Ο σχεδόν τυφλός π. Ιωάννης της Παναγίας Χρυσίνου
«Τι είναι η θρησκεία;» ρώτησε.
«Ο Θεός, όπως τον αντιλαμβάνεται ο άνθρωπος» του απάντησε. Ο χριστιανισμός;
«Ο Χριστός δεν έκανε θρησκεία, αλλά αποκάλυψε τον εαυτό του». Αυτό συνέβη τότε;
«Μην
μπερδεύεσαι, τότε και πάντα ο ίδιος Χριστός είναι στους αιώνες». Μα αυτό
δεν γίνεται σήμερα... «Κι όμως...» του απάντησε και πάλι.
Το
Μαυρομμάτι, όπου γεννήθηκε ο μικρός Σεραφείμ, είναι στα πόδια των
Αγράφων. Αν κοιτάξεις ανατολικά θα δεις κάμπο, αν κοιτάξεις δυτικά θα
δεις βουνό.
Ετσι, οι
άνθρωποι εκεί μαθαίνουν να επιλέγουν. Την κορυφή ή την καθημερινή
σιγουριά. Τον μικρό Σεραφείμ τον διάλεξε η κορυφή και αυτός
ανταποκρίθηκε.
Και ο Θεός
τού έθεσε ένα πρόβλημα. Την τύφλωση. Από μικρός αναζητούσε λίγο φως. Και
ό,τι ζητάς από τον Θεό δεν σου το δίνει μόνο λίγο, αλλά πολύ.
Μια μέρα
είχαν πάει οι δικοί του στην Παναγία τη Σπηλιώτισσα. Στα χρόνια εκείνα,
που οι άνθρωποι πίστευαν, η Παναγιά αυτή ήταν θαυματουργή και οι
άνθρωποι του κάμπου πήγαιναν για προσκύνημα.
Περπάτημα δηλαδή μερόνυχτα ολόκληρα για να φτάσουν στο πανηγύρι της και να καθίσουν το βράδυ ολόκληρο στην αγκαλιά της.
Ο Σεραφείμ
ζήτησε να σταθεί κοντά στην εικόνα. «Μια χαραμάδα φως, Παναγία μου, να
δω και αν γίνει, θα γίνω σκουπιδιάρης σου» είπε.
Και τότε ένα φως σαν αστραπή πήρε το σκοτάδι του και είδε. Και βρήκε πρόσωπα, ουρανό, βουνά και ορίζοντα μεγάλο.
Αλλά κυρίως αυτό που βρήκε ήταν το φως του Θεού, που ήρθε πάνω του σαν αεράκι λεπτό κι ανάσα.
Πήγε στους πατέρες στα Μετέωρα. «Θέλω να γίνω μοναχός» είπε. «Είσαι μικρός, περίμενε» του απάντησαν.
Ταξίδεψε στην Πάρο για να συναντήσει τον π. Φιλόθεο Ζερβάκο. Κάθισε μαζί του κλέβοντας μνήμες από τον Αγιο Νεκτάριο.
Μοναχός έγινε στα Μετέωρα. Του δόθηκε το όνομα Ιωάννης, που στα εβραϊκά σημαίνει «Δώρο Θεού».
Τι γύρευε
όμως στο μοναστήρι; Εψαχνε να βρει τον τρόπο ώστε το φως που ένιωσε
μπροστά στην Παναγιά να έρθει και να μείνει για πάντα μέσα του.
Για να το
βρεις χρειάζεται άθληση και η άθληση του Χριστού έχει πολύ σταυρό πάνω
της. Το ήξερε. Λίγα χρόνια μετά ήρθε το μελάνωμα στο μάτι.
Εξι μήνες
ζωής τού έδωσαν οι γιατροί. Εφυγε για την Αμερική, όπου ήταν ο αδελφός
του. Ενιωθε δίπλα του τον Αγιο Νεκτάριο να τον κρατάει από το χέρι. Δεν
πέθανε. Ομως το ένα μάτι χάθηκε πια. Γύρισε κουρέλι από τις
χημειοθεραπείες.
Με τον Αγιο
Παΐσιο είχαν γνωριστεί μέσω του π. Φιλοθέου. Στο Ορος πήγαινε συχνά για
να τον βλέπει. «Εχεις δρόμο ακόμα, Ιώαννη» του είπε.
Επειτα από
λίγους μήνες ήρθε το οστεοσάρκωμα. Πάλι Αμερική και εγχειρήσεις, βγήκε
και από κει ζωντανός. Γύρισε πάλι στα Μετέωρα.
Πολλά χρόνια
ησυχίας δεν γνώρισε, γιατί από τις χημειοθεραπείες ήρθαν το ζάχαρο, η
μερική τύφλωση του άλλου ματιού, ο θυροειδής και τα προβλήματα στην
καρδιά. Ο π. Παΐσιος είχε δίκαιο, το ταξίδι ήταν μεγάλο.
Πρέπει να
ήταν αρχές του 2000 όταν πήγε εκδρομή με τους πατέρες στη Χρυσίνου.
Πέτρες πεταμένες είχαν μείνει μόνο από το μοναστήρι που χτίστηκε το 1300
και γνώρισε ακμή και προσευχές και δάκρυα και εμφανίσεις του Θεού και
της Παναγίας της προστάτιδας. «Θα μείνω εδώ» τους λέει!
«Αν μείνεις εδώ θα πεθάνεις» του είπε ο επίσκοπος. «Τίποτα δεν υπάρχει εδώ, παρά αρκούδες».
Βγήκαν έξω από την εκκλησιά να προσευχηθούν και άκουσαν μέσα από τον ναό ψαλμωδίες και ύμνους και φωνές μελωδικές.
Ετσι του είπαν: «Να μείνεις, η χάρη της Παναγίας θα σε σκεπάζει».
Εφτιαξε κάτι σαν σπίτι. Πήρε τηλέφωνο τα αδέλφια του, που τότε είχαν χρήματα.
«Αν
παντρευόμουν», τους είπε, «δεν θα μου δίνατε χρήματα; Δώστε τα τώρα».
Του έδωσαν ό,τι μπορούσαν. Αρχισε να φτιάχνει το μοναστήρι.
Πέντε χρόνια
έφτιαχνε την εκκλησιά. Τη στερέωσε, τη διέσωσε. Τον χειμώνα όμως
έρχονταν αρκούδες και με το μισό μάτι και τις αρρώστιες του είχε φόβο.
Πήρε την
απόφαση, πούλησε ό,τι είχε από τους γονείς του και έφτιαξε τη μάνδρα.
Και αργότερα τα κελιά. Λίγα έδωσε ο κόσμος, τα περισσότερα αυτός.
Τα κατάφερε. Το μοναστήρι ήταν έτοιμο.
Ο σταυρός που του χάρισε ο Αγιος Παΐσιος
Πήγα μια μέρα
του Οκτώβρη πριν από πολλά χρόνια, προτού γίνει η μάντρα στο μοναστήρι
της περιφέρειας Καλαμπάκας σε ύψος 680 μέτρων.
Ηταν μια
καθημερινή, μέρα βροχερή. Κρύο και ομίχλη. Δεν περίμενα να βρω κανέναν.
Οταν έφτασα στο μοναστήρι είδα απέξω μια σειρά πανάκριβα αυτοκίνητα.
Τον γνώρισα
και έπειτα μου είπε ότι «έρχονται οι άνθρωποι κουρασμένοι με πολλά
προβλήματα και ζητούν έναν λόγο, ένα χέρι να τους κρατήσει την ώρα που
πέφτουν αυτοί ή το παιδί τους».
Είδα έναν που
ερχόταν με δάκρυα στα μάτια. Τον έπιασε από τον ώμο. Κάθισε λίγο μαζί
του και μιλήσανε. Μετά ο π. Ιωάννης πήρε τον μικρό σταυρό που είχε στον
λαιμό του και τον σταύρωσε. «
Είναι ο
σταυρός του Αγίου Παϊσίου», μου είπε μετά, «μου τον έδωσε λίγο πριν
πεθάνει Δεν είπε τίποτα, μόνο τον σταυρό μού έδωσε και μου χάιδευε με
τρυφερότητα το χέρι».
Εφυγα βράδυ
από τη Χρυσίνου. Τα σύννεφα είχαν σκεπάσει το μοναστήρι, όπως το χέρι
του Θεού σκεπάζει τη μικρή ζωή μας με τους πόνους και τις δυσκολίες.
Το ίδιο και
οι εκατοντάδες που επισκέπτονται τον π. Ιωάννη πλέον κάθε μέρα για να
μάθουν πώς είναι να σε σκεπάζει η χάρη του Θεού και η αγάπη του και να
μπορέσουν να αντέξουν μια ζωή που κάθε μέρα γίνεται και δυσκολότερη.
Του Νίκου Βαραλή- από την εφημερίδα Ορθόδοξη Αλήθεια
Του Νίκου Βαραλή- από την εφημερίδα Ορθόδοξη Αλήθεια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου