Συνηθίζεται στο Όρος μετά την κοίμηση τινός αδελφού, να
γράφονται ολίγα για την ζωή του, τον αγώνα του και για τα έργα του, εις
ανάμνηση και μνημόσυνον αυτού.
Μετά την αποδημίαν εις Κύριον των μακαριστών Γερόντων μου,
ιερομονάχων Γρηγορίου και Καλλινίκου, έλαχε σε μένα τον ελάχιστο η υποχρέωση
αυτή, μη υπάρχοντος άλλου μονάχου στο Κελλί μας. Δεν ήθελα να επιχειρήσω
τέτοιου είδους πόνημα για κανένα λόγο, καθόσον είμαι παντελώς απαίδευτος στην
έξω σοφία, και μάλιστα είμαι ένας απλός και ολιγογράμματος μοναχός.
Πιεζόμενος όμως από τους εν Χριστώ αδελφούς μου, μοναχούς
και λαϊκούς, και για να μη γίνω παρήκουος και ανεύθυνος, αποφάσισα να συντάξω
το πόνημα τούτο, και αν αγαπητέ φίλε και αδελφέ τύχει και ποτέ το διαβάσεις, σε
παρακαλώ μή σταθείς στην ασυνταξία του κειμένου, στα ορθογραφικά λάθη και στο
φτωχό μου λεξιλόγιο, παρά μόνον στα εξιστορούμενα αληθινά γεγονότα.
Οι ιερομόναχοι Γρηγόριος και Καλλίνικος, γόνοι χριστιανικής
οικογενείας, γεννήθηκαν ο μεν Γρηγόριος στην πολύπαθη Μικρά Ασία, στο χωριό
Αϊβαλί, το έτος 1912, ο δε Καλλίνικος αργότερα, το έτος 1917, στην Μυτιλήνη.
Πατέρας τους ο Κωνσταντίνος Σαραντίδης, εκ Μύλου, κλειθροποιός το επάγγελμα,
και μητέρα τους η Πουλχερία, το γένος Καλλιπολίτου, οικοκυρά εκ Μυτιλήνης.
Είχαν ακόμη και άλλα δύο αδέλφια μεγαλύτερης ηλικίας, τον Παύλο και τον
Ιπποκράτη. Ο μικρότερος, ο Χριστοφόρος, δεν είχε γεννηθεί ακόμη. Μετά παρέλευση
έξι μηνών από την γέννησή του βαπτίσθηκε ο τρίτος αδελφός και έλαβε το όνομα
Μάρκος.
Μετά τον πρώτο διωγμό της Μικράς Ασίας, το έτος 1914, αναγκάσθηκε
ο Κωνσταντίνος Σαραντίδης να ξεριζωθεί από το Αϊβαλί, εγκαταλείποντας τα πάντα,
και η πενταμελής (τότε) οικογένειά του, ήλθε και εγκαταστάθηκε στο χωριό Στύψη
της Μυτιλήνης. Μετά την παρέλευση ενός έτους περίπου μετεγκαταστάθηκε στο χωριό
της Αγίας Παρασκευής.
Εκεί ο πατέρας συνεχίζοντας το χειρωνακτικό του επάγγελμα
έκανε ένα μικρό εργαστήριο σιδηρουργίας (χαλκιδιό) και έπαιρνε ήδη αρκετές
εργολαβίες.
Το 1917 γεννήθηκε και ο τέταρτος αδελφός, ο Χριστοφόρος.
Τότε όμως μία μεγάλη συμφορά έπληξε την οικογένεια. Επάνω στην γέννα πέθανε η
μητέρα.
Έμειναν για εννέα ακόμη χρόνια στην Αγία Παρασκευή και
εργαζόταν όλοι οικογενειακά. Συγκεκριμένα ο Παύλος και ο δεκατετράχρονος τότε
Μάρκος βοηθούσανε τον πατέρα τους σε όλες τις εργασίες του. Μάλιστα έφτιαξαν τα
κάγκελα του προαυλίου της Εκκλησίας, τα οποία λόγω της άριστης δουλειάς και της
γερής κατασκευής τους υπάρχουν μέχρι σήμερα, αναγράφοντας ως έτος κατασκευής το
1926.
Μετά τον χαμό της μητέρας τους τα τέσσερα αγόρια έμειναν
ορφανά και ο σύζυγός της Κωνσταντίνος χωρίς σύντροφο και στήριγμα. Το
αναπάντεχο κακό που τους βρήκε διέλυσε κυριολεκτικά, ψυχολογικά και οικονομικά,
την οικογένεια -τι να έκανε ένας άνδρας μόνος του με τέσσερα μικρά παιδιά;-.
Έτσι αναγκάστηκαν να αναχωρήσουν από την Αγία Παρασκευή, ολίγον μετά τον θάνατο
της μητέρας τους, και να έλθουν στο μοναστήρι του Αγίου Ιγνατίου του Λειμώνα.
Τα δύο αδέλφια (τα μεγαλύτερα) έφυγαν για την Θεσσαλονίκη σε αναζήτηση εργασίας
και καλύτερης τύχης. Στο μοναστήρι του Αγίου Ιγνατίου ο πατέρας τους Κωνσταντίνος
εργαζότανε στο ελαιοτριβείον του μοναστηριού, και ο καιρός του χειμώνα πέρασε
δύσκολα μεν αλλά γρήγορα.
Το Πάσχα του 1927 ο Μάρκος κατέβηκε στην χώρα, την Μυτιλήνη.
Εκεί συνάντησε ένα γέροντα μοναχό. Ο Μάρκος με θάρρος του λέγει: «Πάτερ, σε
ποιά Μονή της Μυτιλήνης είσαστε;». Και του απάντησε ο Γέροντας: «Δεν είμαι από
δώ, αλλά από το Άγιον Όρος». Ήτανε ο Γέροντας Γαβριήλ, μοναχός από την Σκήτη
της Αγίας Άννας, από την καλύβα της Αγίας Τριάδος. Αμέσως ήλθαν στο μυαλό του
μικρού όλα όσα είχε ακούσει και διαβάσει σχετικά με το Περιβόλι της Παναγιάς,
εκεί όπου οι μοναχοί είχαν αδελφό τον Χριστό, μητέρα την Παναγιά, ζούσαν άγια
και πάνω από όλα είχαν αγάπη, την αγάπη που ο χάρος τους την στέρησε με τον
χαμό της μάνας τους.
Ένιωσε σαν ένα μπουμπούκι τριανταφυλλιάς, που περιμένει μια
ηλιαχτίδα για να ανοίξει και να γίνει λουλούδι, και ο Γέροντας στην δύσκολη
αυτή στιγμή της ζωής τους έγινε γι’ αυτόν ο δικός του ήλιος, ευκαιρία μοναδική
να φύγει από εκεί. Πίστευε ότι με την φυγή θα έθαβε πίσω του τις θλιβερές αναμνήσεις
του θανατικού και της μιζέριας και θα ξεκινούσε μια καλύτερη ζωή, γεμάτη αγάπη,
που τόσο πολύ του είχε λείψει. Ακόμα ότι θα είχε κοντά του τον βασανισμένο
πατέρα του και τον μικρό αδελφό του. -Πρέπει να αναφέρω ότι μετά τον θάνατο της
μητέρας του ο Μάρκος είχε αναλάβει σχεδόν τα πάντα υπό την προστασία του, διότι
ο πατέρας του είχε αρχίσει να πίνει, οπότε η υγεία του επιδεινωνόταν ραγδαία,
και ο μικρός Χριστοφόρος χρειαζόταν προστασία.
Άφιξη των αυταδέλφων Γρηγορίου και Καλλινίκου (Κρανιάδων)
στο Άγιο Όρος
Η χριστιανική του αγωγή του έδωσε ελπίδα, και με θάρρος
είπε: «Γέροντα, εγώ με τον πατέρα μου και τον αδελφό μου είμαστε μόνοι στον
κόσμο και μένουμε προσωρινά στο μοναστήρι του Αγίου Ιγνατίου. Μπορείς να κάνεις
αγάπη για τον Κύριο και να μας πάρεις μαζί σου στο Όρος;». Έκπληκτος ο γέρων
Γαβριήλ απάντησε στον μικρό δεκαπεντάχρονο Μάρκο: «Ελάτε, να σας πάρω μαζί
μου». Ο Μάρκος επέστρεψε άμεσα στο μοναστήρι, όπου είπε στον πατέρα του τα
λεχθέντα υπό του Γέροντος. Ο πατέρας του συμφώνησε και, αφού πήρε μαζί του τον
Μάρκο και τον δεκάχρονο Χριστοφόρο, κατέβηκαν όλοι μαζί στην πόλη προς
συνάντηση του γέροντα Γαβριήλ. Δυστυχώς όμως δεν τον βρήκαν, διότι είχε
αναχωρήσει για το Άγιο Όρος. Έτσι αναγκάστηκαν απογοητευμένοι να επιστρέψουν
και πάλι στο μοναστήρι του Αγίου Ιγνατίου, όπου παρέμειναν εκεί, περνώντας το
Πάσχα και σχεδόν όλο το καλοκαίρι.
Τον μήνα Αύγουστο, ανήμερα στην εορτή της Παναγίας, βρήκε
και πάλι ο Μάρκος τον γέροντα Γαβριήλ, οπότε του λέγει με παράπονο: «Γέροντα,
φύγατε, χωρίς να μας πάρετε μαζί σας, και στεναχωρηθήκαμε πολύ». Οπότε ο
Γέροντας του απάντησε: «Μεθαύριο φεύγει ένα βαπόρι για την Θεσσαλονίκη. Ελάτε
να φύγουμε όλοι μαζί». Ο Μάρκος ανέβηκε γρήγορα στο μοναστήρι, πήρε τον πατέρα
του και τον μικρό αδελφό του και, αφού άνοιξαν μια γούβα, έθαψαν μέσα τα
λιγοστά εργαλεία τους, τα παλιόρουχά τους και τις πικρές τους αναμνήσεις.
Κατέβηκαν όλοι στο λιμάνι, απ’ όπου ξεκίνησε το ταξίδι τους με τελικό προορισμό
το Άγιο Όρος. -Δεν γνωρίζουμε λεπτομέρειες για την διάρκεια, την ταλαιπωρία
κ.τ.λ. του ταξιδίου-.
Φθάσανε στο λιμάνι της Δάφνης την 29η Αυγούστου του 1927,
εορτή του Τιμίου Προδρόμου. Αφού κατέβηκαν, μπήκαν όλοι μαζί σε μία βάρκα και
πήγανε κατευθείαν στην καλύβα του γέροντα Γαβριήλ, που βρισκόταν στην Σκήτη της
Αγίας Άννας.
Εκεί βρήκαν και άλλους δύο συνασκητάς μοναχούς του Γέροντα.
Στην συζήτηση σχετικά με την εκεί παραμονή τους υπήρχαν διαφωνίες μεταξύ των
συνοικούντων στην καλύβα, διότι οι πολλοί υποστήριζαν, παρά τις αντιρρήσεις του
γέροντα Γαβριήλ, ότι έπρεπε να παραμείνουν μόνον ο Μάρκος και ο δεκάχρονος
Χριστοφόρος, ενώ ο πατέρας τους Κωνσταντίνος να πάει στην Θεσσαλονίκη, όπου ήδη
διέμεναν και τα άλλα του παιδιά, ο Ιπποκράτης και ο Παύλος. Επειδή ο Μάρκος
πάντα έπαιρνε τις πρωτοβουλίες, διότι αυτός ήτανε και η αιτία που τους πήρε από
την Μυτιλήνη και τους οδήγησε στο Όρος, αντέδρασε, και ψύχραιμα, με παιδική
ιλαρότητα και αγάπη απάντησε: «Εφ’ όσον δεν δέχεστε τον πατέρα μου, δεν
μπορούμε να μείνουμε και εμείς. Μάθατε ότι άλλον κανένα δεν έχουμε στον κόσμο
παρά μόνον αυτόν, και την ελπίδα μας στην Παναγία, να μας συμπαραστέκεται στην
ορφάνια μας, την προσφυγιά μας και στα δύστυχα παιδικά μας χρόνια». Τότε ο
γερο-Γαβριήλ, πολύ συγκινημένος, πρότεινε να πάνε στην Κερασιά, επειδή είχε
έναν παραδελφό εκεί, και με την σύμφωνη γνώμη όλων τους έστειλαν εκεί. Πράγματι
παρέμειναν εκεί για λίγο χρονικό διάστημα, αλλά, επειδή ο Μάρκος δεν αναπαυόταν
ψυχικά και δεν εύρισκε κατά το ποθούμενον τον τρόπο της ζωής τους, αποφάσισε
και όλοι μαζί πήραν τον δρόμο για κανένα άλλο μοναστήρι.
Έτσι το πρώτο μοναστήρι που επισκέφθηκαν στο διάβα τους ήταν
του Διονυσίου. Εκεί δεν τους κράτησαν, αλλά ο πατέρας τους, ως τεχνίτης που
ήτανε, δούλεψε για λίγο στο “χαλκιδιό”, στο σιδεράδικο, και σε άλλες δουλειές,
για να βγάλουν τα άμεσα έξοδά τους. Επισκεύασε δε και τους πολυελαίους και τα
μανουάλια του Καθολικού της Μονής. Παρέμειναν έναν μήνα περίπου και, αφού δεν
τους κρατούσαν περισσότερο, με αφορμή δήθεν ότι ο πατέρας ήταν μεγάλης ηλικίας,
πολύ κουρασμένος, ταλαιπωρημένος και ότι έπινε ολίγον παραπάνω του επιτρεπομένου
στο Όρος, αναγκάσθηκαν εκ νέου να πάρουν τον δυσβάσταχτο δρόμο της αναζήτησης,
με τα παιδικά τους όνειρα κουρέλια, σέρνοντας συχνά τα ισχνά από την κακουχία
πόδια τους και πάλι στα λασπωμένα καλντερήμια του Όρους με το κρύο και το
χιόνι.
Η ηλικία τους μικρή, οι ελπίδες τους όμως μεγάλες.
Δυσβάσταχτη η ορφάνια τους από την έλλειψη της μητέρας, ευκολόδεχτη όμως η
παραμυθία από την Παναγία. Τρεμάμενα, αδύνατα και ξυλιασμένα σήκωναν τα χεράκια
τους, ζητώντας ελπίδα ζωής, παρηγοριά, συμπόνια και τέλος ένα ξεροκόμματο ψωμί,
αλλά παντού και πάντοτε πόρτες κλειστές, αδιαφορία και απονιά. Έσφιξαν την
καρδιά τους και τα δόντια τους, και πατέρας με τους δύο ανήλικους γιούς
συνέχισαν τον δικό τους Γολγοθά, τον δρόμο της μοναξιάς και της αποξένωσης.
Επισκέφθηκαν στην συνέχεια την Μονή Γρηγορίου, αλλά και εκεί
το ίδιο πρόβλημα. Άρνηση, με πρόφαση πάντα την ίδια: Παιδιά αγένεια, μικρά σε
ηλικία, και πατέρας σωστό ερείπιο, γερασμένος παράκαιρα από τις συμφορές της
πολύμοχθης ζωής του.
Οι περιπέτειες των νεαρών αυταδέλφων Κρανιάδων στο Άγιο Όρος
Στις 18 του Οκτώβρη πήγαν στην Σιμωνόπετρα, όπου τους
κράτησαν για δύο μήνες περίπου, αφού έδωσαν στον πατέρα τους κάποιες εργασίες
για να εξοικονομήσει τα προς το ζήν. Εις ανάμνηση της εκεί παραμονής τους το
μοναστήρι τους χάρισε μια εικόνα της Παναγίας, την οποία με λαχτάρα και δάκρυα
εναγκαλίσθηκε ο νεαρός Μάρκος, γράφοντας όπισθεν την ημερομηνία αυτή, την οποία
ουδέποτε διέγραψε μέχρι τέλους της ζωής του από το δικό του μυαλό. Γιόρτασαν τα
Χριστούγεννα με μεγάλη θλίψη και πολλή προσευχή. Μάρκος και Χριστοφόρος,
γονατιστοί στην δωρηθείσα εικόνα της Παναγίας, ζητούσαν απεγνωσμένα βοήθεια.
Τα παιδικά τους στόματα δεν έψαλλαν ύμνους, δοξολογίες,
τροπάρια κ.τ.λ., διότι ήσαν μικροί και δεν τα γνώριζαν, αλλά ο Μάρκος
μονολογούσε: «Εμείς που δεν ακούσαμε τα παραμύθια της μάνας, που δεν έβαλε το
μάγουλό της στο μέτωπό μας για να δει αν έχουμε πυρετό, που δεν μας σκέπασε στο
κρύο και ποτέ δεν μας τάισε, το ξέρεις εσύ Παναγιά μου, που την έχεις εκεί
πάνω, βοήθα μας, βοήθα μας», ενώ σκουντούσε τον δεκάχρονο Χριστοφόρο, που ήταν
δίπλα του γονατιστός, και του έλεγε με αυστηρό ύφος: «Εσύ να λες, “σκέπασέ μας,
Παναγιά μου”, συνέχεια και χωρίς να σταματάς». Προσωπικά πιστεύω, ότι τέτοιες
στιγμές συναισθηματικής φόρτισης, αθώας πνευματικής ανάτασης και παιδικής
κατάνυξης, είναι αδύνατον να μην έφθαναν στην Βασίλισσα των Ουρανών. Έτσι, αφού
πέρασαν τα Χριστούγεννα, παίρνοντας μαζί τους τα λιγοστά πράγματά τους, την
Εικόνα και την ελπίδα τους στην Παναγία, αναχώρησαν εκ νέου σε αναζήτηση τόπου
να εγκατασταθούν.
Η Μονή Ξηροποτάμου τους φιλοξένησε για πολύ λίγο καιρό, λόγω
του γνωστού προβλήματος της ηλικίας του Χριστοφόρου. Οι εκεί Πατέρες τους
συμβούλευσαν μάλιστα να επισκεφθούν την Μονή Μεγίστης Λαύρας, διότι εκεί ήσαν
πολλοί συμπατριώτες τους Μυτιληνιοί, που ίσως τους έβρισκαν κάποια λύση στο
επείγον πρόβλημά τους.
Ξανά και πάλι στο γνωστό τους δρόμο, της μοναξιάς, της
ταλαιπωρίας και της σωματικής και ψυχικής εξάντλησης. Ο μικρός Χριστοφόρος τα
είχε εντελώς χαμένα. Δεν μπορούσε η αγγελική δεκάχρονη ψυχούλα του να
καταλάβει, γιατί παντού τους έκλειναν την πόρτα. Στο χωριό μου λένε ότι, όταν
αναστενάζει και κλαίει ένα παιδί, κλαίει και ο Ουρανός. Και ο μικρός
Χριστοφόρος συχνά έκλαιγε και αναστέναζε και, για να μην τον βλέπουν, σκούπιζε
με την ανάποδη του χεριού του και με το μπαλωμένο του μανίκι τα μουσκεμένα του
μάγουλα.
Πήραν το μακρύ μονοπάτι, που οδηγεί στην Λαύρα, και σε οποίο
μοναστήρι έβρισκαν κατά την διαδρομή τους κτυπούσαν την πόρτα. Δυστυχώς το
Κουτλουμούσι, η Ιβήρων, η Φιλοθέου και η Καρακάλου δεν τους δέχθηκαν για τον
ίδιο λόγο πάντοτε: Αγένειος ο μικρός. Στην Μονή Καρακάλου ο σεβαστός ηγούμενος
Κοδράτος ηθέλησε να τους κρατήσει, αλλά με την αυστηρή προϋπόθεση τον μικρό
δεκάχρονο Χριστοφόρο να τον έστελναν σε ένα κάθισμα της Μονής υπό την επιστασία
του πατρός Παύλου, μέχρι να ενηλικιωθεί. Ο πατέρας τους, αν και γνώριζε ότι ο
μικρός Χριστοφόρος ήταν πολύ αδύναμος σαν οργανισμός και από τις κακουχίες
φιλάσθενος, εν τούτοις δέχθηκε, διότι είχε απόλυτη εμπιστοσύνη στον ενάρετο
ιερομόναχο Παύλο, ο οποίος αργότερα έγινε και ηγούμενος της Ιεράς Μονής. Τελικά
τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν έτσι, διότι η Σύναξη της Μονής μετέβαλε την γνώμη
της την τελευταία στιγμή.
Η ανακούφισή τους κράτησε πολύ λίγο. Έτσι για μια ακόμη
φορά, στις 16 Ιανουαρίου του 1928, μια παγωμένη χειμωνιάτικη μέρα, το μεσημέρι,
πήραν τον δρόμο για την Λαύρα. Πέρασαν από τα κελλιά του Τιμίου Σταυρού, του
Αγίου Αρχαγγέλου και του Αγίου Αρτεμίου, στο οποίο μάλιστα ήταν Ρώσοι μοναχοί,
που με σπαστά ελληνικά τους είπαν: «“Κρέκο”, ώρα περάσει, σκοτάδι, που παιδιά
πας;». Πήγανε και στο κελλί του Αγίου Δημητρίου, όπου και εκεί δεν τους
κράτησαν.
Γενάρης μήνας, η ημέρα μικρή και το κρύο υπερβολικό.
Γέροντας και παιδιά εξαντλημένα από την οδοιπορία, την φοβερή παγωνιά και την
πείνα, δεν είχαν βρει μέρος διανυκτέρευσης και το ηλιοβασίλεμα πλησίαζε
απειλητικά. Μαύρες σκέψεις πλάκωσαν την καρδιά του γερο-Κωνσταντίνου. Μεγάλη η
απογοήτευσή του. Η θλίψη και οι ευθύνες του τον έκαναν ράκος. Μετά δυσκολίας
έσερνε τα παγωμένα του πόδια. Είχε να αισθανθεί έτσι από τον καιρό του χαμού
της γυναίκας του. Συνεργούντος δε και του πονηρού, που σπείρει αμφιβολίες, που
φέρνει την απελπισία και την απόγνωση στον άνθρωπο, το μυαλό του ξεστράτισε για
λίγο. Σκέφθηκε ότι, εάν μείνουν έξω, σίγουρα θα πεθάνουν και οι τρεις τους, είτε
από το πολύ κρύο είτε από τα άγρια ζώα που τριγυρίζουν την νύχτα στο δάσος.
-Σημειωτέον ότι το μονοπάτι περνούσε μέσα από πυκνό και δυσκολόβατο δάσος με
άγρια ζώα-.
Πήρε την απόφαση σιωπηρά και, ενώ βάδιζαν ο ένας πίσω από
τον άλλο, με πρόφαση ότι γλιστρά στο μονοπάτι, πλησίασε, πήρε το παγωμένο
χεράκι του μικρού Χριστοφόρου ανάμεσα στο δικό του, πλησίασε κοντά στον Μάρκο
και προχωρώντας άρχισε να τους μιλά για την πεθαμένη μανούλα τους. Τους έλεγε
διάφορα, ότι είναι ένα αστέρι του ουρανού, ότι τους βλέπει που περπατούν, ότι
τους αγαπά υπερβολικά και να μή φοβούνται τον θάνατο, διότι εκεί ψηλά στον
ουρανό θα είναι όλοι μαζί της και για πάντα. Τα λόγια του συγκίνησαν τις αθώες
ψυχούλες τους, διότι την ορφάνια της μάνας τίποτα στον κόσμο δεν μπορεί να την αντικαταστήσει.
Λόγια φρικτά και μόνο στο άκουσμα για μας τους μεγάλους. Λόγια παρηγοριάς και
παραμυθιού όμως για τα ορφανά.
Οι αυτάδελφοι Κρανιάδες φτάνουν στην Προβάτα
Στην συνέχεια φθάσανε στο κελλί του Αγίου Αθανασίου, όπου ο
γέρος πατέρας ζήτησε και ικέτευσε να τους κρατήσουν το βράδυ μόνον για έναν
ύπνο, αλλά και αυτό στάθηκε αδύνατο, διότι είχαν ετοιμασίες εορτής και δεν
μπορούσαν να τους φιλοξενήσουν. Τους πρότειναν όμως να έλθουν την άλλη μέρα
στην Πανήγυρη να φάνε.
Ξεκίνησαν για το επόμενο κελλί, το οποίο απέχει περίπου 500
μέτρα, ενώ είχε ήδη σουρουπώσει και το κρύο ήτανε αφόρητο. Ο μικρός Μάρκος
ρώτησε τρομαγμένος τον πατέρα, τι θα γίνει σε περίπτωση που και στο επόμενο
κελλί οι μοναχοί δεν τους φιλοξενήσουν. Ο γέροντας τον καθησύχασε λέγοντάς του,
ότι θα ανάψουν φωτιά για να ζεσταθούν και ότι η φωτιά διώχνει και τους τυχόν
νυχτερινούς επισκέπτες.
Στο επόμενο κελλί, το ονομαζόμενο «Παναγία Κρανιά» Προβάτας,
έμεναν τρεις φιλόχριστοι μοναχοί, με μεγάλη ευσέβεια, ταπείνωση και πέραν
τούτων τα μέγιστα ελεήμονες και φιλόξενοι. Κατά σύμπτωση —για μένα πιστεύω κατά
παραχώρηση της Παναγίας- ο ένας εξ αυτών, ο γέροντας Ευθύμιος, ευρισκόμενος
έξω, λόγω του μικρού της απόστασης και της μεγάλης ησυχίας, άκουσε την
κουβέντα, ότι τους έδιωξαν από το προηγούμενο κελλί, και πήρε το μονοπάτι προς
συνάντησή τους. Φθάνοντας στην πηγή, 150 μέτρα από την σκήτη του, βλέπει με
έκπληξη να ανηφορίζουν ένας γέροντας, λιπόσαρκος, κουρασμένος και κυρτωμένος
από τα δυσβάσταχτα βάσανά του, συνοδεύοντας δύο μικρά παιδιά με ωχρό χρώμα στο
πρόσωπό τους, με τα ματάκια τους γουρλωμένα από το κρύο και την κούραση, και
αδυνατούλια σαν καλαμιές.
Στο μυαλό του χωρίς να το θέλει ήρθε η φράση του Ευαγγελίου,
«με είδατε πεινώντα και μου δώσατε να φάω, διψώντα και μου δώσατε να πιώ, γυμνό
και με ενδύσατε». Τα μάτια του βούρκωσαν και η λύπη μαζί με την συμπόνια
τρύπησαν την ευαίσθητη καρδιά του. «Για που το βάλατε τέτοια ώρα;», ρώτησε
απευθυνόμενος στον πατέρα. «Πάμε για την Λαύρα», απάντησε. «Είναι η ώρα
περασμένη. Ήδη νυχτώνει και η Λαύρα είναι πολύ μακρυά», είπε ο μοναχός
Ευθύμιος. Σταμάτησε για λίγο, έριξε μια ματιά στα ισχνά παιδάκια και συνέχισε:
«Ελάτε να μείνετε στο σπίτι απόψε, και αύριο, σαν φωτίσει ο Θεός την μέρα,
συνεχίζετε».
Επί τέλους, άκουσαν την σημερινή ημέρα και κάτι ευχάριστο. Συνοδεία
του γέροντα Ευθυμίου εισήλθαν στο σπίτι, όπου τους υποδέχθηκαν με εγκαρδιότητα
οι άλλοι δύο συνασκητές του, ο παπα-Ιγνάτιος (ο Γέροντας του κελλιού) και ο
μοναχός Ακίνδυνος. Από την πρώτη στιγμή που πάτησαν το πόδι τους στο Κελλί
αισθάνθηκαν μια αγαλλίαση και μια ψυχική ευφορία, πράγμα που δεν τους είχε ξανά
συμβεί. Η φιλοξενία ήταν θεόσταλτη, διότι, εκτός του πλουσίου δείπνου που τους
προσεφέρθη, συζήτησαν για την ζωή τους, τα προβλήματά τους, και γενικά είπαν
τον πόνο τους σε εναρέτους και διορατικούς Γεροντάδες. Το επόμενο πρωί κατά την
διάρκεια του καφέ τους λέγει ο Γέροντας, παπα-Ιγνάτιος: «Γιατί βιάζεστε να
φύγετε; Μείνατε ακόμη δυο-τρείς μέρες να ξεκουραστείτε».
Πράγματι αποφάσισαν να παραμείνουν λίγο ακόμα, διότι η
θαλπωρή και η εν Χριστώ αγάπη των Γεροντάδων ήταν πάνω από κάθε προσδοκία τους.
Με το πέρασμα των ημερών ο παπα-Ιγνάτιος ένα βράδυ τους λέει: «Αν σας αρέσει
εδώ και εφ’ όσον βρίσκετε σωματική και ψυχική ανακούφιση, θα μας δίνατε μεγάλη
χαρά να παραμείνετε μόνιμα μαζί μας. Εμείς είμαστε ήδη κάποιας ηλικίας και θα
ήταν Θεού έργον τα ευλογημένα αυτά παιδάκια να συνεχίσουν την παράδοση στο
μοναστηράκι μας». Ο Μάρκος αποκρίθηκε λέγοντας: «Εάν μας κρατήσετε όλους, έχει
καλώς». «Όλους, όλους», είπε καταφατικά με πραότητα ο παπα-Ιγνάτιος. Η Παναγία
έκανε το θαύμα της. Τα λόγια του παπα-Ιγνάτιου έπεσαν σαν φθινοπωρινή βροχή σε
ξεραμένο χώμα στην ψυχή του πατέρα των μικρών. Ζητούσαν μονάχα κατάλυμα και
δουλειά για να ζήσουν, μα εδώ βρήκαν επίγειο παράδεισο, πράγμα που ούτε το
είχαν φανταστεί. Δέχθηκαν με προθυμία και ευφροσύνη το κάλεσμα να
συγκατοικήσουν, και για πρώτη φορά ένιωσαν ανακούφιση και ψυχική ευφορία. Έφυγε
από τα στήθια τους η ταφόπλακα της απογοήτευσης, της απελπισίας και της
ανασφάλειας. Εγκατεστημένοι οριστικά πλέον στην Προβάτα, άρχισαν την «εν τω
Όρει» ζωή τους.
Μόλις πέρασαν δυο τρεις εβδομάδες, λέει ο παπα- Ιγνάτιος
στους μικρούς: «Από δώ και πέρα δεν θα φωνάζετε “πατέρα” τον πατέρα σας, αλλά
“κυρ-Κωνσταντίνε”». Έτσι άρχισαν να αγωνίζονται εδώ.
Ο Κωνσταντίνος, ως έμπειρος σιδηροτεχνίτης που ήταν, και με
βοηθό του τον δεκαεξάχρονο πλέον Μάρκο ξεκίνησε δειλά μικρές δουλειές στο
εργαστήρι του κελλιού, σύμφωνα με τα υπάρχοντα εκεί εργαλεία. Επειδή ο Μάρκος
από μικρό παιδί ακολουθούσε το επάγγελμα του πατέρα του, με την επίβλεψή του
και τις οδηγίες του δεν άργησε να εξελιχθεί σε μοναδικό
σιδηροκλειθροποιομολυβδοχαλκοσκεπαστή, που η φήμη του πέρασε τα σύνορα του
Όρους. Κάποτε μάλιστα που είχε χαλάσει η φτερωτή του νερόμυλου στο Μετόχι της
Μονής Διονυσίου στην Χαλκιδική, επειδή κανένας λαϊκός τεχνίτης δεν αναλάμβανε
να την επισκευάσει, οι Πατέρες της Μονής υπερέβαλαν εαυτούς να πείσουν τον
νεαρό Μάρκο να φτιάξει μια καινούργια, πράγμα που με ευχαρίστηση έκανε. Κατά
σύμπτωση την εποχή εκείνη υπήρχε μεγάλη έλλειψη σίτου και ο Μάρκος ζήτησε αντί
χρημάτων πληρωμή σε σίτο, για να μπορέσουν έτσι να πορευθούν οι Πατέρες του
κελλιού.
Ο ευφυής Ιερομόναχος Γρηγόριος (από τους Κρανιάδες της
Προβάτας)
Γρήγορα μαθεύτηκε στο Όρος ότι ο γέροντας Κωνσταντίνος με τα
δύο ανήλικα παιδιά του είχαν εγκατασταθεί μόνιμα στου παπα-Ιγνάτιου στην
Προβάτα. Το έμαθε και ο ηγούμενος της Μονής Καρακάλου Κοδράτος, ο οποίος τους
επισκέφθηκε αρκετές φορές για πνευματικές συζητήσεις. Ο ίδιος έλεγε
επανειλημμένα στον παπα-Ιγνάτιο να κάνει μοναχό τον Κωνσταντίνο και ότι αυτός
θα διάβαζε το μυστήριον της κουράς του. Πράγματι το έτος 1929, στις 16 του Μάη,
εκάρη μοναχός ο Κωνσταντίνος, μετωνομασθείς σε μοναχό Θεόδωρο. Την ακολουθία
ετέλεσε ο ηγούμενος Κοδράτος. Αλλά τον Μάη του ιδίου έτους ο π. Θεόδωρος
αρρώστησε και στις 2 Ιουνίου του 1929 κοιμήθηκε. Από τότε ο παπα-Κοδράτος
συμπαρίστατο ακόμη περισσότερο στους μικρούς Μάρκο και Χριστοφόρο.
Στις 3 Μαρτίου του 1930, Β΄ Κυριακή των Νηστειών, εκάρη
μοναχός ο δεκαοκτάχρονος τότε Μάρκος, μετωνομασθείς σε μοναχό Γρηγόριο. Η
πνευματική του εξέλιξη (συνοδευομένη από νηστεία-αγρυπνία-προσευχή και πλείον
τούτων ελεημοσύνη) ήταν ραγδαία, ομοίως δε και η χειρωνακτική του τέχνη. Αυτό
είχε σαν αποτέλεσμα να γίνει αποδεκτός από όλους όσους τον γνώριζαν, να τον
εκτιμούν, να τον συμπαθούν και να τον αγαπούν εν Χριστώ. Και επειδή δεν είναι
δυνατόν να κρυφτεί το φως, δεν άργησε μετά παρέλευση τριών ετών, στις 29 Μαΐου
του 1933, Κυριακή των Αγίων Πάντων, να χειροτονηθεί ιεροδιάκονος από τον
Μιλητουπόλεως Ιερόθεο, που τότε εφησύχαζε στον Μυλοπόταμο. Γνωρίζοντας πολύ
καλά τις βαρείες υποχρεώσεις του νέου αξιώματος της Ιερουργίας, τόσο πιστά
υπηρέτησε αυτό, που σε τρία μόνο έτη λειτούργησε 422 φορές. Κοιμόταν πολύ λίγο,
για να μπορεί να είναι στις απαιτήσεις του αγγελικού σχήματος άριστος, χωρίς να
παραμελεί και την τέχνη του σιδηρουργού, διότι από αυτήν έπρεπε να εξοικονομεί
χρήματα για τα μεγάλα πλέον έξοδα του κελλιού του.
Το 1935, σε ηλικία 18 ετών εκάρη μοναχός και ο Χριστοφόρος
μετωνομασθείς σε Καλλίνικο μοναχό.
Ο διακο-Γρηγόριος, επειδή στην αγιορειτική τέχνη του
μολυβδοσκεπαστού ήταν μοναδικός, πιεζόταν από πολλά μοναστήρια να αναλάβει
εργασίες πολύπλοκες και επισκευές δύσκολες. Για να διευκολύνει το έργο του,
αποφάσισε το 1936 και έκανε ένα εργαστήριο σιδηρουργίας στην Προβάτα. Έτσι η
ζωή του πλέον ήταν Εκκλησία, μηχανουργείο και κάποια Μονή, όπου δούλευε.
Εργάσθηκε σχεδόν σε όλα τα μοναστήρια, τα οποία έστελναν οδηγό με ζώο και τον
έπαιρναν από το κελλί του για να διευκολύνουν την μεταφορά του και να
εξασφαλίσουν την γρήγορη μετάβασή του. Σκέπασε με μολύβι αναρίθμητους τρούλους
αγιορείτικων Εκκλησιών, έφτιαξε κάγκελα μοναδικής ομορφιάς και τέχνης, αστράχες
με κεντητά γυρίσματα και άλλα πολλά. Κατάφερε να παντρέψει, την μικρασιατική
πρωτοποριακή τέχνη με την αγιορείτικη φιλοσοφία και να κατασκευάσει πρωτόγνωρα
για την εποχή του καλλιτεχνήματα, τα οποία και καθιερώθηκαν σε ολόκληρο το
Όρος.
Το έτος 1940 το μικρό εργαστήρι, που είχε φτιάξει αρχικά με
την βοήθεια του μοναχού Θεόδωρου (κατά σάρκα πατέρα του), αναγκάστηκε να το
εκσυγχρονίσει και να το αξιοποιήσει με όσα του επέτρεπαν τα πενιχρά οικονομικά
του, για να μπορεί κάπως να ανταπεξέρχεται στις νέες προκλήσεις και απαιτήσεις.
Πανέξυπνος, διορατικός και εφευρετικός όπως ήτανε, ζήτησε ευλογία από τον
Γέροντά του Ιγνάτιο και διορία τριών μηνών, για να φτιάξει ένα όχημα. Επινόησε
και κατασκεύασε ένα αυτοκίνητο, το οποίο έφερε πάνω του ένα αυτόματο πυροβόλο
όπλο, κινούμενο δεξιά-αριστερά σε 180 μοίρες, και ήταν έτοιμος να το στείλει
στην έκθεση της Θεσσαλονίκης. Στο τελωνείο όμως της Δάφνης του απηγόρευσαν την
έξοδο του οχήματος, και μάλιστα ο Διοικητής, αφού το σφράγισε, με συνοδεία
λιμενικών το έστειλε στο Γ΄ Σώμα Στρατού. Το γεγονός αυτό δημοσιεύθηκε και στις
εφημερίδες της εποχής «Βραδυνή» και «Μακεδονία». Ο διακο-Γρηγόρης ήλπιζε ότι με
την αποστολή του μηχανήματος στην έκθεση θα έβγαζε κάποια χρήματα για να
αγοράσει εργαλεία και σύγχρονα μηχανήματα, αλλά το όνειρό του δεν
πραγματοποιήθηκε και γι’ αυτό λυπήθηκε πολύ.
Όλες τις εργασίες τις έκανε με φόβο Θεού, όπως έλεγε, και
συμβούλευε και τους άλλους έτσι να κάνουν, και πολύ να επιμελούνται, ώστε να
γίνει η δουλειά πολύ καλή, για να μένει πολλά χρόνια. Πάντα πριν ξεκινήσει από
το σπίτι έκανε τον σταυρό του και έλεγε το Απολυτίκιο των Αγίων Σιδεράδων
(αγίου Αλεξάνδρου, αγίου Αλφειού και αγίου Ζωσίμου). Μάλιστα καθιέρωσαν και
εορτή των Αγίων Σιδεράδων στο Κελλί τους από το 1936, τότε που πρωτοάνοιξε το
εργαστήριο σιδηρουργίας στην Προβάτα. Έκαναν Εικόνα των Αγίων και Ακολουθία,
και τελούσαν Πανήγυρη στις 28 Σεπτεμβρίου, που είναι η μνήμη τους.
Ο αγαθός στην καρδιά και τον νού διακο-Γρηγόριος με την εν
Χριστώ ζωή του και την μεγάλη του ελεημοσύνη για άλλη μια φορά βραβεύτηκε από
τον Κύριο, που φώτισε τους σοφούς Γεροντάδες του Όρους, ώστε την 19η Οκτωβρίου
του 1942, ημέρα Κυριακή, ήχος πλ. β’, εωθινόν Α΄, να τον χειροτονήσουν
Πρεσβύτερο. Την χειροτονία ετέλεσε και πάλι ο άγιος Μιλητουπόλεως Ιερόθεος. Όσο
ανέβαινε την σκάλα της εκκλησιαστικής ιεραρχίας, τόσο προόδευε στην ταπείνωση
και την ακτημοσύνη. Ο ομολογητής και αγωνιστής της Ορθοδοξίας -και όπως συνήθιζε
να λέει «στώμεν καλώς, στώμεν μετά φόβου»- αύξησε τις ολονυχτίες του, τις
νηστείες, τις προσευχές και την ελεημοσύνη, με αποτέλεσμα πολλές φορές όσα
έβγαζε από τις εργασίες να φθάνουν μόνο για βοήθεια στους φτωχούς. Ανέδειξε το
μικρό Μονύδριό τους σε ιερό προσκύνημα, παράδειγμα προς μίμηση για τους
μοναχούς, ενώ ανέπαυσε και ενίσχυσε εκατοντάδες λαϊκούς, που ζητούσαν να
ωφεληθούν από τον πνευματικό του εξοπλισμό.
Ο παπα-Καλλίνικος από την Προβάτα (Ι. Κελλίον Παναγίας
Κρανιάδων)
Αλλά και ο π. Καλλίνικος δεν υστερούσε σε τίποτα από τον
κατά σάρκα αδελφό του. Γι’ αυτό και σύντομα τον ακολούθησε στις βαθμίδες της
αγίας Ιερωσύνης με την ευλογία των εναρέτων Γερόντων του Όρους. Την ημέρα που
χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος ο π. Γρηγόριος χειροτονήθηκε και ο π. Καλλίνικος
Διάκονος από τον ίδιο Αρχιερέα. Και το 1947 έγινε και ο π. Καλλίνικος
Πρεσβύτερος. Μάλιστα η χειροτονία του εις Πρεσβύτερον έγινε στην Ι. Μονή του
Αγίου Παύλου, γιατί με το μοναστήρι του Αγίου Παύλου είχαν πνευματική
συγγένεια. Δούλευε τότε ο παπα-Γρηγόρης στον Άγιο Παύλο. Μια μέρα ο ηγούμενος,
παπα- Σεραφείμ, επειδή δεν είχαν εφημέριο, λέει στον παπα-Γρηγόρη: «Για πες
στον παπα-Ιγνάτιο, τον Γέροντά σου: Να κάνουμε τον Διάκο Παπά;». Και αποφάσισαν
και τους κάλεσαν στον Άγιο Παύλο, όπου χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος ο
διακο-Καλλίνικος από τον ίδιο Αρχιερέα, τον Ιερόθεο Μιλητουπόλεως, που
τελευταία έμενε στον Άγιο Ελευθέριο της Αγίας Άννης.
Για την ιστορία πρέπει να πούμε, ότι ο Μητροπολίτης
Μοσχονησίων Καλλίνικος ήταν μοναχός Λαυριώτης. Η Λαύρα είχε Μετόχι στα
Μοσχονήσια. Όταν παραιτήθηκε από τον θρόνο του, ήλθε με τα καλογέρια του, τον
μοναχό Σωφρόνιο, τον Ιερομόναχο Ευθύμιο, τον ιερομόναχο Ιγνάτιο, τον μοναχό
Ιωακείμ και τον διακο-Στέφανο στο Άγιο ’Όρος. Αρχικά έμεναν στο Αγιοπαυλίτικο
Κονάκι στις Καρυές. Μετά την κοίμηση του Μοσχονησίων και την ανακομιδή του οι
υπόλοιποι ήρθαν και πήραν εδώ το κελλί της Παναγίας της Κρανιάς. Όταν ερήμωσε
το κελλί της Αγίας Τριάδος, που βρίσκεται πιο πάνω, έστειλαν εκεί για να το
επανδρώσουν τον διακο-Στέφανο με τον π. Ιωακείμ. Σ’ αυτό σήμερα μένει ο
πνευματικός τους απόγονος, παπα-Στέφανος. Γέροντας στο κελλί της Παναγίας
Κρανιάς μετά την κοίμηση των υπολοίπων ανέλαβε το 1903 ο παπα-Ιγνάτιος. Σύντομα
προστέθηκαν στην συνοδεία ο μοναχός Ευθύμιος, αυτός που, όπως είδαμε προηγουμένως,
πρωτοσυνάντησε και έφερε στο σπίτι τον γέρο πατέρα με τα δύο ανήλικα παιδιά
του, και ο μοναχός Ακίνδυνος.
Την επομένη του Δεκαπενταυγούστου του 1959 κοιμήθηκε ο
παπα-Ιγνάτιος και Γέροντας ανέλαβε ο παπα-Γρηγόριος. Οι παλαιότεροι Πατέρες της
συνοδείας είχαν κοιμηθεί νωρίτερα.
Ο παπα-Καλλίνικος μετά την χειροτονία του παρέμεινε ως
εφημέριος για ένα διάστημα στην Ι. Μονή του Αγίου Παύλου. Στις αρχές του 1963
οι Πατέρες της Μονής, μετά την παραίτηση του Καθηγουμένου της παπα-Ανδρέα, του
ζήτησαν να αναλάβει την Ηγουμενία της Μονής. Μα που να αφήσει τον παπα-Γρηγόρη.
Τους απάντησε: «Τί να σας πώ; Θα κάνω υπακοή στον Γέροντα». Κι ας ήταν και
αδέλφια. Αλλά ο π. Καλλίνικος δίχως τον π. Γρηγόρη δεν έκανε τίποτα. Τον
ρωτούσε πάντα. Έλεγε: «Γέροντας είναι. Πρέπει να τον σέβομαι». Αν ήταν άλλος θα
έλεγε: «Αδελφός μου είναι. Θα του κάνω υπακοή;». Και τελικά δεν δέχθηκε την
ηγουμενική θέση από υπακοή στον Γέροντά του, που ήταν ο κατά σάρκα αδελφός του.
Και τα δύο αδέλφια, ο παπα-Γρηγόρης και ο παπα- Καλλίνικος,
όπως τους γνώρισα εγώ, ήταν άνθρωποι της Εκκλησίας και της αδιαλείπτου νοεράς
προσευχής. Έτσι διδάχθηκαν από τους Γεροντάδες τους. Το σπίτι είχε αυτόν τον
ρυθμό. Σε μια οικογένεια, όταν έχει κάποιο ρυθμό στην ζωή της, αυτόν θα
ακολουθήσουν και τα παιδιά. Έτσι και αυτοί. Ήταν άνθρωποι της Εκκλησίας και της
προσευχής. Πρώτα η καλογερική και μετά τα άλλα. Ό,τι ώρα και να ήταν, δεν τους
ενδιέφερε το συμφέρον της δουλειάς. Τα παρατούσαν όλα και πήγαιναν στην
Εκκλησία.
Και εδώ στην Προβάτα τους μάζευαν όλους και έκαναν
Λειτουργίες και εορτές. Τους έλεγε ο παπα-Γρηγόρης: «Αύριο είναι ο τάδε Άγιος.
Πρέπει να κάνουμε Λειτουργία». Τους μάζευε, όπως μαζεύει η κλώσσα τα πουλάκια.
Ό,τι μέρα και να ήταν εορτάσιμος Άγιος, έκαναν Λειτουργία. Μπορεί να τύχαινε να
κάνουν και τρεις και τέσσερεις Λειτουργίες την εβδομάδα. Σάββατο και Κυριακή
πάντοτε λειτουργούσαν. Και σε άλλα σπίτια πήγαιναν για Λειτουργία.
Λειτουργούσαν ακόμη και για ανθρώπους που έφυγαν από την ζωή, που τους είχαν ζήσει.
Έλεγαν: «Άντε να κάνουμε Λειτουργία. Σαν αύριο πέθανε ο π. Διονύσιος. Να του
κάνουμε ένα πιάτο κόλλυβα». Και έτσι έκαναν πάντοτε. Άλλοτε ο παπα-Γρηγόρης,
για να παρακινήσει τους ραθυμότερους να έλθουν στην Λειτουργία, τους έλεγε: «Αν
δεν έλθετε στην Λειτουργία, δεν θα σας κάνω δουλειά στο εργαστήριο». Μάλιστα σε
κάποιον αδελφό, για να τον παρακινήσει να έρχεται στην Λειτουργία, του έκανε
και συμφωνητικό: «Αν έρχεσαι κάθε χρόνο στην Πανήγυρη των αγίων Σιδεράδων, θα
σου δίνω 3000 δραχμές». Και πράγματι, με τα χρήματα που του έδωσε, ο αδελφός
εκείνος αγόρασε και μουλάρι.
Το ξακουστό για τη λατρευτική ζωή του Κελλί Παναγίας Κρανιάς
(Προβάτας)
Οι Λειτουργίες που γίνονταν στο κελλί της Παναγίας Κρανιάς
ήταν γνωστές σε όλους τους Αγιορείτες, όχι μόνον για την πνευματικότητα αλλά
και για την πλουσιοπάροχη Τράπεζα με τα καλύτερα εδέσματα. Όπως συνήθιζε να
λέει ο Γέροντας: «Μας έδωσαν οι Άγιοι πλούσια τα αγαθά, έτσι και εμείς
πλουσιοπάροχα να τους δοξάζουμε».
Ο παπα-Ν.Γ., που συχνά ερχόταν στο κελλί μας και τον αγαπούσαν
πολύ οι Γεροντάδες, αναφέρει γι’ αυτούς:
«Οι άγιοι Γέροντες Γρηγόριος και Καλλίνικος οι αυτάδελφοι με
την ογδοντάχρονη παραμονή τους στο Άγιον Όρος είχαν αποκτήσει πολλές αρετές.
Ήταν πολύ φιλακόλουθοι και παρ’ ότι εργάζονταν σκληρά, επειδή ήταν ο Γέροντας
Γρηγόριος σιδηρουργός και μολυβδοσκεπαστής και ο πατήρ Καλλίνικος τον βοηθούσε
και στο σιδηρουργείο και έκανε και όλες τις δουλειές του σπιτιού, εν τούτοις
δεν παρέλειπαν και τις Ακολουθίες.
Εκτός από τις κύριες Πανηγύρεις του κελλιού τους, την Κοίμηση
της Παναγίας και του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, κατά τις οποίες τελούσαν
Ολονυκτία και πανηγυρική Τράπεζα, έκαναν Πανηγύρια με Τράπεζα στα εννιάμερα της
Παναγίας, στην μνήμη του αγίου Ιγνατίου επισκόπου Μηθύμνης και στην μνήμη των
αγίων Σιδεράδων Αλεξάνδρου, Ζωσίμου και Αλφειού.
Ο παπα-Καλλίνικος, αν ο Γέροντας θα πήγαινε το πρωί σε
δουλειά σε κάποια Μονή, την νύχτα διάβαζε τα Καθίσματα του Ψαλτηρίου, και ο
Γέροντας μέχρι τα βαθιά γεράματα όρθιος διάβαζε τους Κανόνες των Αγίων. Μάλιστα
στο Συναξάρι εννοούσε να διαβάζει και όλο το Υπόμνημα της ημέρας, και πολλές
φορές σταματούσε και σχολίαζε χαριτωμένα γύρω από τον βίο του Αγίου. Τις
Κυριακές και τις γιορτές ο Γέροντας ήθελε όλα τα Τροπάρια να λέγονται από το
μουσικό κείμενο και τα Δοξαστικά σε αργά μαθήματα».
Ο παπα-Γρηγόρης ήτανε άνθρωπος ήσυχος, πράος, άκακος.
Ουδέποτε οργιζόταν εναντίον κανενός, ό,τι κι αν του ελεγαν. Άκουγε λόγια,
σχόλια, και πάντα μειδιούσε σιωπώντας. Επειδή ήταν τέλειος γνώστης της δουλειάς
του, τιμιώτατος και ειλικρινής στις συναλλαγές του, δυσανασχετούσε καμμιά φορά
όταν κάποιοι του έλεγαν κάτι που δεν ήτανε σωστό και ωραίο. Ελάμβανε πολλά
γράμματα από τον έξω κόσμο, με τα οποία ζητούσαν πολλών μορφών βοήθεια,
πνευματική ή υλική. Όλοι ελάμβαναν το αιτούμενον χωρίς διάκριση, είτε ήταν αυτό
χρήματα, ρούχα, τρόφιμα ή λόγοι παρηγοριάς. Ως εμπειρος ιατρός έδινε τα
κατάλληλα φάρμακα και ως έμπειρος πολεμιστής δίδασκε την τέχνη του πολέμου.
Πήγαινε σε όλα τα κελλιά του Όρους και βοηθούσε στις ολονυχτίες και τις
λειτουργίες. Μάλιστα για 25 συνεχή έτη η καληαήδονος αυτή φωνή ήταν ψάλτης σε
όλες τις Αγρυπνίες της Μονής Καρακάλου, στην οποία μετέβαινε,
συμπαραστατούμενος και από τον π. Καλλίνικο, ακόμη και με κρύα, βροχές και
χιόνια. Είχε μάθει την Βυζαντινή μουσική και με την μελωδική του φωνή έλεγε
όλους τους ήχους εξαίσια, από Αναστάσιμα μέχρι Δοξαστικά Ιακώβου. Σπούδασαν
κοντά του δώδεκα μοναχοί, οι οποίοι και αρίστευσαν στην ιεροψαλτική. Η ζωή του
προχωρούσε «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου» και έτσι κυλούσαν τα χρόνια…
Κατά τον παπα-Ν.Γ.: «Ο Γέρων Γρηγόριος είχε μεγάλη διάκριση
και πνευματικότητα. Όσοι τον πλησίαζαν, άσχετα αν τους μιλούσε ή όχι,
αισθάνονταν μεγάλη ανάπαυση και γαλήνη κοντά του και η θεωρία της μορφής του
έφερε πολλούς σε μετάνοια».
Ο παπα-Καλλίνικος πάλι όλη νύχτα διάβαζε. Ό,τι ώρα
ξυπνούσες, τον άκουγες να διαβάζει στο δωμάτιό του, συνήθως το Τετραυάγγελο.
Στον ναό, παρά το κρύο που υπήρχε κατά τους χειμερινούς μήνες του χρόνου,
διάβαζε Παρακλήσεις, Χαιρετισμούς και Ψαλτήριο. Τον χειμώνα σηκωνόταν 3-4 ώρες
πριν ξημερώσει. Αφού τελειώναμε την Ακολουθία και ήταν νύχτα ακόμη.
Ακόμη ήταν και πολύ ελεήμονες. Καλούσαν τους γειτόνους για
Λειτουργία. Και μετά τους έδιναν και χρήματα μέσα σε φάκελο. Κάθε φορά από ένα
πεντοχίλιαρο.
Κάποτε στεναχώρησα πολύ τον Γέροντα, όταν του είπα:
«Γέροντα, για σταμάτα. Εγώ θα δουλεύω και σύ θα μοιράζεις; Δεν έχουν ανάγκη από
χρήματα αυτοί που τους τα μοιράζεις. Εγώ μεροκάματο δουλεύω. Σκοτώνομαι
καθημερινά στην δουλειά». Από την στενοχώρια του δεν μιλούσε όλη μέρα. Μετά από
αυτό, δεν ξαναμίλησα πιά γι’ αυτό το θέμα. Παλαιότερα, που δεν κυκλοφορούσαν
πολλά χρήματα, ερχόταν ένας παππούς από την Αθήνα και έφερνε υφάσματα για
ρούχα. Και όσους έρχονταν στην Λειτουργία, τους έδιναν από ένα ύφασμα, για
παντελόνι, για πουκάμισο. Δεν άφηναν κανένα. Όποιος ερχόταν, θα έφευγε με
γεμάτα χέρια.
Η ηθική ακεραιότητα
των γερόντων του Ι. Κελλίου Παναγίας Κρανιάς
Δεν ήταν καθόλου άνθρωποι του χρήματος. Προπαντός ο
παπα-Καλλίνικος. Ούτε ήξερε τι είχαμε και τι δεν είχαμε. Τώρα τελευταία μόνο,
που άνοιξα την δουλειά στο σπίτι, που άρχισα να κάνω την Εκκλησία, αφού
κοιμήθηκε ο παπα-Γρηγόρης, μου έλεγε: «Μή κάνεις πολλά έξοδα, γιατί δεν θα
έχεις μεθαύριο». Αλλά και ο παπα-Γρηγόρης μπορεί να ασχολιόταν με την δουλειά
και με τα χρήματα, αλλά δεν τα υπολόγιζε. Και οι δυο τους δεν ήταν άνθρωποι
φιλάργυροι.
Ο παπα-Ν. Γ. αναφέρει σχετικά: «Το σημαντικό είναι που, παρ’
ότι τα χρήματα τα κέρδιζε ο Γέροντας με πολύ μεγάλο κόπο στο σιδηρουργείο στην
ζέστη του καμινιού ή με κίνδυνο της ζωής του επάνω στους τρούλους των Καθολικών
των Ιερών Μονών, εν τούτοις, όταν ήταν ανάγκη και περιερχόταν πανταχούσα, έδιδε
πολλά χρήματα.
Στον έρανο, που έγινε στο Άγιο ’Όρος για την Σερβία, το
κελλί των Κρανιάδων έδωσε 1.500.000 δραχμές, ενώ τα μοναστήρια έδωσαν μέχρι
500.000δραχμές. Έστελναν χρήματα και σε πολλά γυναικεία μοναστήρια, που ήξεραν
ότι είχαν ανάγκη, και σε ιδιώτες που τους έγραφαν γράμματα για οικονομικά
προβλήματα που είχαν. Την μικρή Σύνταξη που έπαιρναν στα γεράματα εξ ολοκλήρου
την μοίραζαν σε ελεημοσύνες».
Ήταν άνθρωποι της Εκκλησίας, αλλά και αβάρετοι. Δεν βαριόταν
να εξυπηρετήσουν όποιον είχε ανάγκη. Όταν κάποιος ερχόταν εδώ ή τους
τηλεφωνούσε, ζητώντας τους μία εξυπηρέτηση, παρατούσαν και το φαγητό τους και
έτρεχαν να εξυπηρετήσουν.
Ο παπα-Καλλίνικος επίσης πολύ βοηθούσε έξω τον κόσμο. Δεν
ήταν πνευματικός, αλλά βοηθούσε πολύ με την προσευχή του τους ανθρώπους που
είχαν ανάγκη. Τώρα τελευταία, που είχε και ο ίδιος καρκίνο, τον παίρνει κάποιος
καρκινοπαθής τηλέφωνο και του λέει: «Π. Καλλίνικε, κάνε παράκληση». Και αυτός
του απαντά: «Θα πάω να διαβάσω. Μή στεναχωριέσαι, τα ίδια έχω και εγώ». Σε
κάποιον άλλο που του είπε: «κάνε προσευχή, αύριο πάω για εγχείρηση», ο
παπα-Καλλίνικος του απάντησε: «δεν θα προλάβεις», όπως και έγινε.
Ένας πολύ γνωστός μας, ο κ. Ν. Π. από την Αθήνα, αναφέρει το
εξής γεγονός: «Το 1997 ο μοναχογυιός ενός φίλου μου με τη μηχανή του έπεσε
πλαγιομετωπικά επάνω σε ένα λεωφορείο. Από τη βίαιη σύγκρουση κατέληξε πολύ
σοβαρά τραυματισμένος στο Νοσοκομείο Ερυθρός Σταυρός. Η κατάστασή του ήταν
απελπιστική. Κακώσεις στον εγκέφαλο, πλευρά σπασμένα και κάποια ζωτικής
σημασίας όργανα πειραγμένα. Ήτανε στην εντατική και βέβαια σε αφασία. Επειδή
έπαιρνε καιρό, οι γιατροί δεν έλεγαν τίποτα στους γονείς. Πήρα τηλέφωνο τον
παπα-Καλλίνικο και του είπα την δραματική κατάσταση. Μου είπε: “Πάρε με αύριο”.
Τον πήρα την επομένη και μου απάντησε ο π. Ιγνάτιος, ότι είναι στην Εκκλησία
συνεχώς από χθές, και χαριτολογώντας μου λέει: “Έχει κάψει όλα μας τα κεριά”.
Τον πήρα μετέπειτα τηλέφωνο και μου είπε επί λέξει: “Ήτανε δοκιμασία και την επομένη
εβδομάδα θα έχει θεαματική βελτίωση, που και οι ίδιοι δεν θα το πιστεύουν”.
Πράγματι έγινε έτσι, που η αδελφή νοσοκόμα της εντατικής έλεγε αργότερα στη
μητέρα του: “Για μας ήτανε χαμένος, αλλά φαίνεται ο Θεός δεν το είχε
αποφασίσει”».
Άκουγε τις προσευχές του ο Θεός και του έδινε Χάρη, οπότε
καταλάβαινε τα πάντα. Για παράδειγμα, εγώ έκανα κρυφά πράγματα και αυτός τα
ήξερε όλα, προτού του τα πώ.
Οι σχέσεις των δύο κατά σάρκα αδελφών, Γέροντος και
υποτακτικού, ήταν άριστες. Ήταν πάντοτε αγαπημένοι. Ο παπα-Καλλίνικος έκανε
πάντοτε υπακοή στον παπα-Γρηγόρη. Αλλά και όταν ελεγε κάτι ο παπα-Καλλίνικος,
δεν αντιδρούσε ο παπα-Γρηγόρης. Όμως ο παπα-Καλλίνικος ήταν ο τύπος του τέλειου
υποτακτικού. Ποτέ δεν “πατούσε πόδι”, που λένε, να γίνει το δικό του.
Τί να πούμε και για την αγνότητα και την περί τα ηθικά
καθαρότητά τους; Ήρθαν μικρά παιδιά στο Άγιον Όρος και διατήρησαν την παρθενία
και αγνότητά τους αμόλυντα μέχρι τέλους. Δεν έβγαιναν ποτέ στον κόσμο και δεν
είχαν σχέσεις με τον κόσμο και τα κοσμικά. Γι’ αυτό και δεν μπόρεσε ο κόσμος να
τους επηρεάσει. Αυτό όμως που τους ασφάλιζε και τους ανέβαζε στα πνευματικά ύψη
ήταν η ισόβια υπακοή του ενός στον άλλο και η ταπείνωσή τους.
Στα πνευματικά ήταν πιο αυστηρός ο παπα-Καλλίνικος. Πολλές
φορές με “μάζευε μπροστά”. Ο παπα-Γρηγόρης ήταν πιο συγκαταβατικός. Έλεγε: «Ας’
το το παιδί να κοιμηθεί. Μικρό είναι». Και στα μοναστήρια που πηγαίναμε έλεγαν:
«Ο παπα-Καλλίνικος είναι αυστηρός. Ο παπα-Γρηγόρης μαλακός. Αρνάκι».
Ο παπα-Καλλίνικος ενδιαφερόταν πολύ και για τα δογματικά.
Ενημερωνόταν συνεχώς γι’ αυτά. Ανησυχούσε πολύ για τα οικουμενιστικά ανοίγματα
και προσευχόταν να δίνει ο Θεός φώτιση στους υπευθύνους.
Στο κελλί των Κρανιάδων μάθαμε να μην αργολογούμε
Στο κελλί μας οι Γεροντάδες ποτέ δεν συζητούσαν πράγματα
κοσμικά. Ούτε να κατηγορήσουν κάποιον ή να πουν ότι εκείνος είπε εκείνο ή το
άλλο ή έκανε εκείνο ή το άλλο. Μάλιστα, αν άκουγαν κάποιον να κατακρίνει, τον
μάλωναν. Δεν άκουσα ποτέ να βγαίνει από το στόμα τους λέξη προσβλητική, που να
πληγώνει τον άλλο. Αλλά και στα άλλα κελλιά που πήγαιναν για λειτουργία, όταν
ακουγόταν καμμιά αργολογία, ο παπα-Καλλίνικος επενέβαινε και την σταματούσε. Ο
παπα-Γρηγόρης δεν μιλούσε. Έλεγε: «Τί να τους πεις; Αφού είναι μεγάλοι άνθρωποι
στην ηλικία». Αλλά ο παπα-Καλλίνικος δεν λογάριαζε. Τους έλεγε: «Τί μιλάτε;
Αφού δεν είναι σωστά αυτά που λέτε».
Και μένα με πρόσεχαν πολύ να μην έχω πολλές επαφές με
ανθρώπους και ζημιωθώ πνευματικά, κυρίως από τα ψυχοβλαβή ακούσματα. Πάντα μου
έλεγαν να προσέχω τις συναναστροφές μου. Έλεγαν: «Να προσέχεις. Να μην έχεις με
τους ανθρώπους πολλά. Όταν ακούς να κουβεντιάζουν κοσμικά πράγματα, μακρυά».
Όταν έφευγα για διακόνημα στις Καρυές, πάντα ανησυχούσαν.
Υπολόγιζαν την ώρα που έπρεπε να επιστρέψω. Μου έλεγαν: «Την τάδε ώρα θα είσαι
εδώ». Όταν αργούσα, ανησυχούσαν, από το μεγάλο ενδιαφέρον τους και την αγάπη
τους για μένα. Κάποτε, που χρειάσθηκε να βγώ στον κόσμο για κάποια ανάγκη, με
παίρνει τηλέφωνο την νύχτα, κατά τις 11 μ.μ., ο παπα-Καλλίνικος, λέγοντάς μου
να επιστρέψω εκείνη την ώρα πίσω. Του απαντώ: «Μέχρι την Ουρανούπολη έρχομαι.
Μετά όμως πως θα μπω στο Όρος;». Μου απαντά: «Αύριο το πρωί να ’σαι εδώ». Αλλά
και για τους άλλους ανησυχούσαν, κι ας μην ήταν καλόγεροι. Όταν μάθαιναν ότι
κάποιος είχε μια ανάγκη, εκτός από τις προσευχές και παρακλήσεις που έκαναν,
δεν σταματούσαν να τον παίρνουν τηλέφωνο, για να μαθαίνουν την εξέλιξη της
καταστάσεώς του.
Οι συζητήσεις στο κελλί μας ήταν πολύ λίγες. Συνήθως υπήρχε
σιωπή. Και όταν χρειαζόταν να πούν οι Γεροντάδες κάτι, μιλούσαν για την
Εκκλησία ή για το διακόνημά τους ή από τους λόγους των αγίων Πατέρων. Κάθε μέρα
ο παπα-Γρηγόρης μας διάβαζε από τους βίους των Αγίων ή από τα Πατερικά ή από το
«Αμαρτωλών σωτηρία». Θυμόταν πολλά από τους λόγους των αγίων Πατέρων. Και για
κάθε περίπτωση ήξερε τον αντίστοιχο Πατερικό λόγο. Όταν τον ρωτούσα κάτι,
απαντούσε: «Πάρε τον Ευεργετινό ή τον βίο του τάδε Αγίου ή το τάδε Πατερικό
βιβλίο και θα το βρεις». Και πράγματι, πήγαινα και τα έβρισκα. Πολλά τα έχω
σημειωμένα σε χαρτάκια. Κάποτε, επειδή δεν πολυπρόσεχα τα εργαλεία, μου λέει:
«Ξέρεις τι λένε οι άγιοι Πατέρες; Μην αφήσεις το παράθυρο ή την πόρτα του
δωματίου σου να χτυπάει, και τα σπάσει ο αέρας». Συχνά μου έλεγε: «Μή κάνεις
έτσι. Για δες τι έκανε εκείνος ο Άγιος. Δεν βλέπεις; Μαρτύρησε. Έχυσε το αίμα
του για τον Χριστό». Για όλα τα θέματα ήξερε τι λένε οι άγιοι Πατέρες. Αυτές
ήταν οι διδασκαλίες τους. Τα λόγια των αγίων Πατέρων. Λόγια δικά τους δεν
έλεγαν. Δίδασκαν όμως με το παράδειγμά τους.
Όταν κάποιος τους ζητούσε κάποια συμβουλή, δεν έκαναν τον
δάσκαλο. Από ταπείνωση έφευγαν. Καμμιά φορά δεν έβγαιναν παρρησία να κηρύξουν,
να πουν κάτι. Και στα Μοναστήρια, όταν πηγαίναμε στα Πανηγύρια, πάντα
τελευταίοι κάθονταν. Δεν ήθελαν τις πρωτοκαθεδρίες. Και στην Εκκλησία και στην
Τράπεζα πάντα την τελευταία θέση έπαιρναν.
Γενικά ήταν άνθρωποι που κοίταζαν πρώτα τα 5-6 πράγματα που
έχει η καλογερική, για την οποία ξεκινήσαμε και ήλθαμε εδώ. Έλεγαν: «Ήρθαμε γι’
αυτά. Τελείωσε». Γι’ αυτό και ήταν άνθρωποι ήσυχοι, γλυκύτατοι και πάντοτε
ειρηνικοί.
Ο παπα-Καλλίνικος, αν και δεν πήγε στο σχολείο, ήταν αρκετά
μορφωμένος. Μάλιστα έμαθε να γράφει και στην γραφομηχανή. Εμόναζε εδώ στην
περιοχή μας ένας μοναχός από την Θάσο, Λάζαρος ονόματι, που ήταν καθηγητής. Όταν
ερχόταν εδώ, αφού πρώτα του έκανε ο παπα-Καλλίνικος καφέ, τον έβαζε να του
παραδίδει μαθήματα. Όμως τα καλλιέργησε και μόνος του.
Στα χρόνια που πέρασαν, πέρασαν πάρα πολλοί επισκέπτες από
το κελλί μας. Και τους φιλοξενούσαν εδώ πέρα -όχι μονάχα έναν και δύο, αλλά και
δέκα και δώδεκα άτομα- αρκετές μέρες. Αβάρετος ο παπα-Καλλίνικος να τους
μαγειρεύει. Το πρωί λειτουργούσε. Μάζευε τους προσκυνητές και τους έβαζε στην
σειρά όλους να διαβάσουν κάτι από την Ακολουθία. Δεν τους άφηνε να συζητούν
μεταξύ τους και να λένε αργολογίες. Μόλις έρχονταν, τους έβαζε να φάνε, να
πιουν το κρασάκι τους, το ρακάκι τους, αλλά μετά τους μάζευε στην Εκκλησία και
τους έβαζε να διαβάσουν το Απόδειπνο και την άλλη μέρα τα γράμματα της πρωινής
Ακολουθίας.
Ορατή χάρις: Η οσιακή κοίμηση των αυταδέλφων Κρανιάδων
Ο κ. Ν. Π. αναφέρει το εξής: «(Κάποτε) στον Εσπερινό διάβαζε
ο Θ. Ως λαϊκός διάβαζε αργά και δυνατά. Ο παπα-Γρηγόρης τον κοιτούσε και
χαμογελούσε ευχαριστημένα. Στο τέλος του Εσπερινού του λέω: “Πάτερ Γρηγόριε
εμείς οι λαϊκοί δεν ξέρουμε τίποτα από ψαλτική και τα συναφή, οπότε
μακροθυμήσατε για τα λάθη μας”. Με πήρε από το μπράτσο στην άκρη και μου είπε:
“Όταν ένας άνθρωπος έχει χαθεί στο δάσος, φωνάζει δυνατά για να τον ακούσουν
και να τον σώσουν. Οι λαϊκοί καλά κάνουν και διαβάζουν έτσι και να είσαι
σίγουρος ότι η Μεγαλόχαρη τους ακούει. Να ’ξέρες πόσοι από μας μόνο
μουρμουρίζουν ψαλτική, ενώ έχουν την καρδιά παγωμένη!”».
Μου λέει μέχρι σήμερα στο τηλέφωνο ένας κυρ-Θανάσης, που
πολύ αγαπούσε τους Γεροντάδες και συνδέεται πολύ με το κελλί μας: «Γύρισα όλο
το Άγιον Όρος, αλλά τέτοιους ανθρώπους, σαν τον Γρηγόρη και τον Καλλίνικο, δεν
έχω συναντήσει». Και ο κ. Ν. Π. συμφωνεί: «Όταν το πρώτο επισκέφθηκα το Όρος,
ήμουν παντελώς αδιάφορος για την θρησκεία και θεωρούσα εκ πεποιθήσεως ότι ο
Μοναχισμός ήταν μια μορφή σχιζοφρένειας. Ζώντας από πολύ κοντά τα δύο
γεροντάκια και βλέποντας την ακακία τους, την ελεημοσύνη τους και πλέον όλων
την ταπείνωσή τους, συμπέρανα ότι, εάν η σχιζοφρένεια των μοναχών ήταν όπως η
αγία ζωή των γερόντων, πιστέψτε με, πολύ θα ήθελα να ήμουν και εγώ ένας τέτοιος
τρελός».
Τον Αύγουστο του 2007, στα εννιάμερα της Παναγίας, αξιώθηκαν
από τον Δεσπότη Χριστό και την Κυρία Θεοτόκο να εορτάσουν τα 80 χρόνια της
μοναχικής ζωής τους στο Άγιον Όρος. Την ημέρα αυτή ετέλεσαν ευχαριστήρια
πανηγυρική θεία Λειτουργία, στην οποία συλλειτούργησαν οι Καθηγούμενοι των
Ιερών Μονών Μ. Λαύρας, Ιβήρων και Σταυρονικήτα. Παρέθεσαν εορταστική Τράπεζα
και έδωσαν αναμνηστικά δώρα στους παρευρεθέντες.
Κατά την παράδοση, στο κελλί της Παναγίας της Κρανιάς έλαβε
το μέγα και αγγελικό σχήμα ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς. Γι’ αυτό και
πανηγυρίζουμε στην μνήμη του, την Β΄ Κυριακή των Νηστειών. Η Προβάτα είναι η
Σκήτη της Γλωσσίας, που αναφέρεται στον βίο του αγίου Γρηγορίου. Αργότερα
ονομάσθηκε Προβάτα από το ιταλικό privata. Κατά τον Ιστορικό Γεράσιμο Σμυρνάκη
«privata… δηλοί κεχωρισμένον τι και ανεξάρτητον μέρος ως ησυχαστήριον». Εδώ
αγωνίσθηκαν εκτός από τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά και πολλοί άλλοι σπουδαίοι
ησυχασταί, όπως ο όσιος Νικηφόρος ο μονάζων, ο άγιος Θεόληπτος Φιλαδελφείας, ο
άγιος Γρηγόριος ο Βυζάντιος και πολλοί άλλοι, διότι ο τόπος είναι ιδιαίτερα
ησυχαστικός.
Εκτός αυτού η Σκήτη μας ήταν φημισμένη και για τους
σπουδαίους καλλιγράφους της. Σε όλα τα κελλιά της υπήρχαν παλαιότερα διαλεχτοί
καλλιγράφοι. Πολλές από τις χειρόγραφες Ακολουθίες που έχουμε σήμερα είναι εδώ
γραμμένες.
Ας πούμε όμως και λίγα λόγια για την κοίμηση των Γεροντάδων.
Ο παπα-Γρηγόρης είχε πάθει ένα εγκεφαλικό επεισόδιο κατά τα
μέσα του Μαΐου του 2003 και έμεινε για λίγο ημιπαράλυτος μέχρι τις αρχές του
Αυγούστου του ίδιου έτους, οπότε βελτιώθηκε προσωρινά η υγεία του και σηκώθηκε
από το κρεβάτι. Έχασε όμως κάπως την μνήμη του. Τον Μάρτιο του 2007 έπαθε και
νέο εγκεφαλικό και έμεινε κατάκοιτος. Από τις αρχές του Νοεμβρίου του ιδίου
έτους προαισθάνθηκε το τέλος του και έλεγε: «Εγώ θα φύγω». Το απόγευμα της 8ης
Νοεμβρίου του 2007, εορτής των Αρχαγγέλων, τον επισκέφθηκαν δύο Πατέρες από την
Ι. Μονή Αγίου Παύλου, ο π. Ν. και ο π. Σ., που πολύ τον παρηγόρησαν με την παρουσία
τους. Αφού έφυγαν, η κατάσταση της υγείας του βάρυνε περισσότερο. Ζήτησε λίγο
νεράκι και αφού το ήπιε είπε: «Αφήστε με τώρα να ξεκουραστώ». Μετά από λίγο, σε
ηλικία 95 χρονών, ήσυχα και ειρηνικά, άφησε την ψυχή του να πετάξει στον Κύριο,
τον οποίο πιστά και με συνέπεια υπηρέτησε σε όλη την ζωή του.
Δύο χρόνια μετά κοιμήθηκε και ο παπα-Καλλίνικος, σε ηλικία
92 χρόνων. Οι γιατροί είχαν διαγνώσει καρκίνο του παχέος εντέρου, ο οποίος είχε
ήδη κάνει μεταστάσεις στα πνευμόνια. Χρειάσθηκε να βγει για λίγο στην Θεσσαλονίκη
για εξετάσεις. Βγήκε μετά τα εννιάμερα της Παναγίας του 2009. Οι γιατροί
διαπίστωσαν ότι δεν έχει πολλή ζωή. Γι’ αυτό και επέστρεψε στο Όρος. Όμως η
υγεία του επιδεινωνόταν καθημερινά. Αν και οι αγροτικοί γιατροί του Όρους του
πρότειναν να βγει στον κόσμο, για να νοσηλευθεί σε Νοσοκομείο της Θεσσαλονίκης,
αυτός προτίμησε την παραμονή του στο κελλί του, στο οποίο επί ογδόντα χρόνια
αγωνίσθηκε, λέγοντας: «Καλύτερα εδώ. Ό,τι κάνουμε εδώ». Στις 18 Σεπτεμβρίου του
ίδιου έτους, κατά τις 9:30 το πρωί, ζήτησε να μιλήσει με τον ιατρό Νικόλαο, που
τον φρόντιζε τελευταία. Του λέει: «Νίκο, σ’ ευχαριστώ πάρα πολύ, γιατί τόσα
χρόνια μας εξυπηρέτησες. Να ’ναι η οικογένειά σου καλά. Να ’στε όλοι καλά. Εγώ
τώρα φεύγω». Μετά ζήτησε ένα καφέ και ένα κουλουράκι. Αφού ήπιε τον καφέ, είπε
να τον ξαπλώσουν, γιατί ήταν μισοκαθισμένος. Πήγα να του φέρω λίγο φρέσκο νερό,
αλλά εν τω μεταξύ ο παπα-Καλλίνικος παρέδωσε την ψυχή του στον Κύριο.
Οι μακαριστοί Γέροντές μου παπα-Γρηγόριος και
παπα-Καλλίνικος εκόσμησαν με την χαριτωμένη ζωή τους τον Αγιώνυμο Άθω. Τώρα
βρίσκονται κοντά στον Χριστό, για την αγάπη του οποίου αγωνίσθηκαν πολύ
φιλότιμα ογδόντα συναπτά έτη. Εμείς οι περιλειπόμενοι ας αγωνισθούμε να
αποκτήσουμε τις αρετές τους, και μάλιστα την απλότητα και ταπείνωσή τους, την
πίστη και την αγάπη τους στον Θεό και τον πλησίον, και ας τους παρακαλέσουμε να
πρεσβεύουν για μας στον Άγιο Κύριο, ώστε και εμείς να τύχουμε του θείου Ελέους,
όπως αξιώθηκαν να το γευθούν και εκείνοι.
Μοναχός Ιγνάτος, Ι. Κελλίου Κοιμήσεως της Θεοτόκου (Παναγίας
Κρανιάς) Προβάτας Ι.Μ΄Μεγ. Λαύρας
Ετήσια έκδοσις Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου, Αγίου
Όρους, «ο Όσιος Γρηγόριος», περίοδος Β΄, έτος 2012, αριθμ. 37.
1 σχόλιο:
"Ένιωσε σαν ένα μπουμπούκι τριανταφυλλιάς, που περιμένει μια ηλιαχτίδα για να ανοίξει και να γίνει λουλούδι, και ο Γέροντας στην δύσκολη αυτή στιγμή της ζωής τους έγινε γι’ αυτόν ο δικός του ήλιος"...τι τρυφερή και κατανυκτική αφήγηση...ευχαριστούμε, ευχαριστούμε!
Δημοσίευση σχολίου