Βοηθῶντας (πραγματικὰ) ἕνα παιδὶ νὰ μάθῃ ἀρχαία ἐλληνικὰ
Δὲν βοηθᾶς ἕνα παιδὶ νὰ μάθῃ Ἀρχαία
παριστάνοντας τὸ φιλαράκι του —ὅταν καταριέσθε ἀπὸ κοινοῦ, ὑπουργούς,
δασκάλους, ἐκπαιδευτικὸ σύστημα, τοὺς ἀρχαίους καὶ τοὺς ἄλλους. Οὔτε
ὅταν σιγοντάρῃς τὴν γνώμη του, ὅτι εἶναι νεκρά, ἄχρηστος γλῶσσα. Οὔτε
κάνεις κάτι ὑπαγορεύοντας τὸ ἀντίθετο: ὅτι τὰ Ἀρχαία εἶναι μία σπουδαία
γλῶσσα ποὺ ὀφείλει, εἶναι χρέος του νὰ ἀγαπήσῃ.
Εἶναι παιδί, δὲν ὀφείλει τίποτα σὲ
κανέναν —καὶ πάντως ὄχι σὲ αὐτοὺς ποὺ κάθε τρεῖς καὶ λίγο ἔκαναν
παιδείας πειράματα στὴν πλάτη του. Θὰ τὸ βοηθήσῃς ἂν εὕρῃς κάτι ὄμορφο
νὰ κάνετε μαζύ, ἐπάνω σὲ αὐτὸ ποὺ ἀπεχθάνεται καὶ ζητᾶ νὰ ἀποφύγῃ. Ὥστε
κάποτε νὰ εὕρῃ ὑπομονὴ νὰ ἀντιμετωπίζῃ ὅλα ὅσα δὲν μπορεῖ νὰ προσπεράσῃ,
κουράγιο νὰ ξεπερνᾷ ἐκεῖνα ποὺ μπορεῖ καὶ σοφία νὰ καταλαβαίνῃ τὴν
διαφορά.
Μαθιόπουλος Χαράλαμπος