κυρ Φώτη-Κόντογλου
Ο άγιος Βασίλης, σαν περάσανε τα Χριστούγεννα, πήρε το ραβδί του και γύρισε σ' όλα τα χωριά, να δει ποιος θα τον γιορτάσει με καθαρή καρδιά. Πέρασε από λογιών-λογιών πολιτείες κι από κεφαλοχώρια, μα σ' όποια πόρτα κι αν χτύπησε δεν του ανοίξανε, επειδή τον πήρανε για διακονιάρη. Κι έφευγε πικραμένος, γιατί ο ίδιος δεν είχε ανάγκη από τους ανθρώπους, μα ένοιωθε το πόσο θα πονούσε η καρδιά κανενός φτωχού από την απονιά που του δείξανε κείνοι οι άνθρωποι...
Παραμονή της Πρωτοχρονιάς έφταξε σε κάτι χωριά που ήταν τα πιο φτωχά ανάμεσα στα φτωχοχώρια, στα μέρη της Ελλάδας. Ο παγωμένος αγέρας βογκούσε ανάμεσα στα χαμόδεντρα και στα βράχια, ψυχή ζωντανή δεν φαινότανε, νύχτα πίσσα! Είδε μπροστά του μια ραχούλα, κι από κάτω της ήταν μια στρούγκα τρυπωμένη. Ο άγιος Βασίλης μπήκε στη στάνη και χτύπησε με το ραβδί του την πόρτα της καλύβας και φώναξε «Ελεήστε με, τον φτωχό, για την ψυχή των αποθαμένων σας κι ο Χριστός μας διακόνεψε σε τούτον τον κόσμο!».
Απάνω σ' αυτά, άνοιξε η πόρτα και βρήκε ένας τσοπάνης, ως εικοσιπέντε χρονών παλικάρι, με μαύρα στριφτά γενιά, ο Γιάννης ο Μπαρμπάκος, άνθρωπος αθώος κι απελέκητος, προβατάνθρωπος, και πριν να καλοϊδεί ποιος χτύπησε, είπε: «Έλα, έλα μέσα. Καλή μέρα, καλή χρονιά!».
Αυτός, σαν εμπήκε μέσα ο άγιος Βασίλης, και είδε πως ήταν γέρος σεβάσμιος, πήρε το χέρι του και τ' ανεσπάσθηκε και είπε: «Να' χω την ευχή σου γέροντα», και το έλεγε σαν να τον γνώριζε κι από πρωτύτερα, σα να' τανε πατέρας του. Και κείνος του είπε: «Βλογημένος να' σαι, εσύ κι όλο το σπιτικό σου, και τα πρόβατα σου η ειρήνη του Θεού να' ναι απάνω σας!»
Φτωχός ήτανε ο Γιάννης, μα ήτανε Βλογημένος. Κι είχε μια χαρά μεγάλη, σε κάθε ώρα, μέρα και νύχτα, γιατί ήτανε καλός άνθρωπος και είχε και καλή γυναίκα, κι όποιος λάχαινε να περάσει από την καλύβα τους, σαν να 'τανε αδελφός τους, τον περιποιόντανε.
Για τούτο κι ο άγιος Βασίλης κόνεψε στο σπίτι τους, και κάθισε μέσα, σα να 'τανε δικό του σπίτι, και βλογηθήκανε τα θεμέλια του.
Κείνη τη νύχτα τον περιμένανε όλες οι πολιτείες και τα χωριά της Οικουμένης, οι αρχόντοι, οι δεσποτάδες και οι επίσημοι άνθρωποι, μα εκείνος δεν πήγε σε κανέναν, παρά πήγε και κόνεψε στο καλύβι του Γιάννη του Βλογημένου.
Έπιασε και θαμπόφεγγε κατά το μέρος της ανατολής. Ο άγιος Βασίλης σηκώθηκε και στάλθηκε κατά την ανατολών και έκανε το σταυρό του, υστέρα έσκυψε και πηρέ μια φυλλάδα από το ταγάρι του, και είπε:
«Ευλογητός ο Θεός ημών πάντοτε, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων». Κι ο Γιάννης ο Βλογημένος πήγε και στάθηκε από πίσω του, κι η γυναικά βύζαξε το μωρό και πήγε και κείνη και στάθηκε κοντά του, με σταυρωμένα χέρια. Κι ο άγιος Βασίλης είπε το «Θεός Κύριος» και τ' Απολυτίκιο της Περιτομής «Μορφήν αναλλοιώτως ανθρωπίνην προσέλαβες», δίχως να πει και το δικό του το Απολυτίκιο που λέγει: «Εις πάσαν την γην εξήλθεν ο φθόγγος σου».
Η φωνή του ήτανε γλυκιά και ταπεινή, κι ο Γιάννης και η γυναίκα του νοιώθανε μεγάλη κατάνυξη, κι ας μην καταλαβαίνανε τα γράμματα.
Και είπε ο άγιος Βασίλης όλον τον Όρθρο και τον Κανόνα της Εορτής: «Δεύτε λαοί άσωμεν άσμα Χριστώ τω Θεώ», χωρίς να πει το δικό του τον Κανόνα, που λέγει: «Σου την φωνήν έδει παρείναι , Βασίλειε».
Και ύστερα είπε όλη τη Λειτουργία και έκανε Απόλυση και τους βλόγησε. Και σαν καθήσανε στο τραπέζι και φάγανε και αποφάγανε, έφερε η γυναίκα τη βασιλόπιτα και την έβαλε απάνω στο σοφρά.
Κι ο άγιος Βασίλης πήρε το μαχαίρι και σταύρωσε τη βασιλόπιτα, και είπε:
- «Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος».
Και έκοψε το πρώτο κομμάτι και είπε: «Του Χριστού».
Και ύστερα είπε: «Της Παναγίας».
Και ύστερα είπε: «του νοικοκύρη Γιάννη του Βλογημένου».
Του λέγει ο Γιάννης:
- «Γέροντα, ξέχασες τον αη-Βασίλη!».
Του λέγει ο άγιος:
«Ναι καλά!» και ύστερα λέγει:
- «Του δούλου του Θεού Βασιλείου».
Και ύστερα λέγει πάλι:
- «Του νοικοκύρη, της νοικοκυράς, του παιδιού, του παραγιού, των ζωντανών, των φτωχών».
Τότε λέγει στον άγιο ο Γιάννης ο Βλογημένος:
- «Γέροντα, γιατί δεν έκοψες για την αγιοσύνη σου;»
Του λέγει ο άγιος:
- «Έκοψα, Βλογημένε!».
Μα ο Γιάννης δεν κατάλαβε τίποτα ο μακάριος.
Και υστέρα, σηκώθηκε όρθιος ο άγιος Βασίλειος και είπε την ευχή του:
- «Κύριε ο Θεός μου, οίδα ότι ουκ ειμί άξιος, ουδέ ικανός, ίνα υπό την στέγην εισέλθης του οίκου της ψυχής μου».
Και είπε ο Γιάννης ο Βλογημένος:
- «Πες μου, γέροντα, που ξέρεις τα γράμματα, σε ποια παλάτια άραγες πήγε σαν απόψε ο άγιος Βασίλης; Οι αρχόντοι και οι βασιλιάδες τι αμαρτίες να 'χουνε; Εμείς οι φτωχοί είμαστε αμαρτωλοί, επειδής η φτώχεια μας κάνει να κολαζόμαστε».
Κι ο άγιος Βασίλης δάκρυσε και είπε πάλι την ευχή, αλλιώτικα:
- «Κύριε, ο Θεός μου, οίδα ότι ο δούλος σου Ιωάννης, ο απλούς, εστίν άξιος και ικανός ίνα υπό την στέγην του εισελθής. Ότι νήπιος υπάρχει και τα μυστήριά Σου τοις νηπίοις αποκαλύπτεται».
Και πάλι δεν κατάλαβε τίποτα ο Γιάννης ο μακάριος, ο Γιάννης ο Βλογημένος...
Ο άγιος Βασίλης, σαν περάσανε τα Χριστούγεννα, πήρε το ραβδί του και γύρισε σ' όλα τα χωριά, να δει ποιος θα τον γιορτάσει με καθαρή καρδιά. Πέρασε από λογιών-λογιών πολιτείες κι από κεφαλοχώρια, μα σ' όποια πόρτα κι αν χτύπησε δεν του ανοίξανε, επειδή τον πήρανε για διακονιάρη. Κι έφευγε πικραμένος, γιατί ο ίδιος δεν είχε ανάγκη από τους ανθρώπους, μα ένοιωθε το πόσο θα πονούσε η καρδιά κανενός φτωχού από την απονιά που του δείξανε κείνοι οι άνθρωποι...
Παραμονή της Πρωτοχρονιάς έφταξε σε κάτι χωριά που ήταν τα πιο φτωχά ανάμεσα στα φτωχοχώρια, στα μέρη της Ελλάδας. Ο παγωμένος αγέρας βογκούσε ανάμεσα στα χαμόδεντρα και στα βράχια, ψυχή ζωντανή δεν φαινότανε, νύχτα πίσσα! Είδε μπροστά του μια ραχούλα, κι από κάτω της ήταν μια στρούγκα τρυπωμένη. Ο άγιος Βασίλης μπήκε στη στάνη και χτύπησε με το ραβδί του την πόρτα της καλύβας και φώναξε «Ελεήστε με, τον φτωχό, για την ψυχή των αποθαμένων σας κι ο Χριστός μας διακόνεψε σε τούτον τον κόσμο!».
Απάνω σ' αυτά, άνοιξε η πόρτα και βρήκε ένας τσοπάνης, ως εικοσιπέντε χρονών παλικάρι, με μαύρα στριφτά γενιά, ο Γιάννης ο Μπαρμπάκος, άνθρωπος αθώος κι απελέκητος, προβατάνθρωπος, και πριν να καλοϊδεί ποιος χτύπησε, είπε: «Έλα, έλα μέσα. Καλή μέρα, καλή χρονιά!».
Αυτός, σαν εμπήκε μέσα ο άγιος Βασίλης, και είδε πως ήταν γέρος σεβάσμιος, πήρε το χέρι του και τ' ανεσπάσθηκε και είπε: «Να' χω την ευχή σου γέροντα», και το έλεγε σαν να τον γνώριζε κι από πρωτύτερα, σα να' τανε πατέρας του. Και κείνος του είπε: «Βλογημένος να' σαι, εσύ κι όλο το σπιτικό σου, και τα πρόβατα σου η ειρήνη του Θεού να' ναι απάνω σας!»
Φτωχός ήτανε ο Γιάννης, μα ήτανε Βλογημένος. Κι είχε μια χαρά μεγάλη, σε κάθε ώρα, μέρα και νύχτα, γιατί ήτανε καλός άνθρωπος και είχε και καλή γυναίκα, κι όποιος λάχαινε να περάσει από την καλύβα τους, σαν να 'τανε αδελφός τους, τον περιποιόντανε.
Για τούτο κι ο άγιος Βασίλης κόνεψε στο σπίτι τους, και κάθισε μέσα, σα να 'τανε δικό του σπίτι, και βλογηθήκανε τα θεμέλια του.
Κείνη τη νύχτα τον περιμένανε όλες οι πολιτείες και τα χωριά της Οικουμένης, οι αρχόντοι, οι δεσποτάδες και οι επίσημοι άνθρωποι, μα εκείνος δεν πήγε σε κανέναν, παρά πήγε και κόνεψε στο καλύβι του Γιάννη του Βλογημένου.
Έπιασε και θαμπόφεγγε κατά το μέρος της ανατολής. Ο άγιος Βασίλης σηκώθηκε και στάλθηκε κατά την ανατολών και έκανε το σταυρό του, υστέρα έσκυψε και πηρέ μια φυλλάδα από το ταγάρι του, και είπε:
«Ευλογητός ο Θεός ημών πάντοτε, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων». Κι ο Γιάννης ο Βλογημένος πήγε και στάθηκε από πίσω του, κι η γυναικά βύζαξε το μωρό και πήγε και κείνη και στάθηκε κοντά του, με σταυρωμένα χέρια. Κι ο άγιος Βασίλης είπε το «Θεός Κύριος» και τ' Απολυτίκιο της Περιτομής «Μορφήν αναλλοιώτως ανθρωπίνην προσέλαβες», δίχως να πει και το δικό του το Απολυτίκιο που λέγει: «Εις πάσαν την γην εξήλθεν ο φθόγγος σου».
Η φωνή του ήτανε γλυκιά και ταπεινή, κι ο Γιάννης και η γυναίκα του νοιώθανε μεγάλη κατάνυξη, κι ας μην καταλαβαίνανε τα γράμματα.
Και είπε ο άγιος Βασίλης όλον τον Όρθρο και τον Κανόνα της Εορτής: «Δεύτε λαοί άσωμεν άσμα Χριστώ τω Θεώ», χωρίς να πει το δικό του τον Κανόνα, που λέγει: «Σου την φωνήν έδει παρείναι , Βασίλειε».
Και ύστερα είπε όλη τη Λειτουργία και έκανε Απόλυση και τους βλόγησε. Και σαν καθήσανε στο τραπέζι και φάγανε και αποφάγανε, έφερε η γυναίκα τη βασιλόπιτα και την έβαλε απάνω στο σοφρά.
Κι ο άγιος Βασίλης πήρε το μαχαίρι και σταύρωσε τη βασιλόπιτα, και είπε:
- «Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος».
Και έκοψε το πρώτο κομμάτι και είπε: «Του Χριστού».
Και ύστερα είπε: «Της Παναγίας».
Και ύστερα είπε: «του νοικοκύρη Γιάννη του Βλογημένου».
Του λέγει ο Γιάννης:
- «Γέροντα, ξέχασες τον αη-Βασίλη!».
Του λέγει ο άγιος:
«Ναι καλά!» και ύστερα λέγει:
- «Του δούλου του Θεού Βασιλείου».
Και ύστερα λέγει πάλι:
- «Του νοικοκύρη, της νοικοκυράς, του παιδιού, του παραγιού, των ζωντανών, των φτωχών».
Τότε λέγει στον άγιο ο Γιάννης ο Βλογημένος:
- «Γέροντα, γιατί δεν έκοψες για την αγιοσύνη σου;»
Του λέγει ο άγιος:
- «Έκοψα, Βλογημένε!».
Μα ο Γιάννης δεν κατάλαβε τίποτα ο μακάριος.
Και υστέρα, σηκώθηκε όρθιος ο άγιος Βασίλειος και είπε την ευχή του:
- «Κύριε ο Θεός μου, οίδα ότι ουκ ειμί άξιος, ουδέ ικανός, ίνα υπό την στέγην εισέλθης του οίκου της ψυχής μου».
Και είπε ο Γιάννης ο Βλογημένος:
- «Πες μου, γέροντα, που ξέρεις τα γράμματα, σε ποια παλάτια άραγες πήγε σαν απόψε ο άγιος Βασίλης; Οι αρχόντοι και οι βασιλιάδες τι αμαρτίες να 'χουνε; Εμείς οι φτωχοί είμαστε αμαρτωλοί, επειδής η φτώχεια μας κάνει να κολαζόμαστε».
Κι ο άγιος Βασίλης δάκρυσε και είπε πάλι την ευχή, αλλιώτικα:
- «Κύριε, ο Θεός μου, οίδα ότι ο δούλος σου Ιωάννης, ο απλούς, εστίν άξιος και ικανός ίνα υπό την στέγην του εισελθής. Ότι νήπιος υπάρχει και τα μυστήριά Σου τοις νηπίοις αποκαλύπτεται».
Και πάλι δεν κατάλαβε τίποτα ο Γιάννης ο μακάριος, ο Γιάννης ο Βλογημένος...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου