Σάββατο 8 Ιουνίου 2019

Οι Τούρκοι μελετούν Θουκυδίδη, εμείς;

 
Των Δημήτριου Τσαϊλά, Αλέξανδρου Δρίβα*
Τα υποτιθέμενα διδάγματα από παλαιότερους πολέμους ή των παρελθόντων συγκρούσεων, περνούν στην κοινή ιστορική μνήμη μας, συνιστώντας ένα σύνολο αξιών για τον κόσμο και πώς η κοινωνία θα πρέπει να συμβάλει στη διαχείρισή της. Με αυτό τον τρόπο τα ιστορικά μαθήματα αποκλείουν ορισμένες πολιτικές και στρατηγικές επιλογές σε μελλοντικές αντιπαραθέσεις, προωθώντας παράλληλα μια κοινωνία και την ηγεσία της προς το κοινό συμφέρον.
Αυτός είναι και ο λόγος που πρέπει να προχωρήσουμε όσο το δυνατόν πληρέστερα στην κατανόηση των ιστορικών γεγονότων, βοηθώντας έτσι να μάθουμε τα ακριβή μαθήματα από αυτά τα γεγονότα. Τα ψευδή μαθήματα της ιστορίας θα μπορούσαν να προκαλέσουν κακές αποφάσεις εδώ και τώρα, ενώ τα σοφά μαθήματα ενισχύουν τις πιθανότητες μας να μην επαναλάβουμε σφάλματα του παρελθόντος. Η ιστορία είναι απαραίτητη για να εκτελείται σωστά η εξωτερική πολιτική και η στρατηγική. Όμως με λύπη διαφαίνεται ότι υπάρχει έλλειμμα γνώσης από την ελληνική ηγεσία, ενώ αντίθετα η τουρκική ηγεσία μελετάει με ευλάβεια το Θουκυδίδη.
Κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου, οι Σπαρτιάτες πίστευαν ότι και να χάσουνε κάποιες μάχες στο ναυτικό αγώνα δεν αποτελούσε τίποτα παρά ασήμαντες ήττες, δεδομένου ότι ήταν αδιαμφισβήτητα οι ισχυροί στις χερσαίες επιχειρήσεις και ανίκητοι, όμως μια αποφασιστική ήττα της Αθήνας στη θάλασσα θα οδηγούσε τους Αθηναίους σε απεγνωσμένες χερσαίες επιχειρήσεις όπου θα αγωνίζονταν για την επιβίωση τους και θα βρεθούν σε δεινή θέση. Πράγματι, οι Αθηναίοι βρέθηκαν σε αυτή την εύθραυστη κατάσταση, με τους πόρους να φθίνουν, ενώ το «κέντρο βάρους» της Σπάρτης, η Πελοπόννησος, ήταν ασφαλής από τις πολεμικές επιχειρήσεις των Αθηναίων.
Αυτή η επιτελική σκέψη που μετά την κατατριβή του αντιπάλου και των συμμάχων του, οδηγεί στη μια αποφασιστική μάχη, παρουσιάζει μια εντυπωσιακή προσομοίωση στις αρχές του εικοστού αιώνα κατά τη διάρκεια του πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Θυμίζει τη γερμανική ναυτική στρατηγική του ναυάρχου Τίπριτζ περί «διαχείρισης κινδύνου στη θάλασσα», καθώς η υπεροπλία του Βρετανικού Βασιλικού Ναυτικού δεν άφηνε την ψευδαίσθηση στο γερμανικό Ναυαρχείο ότι θα μπορούσε να επικρατήσει σε μία αποφασιστική ναυμαχία.
Έτσι, κατάρτισε σχέδιο επιδρομών και βομβαρδισμών της ανατολικής ακτής της Βρετανίας από τα γερμανικά καταδρομικά μάχης. Οι Γερμανοί εκτιμούσαν ότι, υπό το βάρος της πίεσης της κοινής γνώμης, ο Μέγας Στόλος (GrandFleet) θα λάμβανε αμυντική διάταξη, η οποία θα οδηγούσε αναγκαστικά στη διασπορά των δυνάμεών του. Έτσι ο Στόλος Ανοικτής Θάλασσας θα μπορούσε να δράσει εναντίον αποσπασμάτων του Μεγάλου Στόλου και να επιτύχει τη σταδιακή φθορά του, που θα μπορούσε να μεταβάλλει την ισορροπία της ναυτικής ισχύος υπέρ της Γερμανίας.
Οι Αθηναίοι το 480πΧ εκμεταλλευόμενοι τις συγκυρίες, δυσμενείς καιρικές συνθήκες και υπέρτερη ναυτοσύνη έναντι του αντιπάλου, βρέθηκαν σε ευνοϊκή θέση να απομειώσουν την ναυτική ισχύ του Περσικού Στόλου στο Αρτεμίσιο, και αμέσως μετά στη Σαλαμίνα, αξιοποιώντας και τη γεωγραφία, ήταν σε θέση να νικήσουν τους Πέρσες, καθιστώντας δυνατή την αποφασιστική μάχη στις Πλαταιές και να σώσουν έτσι την Ελλάδα.
Διακρίνουμε την αποτελεσματικότητα της αποφασιστικής ναυμαχίας μετά την κατατριβή του αντιπάλου ως μια συνειδητή στρατηγική. Εξ’ άλλου αυτή τη στρατηγική ακολούθησε η Ελλάδα στους νικηφόρους Βαλκανικούς πολέμους με τις ναυμαχίες της Έλλης και της Λήμνου, απελευθερώνοντας ολόκληρο το Αιγαίο και στερώντας ενισχύσεων του οθωμανικού στρατού, με αποτέλεσμα την απελευθέρωση της Βορείου Ελλάδος. Αυτή, η έννοια της στρατηγικής του Κουντουριώτη δίνοντας τη μάχη στη θάλασσα για να καθορίσει την έκβαση του πολέμου διακρίνουμε ότι παρέμεινε μια ελκυστική και βιώσιμη στρατηγική με ρίζες στην κλασική ελληνική εποχή.
Ο σκοπός που αναφέρομαι στα ιστορικά γεγονότα δεν είναι για να αγνοηθούν οι σύγχρονες ναυτικές στρατηγικές ή να ελαχιστοποιήσω τη σημασία των πολλαπλασιαστών ισχύος που προέρχονται κυρίως από τα τεχνολογικά εξελιγμένα όπλα, τις συμμαχίες και τους διπλωματικούς ελιγμούς που καταλήγουν σε συμφωνίες, αλλά για να τονίσω το διαρκή χαρακτήρα ορισμένων βασικών αρχών της ναυτικής στρατηγικής.
Πιστεύουμε ότι και η Τουρκία θα χρησιμοποιήσει τις ναυτικές δυνάμεις της ως εργαλεία της διπλωματίας, ειδικά ως μέσα καταναγκασμού και κατατριβής του Ελληνικού Στόλου. Εξ’ άλλου ο Θουκυδίδης υποστήριζε πως το δίκαιο μπορεί να φανεί χρήσιμο μόνο σε ισοδύναμους διεκδικητές.
Όπως αναφέρει διδακτικά στον Διάλογο Αθηναίων-Μηλίων, ο ισχυρός πόλος προβαίνει σε όλες εκείνες τις ενέργειες που του επιτρέπει η διαθέσιμη ισχύς του και ο αδύναμος πόλος, περιορίζεται στο να προβαίνει σε ότι του επιβάλλει η αδυναμία του.
Η Τουρκία δεν έχει αίσθηση του δικαίου καθώς είναι αναθεωρητική δύναμη. Μια αναθεωρητική δύναμη φιλοδοξεί στο να ανατρέψει το statusquo το οποίο φυσιολογικά, είναι θεμελιωμένο πάνω σε διεθνείς συμφωνίες που πλαισιώνονται από το Διεθνές Δίκαιο. Η επιχειρηματολογία της Τουρκίας, στηρίζεται σε πολιτικά επιχειρήματα καθώς μέσω αυτών, εξαργυρώνεται η αίσθηση υπεροχής έναντι της Ελλάδας. Η Ελλάδα αρθρώνει νομική επιχειρηματολογία. Θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι η αλλαγή της εξωτερικής πολιτικής της Ελλάδας απέναντι στην Τουρκία την εποχή Σημίτη, ήταν βλαπτική για τα ελληνικά συμφέροντα.
Το επιχείρημα που μπορεί να κατατεθεί στηρίζεται στο ότι: Η Ελλάδα αφού εγκατέλειψε την στρατηγική του »μη διαλόγου» για όσα ήγειρε η Τουρκία, (πέραν της μόνης νομικής διαφοράς ορισμού της υφαλοκρηπίδας που αναγνώριζε η Ελληνική Δημοκρατία) δέχτηκε να ανοίξει διάλογο με την Τουρκία για όλα όσα η Τουρκία διεκδικεί.
Συμπεράσματα
Η Τουρκία στις μέρες μας φαίνεται να βρίσκεται στο τελικό στάδιο της αναθεώρησης (υπέρ της) των ελληνοτουρκικών σχέσεων, διαταράσσοντας την ισορροπία ισχύος και προωθώντας έναν ιδιότυπο «πόλεμο».
Η ρητορική της Τουρκίας είναι σκληρή και απειλητική έναντι της Ελλάδας και μάλιστα, εντός των αναφορών της για την Ελλάδα, επιστρατεύει συναισθηματικά επιχειρήματα και καλλιεργεί στρατηγικό πολιτισμό ή κουλτούρα πολέμου, προετοιμάζοντας τους πολίτες της για θυσίες που πρέπει να γίνουν εκ μέρους τους προκειμένου τα σύνορα της καρδιάς της μητέρας πατρίδας, να επεκταθούν, αναθεωρώντας τη συνθήκη της Λωζάνης.
Αν θέλουμε να αποκωδικοποιήσουμε τη συμπεριφορά της Τουρκίας, που μόνο παράτολμη δεν είναι (ακολουθεί τακτική ήσσονος κινδύνου) αναμένουμε πως θα επιδιώξει εντός του προσεχούς διαστήματος τη δημιουργία ενός σημειακού θερμού επεισοδίου χαμηλής εντάσεως και μικρής διάρκειας στο Αιγαίο ή ανάμεσα στο «τρίγωνο» Κύπρος, Καστελόριζο και Κρήτη με σκοπό, να “γκριζάρει” περιοχές που ο Ελληνισμός κατέχει κυριαρχικά δικαιώματα.
Αυτό που μονίμως μπορεί να κατατίθεται ως πρόταση λύσης για την πατρίδα μας είναι ο συγκερασμός αυτοβοήθειας (εσωτερική εξισορρόπηση: αύξηση όλων των συντελεστών ισχύος μας) και δημιουργίας σημαντικών συμμαχιών (εξωτερική εξισορρόπηση). Εξωτερική εξισορρόπηση χωρίς την αντίστοιχη εσωτερική, δεν είναι αποτελεσματική καθώς τα κράτη συνάπτουν συμμαχίες με ισχυρά κράτη για να μπορέσουν να αυξήσουν την ασφάλειά τους. Οι αδύναμοι και μη αποφασιστικοί δρώντες, αποβάλλονται και δεν λογίζονται ως αξιόπιστοι στρατηγικοί εταίροι.
*Ο Δημήτριος Ν. Τσαϊλάς είναι Υποναύαρχος (ε.α.) ΠΝ
*Ο Αλέξανδρος Δρίβας είναι Συντονιστής ΤΟΡΕΝΕ – ΙΔΙΣ και μέλος της Ομάδας Θαλάσσιας Στρατηγικής του ΕΛΙΣΜΕ

πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια: