Γιορτή των Θεοφανείων στον Δήμο του Espoo, πλάι στο Ελσίνκι. Παρόλο που
είχα μαζί μου φωτογραφική μηχανή, δεν μπόρεσα να την χρησιμοποιήσω για
να αποτυπώσω την ομορφιά της εκκλησιαστικής ακολουθίας: κάτι τέτοιες
στιγμές ομορφιάς δεν αποτυπώνονται σε φιλμ. Είναι σαν τις εικόνες που
αποτυπώνονται με πολλή δυσκολία είτε πάνω στο ξύλο είτε πάνω σε χαρτί.
Θα προσπαθήσω λοιπόν να διαζωγραφίσω την γιορτή με τις λέξεις.
Η λειτουργία δεν έγινε στην ενοριακή εκκλησία μας, αλλά σε μια άλλη
περιοχή, παραθαλάσσια, σε μια κατασκήνωση του δήμου όπου ζούμε, στην
οποία έχει κτιστεί ένα παρεκλήσι: δεν έχει κτιστεί ως ορθόδοξο, αλλά
είναι τόσο όμορφο ως κτίσμα, που με σιγουριά θα το πρότεινα ως ορθόδοξο
εκκλησάκι: ένα πολύ μοντέρνο, ξύλινο κτίσμα, με ένα πολύ όμορφο
εσωτερικό, που αν το γέμιζες με εικόνες έφτιαχνες ένα όμορφο ορθόδοξο
εκκλησάκι. Είχαν μεταφέρει εικόνες και όλα τα χρειώδη και το μικρό
κτίσμα είχε μεταμορφωθεί σε ορθόδοξο παρεκκλήσι για την ημέρα. Μικρά
μανουάλια (αυτά, μου έχουν πει πως προέρχονται από την Ελλάδα – είναι
από αυτά που εμείς πετάξα- με έξω από τις εκκλησιές μας) και πολλά κεριά
συμπλήρωναν την εικόνα. Όλα γύρω ένα απέραντο δάσος που κατέβαινε ως
την παραλία.
Ο καιρός συννεφιασμένος μ’ ένα λευκό χρώμα διάχυτο παντού. Τα πάντα
χιονισμένα, χιόνιζε συνέχεια ελαφρά, και η θερμοκρασία –6 βαθμοί
κελσίου. Ο κόλπος που απλωνόταν μπροστά στην εκκλησία ένα απέραντο
λευκό: παγωμένος και λευκός με το χιόνι πάνω του, με ένα γύρω τα
δασωμένα νησάκια να κλείνουν την θέα.
Το εκκλησάκι γεμάτο. Ο παπάς και ο διάκος με τα πολλά παπαδάκια στο
ιερό, που σχηματιζόταν από δύο εικόνες – Χριστός, Παναγία – σε βάσεις
μπροστά στην αγία τράπεζα. Ο χορός πλήρης. Λειτουργία του Μεγάλου
Βασιλείου, και ο παπάς διάβασε ημιφώνως τις ευχές της αναφοράς. Όλη η
λειτουργία ακριβής μετάφραση από τα ελληνικά.
Είχα διαρκώς την αίσθηση της κοινότητας. είμασταν εδώ για ένα μεγάλο
γεγονός. Μετά το ευαγγέλιο μίλησε ο παπάς για την θεοφάνεια. Το «πάτερ
ημών» απαγγέλθηκε στα φινλανδικά, σουηδικά, εσθονικά, και ρώσικα, και
στο τέλος το απήγγειλα στα ελληνικά. Κοινώνησαν σχεδόν όλοι: ο παπάς
κοινωνούσε, με την ευχή «μεταλαμβάνει ο δούλος του Θεού (τάδε)...»
(πάντα έτσι γίνεται) και ο διάκονος μαζί με το μεγαλύτερο παπαδάκι
βοηθούσαν δίπλα του. Όταν κοινώνησε και ο τελευταίος, ακούσαμε το
«είδομεν το φως το αληθινόν...».
Μετά το τέλος της λειτουργίας φορέσαμε παλτά και γάντια, και εξήλθαμε
για την λειτανία του αγιασμού των υδάτων. Εγώ κρατούσα ένα από τα λάβαρα
της εκκλησίας (με την εικόνα της Παναγίας) και ακολουθούσε ο χορός, οι
ιερείς και ο λαός, κρατώντας εικόνες, κατεβήκαμε στην παραλία (γύρω στα
100 μέτρα από την εκκλησία). Όλο το εκκλησίασμα γύρω στους 100
ανθρώπους. Γύρω στα 70 μέτρα από την παραλία, πάνω στην παγωμένη
θάλασσα, είχαν ανοίξει μια τρύπα στον πάγο υπό μορφή σταυρού. Εκεί γύρω
στάθηκαν οι ιερείς, ο χορός, τα λάβαρα και ο κόσμος λίγο παραπέρα. Μέσα
σ’ ένα τοπίο χαμένο στο χιόνι και στην ασπρίλα του πάγου, με τα αρχέγονα
δάση ολόγυρα, μέσα σε μια απόλυτη ησυχία που δεν την τάραζαν μικρόφωνα
και μεγάφωνα, ήταν κάτι το καταπληκτικό να ακούς (στα φινλανδικά,
φυσικά) το, «Μέγας ει συ Κύριε, και θαυμαστά τα έργα σου και ουδείς
λόγος εξαρκέσει προς ύμνον των θαυμασίων σου», λόγια που βγήκαν αρχικά
από τα χέρια κάποιου έλληνα πατέρα της Εκκλησίας. Ο παπάς αγίασε τα
ύδατα καταδύοντας τρις τον σταυρό στην σταυρόσχημη τρύπα. Είχε κανείς
έντονη την αίσθηση πως η δύναμη του σταυρού ημέρωνε την κτίση. Το χιόνι
έπεφτε συνέχεια και όλη η ομήγυρη αναχώρησε για την εκκλησία, όπου ο
παπάς έκανε απόλυση. Ακολούθως, όλη η ομήγυρη πέρασε να ασπαστεί την
εικόνα της βαπτίσεως, και τον σταυρό που κρατούσε ο παπάς ο οποίος
συγχρόνως ράντιζε με αγιασμό τον κάθε προσερχόμενο. Μετά απ’ αυτά, σ’
ένα παρακείμενο όμορφο, παλιό ξύλινο κτήριο της κατασκήνωσης, είχαν
ετοιμάσει καφέ και διάφορα φαγητά. Κανείς δεν άρχισε παρά αφού ήρθε ο
παπάς και ευλόγησε την τράπεζα και τα φαγητά. Ζεστή, καθημερινή
συζήτηση, γύρω από τα τραπέζια. Φύγαμε με την αίσθηση του τι ακριβώς
είναι η εκκλησία: η κάθε συγκεκριμένη κοινότητα που συνάζεται γύρω από
την ευχαριστία, που συνεχίζει να ζει ως κοινότητα στην «κοινή τράπεζα»
που ακολουθεί, και που αναγνωρίζει τους ποιμένες της στην καθημερινή
ζωή, είτε αυτοί φορούν ράσα είτε όχι, είτε διαθέτουν γένια και μαλλιά
είτε όχι ή οποιοδήποτε άλλο εξωτερικό σημάδι. Ο κόσμος αγιάζεται όχι από
τη γενική και άχρωμη «συμμετοχή του κόσμου» στις «εθνικές και
θρησκευτικές» γιορτές, αλλά στη συγκεκριμένη πράξη της εκκλησιαστικής
κοινότητας: στην επιμονή της να μετατρέπει τον άρτο και τον οίνο σε Σώμα
και Αίμα με την επίκληση του αγίου Πνεύματος ή με την συγκεκριμένη
πράξη κατάδυσης του νερού στα ύδατα. Η Εκκλησία δεν μπορεί να ζει με
γενικότητες επειδή βρίσκεται σε κάθε τόπο και χρόνο με τη συγκεκριμένη
μορφή της κοινότητας. Και αυτό ακριβώς νιώσαμε χθες, καθώς και τις άλλες
μέρες του Δωδεκαημέρου.
Θα ήταν βέβαια μεγάλο τόλμημα να αναλογιστώ κάποιες ομοιότητες με τον
«Χριστό στο κάστρο», αλλά υπάρχουν κάποιες, και όχι μόνον ο καιρός.
Αγωνιστήκαμε αρκετά για να φτάσουμε στο παρεκκλήσι, αφού οι εξοχικοί
δρόμοι που διασχίσαμε με το αυτοκινητάκι μας γλίστραγαν λόγω του πάγου,
και έπρεπε να είμαστε πολύ προσεκτικοί. Το κυριότερο όμως σημείο
αναγνώρισης ήταν η σύναξη της κοινότητας, με κίνδυνο, για να γιορτάσει
«την παγκόσμια δόξα» της τριαδικής θεότητας. Κι έτσι τα ύδατα, και μαζί
μ’ αυτά όλος ο κόσμος αγιάστηκαν, είτε στα «ρόδινα ακρογιάλια» της υπό
την σκιά του Άθω νήσου, είτε στις βόρειες εσχατιές της Βαλτικής, της
«ανατολικής θάλασσας» όπως ονομάζεται στα φινλανδικά, της κρυμμένης μέσα
στον γνόφο της ασπρίλας της.
Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα είναι έργο τού, ρώσου, Μπορίς Κουστόντωφ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου