Ζούμε
τούτο τον καιρό στη χώρα μας γεγονότα και καταστάσεις που δημιουργούν
αναστάτωση και έντονο προβληματισμό. Βουλευτές αποδοκιμάζονται, και η κυβέρνηση
ζητεί, δικαίως, να «καταδικάσουν όλοι» τις αποδοκιμασίες, τις οποίες όμως ως
αντιπολίτευση ονόμαζε «δικαιολογημένη αγανάκτηση». Η συμφωνία των Πρεσπών χαρακτηρίζεται «προδοσία»,
«μειοδοσία» και «κατάπτυστη», και οι
χαρακτηρισμοί κρίνονται προσβλητικοί και απαράδεκτοι, ενώ την ίδια ώρα από
στόματος Πρωθυπουργού χαρακτηρίζονται σε
Πρόεδρο ξένης χώρας «λαϊκιστές», «ακροδεξιοί» και «μη σκεπτόμενοι» όσοι
συμμετείχαν στα συλλαλητήρια (70.000 ;)
και όσοι θεωρούν απαράδεκτη και ασύμφορη και επιζήμια τη συμφωνία των
Πρεσπών (το 70% του ελληνικού λαού!). Στη
Βουλή γίνονται πρωτόγνωρα που υποβαθμίζουν
τον θεσμό του Κοινοβουλίου - σοβαρές αποφάσεις συνδυάζονται με τη γκαζόζα και η
δημοκρατία γίνεται «δημοκρατία της γκαζόζας», βουλευτές εύκολα μετακινούνται σε
άλλο κόμμα και τα κίνητρα σχολιάζονται όχι ανιδιοτελή, η κυβέρνηση εξασφαλίζει
την πλειοψηφία με βουλευτές άλλων κομμάτων κατά περίσταση και χαρακτηρίζεται
«κυβέρνηση κουρελού», ενώ η συζήτηση
παραπέμπει σε ελαφρό τηλεοπτικό πάνελ, όπου ακούγεται λεξιλόγιο απάδον
προς τον χώρο. Την ίδια ώρα οι Έλληνες διαρκώς φτωχοποιούνται, κρυώνουν,
αρρωσταίνουν και τρέχουν σε συσσίτια, και οι αγρότες στήνουν μπλόκα.
Τούτες
τις μέρες λοιπόν, «για να συλλογισθώ ελεύθερα και επομένως καλά» (Ρήγας
Φεραίος) και για να αντλήσω αισιοδοξία,
ξαναδιάβασα την ποιητική Συλλογή «ο ήλιος ο ηλιάτορας» του Ελύτη. Οι μεγάλοι ποιητές μιλούν χωρίς ιδιοτέλεια. Δεν
μου ήταν εύκολο να διαλέξω, μα σταμάτησα
στο τελευταίο ποίημα, ΤΟ
ΤΡΕΛΟΒΑΠΟΡΟ.
Πρόκειται
για ένα βαπόρι, που κάνει, όπως όλα τα βαπόρια, τις συνηθισμένες μανούβρες «βίρα
– μάινα» για τον απόπλου και τον κατάπλου, και που «άγκυρα φουντάρει» σαν
πιάσει λιμάνι. Επίσης έχει πλήρωμα, «έχει λοστρόμο αθώο ναύτη πονηρό», και
μεταφέρει φορτίο. Είναι παλιό καράβι, με κατάρτι, «Από τα βάθη φτάνει τους
παλιούς καιρούς», αλλά δεν είναι παλιοκάραβο, σαπιοκάραβο. Γι’ αυτό ταξιδεύει
χρόνια και χρόνια, θαλασσοδέρνεται, αλλά άντεξε και σε φουρτούνες και σε κατακλυσμούς:
«Χρόνους
μας ταξιδεύει δε βουλιάξαμε/ χίλιους
καπεταναίους τους αλλάξαμε
Κατακλυσμούς ποτέ δε λογαριάσαμε/ μπήκαμε
μέσ’ τα όλα και περάσαμε»
Είναι
όμως τρελοβάπορο: «στολισμένο βγαίνει στα βουνά» και όχι στις ανοιχτές
θάλασσες· «την άγκυρα φουντάρει στις
κουκουναριές» κι όχι σε λιμάνι! «Είναι από μαύρη πέτρα», όχι από ξύλο μήτε από
μέταλλο όπως τα σύγχρονα, αλλά είναι «κι
απ’ όνειρο». Παράξενο είναι και το
φορτίο του! «φορτώνει φρέσκο αέρα κι απ’ τις δυό μεριές» και «βάσανα ξεφορτώνει
κι αναστεναγμούς». Τέλος έχει παρατηρητή, «βιγλάτορα», «τον Ήλιο τον Ηλιάτορα».
Όλα αυτά τα παράδοξα δεν είναι
παραλογισμοί, αλλά στοιχεία υπερρεαλιστικά που δημιουργούν συνειρμούς
διάφορους.
Παρά
ταύτα αυθόρμητα με την πρώτη ανάγνωση έρχεται στα χείλη μας αυτό που λέει κι ο ποιητής:
«Έλα
Χριστέ και Κύριε λέω κι απορώ/ τέτοιο τρελό βαπόρι τρελοβάπορο»
Και
το πιο παράξενο: Επιβάτες, όχι λαθρεπιβάτες,
είμαστε εμείς! «(Ε)μάς ταξιδεύει», εμείς
«δε βουλιάξαμε», εμείς «αλλάξαμε καπεταναίους» - άρα ανήκομε στους πλοιοκτήτες
– εμείς «Κατακλυσμούς ποτέ δε λογαριάσαμε/ μπήκαμε μέσ’ τα όλα και περάσαμε», εμείς
«έχουμε στο κατάρτι μας βιγλάτορα». Εμείς τα κάνομε όλα αυτά στο δικό μας
βαπόρι, το τρελοβάπορο!
Περί
τίνος λοιπόν καραβιού πρόκειται στο οποίο έχομε δικαιώματα; Πρόκειται ασφαλώς για
βαπόρι αλληγορικό· αλλά ποιο, που μάλιστα μας ανήκει και κάνομε κουμάντο;
Το
φυσικό τοπίο στο οποίο κινείται το καράβι είναι η θάλασσα, αλλά βάζει πλώρη για βουνά με κουκουναριές (πεύκα), φρέσκο αέρα και πέτρα. Και μάλιστα το τοπίο είναι
ηλιόλουστο· «κι έχουμε στο κατάρτι μας βιγλάτορα/ παντοτινό τον Ήλιο τον
Ηλιάτορα!». Επίσης είναι καράβι με ιστορία μεγάλη, «Από τα βάθη φτάνει τους παλιούς καιρούς», πολύπαθη
και πολυκύμαντη, που χαρακτηρίζεται
από τόλμη, θάρρος και γενναιότητα· «Κατακλυσμούς
ποτέ δε λογαριάσαμε/ μπήκαμε μέσ’ τα όλα και περάσαμε».
Τι
συμβολίζει λοιπόν το τρελοβάπορο; Το τοπίο και η μεγάλη ιστορία του
παραπέμπουν στην Ελλάδα μας. Πράγματι, το
τρελοβάπορο συμβολίζει την Ελλάδα με την ιστορία της και τους αγώνες της. Τους
αγώνες για τη λευτεριά ανακαλούν
συνειρμικά τα βουνά και ο φρέσκος αέρας, ενώ τα βάσανα και οι αναστεναγμοί
παραπέμπουν στις σκληρές εμπειρίες του
έθνους μας. Η πέτρα είναι δηλωτική της αντοχής και το όνειρο του πνεύματος.
Έχει όνειρα τούτος ο λαός, όνειρα για κάτι καλύτερο.
Παρ’
ότι η πέτρα είναι μαύρη, το φορτίο είναι βάσανα κι αναστεναγμοί, το ταξίδι με
τρικυμίες, θαλασσοταραχές, «κατακλυσμούς», εν τούτοις το ποίημα αποπνέει μια
αισιοδοξία. Στολισμένο το βαπόρι, φρέσκος ο αέρας, η αθωότητα και η πονηριά
μαζί, «δε βουλιάξαμε», ενεργούμε με θάρρος και τόλμη στα δύσκολα, «Κατακλυσμούς
ποτέ δε λογαριάσαμε» και στο τέλος μας περίμενε η νίκη, «μπήκαμε μέσ’ τα όλα και περάσαμε».
Αισιοδοξία χαρίζει και το φως του ήλιου·
«Ο
ήλιος ο ηλιάτορας / ο πετροπαιχνιδιάτορας
Λίγο
το στόμα του άνοιξε/ κι ευθύς εμύρισε άνοιξη»
γράφει στην ίδια Συλλογή ο ποιητής (Ελύτη, ο
ήλιος ο ηλιάτορας)
Με
ένα θεότρελο καράβι επομένως μοιάζει η πατρίδα μας. «… Ημείς, αν δεν είμεθα
τρελλοί, δεν εκάναμε την επανάσταση, …» γράφει ο Κολοκοτρώνης στα
Απομνημονεύματα. Αν και δοκιμάσθηκε σκληρά, δεν έχασε ποτέ την αισιοδοξία και το θάρρος
της. Γιατί; «Είναι αδύνατες οι θέσες κι εμείς. ΄Όμως είναι δυνατός ο Θεός που
μας προστατεύει», απάντησε ο
Μακρυγιάννης στον Δεριγνύ. Παρόμοια εξηγεί και ο Ελύτης τη νικηφόρα πορεία του
Τρελοβάπορου: «Κι έχουμε στο κατάρτι μας βιγλάτορα/ παντοτινό τον Ήλιο τον Ηλιάτορα!».
Αξιοπρόσεκτη
η γραφή των λέξεων με κεφαλαίο το αρχικό, με Η. Όχι τυχαία βέβαια. Ο ήλιος της
Δικαιοσύνης, ο Ηλιάτορας, -κατά το παντοκράτορας όπως και ο πετροπαιχνιδιάτορας
- παραπέμπουν σε υπέροχους βυζαντινούς ύμνους που και σήμερα ψάλλονται στην
Εκκλησία μας: Στο απολυτίκιο των
Χριστουγέννων « Η γέννησίς σου, Χριστέ ο Θεός... σε προσκυνείν, τον Ήλιον της
Δικαιοσύνης…», στο απολυτίκιο της Υπαπαντής «… εκ σου γαρ ανέτειλε ο ήλιος της
δικαιοσύνης, Χριστός ο Θεός …» κ. α. Ο ήλιος της δικαιοσύνης στο «Άξιόν εστι» και ο
Ήλιος ο Ηλιάτορας εδώ είναι Χριστός ο
Θεός. Αυτός είναι ο βιγλάτορας, ο άγρυπνος παρατηρητής, τον οποίο έχομε
παντοτινά στο κατάρτι μας. Αυτόν ούτε «οι
οχτροί» τον φτάνουν.
Ανακεφαλαιώνοντας,
το τρελοβάπορο είναι ένα παλιό ανθεκτικό καράβι, που κάνει τις συνηθισμένες
μανούβρες, έχει άγκυρα, πλήρωμα, είναι γερό σκαρί και τα καταφέρνει στις
φουρτούνες και τα δύσκολα. Είναι όμως όντως και τρελοκάραβο, θεότρελο καράβι,
με παράξενη πορεία, παράδοξο αγκυροβόλημα, ασυνήθιστο φορτίο, πρωτόγνωρα υλικά
κατασκευής, υπερφυσικό παρατηρητή!
Συμβολίζει την «όμορφη και
παράξενη πατρίδα/ Ωσάν αυτή που μου ‘λαχε δεν είδα». (Ελύτη, ο ήλιος ο
ηλιάτορας) . Συμβολίζει τούτο τον τόπο για τον οποίο ο ήλιος ο ηλιάτορας
στέλνει το μήνυμα: «Σε όλους τους τόπους κι αν γυρνώ/ μόνον ετούτον αγαπώ».
Κοσμοπολίτης ο Έλληνας παλαιόθεν, δεν υπήρξε ποτέ φοβικός, όμως πάντα αγαπούσε και
νοσταλγούσε την πατρίδα του.
Σε
τούτο το βαπόρι, το πιο τρελοβάπορο από κάθε άλλη φορά, κουμάντο κάνει ο λαός, όλοι
εμείς, «ότι τούτην την πατρίδα την έχομεν
όλοι μαζί, και σοφοί κι αμαθείς και πλούσιοι και φτωχοί και πολιτικοί και
στρατιωτικοί ..», όπως γράφει ο Μακρυγιάννης στα Απομνημονεύματα. Ο λαός είναι
ο κυρίαρχος, ο εντολοδότης, γι’ αυτό και « χίλιους καπεταναίους τους αλλάξαμε».
της Ευαγγελίας Μπίτου, φιλολόγου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου