Τετάρτη 1 Μαΐου 2019

Δεν υπάρχει διαθέσιμη περιγραφή για τη φωτογραφία.

Η Πρωτομαγιά απομένει τυπωμένη για πάντα στην ψυχή μας από τα μικρά μας χρόνια. Από βραδύς κοιμόμαστε με κείνον τον μακάριο ύπνον που κοιμάται ο νιος, ο άνθρωπος όπου έχει υγεία στο κορμί και στο πνεύμα. Μας είχανε ετοιμασμένα φαγιά για να πάρουμε μαζί μας, και φαγιά καλά, μεζεκλίδικα, επειδή στα μέρη μας ήτανε καλοφαγάδες οι άνθρωποι.
Ξυπνούσαμε πριν να γλυκοχαράξει και κατεβαίναμε στην ακροθαλασσιά για να μπούμε στα περάματα. Γιατί την πρωτομαγιά την κάναμε τις περισσότερες φορές θαλασσινή.
Σαν γέμιζε κάθε πέραμα αλαργάριζε από τη στεριά και κάνανε μια παρέα με δυό τρία άλλα που πηγαίνανε στο ίδιο μέρος. Φωνές χαρούμενες, χωρατάδες. Οι καθηγητές μας καθόντανε στο πιο καλό μέρος. Σε μαξιλάρια μαλακά, ραχατλίδικα.
Ως να μπαρκάρουνε αγουγόντανε ακόμη οι πετεινοί που λαλούσανε. Οι περαματατζήδες ήτανε όλοι τους γουστόζοι άνθρωποι ανοιχτόκαρδοι, γελαζούμενοι. Τραβούσανε τα κουπιά, γιατί τούτη την αυγινή ώρα η θάλασσα ήτανε γυαλί. Άλλοι μαθητάδες κουβεντιάζανε, άλλοι παίζανε όργανα.
Πριν να βγει ο ήλιος είχαμε πάρει κάμποσο δρόμο. Μέσα στο μπουγάζι ταξιδεύανε ένα σωρό βάρκες, περάματα και καΐκια μεγάλα, όλα με τα κουπιά, γεμάτα κόσμο. Από παντού άκουγες τραγούδια, γέλια κι όργανα. Τα χαμηλά βουνά, τα δέντρα, οι πέτρες του γιαλού, τα καΐκια, όλα καθρεφτιζόντανε μέσα στη θάλασσα, που ήτανε βουτημένη ακόμη στον ίσκιο και κάθε πλεούμενο σχεδίαζε κάτι απαλές ζαρωματιές απάνω στο ήσυχο νερό, κι άφηνε πίσω του μια ασημένια γραμμή μέσα στον βαθύ ίσκιο το νερού, που λες πως ήτανε από βελούδο. Αυτός ο ίσκιος αλλού ήταν πρασινωπός, αλλού καφετής, αλλού μαυρογάλαζος. Τι εμορφιά ήταν εκείνη! Οι βαρκαρέοι ήτανε όλοι με βρακιά, σαν τους θαλασσινούς του Εικοσιένα και τραβούσανε το κουπί με ρέγουλα. Το μάτι δε χόρταινε να βλέπει.
Ως που να φτάξουμε στο μέρος που θα περάσουμε τη μέρα της Πρωτομαγιάς ο ήλιος ψηλώνει δυο τρεις οργιές. Βγαίνουμε έξω χαρούμενοι και σκορπάμε παρέες παρέες κάτω από τα δέντρα. Η βρύση τρέχει δροσερό νερό. Παραπέρα βρίσκουνται έμορφα περιβόλια. Πολλοί θαλασσώνουνε για να βγάλουνε μύδια και καλόγνωμες. Άλλοι κολυμπάνε, άλλοι ψήνουνε καφέδες.
Στο μεταξύ οι περαματατζήδες κουβαλάνε έξω τα στρωσίδια, τα μαξιλάρια, τις καλαθιέρες με τα φαγιά. Ο γερο Νικολός ο Ραθούνας, ο χοντρός ο Γιωργάδας, ο Στέλιος ο Λιβανής, κάνουν κι αυτοί σα να ναι παιδιά. «Όξω έγνοιες. όξω σκοτούρες! Ο μπάρμπα Μπάρδακας, που ναι και λόγιος λέγει χαμογελαστός : «Το καλιώτερον πράγμα είναι η ησυχία»! και ξαπλώνει πάνω σε μια κουβέρτα για να «ρεμβάσει».
Περνούσαμε λοιπόν μια Πρωτομαγιά σα να ‘μασταν στον Παράδεισο. Ό,τι βλέπαμε η αγνή φαντασία μας το ταίριαζε με τον Ροβινσώνα, με τα νησιά και με τις θάλασσες που μιλά στα βιβλία του ο Ιούλιος Βέρν… «Εξηπλωμένοι υπό την σκιάν των αιωνοβίων εκείνων δένδρων συνωμίλουν ο Έμερυ με τον Μακνούμ» …«ο Θαυμάσιος Ορενόκος» … «Η Μυστηριώδης νήσος». Μια παρέα πιο ρομαντικοί ήτανε χωμένοι στα πυκνά δέντρα κι ακουγόντανε από μακριά που τραγουδούσανε.
Βασιλεύοντας ο ήλιος μπαίναμε στα περάματα για να γυρίσουμε στην πολιτεία. Από τα απομεσήμερο είχε καλάρει ο μπάτης κι η θάλασσα άφριζε γλυκά. Κάναμε πανιά και μας κατέβαζε πρύμα. Οι ακρογιαλιές περνούσανε γλήγορα από μπροστά μας και βλέπαμε τα κύματα να τραβάνε κατά τη στεριά και να αφρίζουνε απάνω στον άμμο και στις πέτρες. Τα δέντρα σαλεύανε σα να μας χαιρετούσανε και να μας λέγανε «Έχετε γεια. Και του χρόνου»! Τι αγνή που ήτανε η ζωή μας. Τι ευγενικά αισθήματα που είχαμε στην καρδιά μας.
κυρ- Φώτης Κόντογλου

Δεν υπάρχουν σχόλια: