Κυριακή 6 Ιανουαρίου 2019

ΑΝΙΚΗΤΗ ΕΛΠΙΔΑ


Σχετική εικόνα 

Αποτέλεσμα εικόνας για χρήστος χρηστοβασίλης βικιπαιδειαΧρήστος Χριστοβασίλης
 
Ἀνήμερα τὰ Φῶτα, τὸ δειλινὸ τῆς παραμονῆς τοῦ Ἅϊ - Γιαννιοῦ,
ἡ Μήτραινα, ὅπως ὅλες τὶς παραμονὲς τοῦ Ἅϊ - Γιαννιοῦ, ἔσφαξε μιὰ
παχειὰ καὶ μεγάλη κότα, ἀπὸ τὶς δέκα - δώδεκα κοτοῦλες ποὺ εἶχε, τὴ
ζεμάτισε, τὴ μάδησε καὶ τὴν ἔβαλε νὰ βράσῃ. Συγύρισε τὸ σπιτοκάλυβό
της, ἔστρωσε στὴ γωνιὰ τὰ νυφιάτικά της μάλλινα στρωσίδια, ἔδεσε τὴ
σκύλα καὶ περίμενε, ὅπως ὅλες τὶς παραμονές, νἄρθῃ ὁ ξενιτεμμένος της
ὁ Γιάννης, ξημερώνοντας τ’ Ἅϊ - Γιαννιοῦ.



Αὐτὴ ἡ ἱστορία ἐξακολουθοῦσε χρόνια τώρα. Ἦταν ἀκόμα νέα ἡ
Μήτραινα, ὅταν, χήρα, ξεκίνησε τὸ μονάκριβό της, ὁ Γιάννης, γιὰ τὴν
ἔρμη ξενιτειά. Δὲν εἶχε ἀκόμα ἄσπρη τρίχα στὰ κατάμαυρα μαλλιά της,
ὅταν τὸν φίλησε γιὰ ὕστερη φορὰ καὶ τὸν εἶδε ψηλὰ ἀπὸ τὴ ραχούλα μὲ
δακρυόπνιχτα μάτια νὰ χάνεται στὸ μάκρος τοῦ δρόμου καὶ νὰ γίνεται
ἄφαντος.
Χρόνια καὶ χρὸνια ἀπὸ τότε ἡ δόλια Μήτραινα περνοῦσε τὴ ζωή
της μονάχη στὸ σπιτοκάλυβό της, ἔχοντας γιὰ μόνη συντροφιὰ τοὺς
τέσσερους τοίχους, τὸ εἰκόνισμα, τὴ γωνιά, μιὰ γίδα, μιὰ γάτα καὶ
καμμιὰ δεκαριὰ κοτοῦλες μ’ ἕναν ὄμορφο πετεινό, ποὺ τῆς χρησίμευε
κάθε πρωΐ, σὰν ρολόγι, νὰ τὴν ξυπνᾷ, γιὰ ν’ ἀνὰβῃ τὴ φωτιὰ της καὶ ν’
ἀρχινᾷ τὸ ἐργόχειρό της: Ρόκα ἢ πλέξιμο ἢ μπάλωμα ἢ γιὰ νὰ πηγαίνῃ
στὸ λόγγο νὰ κουβαλᾷ ξύλα.

Τὰ νιόπαιδα τοῦ χωριοῦ πήγαιναν κι ἔρχονταν στὴν ξενινειά, ποιὸ
σὲ τρία, ποιὸ σὲ τέσσερα καὶ ποιὸ σὲ πέντε χρόνια, τὸ βαρύ, βαρύ ̇ ἀλλὰ ὁ
Γιάννης τῆς Μήτραινας οὔτε φαινόταν, οὔτε ἀκουγόταν πουθενά! Ὅλος
ὁ κόσμος τὸν θεωροῦσε χαμένο καὶ ὁ προεστὸς τοῦ χωριοῦ τὸν ξέγραψε
ἀπὸ τὸ δεφτέρι του, γιὰ νὰ μὴν πληρώνῃ ἡ κακομοίρα ἡ Μήτραινα τοὺς
φόρους του. Καὶ ὅμως ἡ Μήτραινα ἔσκισε τὰ ροῦχά της, ἅμα ἔμαθε
ὅτι τῆς ξέγραψε ὁ προεστὸς τὸ παιδί της καὶ πῆγε στὸ σπίτι του νὰ
παραπονεθῇ:
- Ἀκοῦς ἐκεῖ, ἔλεγε, βγαίνοντας ἀπὸ τοῦ προεστοῦ, νὰ μοῦ σβήσῃ τὸ
παιδί μου! Τί τὸν μέλει αὐτόν, σὰν πληρώνω ἐγώ;

Εἶχε πάντα τὴν καρδιά της γεμάτη ἐλπίδα καὶ τῆς φαινόταν, ὅτι τὸ
παιδί της εἶναι γερὸ καὶ καλά, ὅτι κέρδιζε χρήματα μὲ τὸ σωρό, κι ὅτι
βρίσκεται στὸ δρόμο νἄρχεται. Ζοῦσε ἡ καημένη μὲ τὸ ἐργατικό, πότε
στ’ ἀμπέλια καὶ πότε στὰ χωράφια χωριανῶν της, κι ἐνῷ ὅλος ὁ κόσμος
τὴν συμπονοῦσε, αὐτὴ δέ τὄβανε κάτω, ἀλλὰ ἀπολογιόταν μὲ θυμό:
- Μὴ σᾶς πέρασε ἡ ἰδέα, ὅτι χάθηκε τὸ παιδί μου καὶ δὲ θὰ μοῦ ἔρθῃ;
αὐτὸ ζῇ καὶ βασιλεύει, δόξα σοι ὁ Θεός! ῎Ετσι μοῦ τὸ λέει ἡ ἐλπίδα, ποὺ
ἔχω μέσα στὴν καρδιά μου!
Κάθε δειλινό, χειμῶνα - καλοκαίρι, ὅταν ἔτρεμε ὁ ἥλιος νὰ βασιλέψῃ,
ἄφηνε τὴν ἐργασία της καὶ γνέθοντες πήγαινε ψηλὰ στὴ ραχούλα, στ’
ἀγνάντια τοῦ χωριοῦ, κι ἐκεῖ καθόταν κι ἀγνάντευε τὸ δρόμο, ὡς μιὰ ὥρα
μακριὰ - ὅσο ἔκοβε τὸ μάτι της - καὶ μὲ ἀνίκητη ἐλπίδα ἀκολουθοῦσε
τοὺς διαβάτες, ποὺ ἔρχονταν, καὶ μονολογοῦσε:
- Νά! αὐτὸς εἶναι! Αὐτὁς ὁ καβαλάρης! Κοίτα, πῶς τρέχει τὸ μουλάρι
του! Καλῶς ὥρισες, παιδί μου!
Καὶ ξεφώνιζε, κι ἄνοιγε τὴν ἀγκαλιά της μ’ ἄφατη χαρά, καὶ
ροβολοῦσε δυὸ - τρία βήματα, ἀλλὰ ὁ καβαλάρης ἐκεῖνος δὲν ἦταν ὁ
Γιάννης τῆς Μήτραινας, οὔτε κἂν χωριανός της, γιατί, ἅμα πλησίαζε
πρὸς τὸ χωριό, ἔπαιρνε τὸν ἄλλον τὸ δρόμο, τραβῶντας γιὰ ξένο χωριό.
Κι ἡ Μήτραινα χαρωπή - χαρωπή, ἔπαιρνε κοντὰ μὲ τὸ βλέμμα της ἄλλον
καβαλάρη διαβάτη γιὰ τὸ Γιάννη της, ὅσο ποὺ κι αὐτὸς ἔπαιρνε ἄλλο
δρόμο. Καὶ δὲν ἔφευγε ἀπὸ τὴ ραχούλα, παρὰ ὅταν ἄρχιζε νὰ χύνεται τὸ
σκοτάδι ἐπάνω στὴ γῆ. Τότε, γύριζε στὸ σπιτοκάλυβό της γελαστὴ καὶ
χαρωπή, ὅπως πάντα, μὲ τὴν καρδιά της γεμάτη ἐλπίδα, κουνώντας τὸ
κεφάλι της καὶ λέγοντας:
- Ποιὸς ξέρει τὸ μοναχό μου, ποῦ νὰ νυχτώθηκε! Δὲν τὸν ἄφησε ἡ
κούρασι τοῦ δρόμου νὰ φτάσῃ ἀπόψε! Κι αὔριο ἡμέρα τοῦ Θεοῦ ξημερώνει!
Αὔριο ἔρχεται.
Αὐτὴ ἡ δουλειὰ ἐξακολούθησε χρόνια καὶ χρόνια. Ἡ ἐλπίδα φώλιαζε
βαθιὰ στὰ φυλλοκάρδια τῆς Μήτραινας. Καὶ τίποτε δὲ μποροῦσε νὰ τὴν
διώξῃ ἀπὸ κεῖ μέσα. Ὅταν δούλευε μὲ τὴν ἐργατιά, αὐτὴ ἔσερνε πάντα
τὸ τραγούδι καὶ τραγουδοῦσε ὅλο τραγούδια γιὰ τὸν ξενιτεμμένο τὸ γυιὸ
της, ποὺ πάντα ἐρχὸταν καὶ ποτὲ δὲ φαινόταν!
Ὅλος ὁ κόσμος, ἄντρες καὶ γυναῖκες, τὴν ψυχοπονοῦσαν τὴν καημένη
τὴ Μήτραινα κι ἔλεγαν μέσα τους:
- Ὁ Θεὸς νὰ τῆς αὐξαίνῃ τὴν ἐλπίδα τῆς ὀρφανῆς!
῎Ετσι περνοῦσαν τὰ χρόνια καὶ ἡ Μήτραινα ἐξακολουθοῦσε νὰ
ἐλπίζῃ, κι ὅλο νὰ ἐλπίζῃ. Κάθε βράδυ περίμενε τὸ Γιάννη της καὶ κάθε
βράδυ ξενυχτοῦσε ἔρημη καὶ μοναχὴ στὸ σπιτοκάλυβό της, χωρὶς ν’
ἀδημονῇ, χωρὶς ν’ ἀπελπίζεται.
Εἶχε χάσει τὸ λογαρτασμὸ πόσα χρόνια εἶχε ὁ Γιάννης της στὰ ξένα.
Δὲ θυμόταν πόσα χρόνια τῆς βάραιναν τὴ ράχι, κι ἀπὸ τὴν ἠμέρα, ποὺ
ξεκίνησε τὸ μονάκριβό της, εἶχε σκεπάσει τὸν καθρέφτη της, ποὺ εἶχε
κρεμασμένο δεξιὰ στὴν πόρτα της, καὶ ἀπὸ τότε δὲν εἶχε δεῖ τὸ πρόσωπό
της! Τὰ μαλλιά της εἶχαν ἀσπρίσει ὅλα,τὸ πρόσωπό της εἶχε ζαρώσει, ἡ
ράχι της εἶχε κυρτώσει κι αὐτὴ δὲν τὸ γνώριζε!
Ἂν κάθε δειλινὸ ἔβγαινε στ’ ἀγνάντια ἡ Μήτραινα, γιὰ νὰ ἰδῇ τὸ
παιδί της νἄρχεται, ὅμως οὔτε φαῒ ἑτοίμαζε, οὔτε ἔστρωνε, οὔτε τὴ
σκύλα ἔδενε, γιὰ νὰ μὴν ἀλυχτᾷ τοὺς χωριανούς. Μόνο τὴν παραμονὴ
τοῦ Ἅϊ - Γιαννιοῦ ἔκανε αὐτὴ τὴ δουλειά.
Τὸ εἶχε κομποδεμένο ἐκείνη τὴν ἡμέρα, ὅτι θὰ ἐρχόταν ὁ Γιάννης
της χωρὶς ἄλλο, ξημερώνοντας ἡ γιορτή του. Γι’ αὐτὸ ἀπὸ τὴν παραμονή,
χωρὶς νὰ βγῇ καθόλου στ’ ἀγνάντια, ἔσφαζε τὴν παχύτερή της κότα, τὴ
ζεματοῦσε, τὴ μαδοῦσε καὶ τὴν ἔβανε νὰ βράσῃ, σκούπιζε τὸ σπίτι καλὰ
- καλά, ἔστρωνε καθαρά, κι ἔδενε τὴ σκύλα, γιὰ νἄναι ὅλα ἕτοιμα τὸ
πρωῒ καὶ νὰ μὴν ἔχῃ ἄλλη δουλειά, παρὰ νὰ πάῃ μόνο στὴν ἐκκλησιά
κι οὐδ’ ἄλλο, κι οὐδ’ ἄλλο.
Τόσοι Ἅϊ - Γιάννηδες πέρασαν καρτέρει καὶ καρτέρει, ποὺ μποροῦσαν
νὰ κάμουν ἀκέριο μῆνα, κι ὁ Γιάννης τῆς Μήτραινας δὲ φαινόταν! Τί νὰ
εἶχε γίνει ὁ Γιάννης! Χωρὶς ἄλλο θὰ ἔλειωσαν τὰ κόκκαλά του κάτω
ἀπὸ τὸ μαῦρο μνῆμα χωρὶς κερί, χωρὶς λιβάνι, χωρὶς τρισάγιο, χωρὶς
λουλούδια, χωρὶς δάκρυα!
Ἀλλὰ ποῦ περνοῦσαν αὐτὰ ἀπὸ τὸ νοῦ τῆς Μήτραινας!
Ὅταν ἔβρασε καλὰ ἡ κότα, εἶχε βασιλέψει ὁ ἥλἰος. Τότε ἡ Μήτραινα
τὴν ἔβγαλε ἀπὸ τὴ φωτιά, τὴν ἀπόθεσε ψηλὰ, κι ὕστερα ἔκαμε τὸ
σταυρό της ἐμπρὸς στὸ εἰκόνισμα, παρακαλῶντας τὴν Παναγία καὶ τὸν
Ἅϊ - Γιάννη νὰ τῆς φέρουν τὸ παιδί της γερὸ καὶ καλὰ ἀπὸ τὰ ξένα.
Χάλασε καὶ σκέπασε τὴ φωτιά, ἔσβησε τὸ λυχνάρι καὶ πλάγιασε νὰ
κοιμηθῇ γιατὶ ἦταν περασμένη ἡ ὥρα.
Τὰ πρόσφορα τὰ εἶχε ἕτοιμα ἀπὸ τὴν ἡμέρα τοῦ Σταυροῦ. Τὸ βαθὺ
πρωΐ, νύχτα ἀκόμη, πρὶν λαλήσουν οἱ πετεινοί, ἅμα ἄκουσε τὸ σήμαντρο ̇
τῆς ἐκκλησίας, σηκώθηκε, νίφτηκε, ἄναψε τὸ καντήλι στὸ εἰκόνισμα,
ἔκανε τὸ σταυρό της κι ἄναψε τὴ φωτιά. Ἔφτιασε τρία τέσσερα κεριά,
γέμισε τὸ ροΐ της λάδι, πῆρε τὸ πρόσφορό της καὶ κίνησε γιὰ τὴν ἐκκλησία.
Ξεκινῶντας ἔκλεισε πίσω της τὴν πόρτα μόνο μὲ τὸ μάνταλο, γιὰ νὰ
μπορέσῃ νὰ μπῇ μέσα μονάχο του τὸ ξενιτεμμένο της παιδί. Ἦταν τόσο
βέβαιη, ὅτι θὰ ἐρχόταν χωρὶς ἄλλο ὁ Γιάννης της ἐκεῖνο τὸ πρωΐ!
Στὴν ἐκκλησία κάθισε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς λειτουργίας ὢς τὸ τέλος
καί, ὅπως συνήθιζε πάντα, πῆγε στὴν πύλη τοῦ ἱεροῦ πρώτη - πρώτη,
γιὰ νὰ πάρῃ ἀντίδωρο πρωτύτερα ἀπ’ ὅλο τὸ ἄλλο χωριὸ καὶ νὰ πάῃ
γρήγορα στὸ σπίτι της, νὰ δεχτῇ τὸ παιδί της, ποὺ ἐρχόταν ἀπὸ τὴν
ξενιτειά.
Ἔτσι ἔκανε πάντα, κί ὁ παπᾶς, ποὺ ἤξερε αὐτὴ τὴν ἀδυναμία της,
τῆς ἔδινε ἀντίδωρο πρῶτα ἀπ’ ὅλους ̇ κι αὐτὴ παίρνοντας τ’ ἀντίδωρο
βγῆκε τρεχάτη ἀπὸ τὴν ἐκκλησία κρατῶντας στὸ χέρι τὸ ἀδειανὸ ροῒ
καὶ τράβηξε ἴσια γιὰ τὸ σπιτοκάλυβό της.
Δὲν εἶχε φέξει καλά, ὅταν γύριζε, κι ἡ συννεφιὰ ἡ βαρειά, ποὺ κρεμόταν στὸν αἰθέρα, ἔκανε τὸν οὐρανὸ μαῦρο καὶ φοβερό. Ὁ ἄνεμος φυσοῦσε
δυνατὰ κι ἡ Μήτραινα ἔτρεχε γρήγορα πατῶντας ὅπως τύχαινε μέσα
στὶς λάσπες, γιὰ νὰ φτάσῃ τὸ γρηγορώτερο στὸ σπιτοκάλυβό της καὶ νὰ σφίξῃ στὴν ἀγκαλιά της τὸ παιδί της.
Μπαίνοντας στὴν αὐλὴ κοίταξε ὁλόγυρα, γιὰ νὰ ἰδῇ ἂν εἶναι κανένα
μουλάρι, καὶ μὴ βλέποντας τίποτε ἀπόθεσε κάπου τὸ ροΐ της, βγῆκε στὸ
δρόμο καὶ τράβηξε ἴσια κατὰ τ’ ἀγνάντια. Καὶ ἅμα ἔφτασε στὴ μεριά,
ποὺ εἶχε χωριστῆ μὲ τὸ Γιάννη της, φώναξε μὲ μεγάλη φωνή:
- Γιάννη η η η! Γιάννη, οὔουου!
- ̔Ορίστεεε! ἀπολογήθηκε μιὰ φωνὴ ἀπὸ μακριά.
- Χτύπα γρήγορα, παιδάκι μου, γιατὶ σ’ ἔφαγε τὸ κρύο. Τοῦ ἀπολογήθηκε ἡ Μήτραινα.
Σὲ λίγο τὸ ποδοβολητό τοῦ μουλαριοῦ ἀκουγόταν ξαστερώτερα, ἀλλὰ
ἡ Μήτραινα δὲν τὸ κουνοῦσε ἀπὸ ἐκείνη τὴ μεριά.
Τὸν περίμενε ἐκεῖ τὸ Γιάννη της, ὣς ποὺ ἦρθε.
- Παιδάκι μου! Ψυχούλα μου!
- Μαννούλα μου! Ποιός σοῦ πῆρε τὰ συχαρίκια καὶ βγῆκες τέτοια
ὥρα ἐδῶ, νὰ μὲ καρτερῇς;
- ̔Η ἐλπίδα μου, ψυχούλα μου! ̔Η ἀνίκητη ἐλπίδα μου, ποὺ φώλιαζε
μέσα ἐδῶ, στὴν καρδιά μου βαθιά!
̔Ο Γιάννης κατέβηκε ἀπὸ τὸ μουλάρι, ἡ Μήτραινα ἄνοιξε τὴν
ἀγκαλιὰ καὶ μάννα καὶ παιδὶ ἔγιναν ἕνα ἀπὸ τὸ σφιχταγκάλιασμα.
̓Εκεῖ, στὴν ἴδια τὴν μεριά, ποὺ ἀγκαλιάστηκαν καὶ φιλήθηκαν μάννα
καὶ παιδὶ τὸ πικρὸ ἀγκάλιασμα καὶ φίλημα τοῦ χωρισμοῦ, ἐδῶ καὶ τόσα
χρόνια, ἐκεῖ, στὴν ἴδια τὴ μεριὰ πάλι μάννα καὶ παιδὶ ξαναφιλιόνταν καὶ
ξαναγκαλιάζονταν τὸ χαρμόσυνο φίλημα κι ἀγκάλιασμα τοῦ ἐρχομοῦ.
Κι ἔτσι ἀγκαλιασμένοι ἔφτασαν στὸ σπιτοκάλυβο.
Μιὰ βαρειὰ τουφεκιὰ ἔπεσε στὸν αὐλόγυρο τῆς Μήτραινας, ποὺ
βρόντησε ὅλο τὸ χωριό.
Ἡ χαρὰ τῆς Μήτραινας οὔτε γράφεται οὔτε μολογιέται!
Πρώτη φορά, ἀφότου ξενιτεύτηκε ὁ Γιάννης, θρονιαζόταν ἡ χαρὰ στὸ
ταπεινὸ σπιτοκάλυβο τῆς Μήτραινας.
—Μωρέ τι τρέχει;
Έλεγε ο ένας στον άλλο.
—Κάποιος ξενιτεμένος θα 'ρθε!
Απολογιόνταν.
Σε λίγο όλο το χωριό έμαθε ότι ήρθε ο Γιάννης της κάκως της Μήτραινας από τα ξένα, κι έτρεξαν να τον καλωσορίσουν. Το σπιτοκάλυβό της κάκως της Μήτραινας γέμισε κόσμο κι αχολογούσε από φιλήματα, ευκές και καλωσορίσματα. Ο ουρανός είχε φέξει κι ο ήλιος έβγαινε πίσω από τα σύννεφα.
Κι όταν ο κόσμος τραβήχτηκε και τα λιανοπαίδια πήραν τα καλούδια τους, που τους ήταν ταγμένα τόσες φορές χι έμειναν μάνα και παιδί μοναχοί τους, τότε η κάκω η Μήτραινα κοίταξε καλά-καλά το Γιάννη της, και βλέποντας λίγες άσπρες τρίχες στα μουστάκια του και στα μαλλιά του, του είπε με κάποιον μελαγχολικόν τόνο:
—Άρχισες να γηράζεις, παιδάκι μ', κακό που μ' ηύρε!
—Αμ τι δα! Μισοκαίριασα, μάνα μ'!
Της απολογήθηκε ο Γιάννης.
Της φάνηκε παράξενο της κάκως της Μήτραινας η κουβέντα του Γιάννη της, γιατί της φαίνονταν ότι δεν είχαν περάσει παρά λίγα χρόνια, τρία ή τέσσαρα μοναχά, αφόντας τον ξεκίνησε, ολωσδιόλου αμούστακο, για τα ξένα. Παράξενο της φαίνονταν που τον έβλεπε και μουστακωμένον ακόμα. Σ' αυτό απάνω έπεσε το μάτι στον καθρέφτη της ταμπακιέρας, που 'χε ο Γιάννης τον καπνό του, και της φάνηκε, ότι είδε ένα ξένο πρόσωπο μέσα στο σπίτι. Τρόμαξε. Ήταν αυτή μέσα στον καθρέφτη; Μα πώς ήταν δυνατό! Τότε για να καταλάβει καλύτερα πήγε στο δεξί της θύρας, σήκωσε το σκέπασμα από τον καθρέφτη και, για πρώτη φορά, αφόντας ξενιτεύτηκε ο Γιάννης της, κοίταξε μέσα το πρόσωπό της. Είδε τα μαλλιά της κάτασπρα βαμβάκι και το πρόσωπο της πρόσωπο βάβως! Όλη η δροσιά του προσώπου της ήταν φευγάτη! Αναστέναξε μες από την καρδιά της κι είπε με καημό μεγάλο:
—Γέρασα η καημένη, και δεν το 'ξερα!
Κι ύστερα από λίγη σιωπή, ξανάπε:
—Αφού σ' απόλαψα, παιδάκι μ', το ίδιο κάνει κι αν γέρασα κι αν δεν γέρασα!
Το κοίταγμα μέσα στον καθρέφτη την έκανε να μελαγχολήσει... Κρέμασε τα μούτρα κι άρχισε να συλλογιέται. Συλλογίστηκε, συλλογίστηκε κι άρχισε να κλαίει, και τα δάκρυα της κίνησαν κι έτρεχαν σαν κουμπιά μαργαριτάρι. Πλειότερο από τριάντα χρόνια είχαν περάσει που δεν είχαν δακρύσει τα μάτια της κάκως της Μήτραινας, από την πολλή της την ελπίδα. Έκλαιε, έκλαιε η κάκω η Μήτραινα, που δεν ήξερε ως τότε τι θα ειπεί κλάμα και πόνος. Έκλαιε τα θαμμένα της τα νιάτα σε τριάντα χρονών και πλειότερο ξενιτιά. Όλη η πολύχρονη ξενιτιά του μοναχογιού της έγινε ένα καταπότι και την κατάπιε μονομιάς! Τι κλονισμό που αισθάνονταν εκείνη τη στιγμή μέσα στα τρίσβαθα της καρδιάς της! Όταν η καρδιά κολυμπάει σε πέλαγο ιερής λύπης, η ψυχή βρίσκεται σταυροχεριασμένη μπροστά στον Πλάστη της!
Ο Γιάννης, για να σκορπίσει τη λύπη της, είπε, προσπαθώντας να κρύψει κι αυτός τη συγκίνησή του και τα δάκρυά του:
—Δε μας φέρ'ς να φάμε, μάνα;
—Αλήθεια παιδάκι μ', μου είσαι πεινασμένο!...
Είπε και σηκώθηκε τρικλίζοντας, έστρωσε τραπέζι, κι απόθεκε απάνω τα χουλιάρια, το ψωμί και το προσφάγι, και κάθισαν να φάνε.
Ύστερα από το φαγητό ο Γιάννης έδωκε στη μάνα του μα σακούλα γεμάτη φλωριά, να τα 'χει δικά της, και να δίνει για την ψυχή της, και της διηγήθηκε την ιστορία της ξενιτιάς του:
—Φεύγοντας, μανούλα μ', απεδώ, πήγα στο Βουκουρέστι. Την ίδια μέρα μπήκα σ' έναν αφεντικό, κι ύστερα από μια βδομάδα ξεκινήσαμε μαζί για τη Μολδαβία, όπου είχε το σπίτι του και τα χτήματά του. Έδειξε τόση αγάπη και συμπάθεια για μένα, ο αφεντικός μ', που δεν μολογιέται. Με θεωρούσε σαν παιδί τ'. Εκεί μια μέρα, ύστερα από λίγον καιρό, μόδωκε ένα γράμμα, και το γράμμα αυτό διαλάβαινε ότι είχες πεθάνει εσύ! Μαθόντας αυτήν την είδηση κόπηκα στα κλάματα. Αυτός κι η γυναίκα του προσπάθησαν με κάθε τρόπο να με παρηγορήσ'ν, και στα υστερνά μόταξαν να με κάν'ν παιδί τ'ς και να μ' αρραβωνιάσ'ν με την μοναχοθυγατέρα τ'ς! Δεν ήταν βολετό να παντρευτώ ποτέ εγώ στα ξένα, αλλά ο θάνατος της μάνας  μ’ε μ μου μ’ έκανε να μου φαίνεται
φαρμάκι η γλυκύτατη Πατρίδα, να μου φαίνεται ερημιά! Μέρα με την ημέρα όμως συνήθισα με την ιδέα του θανάτου σου.
Αλλ' η πατρίδα, όσο γλυκιά κι αν είναι, χωρίς μάνα, χωρίς πατέρα, χωρίς αδέρφια, χωρίς πρωτοξάδερφα, όπως ήμουν εγώ έρημος, μου φαίνονταν μαύρη και σκοτεινή, κι έτσι, ύστερα από τρία χρόνια, παντρεύτηκα την θυγατέρα του αφεντικού μ' κι απόφευγα να γνωρίζομαι με πατριώτες, για να μη μου ανοίγει η πληγή της Πατρίδας, που είχα μέσα μου.
—Πέθαναν τα πεθερικά μου γλήγορα, σε δυο χρόνια απάνω, κι ύστερα από λίγα χρόνια πάει κι γυναίκα μου στη γέννα απανωθιό.
Αλλά σ' ένα-δυο μήνες πάει κι αυτό! Τότε πήρα όλο το βιο, που είχαν αφήσει τα πεθερικά μ' και τράβηξα τον ανήφορο μακρύτερα, μέσα στα χιόνια, στην ξακουσμένη Μόσχα της Ρουσίας, κι εκεί ζούσα, σαν έρημος που ήμουν, χωρίς να με ξέρει κανείς, πούθε κρατάει η σκούφια μ'. Τον περασμένο Μάη γένονταν στη Μόσχα η στέψη του αυτοκράτορα της Ρουσίας, κι έτρεξαν από τα τέσσαρα πέρατα του κόσμου, κόσμος και κοσμάκης. Ανάμεσα στους πολλούς υπάρχονταν και κάμποσοι πλούσιοι πατριώτες μας κι η βασίλισσά μας, η Όλγα, με το διάδοχο τον Κωνσταντίνο και το δεύτερό της παιδί, τον Γεώργιο. Ο πόνος της πατρίδας με τραβούσε στο παλάτι που ήταν κονεμένη η βασίλισσα. Πήγα πολλές φορές, για να βλέπω τη βασίλισσα και τα βασιλόπουλα από μακριά. Εκεί γνωρίστηκα μ' έναν υπηρέτη της βασιλικής συνοδείας. Απ' ομιλία σ' ομιλία μ' αυτόν, και με το «πούθε είσαι» και «πούθε είμαι», γνωριστήκαμε πατριώτες! και τι πατριώτες; Χωριανοί! Ήταν ο Κώστας της γειτόνισσάς μας, της Γιώργαινας! Κι όταν του είπα πως είμαι της Μήτραινας του Ζώτου παιδί, με κοίταξε καλά καλά και μου είπε:
—«Μωρέ συ είσ' ο Γιάνν'ς ή το φάντασμα τ';»
—«Εγώ! όλος κι όλος!»
Του είπα και άρχισαν να τρέχ'ν τα δάκρυα μ' ποτάμι, κι η καρδιά μ' να φουσκώνει σα βουνό.
—«Βρε τρισκατάρατε, μου είπε με θυμό, γιατί δε γράφ'ς της μάνας σ'; Γιατί δεν της στέλ'ς χρήματα να ζήσει;......Γιατί τη λησμόνησες;.....Γιατί;.....Γιατί;....
Μου φάνηκε πως άνοιξαν τα ουράνια. Θαμπώθηκα από το φως, που χύθηκε μπροστά μου από την είδηση ότι ζει η μανούλα μ'.
—«Βρε αδερφέ, του λέγω, μη με παραπαίρν'ς έτσι! Εγώ έχω γράμμα εδώ και τριάντα χρόνια, ότι η μάνα μ' είναι πεθαμένη... Θα 'χεις κανένα λάθος...»
—«Τον κακό σου τον καιρό! μου είπε. Η μάνα σ', ωρέ μπουμπουνισμένε, ζει και ζαίνεται με τες αργατιές, και συ κάθεσαι στα ξένα και...»
—«Μα, την ξέρ'ς καλά τη μάνα μ';»
Του είπα.
—«Μωρέ την κάκω τη Μήτραινα δεν ξέρω, τη γειτόνισσα μ'; Για χαμένο μ' έχεις;»
Τότε τον αγκάλιασα σφιχτά και φιλιώντας τον, του είπα για ύστερη φορά να βεβαιωθώ καλύτερα:
—«Αλήθεια, ζει η μάνα μ';»
—«Ζει και παραζεί, σου είπα, και σε καρτεράει κάθε μέρα, και κάθε ώρα και στιγμή!»
Μου φάνηκε ότι κέρδισα ένα βασίλειο. Μου φάνηκε ότι ήμουν πλειο ευτυχισμένος από όλους τους βασιλιάδες του κόσμου, κι όλα τα βασιλόπουλα, που ήταν μαζεμένα εκεί στη Μόσχα.
—«Ζει η μάνα μ', είπα μέσα μ', και με καρτεράει, κι εγώ κάθομαι στα ξένα! Να φύγω το γληγορότερο!»
Κι έτσι, πούλησα ό,τι είχα και δεν είχα, έμασα το ένα μ' και το άλλο μ', κίνησα για εδώ, κι ήρθα γερός και καλά, δόξα σ' ο Θεός.
Και λέγοντας αυτά τα λόγια, έκανε τρεις φορές το σταυρό του, με μεγάλη κατάνυξη.
Η κάκω η Μήτραινα τον ξαναγκάλιασε πάλι, και τον έσφιξε δυνατά στα στεγνωμένα στήθια της, λέγοντας του:
—Καλώς ήρθες, παιδάκι μ', καλώς ήρθες!
Ο Γιάννης, εξακολούθησε:
—Πιστεύω, τον ψεύτικο θάνατο σ' τον έπλασε ο μακαρίτης ο πεθερός μ', για να με κάνει γαμπρό τ'. Αλλά βλέπ'ς; δεν το 'στρεξε το άδικο ο Θεός! Όπως δούλεψε έτσι απόλαψε, κι όπως έστρωσε έτσ' πλάγιασε! Θεός σχωρέσ' τον όμως, ας πούμε τώρα!
Σε λίγο ήρθε κι ο παπάς να σηκώσει το ύψωμα, για τ' όνομα του Γιάννη.
Πρώτη φορά, αφόντας ξενιτεύτηκε ο Γιάννης, θρονιάζονταν η χαρά στο ταπεινό σπιτοκάλυβο της κάκως της Μήτραινας!


Aπό τη συλλογή:  «Διηγήματα τῆς ξενιτειᾶς»

Δεν υπάρχουν σχόλια: