Δευτέρα 17 Δεκεμβρίου 2018

Ακτημοσύνη



Ἀπὸ τὸ Γεροντικό…

Ἀγάπα, ἀδελφέ, τὰ φτωχικὰ ἐνδύματα, ἂν θέλεις νὰ διώξεις ἀπὸ τὴν καρδιά σου τὴν ὑψηλοφροσύνη. Ὅποιος ἀγαπᾶ τὴν πολυτέλεια, εἶναι ἀδύνατο νὰ ἀποκτήσει ταπεινοφροσύνη. Εἶναι φυσικὸ νὰ διαμορφώνεται ὁ ἐσωτερικὸς ἄνθρωπος σύμφωνα μὲ τὸν ἐξωτερικό. 
Σ' ἕνα νέο, ποὺ εἶχε ἀποφασίσει νὰ μονάσει σὲ Κοινόβιο, ὁ Ἀββὰς Ποιμὴν ἔδωσε τὴν ἀκόλουθη συμβουλή: 
- Ἂν θέλεις, ἀδελφέ, νὰ γίνεις καλὸς μοναχὸς καὶ μάλιστα κοινοβιάτης, κράτησε καλὰ στὸ νοῦ σου αὐτὰ τὰ δύο: Πρῶτον, ἀπόφευγε τὶς περιττὲς κουβέντες, καί, δεύτερον, μὴν ἀποκτήσεις ποτὲ δικό σου πράγμα, οὔτε μικρὸ λαγήνι γιὰ νερό, καὶ θὰ εἶσαι σ' ὅλη σου τὴ ζωὴ ἀναπαυμένος. 
Ἕνας νέος Μοναχὸς ρώτησε μία μέρα τὸν Γέροντά του: 
-Μὲ ζημειώνει τάχα, Ἀββᾶ, τὸ ν' ἀποκτήσω δύο χιτῶνες; 
-Ἀπόκτησε δύο χιτῶνες, ἀποκρίθηκε ὁ διακριτικὸς Γέροντας, καὶ μὴν ἀποκτᾶς κακίες. Ἡ ψυχὴ δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τὶς κακίες, ἐνῶ τὸ σῶμα ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τὰ ἐνδύματα. Ἀλλ' ὅταν ἔχεις τ' ἀπαραίτητα, μάθε ν' ἀρκεῖσαι σ' αὐτά, ὅπως συμβουλεύει ὁ Μέγας Ἀπόστολος, καὶ μὴ ζητᾶς παραπανίσια. 

Ὁ Ἀββὰς Παμβῶ θέλει τὸν μοναχὸ ντυμένο μὲ τέτοια ροῦχα, πού, ἂν τὰ πετάξει στὸ δρόμο, νὰ μὴ καταδεχτοῦν οὔτε οἱ ζητιάνοι νὰ τὰ πάρουν. 

Κάποιος πλούσιος χριστιανὸς ἐπισκέφτηκε κάποτε ἕναν Ἐρημίτη καί, φεύγοντας, τοῦ πρόσφερε ἕνα γερὸ φιλοδώρημα. Ἐκεῖνος ὅμως μὲ κανένα τρόπο δὲν ἤθελε νὰ τὸ δεχτεῖ. 

-Πάρε τό, Ἀββᾶ, τὸν παρακαλοῦσε ὁ ἐπισκέπτης, καὶ μοίρασε τὸ στοὺς φτωχούς. 

-Αὐτὸ εἶναι διπλὴ ντροπὴ γιὰ μένα, τέκνον μου, τοῦ ἀποκρίθηκε ὁ Γέροντας, νὰ παίρνω χωρὶς νὰ ἔχω ἀνάγκη καὶ νὰ κενοδοξῶ μοιράζοντας τὰ ξένα ἐλεημοσύνη. 

Ἂν δώσεις ἐλεημοσύνη, λέγει ἄλλος Γέροντας, κι ὁ λογισμὸς σὲ θλίβει πὼς ἔδωσες πολύ, μὴ δίνεις προσοχὴ σ' αὐτόν, γιατί εἶναι σατανικός. Καλύτερα ὅμως γιὰ σένα εἶναι νὰ ζεῖς μὲ τόση ἀκτημοσύνη, ποὺ νὰ ἔχεις ἀνάγκη ἀπὸ τοὺς ἄλλους νὰ σ' ἐλεοῦν. Ἐκεῖνος ποὺ δίνει, ἔχει τὴν ἱκανοποίηση πὼς κάνει κάτι καλό. Ἀλλ' ὅποιος στερεῖται καὶ δὲν ἔχει ποτὲ νὰ δώσει κάτι, ἀποκτᾶ ταπεινοσύνη μὲ τὴ σκέψη πὼς ποτὲ δὲν κάνει τίποτε καλό. Ἔτσι ἔζησαν οἱ Πατέρες μας. Μ' αὐτὸν τὸν τρόπο βρῆκε τὸν Θεὸ ὁ Μέγας Ἀρσένιος. 

Ἐπαινοῦσαν οἱ Πατέρες τὴν ἀκτημοσύνη καὶ τὴν ἀφιλοχρηματία τοῦ Ἀββᾶ Ἀγάθωνος καὶ τοῦ ὑποτακτικοῦ του. Ὅταν κατέβαιναν στὴν ἀγορὰ νὰ πουλήσουν τὸ ἐργόχειρό τους, ἔλεγαν μία φορὰ τὴν τιμὴ στὸν ἀγοραστή. Ἂν ἐκεῖνος ἄρχιζε τὰ παζαρέματα, αὐτοὶ σώπαιναν καὶ τὸν ἄφηναν νὰ τοὺς δώσει ὅσα ἤθελε. Ἂν πάλι εἶχαν ἀνάγκη οἱ ἴδιοι ν' ἀγοράσουν κάτι, ἔδιναν ἀμέσως τὰ χρήματα ποὺ τοὺς ζητοῦσαν, χωρὶς νὰ βγάλουν λέξη ἀπὸ τὸ στόμα τους. 

Στὴν ἀρχὴ τῆς ἀσκητικῆς του ζωῆς, τὸν πολέμησε μὲ πολλὴ μανία ὁ διάβολος τὸν Ὅσιο Ἀντώνιο. Ὅταν, πολὺ νέος ἀκόμη, ξεκίνησε γιὰ τὴν ἔρημο, τοῦ ἔρριψε ἐμπρὸς στὰ πόδια τοῦ ἕνα ἀσημένιο δίσκο. Βλέποντας τὸν ὁ Ἀντώνιος, συλλογίστηκε: 

-Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ βρεθεῖ τέτοιο πράγμα σὲ τοῦτο τὸν ἄβατο τόπο; 

Τέχνασμα δικό σου εἶναι, διάβολε, γιὰ νὰ μὲ ρίξεις στὴ φιλαργυρία. Μὰ δὲν πρόκειται μὲ τέτοια νὰ ἐμποδίσεις τὴν προθυμία μου. 

Καθὼς ἔλεγε αὐτά, ὁ δίσκος ἔγινε ἄφαντος ἀπὸ τὰ μάτια του. 

Ἄλλη φορᾶ πάλι βρῆκε πραγματικὸ χρυσὸ στὴν ἔρημο, τὸν περιφρόνησε ὅμως κι οὔτε γύρισε νὰ τὸν κοιτάξει. 

Εἶναι τάχα ὠφέλιμο γιὰ τὴν ψυχή του, νὰ μὴν ἔχει ὁ μοναχὸς τὴν παραμικρὴ ἄνεση; Ρώτησε τὸν Μέγα Ἀρσένιο ὁ Ἀββὰς Μάρκος. Εἶδα πρὸ ἡμερῶν κάποιον ἀδελφὸ νὰ ξεριζώνει καὶ τὰ λίγα λάχανα ἀκόμη, ποὺ εἶχε στὸ μικρό του κῆπο. 

-Ὠφέλιμο εἶναι, ἀποκρίθηκε ὁ διακριτικὸς Γέροντας, ἀλλὰ ἡ τελεία ἀκτημοσύνη πρέπει νὰ συμβαδίζει μὲ τὴν προκοπὴ τοῦ μοναχοῦ σ΄ ὅλες τὶς ἄλλες ἀρετές. Γιατί, ἂν κάθε μέρα ποὺ περνᾶ δὲν προοδεύει πνευματικῶς, πολὺ γρήγορα θὰ φυτέψει ἄλλα. 

Θέλοντας ὁ Ἀββὰς Εὐτρόπιος νὰ δείξει σ' ἕνα νέο μοναχὸ πὼς δὲν ἔπρεπε νὰ ἔχει προσκόλληση στὴ γήινα, ἀλλὰ νὰ τὰ θεωρεῖ πρόσκαιρα καὶ νὰ τὰ περιφρονεῖ, τοῦ ἔδωσε αὐτὴ τὴ συμβουλή: 

-Χόρτο φάγε, χόρτο φόρεσε, σὲ χόρτο κοιμήσου. 

Τόσο ἀκτήμων ἦταν ὁ Ἀββὰς Μεγέθιος, ποὺ ὅταν ἔβγαινε ἀπὸ τὸ κελλί του νὰ περπατήσει στὴν ἔρημο καὶ τοῦ ἔλεγε ὁ λογισμός του νὰ πάει νὰ μείνει σ' ἄλλον τόπο, ἔφευγε ἀμέσως καὶ δὲν γύριζε σ' αὐτόν, γιατί δὲν εἶχε τίποτε νὰ πάρει μαζί του. Τὴ βελόνα, ποὺ τοῦ χρειαζόταν γιὰ τὸ ἐργόχειρό του, τὴν εἶχε πάντα στὴν τσέπη του. 

Μία φορὰ ὁ Ζαχαρίας, ὁ μαθητὴς τοῦ Ἀββᾶ Σιλουανοῦ, χωρὶς νὰ ρωτήσει τὸν Γέροντα, πῆρε τοὺς ἄλλους ἀδελφοὺς κι ἔριξαν κάτω τὸν φράκτη γιὰ νὰ μεγαλώσουν τὸ μικρός τους κῆπο. Σὰν τὸ εἶδε ὁ Ἀββὰς Σιλουανός, χωρὶς νὰ τοὺς πεῖ λέξη, φόρεσε τὸ μανδύα του καὶ τοὺς ἀποχαιρέτησε: 

-Εὔχεσθε γιὰ μένα, ἀδελφοί, ἦταν τὰ μοναδικὰ λόγια, ποὺ ἔβγαλε ἀπὸ τὸ στόμα του, καθὼς ἔφευγε. 

Ἐκεῖνοι σάστισαν ποὺ τὸν εἶδαν τόσο ξαφνικὰ νὰ φεύγει. 

-Ποῦ πᾶς, Ἀββᾶ; τὸν ρώτησαν. Τί σοῦ συμβαίνει; 

-Δὲ μπαίνω μέσα σὲ τοῦτο τὸ κελλί, οὔτε τὸ μανδύα βγάζω ἀπὸ πάνω μου, τοὺς εἶπε τότε ὁ Γέροντας, ἂν δὲν φέρετε τὸν φράχτη στὴν πρωτινή του θέση. 

Ἕνας πλούσιος ἄρχοντας πῆγε νὰ ἐπισκεφθεῖ τὴ σκήτη τῶν Πατέρων. Μαζί τοῦ εἶχε πολλὰ χρήματα γιὰ νὰ τοὺς φιλοδωρήσει καὶ τὰ ἔδινε στὸν Πρεσβύτερο νὰ τὰ μοιράσει, ἀνάλογα μὲ τὶς ἀνάγκες τοῦ καθενός. 

-Οἱ Γέροντες δὲν χρειάζονται χρήματα, τοῦ εἶπε ὁ Πρεσβύτερος. 

Ἐπειδὴ ὅμως ἐπέμενε ὁ ἄρχοντας, τὰ ἔβαλε σ' ἕνα σακκούλι καὶ τὸ κρέμασε στὴν πόρτα τῆς ἐκκλησίας. Τὴν Κυριακὴ ποὺ πῆγαν οἱ Πατέρες νὰ λειτουργηθοῦν, ὁ Πρεσβύτερος τοὺς εἶπε: 

-Ὅποιος χρειάζεται χρήματα, ἂς πάρει ἀπὸ κεῖνο τὸ σακκούλι. 

Κανένας ὅμως δὲν πλησίασε νὰ πάρει. Οἱ πιὸ πολλοὶ μάλιστα δὲ γύρισαν καν νὰ κοιτάξουν πρὸς τὰ ἐκεῖ. Γύρισε τότε ὁ Πρεσβύτερος καὶ εἶπε στὸν ἄρχοντα, ποὺ στεκόταν παράμερα καὶ παρακολουθοῦσε: 

-Βλέπεις πὼς οἱ μοναχοὶ ἀποστρέφονται τὰ χρήματα. Πάρε τὰ λοιπὸν καὶ μοίρασε τὰ στοὺς φτωχούς. Ὁ Θεὸς δέχτηκε τὴν καλή σου προαίρεση. Ὁ ἄρχοντας ἔφυγε, θαυμάζοντας τὴν ἀφιλοχρηματία τῶν Πατέρων. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: