Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς
(Λουκ. α’ 24-38)
Ὅπως ὁ ἥλιος καθρεφτίζεται στά καθαρά καί διαυγή νερά, ἔτσι κι ὁ οὐρανός στήν καθαρή κι ἁγνή καρδιά. Τό Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι πανταχοῦ παρόν κι ἀναπαύεται σέ πολλά σημεῖα τοῦ ἀχανοῦς σύμπαντος. Τό μέρος ἐκεῖνο ὅμως ὅπου ἀγαπάει κι ἐπιθυμεῖ περισσότερο ἀπ᾿ ὅλα νά κατοικεῖ, εἶναι ἡ ἁγνή καρδιά τοῦ ἀνθρώπου. Ἐκεῖ εἶναι τό πραγματικό Του ἐνδιαίτημα, ἡ κατοικία του. Ὅλοι οἱ ἄλλοι τόποι εἶναι ἁπλά τό ἐργαστήριό Του. Ἡ καρδιά τοῦ ἀνθρώπου δέ μένει ποτέ ἄδεια. Πάντα ὑπάρχει κάτι νά τήν καλύψει: ἡ καθαρότητά της. Κάποτε, γιά κάποιο διάστημα, τήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου τή γέμιζε μόνο ὁ Θεός. Τότε ἡ καρδιά ἦταν καθρέφτης τοῦ κάλλους τοῦ Θεοῦ, ἕνας ὕμνος καί μιά δοξολογία γιά τό Θεό. Ὑπῆρχε ἕνας καιρός πού ἡ καρδιά τοῦ ἀνθρώπου βρισκόταν πραγματικά στά χέρια τοῦ Θεοῦ, ἀπαλλαγμένη ἀπό κίνδυνο. Ὅταν ὅμως ὁ ἄνθρωπος μέ τήν παραφροσύνη του πῆρε τά πράγματα στά δικά του χέρια, τήν καρδιά του τήν κυνήγησαν πολλά ἄγρια θηρία. Κι ἀπό τότε ξεκίνησε ἐσωτερικά μέν ἡ δουλεία τῆς ἀνθρώπινης καρδιᾶς, ἐξωτερικά δέ αὐτό πού λέμε ἱστορία τοῦ κόσμου. Ἀδύναμος πιά νά κουμαντάρει τήν καρδιά του ὁ ἄνθρωπος ἀναζήτησε στήριξη στά ἔμψυχα ὄντα ἤ καί στά ἄψυχα πράγματα πού τόν περιέβαλαν. Ὅ,τι κι ἄν βρῆκε ὁ ἄνθρωπος ὅμως γιά νά στηρίξει καί νά ἐνισχύσει τήν καρδιά του, ἀποδείχτηκε πώς αὐτό τήν τραυμάτιζε καί τήν πλήγωνε μόνο. Καϋμένη καρδιά τοῦ ἀνθρώπου! Αἰχμαλωτίστηκες ἀπό πολλά πράγματα πού δέν εἶχαν καμιά δικαιοδοσία σέ σένα, καμιά ἐξουσία πάνω σου. Βρέθηκες σάν τό μαργαριτάρι ἀνάμεσα σέ χοίρους. Πόσο σέ σκλήρυνε ἡ μακροχρόνια δουλεία, πόσο σέ σκότισε τό μαῦρο σκοτάδι ὅπου κινεῖσαι! Ὁ Θεός ὁ ἴδιος κατέβηκε ἀπό τόν οὐρανό γιά νά σ᾿ ἐλευθερώσει ἀπό τή δουλεία, νά σέ γλιτώσει ἀπό τό σκοτάδι, νά σέ θεραπεύσει ἀπό τή λέπρα τῆς ἁμαρτίας σου, νά σέ ἀναλάβει ξανά στά δικά Του χέρια! Ἡ ἔλευση τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο κι ἡ πορεία Του ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους εἶναι ἡ πιό θαυμαστή κι ἀνυπέρβλητη ἔνδειξη τῆς ἀγάπης Του γιά τόν ἄνθρωπο. Εἶναι ὁ εὐαγγελισμός, ἡ εὐχάριστη εἴδηση τῆς ὕψιστης χαρᾶς γιά τήν καθαρότητα τῆς καρδιᾶς καί τό πιό ὀλέθριο γεγονός γιά τήν ἀκαθαρσία της. Τήν ἔλευση τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο θά τήν παρομοιάζαμε μέ τήν ἐμφάνιση πύρινου στύλου στά σκοτάδια τῆς ἀβύσσου. Ἡ εἴδηση γιά τήν ἔλευσή Του ξεκίνησε μέ ἕναν ἄγγελο καί μιά κόρη παρθένο, μιά συνομιλία πού ἔγινε ἀνάμεσα στήν οὐράνια καί τήν ἐπίγεια ἁγνότητα. Ὅταν ἡ ἀκάθαρτη καρδιά συναντιέται μέ μιάν ἄλλη, ἐπίσης ἀκάθαρτη, θά προκύψει σύγκρουση. Ὅταν ἡ ἀκάθαρτη καρδιά συναντιέται μέ μιάν ἄλλη, καθαρή καρδιά, πάλι θά ᾿χουμε σύγκρουση. Μόνο ὅταν ἡ καθαρή καρδιά συναντηθεῖ μέ μιάν ἄλλη καθαρή ἔχουμε χαρά, εἰρήνη καί εὐφροσύνη. Ὁ ἀρχάγγελος Γαβριήλ εἶναι ὁ πρῶτος ἀγγελιοφόρος τῆς εὐχάριστης εἴδησης γιά τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Τό θαυμαστό γεγονός τοῦ Θεοῦ γιά τή λύτρωση καί τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου δέ θά μποροῦσε νά συμβεί χωρίς νά φανεῖ ἡ θαυματουργή ἐνέργεια καί δύναμή Του. Ἡ πρώτη ἀπ᾿ ὅλους τούς ἀνθρώπους πού ἄκουσε τή σωτήρια αὐτή εἴδηση ἦταν ἡ πάναγνη Παρθένος. Καί τήν ἄκουσε μέ φόβο, μέ δέος. Ὁ οὐρανός καθρεφτιζόταν στήν ἁγνή καρδιά της ὅπως ὁ ἥλιος στά καθαρά καί διαυγή νερά. Στήν καρδιά της ὁ Κύριος καί Δημιουργός τοῦ νέου κόσμου καί ἀνακαινιστής τοῦ παλαιοῦ, ἐπρόκειτο νά γείρει τό κεφάλι Του καί νά δανειστεῖ σάρκα ἀπό τή σάρκα της. Τό εὐαγγέλιο τοῦ Εὐαγγελισμοῦ λέει: «Μετά δέ τάς ἡμέρας ταύτας συνέλαβεν Ἐλισάβετ ἡ γυνή αὐτοῦ καί περιέκρυβεν ἑαυτήν μῆνας πέντε, λέγουσα ὅτι οὕτω μοι πεποίηκεν ὁ Κύριος ἐν ἡμέραις αἷς ἐπεῖδεν ἀφελεῖν τό ὄνειδός μου ἐν ἀνθρώποις» (Λουκ. Α΄ 24-25).
Ποιές μέρες ἐννοεῖ ὁ εὐαγγελιστής; Τίς μέρες πού θά προηγοῦνταν τῆς μεγάλης μέρας πού θά γεννιοῦνταν ὁ Κύριος Ἰησοῦς. Ἡ μέρα πού θά ἐκπληροῦνταν ὅλες οἱ προφητεῖες, ὅταν θά φτάναμε στό πλήρωμα τοῦ χρόνου πού προφήτευσε ὁ Δανιήλ, τότε πού ἡ ἄρρωστη ἀνθρώπινη φύση στέναζε μαζί μέ τήν ἐπίσης ἄρρωστη δημιουργία, γιατί ἀνέμεναν τή σωτηρία ὄχι πιά ἀπό ἄνθρωπο ἤ ἀπό κάτι φυσικό, ἀλλά ἀπό τόν ἴδιο τό Θεό. Τότε λοιπόν, «μετά τάς ἡμέρας ταύτας», συλλαμβάνει ἡ Ἐλισάβετ, ἡ σύζυγος τοῦ Ζαχαρία.
Τί σχέση ἔχει ἡ στείρα Ἐλισάβετ μέ τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου; Ἡ Ἐλισάβετ σχετίζεται μέ τό σχέδιο τῆς σωτηρίας, ἐπειδή θά γεννοῦσε τόν Πρόδρομο τοῦ Σωτήρα μας, ἐκεῖνον πού θά προπορευτεῖ γιά νά ἀναγγείλει τήν ἔλευσή Του. Ἡ ἠλικιωμένη καί στείρα γυναίκα θά γεννοῦσε τόν κήρυκα τῆς σωτηρίας, ὄχι τό Σωτήρα. Εἶναι μιά πιστή εἰκόνα τοῦ παλιοῦ κόσμου πού ἦταν γερασμένος. Φαντάζει σάν τό ἀφυδατωμένο, γέρικο καί μαραμένο δέντρο, πού στάθηκε ὅμως ἱκανό θαυματουργικά γιά νά βγάλει φύλλα πού προοιωνίζουν τόν ἐρχομό τῆς ἄνοιξης, ἔστω κι ἄν τό ἴδιο δέν μπορεῖ νά καρποφορήσει.
«Τάς ἡμέρας ταύτας», ὅπως κι ὅλες τίς μέρες, ἡ στείρα γυναίκα ἔνιωθε ντροπή γιά τή στειρότητά της, ντροπιασμένη ἐνώπιον Θεοῦ καί ἀνθρώπων. Τί νόημα εἶχε ὁ γάμος ἐφόσον τό ζευγάρι παρέμενε ἄτεκνο; Ἄν ὁ ἴδιος ὁ παράδεισος μπορεῖ νά γίνει τόπος πειρασμοῦ καί θλίψεων γιά τόν ἄτεκνο, τί νά ποῦμε γιά τή γῆ; Τό κάθε μέλος τοῦ ἄτεκνου ζευγαριοῦ ἀποδίδει τήν ντροπή στό ἄλλο. Τό καθένα τους φαίνεται στό ἄλλο σάν μιά καταπράσινη συκιά ἀλλά χωρίς σύκα. Στά βάθη τῆς ψυχῆς τους νιώθουν ἀπόβλητοι. Καί τό χειρότερο καί πιό πικρό γι᾿ αὐτούς –κάτι πού γίνεται καί σήμερα– εἶναι ὅτι κάποια στιγμή ὑποψιάζονται ὁ ἕνας τόν ἄλλο καί τόν κατηγορεῖ ἐνδόμυχα γιά λαγνεία καί ἀκαθαρσία. Ἀρχίζουν νά βλέπουν τό γάμο σάν νομιμοποίηση τῆς λαγνείας καί κυρίως μάλιστα ὅταν δέ γνωρίζουν τό Θεό καί δέ νιώθουν πάνω τους τό εὐεργετικό Του χέρι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου