Πέμπτη 9 Μαΐου 2019

ΓΕΛΑΣΤΗ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ

Η εικόνα ίσως περιέχει: σύννεφο και ουρανός 

Αποτέλεσμα εικόνας για Κωνσταντίνο Παρθένη
Ταξιδεύουμε με τον σπουδαιότερο ίσως Έλληνα ζωγράφο του 20ου αιώνα. Τον Κωνσταντίνο Παρθένη που
γεννήθηκε στις 10 Μάϊου του 1878. Έλεγε πως: "Στην τέχνη πρέπει να αγωνιζόμαστε εναντίον κάθε έλλειψης πρωτοτυπίας.."
Κατόρθωσε να συνδυάσει την ελευθερία της μοντέρνας τέχνης με
την ελληνική πνευματικότητα, αξιοποιώντας τα διδάγματα της αρχαίας και βυζαντινής κληρονομιάς.
Γεννημένος στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου από πατέρα Έλληνα και μητέρα Ιταλίδα, ο Κωνσταντίνος Παρθένης απέκτησε παιδεία (μιλούσε και έγγραφε ιταλικά, γερμανικά, γαλλικά, αγγλικά και ελληνικά). Από το 1895 έως το 1903 σπούδασε ζωγραφική στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Βιέννης και παράλληλα παρακολούθησε μαθήματα μουσικής στο Ωδείο της πόλης. Στη Βιέννη πραγματοποίησε την πρώτη έκθεση έργων του το 1899, ενώ τον αμέσως επόμενο χρόνο (1900) εξέθεσε έργα του και στην Αθήνα. .
Το 1903 επέστρεψε στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Πραγματοποίησε ταξίδια στην Καβάλα και την Κωνσταντινούπολη ενώ έως το 1907 έζησε στον Πόρο, όπου φιλοτέχνησε τις τοιχογραφίες του ναού του Αγίου Γεωργίου. Το 1908 φιλοτέχνησε τις αγιογραφίες του ναού του Αγίου Γεωργίου στο Κάιρο.
Το 1919, ανατέθηκε στον Παρθένη η αγιογράφηση του ναού του Αγίου Αλεξάνδρου στο Παλαιό Φάληρο. Το 1920 πραγματοποιήθηκε η πρώτη μεγάλη έκθεσή του στο Ζάππειο με περισσότερους από 240 πίνακες. Η φήμη του είχε ήδη αρχίσει να μεγαλώνει και έτσι οι διακρίσεις άρχισαν να πολλαπλασιάζονται. Την ίδια χρονιά ο Ελευθέριος Βενιζέλος τού απένειμε το Αριστείο των Γραμμάτων και των Τεχνών (για τον Ευαγγελισμό).
Το 1922, αψηφώντας το κλίμα τρομοκρατίας, τόλμησε να επισκεφθεί τον φυλακισμένο Παπαναστασίου, Ζωγραφίζει επίσης εκείνα τα χρόνια το πορτρέτο του Παπαναστασίου, που δημοσιεύεται πρωτοσέλιδο στην εφημερίδα Δημοκρατία, στις 12 Μαρτίου 1924, την ημέρα δηλαδή που ο δημοκράτης πολιτικός σχημάτισε κυβέρνηση. Το πορτρέτο δημοσιεύθηκε με χειρόγραφη τη γνωστή πρότασή του από το Δημοκρατικό Μανιφέστο της 12ης Φεβρουαρίου 1922: «Η Ελλάς δεν είναι βασιλικόν τιμάριο. Είναι δημιούργημα του πνεύματος...».
Λίγους μήνες μετά, το φθινόπωρο του 1923, η υποψηφιότητα του Παρθένη για μια έδρα της Σχολής Καλών Τεχνών είχε καταψηφιστεί από τους συντηρητικούς καθηγητές. Θα χρειασθεί νομοθετική παρέμβαση, που θα συντάξει ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου, το 1929, ύστερα από τη θριαμβευτική επιστροφή του Βενιζέλου στην εξουσία, για να διοριστεί καθηγητής της Σχολής, όπου θα παραμείνει όμως ξένο σώμα, γνωρίζοντας ένα διαρκή πόλεμο από τους άλλους καθηγητές.
Στο εργαστήριό του στη Σχολή μαθήτευσαν οι Τσαρούχης, Εγγονόπουλος, Διαμαντόπουλος, Μολφέσης, κ.α. Μαθητές του είχαν υπάρξει επίσης οι Πικιώνης και Γκίκας.
 


Το 1925 ο Παρθένης είχε κατορθώσει να αποχτήσει από τις πωλήσεις έργων του το σεβαστό ποσό που χρειάστηκε για να αγοράσει ένα κομμάτι γης στους πρόποδες του λόφου της Ακρόπολης, απέναντι από το θέατρο του Ηρώδου Αττικού.
Εκεί έχτισε το εμβληματικό σπίτι-εργαστήριό του που σχεδίασε ο ίδιος μαζί με τον Πικιώνη. Ο Παρθένης έζησε και πέθανε στο σπίτι των ονείρων του, ένα σπίτι που σχεδίασε εσωτερικά και εξωτερικά όπως εκείνος ήθελε. Πέρασε όλες τις δύσκολες στιγμές του πολέμου αλλά και των μετέπειτα χρόνων και ποτέ δεν σταμάτησε να ζωγραφίζει με την ψυχή του. Όμως αγαπούσε και την μουσική. Είχε πάθος με την μουσική. Δεν είναι λοιπόν περίεργο που η παρουσία της μουσικής είναι στο έργο του παραπάνω από αισθητή. 


Ο Κώστας Ηλιαδης στο Έθνος το 1968 έγραφε: «Πάθος του ήταν η μουσική, τον συναντούσα με τη γυναίκα του στα κονσέρτα της Kυριακής και στα ρεσιτάλ μεγάλων καλλιτεχνών στο Δημοτικό Θέατρο, στα Oλύμπια και στο Kεντρικόν».
 


Ο ίδιος σε μια σπάνια συνέντευξη του στην “Πρωία”, το 1930 λέει: “Tο φως αυτό της μουσικής, όταν το αντίκρυσα για πρώτη φορά, παιδί, μ’ εθάμβωσε και μου φάνηκε πως μ’ ετύφλωσε. Eρμηνεύει τις γραμμές και τις κάμνει σταθερές και αμετάβλητες. Μόνο με μουσική μπορεί κανείς να το εκφράσει. Γι’ αυτό εδώ στο σπίτι μου άφησα μόνο το λευκό χρώμα να κυριαρχεί. Με ξεκουράζει. Είναι το χρώμα της σκέψεως. Όλα τα άλλα θέτουν σε κίνηση το νου και δεν μπορώ να σκεφθώ τίποτε άλλο. Διαρκώς ο νους μου τα αναλύει, τα μελετά τα εξετάζει, τα συνδυάζει, στο λευκό χρώμα μπορώ να σκεφθώ».
 


Όπως έχει πει: "Oι καλλιτέχναι θα πεισθούν ότι πρέπει να εργάζωνται με τον νουν και με την ψυχήν και όχι μόνον με τον χρωστήρα ή την σμίλην. O μεγάλος κόπος δεν είνε η εκτέλεσις ενός έργου. O κόπος και ο μόχθος είνε η εργασία του νου. ΄Oπως ο ποιητής δεν κουράζεται σημειώνων με το μολύβι του τους στίχους, αλλά κοπιάζει διανοητικώς και όλη του η εργασία γίνεται διά του νου. O ζωγράφος το ίδιον. Πρέπει να εργασθή με τον νουν. Eχει εις το χέρι του την μεγαλύτερη ανθρώπινη δύναμι. Mε μίαν μόνον γραμμήν κάμνει την φύσιν νέαν, αποκρύπτει ένα βουνό χιλιόμετρα πίσω, απλώνει ένα κάμπο σε απέραντη έκτασι. Mε μίαν γραμμήν μόνον ο ζωγράφος γίνεται Θεός και δημιουργεί. Kαι έχει το πλεονέκτημα ότι μπορεί να εμφανίση την δημιουργία του εις το σύνολον της αμέσως. O μουσικός δίδει την αρμονίαν και πρέπει να την ακούσετε και να κουραστήτε προσέχοντάς την, από την αρχή έως το τέλος. O ποιητής δημιουργεί την ποίησιν η οποία πρέπει να ακουσθή ολόκληρη. O ζωγράφος όμως δίδει την δημιουργίαν του αυτοτελή και αμέσως. Aυτό επιτρέπει εις την κριτικήν να σχηματίση κάπως προχειρότερη την εντύπωσί της. Δεν έχει και πολλά πράγματα να προσέξη και της αρκεί μία ματιά στο σύνολο. Aν μερικοί κριτικοί είχαν υπ’ όψιν των με τι κόπον γίνεται η εργασία του νου, δεν θα έκαμναν αυτό που κάμνουν, το να σκαλίζουν την ψυχή του καλλιτέχνου για να την πληγώσουν χωρίς να την μελετήσουν.. Γιατί η σύνθεση είναι η λογική έκφραση ενός εσωτερικού και προσωπικού ρυθμού ο οποίος προτού να προσδιορισθή είτε εις το μουσαμά είτε εις το μάρμαρο, προυπήρξε ως μουσική μέσα στην ψυχή του καλλιτέχνη…"


Μουσική: Ara Dinkjian
Στίχοι: Μιχάλης Γκανάς
Τραγούδι: Ελευθερία Αρβανιτάκη


 Κι αν σου μιλώ ψιθυριστά
κι αν σ’ αγαπώ συλλαβιστά
είναι που σε βλέπω
στ’ όνειρό μου κάτι βράδια
να με ντύνεις χάδια μεταξωτά.
Είναι που φοβάμαι
μην ξυπνήσω και σε χάσω
μήπως σε ξεχάσω, οριστικά.

Κι αν σου μιλώ με μια φωνή
που δεν ακούν οι ουρανοί
είναι που `χεις γίνει
γελαστή φωτογραφία
έχρωμη απουσία, όλο νερά.
Είναι που χαϊδεύω
το σακάκι σου τα βράδια
και φορώ τα χάδια, μαύρα κουμπιά.

Είναι που δε βρίσκω
σε κανένα μονοπάτι
ένα χαλικάκι του γυρισμού.

Γίνε φωτιά να σε κοιτώ
γίνε τραγούδι στο στόμα
γίνε γιορτή να ξεχαστώ
κρύψου παντού να σε βρω.



Δεν υπάρχουν σχόλια: