Ως Πνευματικός της μιας Aγίας Ορθοδόξου
Εκκλησίας μας, έχω το κατά χάριν ιδίωμα να δέχομαι το άνοιγμα των
καρδιών και να μου εναποθέτουν οι πονεμένοι άνθρωποι τον πόνο και το
περιεχόμενο της καρδιάς τους. Έχοντας μια σχετική εμπειρία, διαπιστώνω
όλο και περισσότερο, ότι ο νους πολλάκις έχει ένα ισχυρό αίσθημα
εγκλωβισμού, βιώνει με οδυνηρό τρόπο τις -αποκλειστικά δικές του-
λανθασμένες επιλογές και τις συνέπειες των επιλογών του. Βιώνει την
διάψευση όλων των προσδοκιών του, την αδυναμία του να ανακόψει τις
αρνητικές συνέπειες, βιώνει έναν εγκλωβισμό που συνεχώς τον κατακλύζει
με συναισθήματα κατάθλιψης, γκρίνιας, απελπισίας, απογοήτευσης και
μαρασμού.
Θυμίζει καρδιά “νεκρή” λόγω της έντονης
εδραίωσης των αρνητικών συναισθημάτων που τον έχουν πλέον κατακλύσει. Ο
νους και η καρδιά βιώνουν μια σταθερή απόγνωση, καθώς ενώ θέλει να
αλλάξει τη ζωή του και να δημιουργήσει μια καλύτερη ζωή, διαπιστώνει ότι
κάθε προσπάθειά του προς αυτή την κατεύθυνση, αποτυγχάνει παταγωδώς.
Πλέον μια διέξοδος του φαίνεται ως λύση: Να φύγει από το σπίτι του, να
φύγει από την «πόλη» του, διότι εκεί, όπου και να κοιτάξει γύρω του, το
μόνο που διαπιστώνει είναι οι αποτυχίες όλων των ενεργειών του για κάτι
καλύτερο.
Εδώ θα αφήσω τον μεγάλο Αλεξανδρινό
ποιητή, Καβάφη, να αναλύσει το τι «Είπες…», όταν διαπίστωσες ως νους τα
αποτελέσματα των επιλογών σου, και να σου απαντήσει για τη νέα σου
επιλογή να φύγεις από το σπίτι σου και να πας σε άλλη πόλη, με το ποίημά
του: «Η Πόλις».
«ΕΙΠΕΣ· “Θα πάγω σ’άλλη γη, θα πάγω σ’άλλη θάλασσα.Μια πόλις άλλη θα βρεθεί, καλλίτερη από αυτή.
Κάθε προσπάθειά μου, μια καταδίκη είναι γραφτή·
κι είν’ η καρδιά μου –σαν νεκρός- θαμένη.
Ο νους μου ως πότε μες στον μαρασμόν αυτόν θα μένει.
Όπου το μάτι μου γυρίσω, όπου κι αν δω,
ερείπια μαύρα της ζωής μου βλέπω εδώ,
που τόσα χρόνια πέρασα και ρήμαξα και χάλασα“.
Καινούργιους τόπους δεν θα βρεις, δεν θά’βρεις άλλες θάλασσες.
Η πόλις θα σε ακολουθεί, στους δρόμους θα γυρνάς
τους ίδιους. Και στες γειτονιές, τες ίδιες θα γερνάς·
και μες στα ίδια σπίτια αυτά θ΄ασπρίζεις.
Πάντα στην πόλη αυτή θα φθάνεις. Για τ’ αλλού –μη ελπίζεις-
δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό.
Έτσι που τη ζωή σου ρήμαξες εδώ
στην κώχη τούτη την μικρή, σ’όλην την γη την χάλασες».
Όλο το πρόβλημα γλυκιά μου ψυχή,
δημιουργείται, διότι εξαρχής θεμελίωσες την πίστη και πεποίθηση στο
θέλημά σου, στις ενέργειές σου, στον εαυτό σου, στις επιλογές σου·
πίστεψες στη δική σου ανθρώπινη δύναμη. Αυτή είναι η σαθρή εσωτερική
«πόλις» που έχεις δημιουργήσει και τα «ερείπια» είναι τα απολύτως
φυσιολογικά αποτελέσματα της πίστης στον εαυτό σου. Πιστεύοντας ακόμα
στον εαυτό σου, πιστεύοντας στον λογισμό σου και στις δικές σου
ενέργειες, κάνεις απεγνωσμένες προσπάθειες για να περισώσεις ό,τι
περισώζεται. Όμως απλά, δεν θέλεις να πιστέψεις πέρα από τον εαυτό σου,
όχι απλά σε κανέναν άλλο, αλλά ούτε στον ίδιο τον Κύριό σου, ο Οποίος
σου λέει: «Χωρίς εμού, ου δύνασαι ποιείν ουδέν». Δεν θέλεις να πιστέψεις στον Λόγο του Θεού: «έχετε πίστη Θεού».
Το τι σημαίνει πίστη στον εαυτό σου, στον
λογισμό σου, στο θέλημά σου, στις ενέργειές σου, το κατάλαβες.
Φεύγοντας από την «πόλη» σου, σε όποια «πόλη» κι αν πας, η πίστη στον
εαυτό σου θα την καταστρέψει κι αυτή. Αν τώρα η κατεστραμμένη «πόλη»,
σου φαντάζει αδύνατο να ανοικοδομηθεί, τότε μάθε ότι ακόμη σταθερά
κοιτάς προς τον εαυτό σου και τις δικές σου δυνάμεις, και φυσικά, είναι
αδύνατον ΕΣΥ να διορθώσεις τα «ερείπια». Εάν όμως μεταφέρεις την πίστη
από τον εαυτό σου στον Κύριό μας Ιησού Χριστό, τότε δεν χρειάζεται άλλη
«πόλη», και όλα ο Ιησούς δύναται να τα ανακαινίσει και να ακούσεις την
γλυκιά φωνή Του να σου λέει: «Ω γύναι (ψυχή), μεγάλη σου η πίστις…».
Τον Αλεξανδρινό ποιητή Καβάφη, τον συμπληρώνει ο άλλος μεγάλος ποιητής μας, Γεώργιος Δροσίνης, με το μοναδικό του ποίημα: «Η Πίστη», όπου
σου λέει τη σημαίνει πίστη στον Χριστό. Κι εγώ δεν έχω κάτι άλλο να
συμπληρώσω, διότι αισθάνομαι πάμπτωχος μπροστά στο μεγαλείο του ποιητή.
«Δεν έχεις Πίστη, όταν τα στάχυα σου προσμένεις να γενούν σιτάρικι απ’ τ’ άκαρπο δεντρί που κέντρωσες, προσμένεις καρπερό βλαστάρι!
Πίστη έχεις, όταν απ’ το χέρσωμα κι απ’ τα αστραποκαμμένα ξύλα,
προσμένεις τους καρπούς ολόδροσους και καταπράσινα τα φύλλα.
Δεν έχεις Πίστη, όταν, πηγαίνοντας τον δρόμο του βουνού, προσμένεις
να φτάσεις ως το ανάερο ψήλωμα κάποιας κορφής μαρμαρωμένης.
Πίστη έχεις, όταν, αλυσόδετος, μέσα απ’τα βάθη της αβύσσου,
προσμένεις ως τα ουράνια ελεύθερο να φτερουγίσει το κορμί σου.
Δεν έχεις Πίστη, όταν τ’ απόβραδο προσμένεις να προβάλουν τ’ άστρα,
και με του πετεινού το λάλημα να φέξει η αυγή ροδογελάστρα!
Πίστη έχεις, όταν –όσο αλόγιστο και πλάνο ο νους σου κι αν το ξέρει-
προσμένεις ήλιο τα μεσάνυχτα κι αστροφεγγιά το μεσημέρι.
Δεν έχεις Πίστη, όταν πιστεύοντας, ρωτάς την κρίση και την γνώση!
Δεν έχεις Πίστη, όταν την πίστη σου στο λογικό έχεις θεμελιώσει!
Πίστη έχεις, όταν κάθε σου όνειρο το ανάφτεις στο βωμό της τάμα.
Κι αν κάποιο τάμα σου είναι αδύνατο, προσμένεις να γενεί το θάμα».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου