε επιπλοποιός και ακολούθησε ο Γιάννης, το στερνοπούλι που όλοι χάιδευαν και φρόντιζαν.
Ο Γιάννης έπαιζε ποδόσφαιρο με τα αδέλφια της Τασίας στις γύρω αλάνες, κάπως έτσι έγινε η γνωριμία και δε θέλει πολύ, όταν κάτι είναι να δέσει φαίνεται πως δε χρειάζεται καρφιά, ούτε ψάχνει βενζινόκολλες!
Μέσα στον πόλεμο ο μεγάλος αδελφός του Γιάννη, ο Μιχάλης Χρυσαφίνης, ήταν οργανωμένος στο ΕΑΜ, ανέπτυξε σπουδαία αντιστασιακή δράση και μάλιστα, όπως θυμάται η κα Τασία, είχε σημαντικό ρόλο και βοήθησε πολλούς Εβραίους, που ζούσαν στην Αθήνα, να φύγουν κι έτσι να γλυτώσουν από το κυνήγι των Γερμανών.
Λίγα χρόνια μετά τον πόλεμο το ζευγάρι αποφάσισε να τραβήξει για την Κάρπαθο, εκεί θα ξεκινούσαν μια καινούρια ζωή.
Για το νοικοκύρη Γιάννη Χρυσαφίνη η καθημερινότητα στο νησί ήταν οικεία, καλός γλεντιστής, ένας άνθρωπος του κόσμου, που αγαπούσε την πατρίδα του και δεν ήθελε να ακούσει για ξενιτεμούς, διάλεξε λοιπόν να μείνει, να παλέψει με κάθε τρόπο, παρά τις αντιξοότητες και τα στενέματα της εποχής.
Μαζί με τα αδέλφια του, τον ηλεκτρολόγο Μιχάλη και τον Ηλία, το 1957 είχαν μια σπουδαία ιδέα, πάλεψαν και κατάφεραν να ηλεκτροφωτίσουν τη Βωλάδα και το γειτονικό Απέρι. Ήταν εκείνη η εποχή που αυτά τα δυο χωριά φωτοβολούσαν και ξεχώριζαν μέσα στα σκοτάδια.
Η συνέχεια γράφτηκε στις πρώτες σκοτεινές αίθουσες τις Καρπάθου!
Το επόμενο καλοκαίρι, λίγο πριν από το ξεκίνημα της δεκαετίας του 1960, το ζευγάρι, Γιάννης και Τασία Χρυσαφίνη πέτυχαν ακόμη μια πρωτιά, έφεραν τον κινηματογράφο στο νησί.
Η Τασία και ο Γιάννης δούλεψαν χειμώνα-καλοκαίρι την πρώτη μηχανή προβολής, από ένα βαρύ φορητό εργαλείο, πρόβαλλαν κινηματογραφικές ταινίες στα εκκλησιαστικά μέγαρα, τα καφενεία και τα εστιατόρια.
Ο κόσμος έτρεχε για να χωθεί στη σκοτεινή αίθουσα, έψαχνε λίγες στιγμές ξεγνοιασιάς, ένα ταξίδι διασκέδασης.
Ξεκινούσαν τις προβολές από τη Βωλάδα που είχαν και καφενείο, έπειτα στο Όθος, τις Πυλές, την Αρκάσα, έκαναν το μικρό γύρο του νησιού κι έφταναν στις Μενετές και τελευταία στάση τα Πηγάδια. Αυτό ήταν το δρομολόγιο που ακολουθούσαν και η αγωνία ήταν να μη δημιουργήσει πρόβλημα το ηλεκτρικό ρεύμα, για να μπορέσει να παίξει η μηχανή. Οι θεατές δεν έπρεπε να μείνουν με το παράπονο στα χείλη και το κομμένο εισιτήριο στο χέρι.
Τα φίλμ για να φτάσουν στο νησί θαλασσοπνίγονταν με το ΑΝΔΡΟΣ το ατμόπλοιο του Νικ. Διαπούλη, έπειτα περνούσαν από τα ράουλα και περίμεναν το πρώτο σκοτείνιασμα, ίσως αυτή να ήταν η πιο γλυκιά κινηματογραφική αγωνία, η ώρα της προσμονής.
Η μηχανή μάρσαρε κι ο «σταυρός της Mάλτας», ο δυνατός μηχανισμός που παρασύρει το φίλμ, έσερνε τις εικόνες μπροστά στη λάμπα και κείνες έδιναν μια και πήδαγαν έξω, ζωντάνευαν πάνω στην μεγάλη οθόνη, τότε τα μάτια των Καρπάθιων γούρλωναν.
Οι θεατές, αμάθητοι από κινηματογράφο, πολλές φορές γύριζαν και κοιτούσαν προς τη μηχανή, περίμεναν να δουν τους αγαπημένους τους ηθοποιούς να ξεπηδήσουν από τα μπροστινά κρύσταλλα του φακού!
Ο Μιχάλης τους έδειχνε το πανί, συχνά, λίγο πριν την προβολή, επαναλάμβανε:
- να προς τα κει πρέπει να κοιτάτε, εκεί, πάνω στο πανί θα βγει η ταινία.
Τι κι αν έκανε θόρυβο η μηχανή προβολής, τι κι αν τα χρώματα ήταν ξεθωριασμένα ή κάποιες άλλες φορές το λευκό πανί κουνιόταν. Όλα ήταν μαγικά, αφού οι άνθρωποι ξεκινούσαν με την πιο καλή τους διάθεση, κυριολεκτικά ζούσαν το δίωρο κινηματογραφικό όνειρο.
Η Βουγιουκλάκη με τον Παπαμιχαήλ να χορεύουν στο πανί κι από κάτω τα αγόρια να κάνουν τα γλυκά μάτια στα κορίτσια, που δήθεν δεν έβλεπαν γιατί ήταν σκοτεινά κι όλες οι αισθήσεις τους ήταν πάνω στο έργο.
Η κα Τασία έχει αμέτρητες αναμνήσεις, όμως δυο λέξεις είναι αρκετές, για να περιγράψει τον κινηματογράφο της εποχής: ήταν το νυφοπάζαρο!
Τέτοια ήταν η δύναμη του που μάζευε ακόμη και τους μαθημένους από τέτοια, τους μετανάστες της Αμερικής και της Αυστραλίας, γιατί εκεί, μέσα στη σκοτεινή αίθουσα του καφενείου, υπήρχε πιθανότητα να συναντήσουν τη γυναίκα της ζωής τους.
Λίγα χρόνια αργότερα ακόμη ένας περιφερόμενος κινηματογράφος εμφανίστηκε στην Κάρπαθο, αυτός ήταν τουΜατθαίου Μανουσάκη και δούλευε μόνο τους καλοκαιρινούς μήνες. Ενώ το 1965 άνοιξε ο πρώτος σταθερός κινηματογράφος πάνω στο νησί.
Στην καρδιά των Πηγαδίων, στο οικόπεδο που σήμερα βρίσκεται το ξενοδοχείο “Oceanis”,σε μια τεράστια αίθουσα για την εποχή, χωρητικότητας 240 καθισμάτων, κάθε Τετάρτη και Κυριακή πραγματοποιούσαν προβολές ταινιών.
Ο ιδιοκτήτης του σινεμά, ο Μανώλης Διακίδης, ο Σίουρος όπως ήταν γνωστός, ταξίδεψε στην Αθήνα και συνεργάστηκε με την εταιρία “Δαμασκηνός-Μιχαηλίδης”διάλεγε ταινίες για “όλη την οικογένεια” και δίχως να το πολύ-καταλάβει, όπως και ο Μιχάλης με την Τασία του, γαλούχησαν το Ελληνικό αίσθημα, την κουλτούρα των νεώτερων Καρπαθίων.
Στη μεγάλη κινηματογραφική αίθουσα αναπτύχθηκαν και αρκετές καλλιτεχνικές δράσεις, όπως οι ζωντανές μουσικές βραδιές, από το πρώτο καρπάθικο συγκρότημα από τους Γιάνακα και Νικόλα Χρυσοχόο.
Οι περιφερόμενοι κινηματογράφοι πέρασαν στην ιστορία, οι γλυκές μνήμες συνοδεύουν τους τυχερούς, εκείνους που ταξίδεψαν μέσα σε μια σκοτεινή αίθουσα καφενείου, εκείνους που έκλαψαν ή ερωτεύτηκαν, πάνω σε ένα τραγούδι του Νίκου Ξανθόπουλου κι έπειτα γέλασαν με την ψυχή τους σε ένα σκέρτσο του Μανέλλη!
Τα επόμενα χρόνια η αρχόντισσα Τασία Χρυσαφίνη ασχολήθηκε με αυτό που της ταιριάζει, με το εμπόριο!
Ταξίδευε στην Αθήνα διάλεγε εμπόρευμα και έφερνε «καραβιές με την πραμάτεια της», το κατάστημα της ήταν πάντοτε φορτωμένο με διάφορα είδη που αφορούσαν ανάγκες του σπιτιού. Ακόμη και σήμερα τη συναντάς μέσα στα εμπορεύματα, με το μυαλό της πάντοτε ανοιχτό κι αναμμένο, φτάνει μια ματιά για να καταλάβει τι έχει ανάγκη, τι χρειάζεται ο πελάτης.
Είναι περήφανη για την μικρασιατική της καταγωγή και δεν ξεχνά τη συμβουλή της μητέρας της: «παιδί μου να μάθεις από όλα, ακόμη κι αν δε δουλέψεις, πρέπει να γνωρίζεις πως γίνονται τα πράματα».
Ο ενθουσιασμός, η οξυδέρκεια και το εκρηκτικό ταπεραμέντο την κάνουν να ξεχωρίζει.
Η λεβέντισσα Τασία Χρυσαφίνη, αποτελεί ένα σημαντικό κεφάλαιο της σύγχρονης ιστορίας της Καρπάθου. Μια ιδιαίτερη συμβουλή της θα μπορούσε να γίνει σπουδαίο μάθημα:
«Δεν θέλω να μου λέτε τι έχω, αυτό το ξέρω! Τι δεν έχω θέλω να μου λέτε».
πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου