Στον άλλον κόσμον, τον αληθινόν, θα έρτει η ώρα που εννά καρτζιλατιστούν οι δκυό τους...εν να σταυρωθούν οι στράτες τους.
Η Αντωνού του Πιερή που τη Λύσην τζι´η άλλη, η Αλισαββού του Φίλιππου που το Λονδίνον.
Η μια με τον καφέν της τζι´ η άλλη με το τσιάιν της να καρτερούν τον Πλάστην να ποσπαστεί, να τες δικάσει.
Την ώραν της Κρίσης, η ίδια ακριβώς κουβέντα εννά βκει που το στόμαν τους:
"Έζησα Πλάστη μου όπως με εμάθασιν"...
μόνον που η μια, εννά το πει με καμάριν τζι´ η άλλη, με παράπονον. Την μιαν εμάθαν την να θάβκει το παιδίν της, για να ζήσουν καλλύττερα τα παιδκιά των άλλων, την άλλην έμαθαν την να θάβκει τα παιδκιά των άλλων, για να ζήσουν καλλύττερα τα δικά της. Δκυό γεναίτζιες, που εκάμαν το καθήκον τους, όπως τους το εμάθαν.....η μια ανάγιωσεν έναν αρκάντζιελον τζι ´ η άλλη, έναν καραγκιόζην...
Τότες ο Πλάστης μου, εννά γυρέψει μες το σεντούτζιην της καθεμιάς, ήντα έφερεν μητά της. Της Αντωνούς εν θα έβρει τίποτε...παρά μόνον κάτι φύλλα δάφνης που της έσυρνεν ο κόσμος στο θαβκιόν της...της Αλισαβούς εννά γεμάτον γαίμαν...κτιτζιασμένον...άδικον...τζιαι μέσα να γυαλίζουν τα δκιαμαντικά της, αλλά να κρούζουν σγιαν το λαμπρόν. Τζι ´ ο Πλάστης μου , ο Δίκαιος, μιαν απόφασην θα πει:
-Της καθεμιάς πρέπουν της τζιείνα που κουβάλησεν μητά της...να τα έσιει πάντα!
Τζιαι έκαμεν να φύει...μα ππέφτει η Αντωνού στα πόδκια του τζιαι παρακαλεί τον να κάμουν αλλαξιάν, να δώκει τες δάφνες τζιαι τες δόξες της άλλης τζιαι η ίδια να πιάσει το λαμπρόν, τα βάσανα τζιαι τα γαίματα.
-"Εν τζιαι του Γληόρη μου το γαίμαν του μέσα... τζιαι φωνάζει μου, Πλάστη μου".
Κι ο Πλάστης, ο Θεός των Όλων, γονάτισε μπροστά της...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου