Τρίτη 6 Νοεμβρίου 2018

Θὰ τελειώσουν (εὐτυχῶς) ὅλα συντόμως



Δὲν εἶναι πολλὰ τὰ χρόνια, ποὺ ἐπάνω σὲ ἕνα μου ξέσπασμα, ἀπέναντι σὲ ἀνεγκεφάλους καὶ ἀπαιδεύτους δασκάλους, ποὺ τοὺς ἀπεδείκνυα, σὲ κάθε ἀποστροφὴ τοῦ λόγου τους πόσο συνεργοὶ στὸ ἔγκλημα κατὰ τῆς Πατρίδος καὶ κατὰ τῶν Ἑλλήνων, ἀλλὰ κυρίως κατὰ τῆς Ἀνθρωπότητος εἶναι, πετάχθηκε κάποιος ἐξ αὐτῶν γιὰ νὰ μοῦ πῇ πὼς «ἐκτελοῦν ἐντολές» καὶ πὼς «δὲν φέρουν εὐθύνη» γιὰ ὅσα τὸ ὑπουργεῖο τοὺς διατάσσει νὰ πράξουν. Κυριολεκτικῶς ἐν ἐξάλλῳ ἐγὼ τότε τοὺς εἶπα πὼς τὸ λιγότερο ποὺ ἔχουμε νὰ κάνουμε ἐμεῖς, τὰ θύματά τους, εἶναι νὰ συμβάλουμε, μὲ ὄλες μας τὶς δυνάμεις, γιὰ νὰ γκρεμισθῇ ὁριστικῶς τὸ ἔκτρωμα τῆς ἀπαιδείας τους, ἐφ’ ὅσον ἀκυρώνουν ἐμπράκτως τὸ δικαίωμα (καὶ τὴν ὑποχρέωσιν) τῆς ἐλευθέρας βουλήσεως, ἀρχῆς γενομένης ἐκ τῶν σαπροφυτικῶν τους σαρκίων, καθὼς φυσικὰ καὶ πὼς ὄλοι τους καταλήγουν, συνειδητῶς πλέον, νὰ ἀποστρέφουν τὸ βλέμμα τους ἀπὸ τὰ θύματά τους καὶ νὰ ἑστιάζουν μόνον στὸ πῶς οἱ ἴδιοι θὰ βολευθοῦν γιὰ περισσότερο χρόνο.
Τότε ἦταν λοιπὸν ποὺ ἔλαβε τὸν λόγο μία νεαρὰ δασκάλα, ποὺ μᾶλλον, ἔως ἐκείνην τὴν στιγμὴ δὲν εἶχε ἀκούση κάτι ἀπὸ τὰ ὅσα εἰπώθησαν. Ἐν τελῶς στὸν κόσμο της καὶ μᾶλλον ἐν τελῶς …ἐκτὸς θέματος εἶπε πὼς δὲν ὐπάρχουν στὴν χώρα ἄλλοι σὰν κι αὐτούς, ποὺ νὰ διαβάζουν τόσο πολὺ (τοὺς ἐπιδοτεῖ τὸ ὐπουργεῖον ἀπαιδείας γιὰ νὰ ἀγοράζουν συγκεκριμένα βιβλία ὅμως) καὶ πὼς ἀκριβῶς γιὰ αὐτὸν τὸν λόγο εἶμαι παραπληροφορημένη καὶ τελικῶς συκοφάντης. Ἐκνευρισμένη λοιπὸν, ἐφ΄ ὅσον τόσην ὤρα δὲν εἶχε ἀκούση (ἢ δὲν εἶχε ἀντιληφθῆ κάτι ἀπὸ ὅσα εἶχε …ἀκούση), ξεκίνησα τὶς ἐρωτήσεις σὲ αὐτήν εἰδικῶς. Ἐρωτήσεις ποὺ μποροῦσε ἡ ἰδία μόνον νὰ κατανοήσῃ. «Τί διαβάζεις;», «Πόσο σέ ὀφελεῖ αὐτό πού διαβάζεις;», «Πόσο καλλίτερον ἄνθρωπο σέ κάνει αὐτό πού διαβάζεις;», «Τί ἀποκομίζεις ἀπό αὐτό πού διαβάζεις;», «Τί μαθαίνουν τά παιδιά ἀπό αὐτά που ἔμαθες;», «Τί κερδίζει τό σύνολον τῶν συμπολιτῶν σου ἀπό τίς δικές σου ἀναγνώσεις;» (κι ὄχι μελέτες;), καθὼς καὶ ἀρκετὲς ἀνάλογες ἐρωτήσεις, στὶς ὁποῖες ὅμως οὐδέποτε φυσικὰ ἀπήντησε.
Ἐξηκολούθησα ἐγὼ νὰ τὴν πιέζω, ἐφ’ ὅσον πλέον οἱ ἄλλοι, οἱ ἀρκετὰ μεγαλύτεροι, μὲ κατεβασμένα κεφάλια τὸ εἶχαν βουλώση. Χρησιμοποιώντας παραδείγματα συγγραφέων πλέον, καθὼς καὶ τῶν θέσεώς τους ἢ τῶν θεωριῶν τους, ἔπιασα νέα σειρὰ ἐρωτήσεων, ὅταν διεπίστωσα πὼς ἀδυνατοῦσε νὰ ἑστιάσῃ στὴν οὐσία.
«Ὁ τάδε τί σοῦ ἔμαθε; Μήπως μόνον νά …«διδάσκῃς» ἐφαρμόζοντας χιτλερικές τακτικές; Πότε ἀμφισβήτησες κάτι ἀπό αὐτά πού ἐδιάβασες; Ποιός ἀποδεικνύει πώς αὐτά πού διαβάζεις εἶναι κι ἀληθῆ; Μήπως τά ἀποδέχεσαι ἔτσι, ἄσκεφτα, δίχως ἠθικούς φραγμούς, γιατί κι ἐσύ μέ τήν σειρά σου ἐκπαιδεύθηκες σέ ἕνα σύστημα ἐξαλείψεως τῆς διαφορετικότητος, ἐξαφανίσεως τῆς προσωπικότητος καί ἀκυρώσεως τῶν ἱκανοτήτων; Καί μήπως τελικῶς τό μόνον πού κάνεις εἶναι νά ἀναπαράγῃς μίαν προπαγάνδα λοβοτομήσεως δίχως ἀντιῤῥήσεις; Γιατί δέν μᾶς λές κάτι ἀληθές -ποὺ νὰ ἀποδεικνύεται ὄμως καὶ ὄχι ποὺ νὰ ὑποδεικνύεται- ἀπό αὐτά πού ἔμαθες σέ αὐτά τά ἀναγνώσματα καί τό ὁποῖον ἐφαρμόζεις ἀκρίτως; Θές μήπως νά σοῦ ὑποδείξω τό πόσο ὑπάνθρωπον καί ἀπάνθρωπον εἶναι νά διαγράφῃς ὁριστικῶς καί ἀμετακλήτως ἀπό τό ἀντιληπτικόν πεδίον τῶν παιδιῶν τήν κριτική ἱκανότητα; Αὐτός δέν εἶναι ὁ σκοπός τῆς διδακτικῆς σας;»

Ἡ νεαρὰ ἀπέφυγε νὰ ἀπαντήσῃ καὶ σὲ αὐτά, εἴτε διότι ἀδυνατοῦσε εἴτε διότι κάτι ξεκίνησε νὰ ἀντιλαμβάνεται. Ἄλλαξε κουβέντα, ἐξακολουθώντας νὰ ἀερολογῇ καὶ νὰ μὲ χαρακτηρίζῃ «ἄδικο καὶ ἐχθρική, ποὺ ἀδυνατῶ νὰ ἐκτιμήσω τοὺς κόπους καὶ τὶς θυσίες τους». Κι ἐγώ, δίχως νὰ ἀλλάξω θεματολογία, ἐξαπέλυα τὴν ἐπομένη (καὶ οὐσιώδη πλέον) σειρὰ ἐρωτήσεων:
«Πότε ἀνερωτήθης γιά τήν ἐξαπλουμένη δυσλεξία τῶν παιδιῶν καί τά αἴτιά της; Πότε, γιὰ παράδειγμα, ἀνερωτήθης γιά τίς …«θεραπευτικές μεθόδους» τῆς δυσλεξίας, ἐφ΄ ὅσον αὐτή ἀν τί νά περιορίζεται διαρκῶς ἐξαπλώνεται; Μήπως τελικῶς συνεργεῖς στό νά διογκοῦται; Ποιά ἀπό τά παιδιά, ποὺ σήμερα ἔχεις στὴν αἴθουσα, βγαίνοντας ἀπό τό σχολεῖο θά γνωρίζουν γλῶσσα, ἱστορία, μαθηματικά; Μήπως τελικῶς ὅλα αὐτά θά ἀγνοοῦν νά γράφουν ἀκόμη καί τό ὄνομά τους σωστά; Γιατί; Τί σκ@τά σύστημα ἐκπαιδεύσεως εἶναι αὐτό πού παραδίδει στήν κοινωνία ἀπαιδεύτους καί ἀγραμμάτους; Πότε ἀνέδειξες τήν ἰδιαιτερότητα τοῦ κάθε παιδιοῦ, πρός ὄφελος τοῦ παιδιοῦ μά, κυρίως, τοῦ συνόλου; Πότε κατενόησες πώς οἱ κοινωνίες χρειάζονται ἀκριβῶς αὐτό γιά νά γίνονται διαρκῶς καλλίτερες; Πότε ὑπερασπίσθης τό χρέος ἀναδείξεως καί ἐπιβραβεύσεως τοῦ ἀρίστου; Πότε ἐλειτούργησες μέ γνώμονα τήν ἀριστεία γενικῶς καί εἰδικῶς; Πότε ἐπολέμησες τήν ἰσοπεδωτικότητα; Πότε ἐκαλλιέργησες τά ἰδιαίτερα ταλέντα κάποιου; Πότε ὑπεστήριξες, μὲ ὅλες σου τὶς δυνάμεις, τήν ἔρευνα στήν ἐπιστήμη καί στήν ἱστορία; Πότε κατενόησες πώς τό νά εἴμαστε ὅλοι ἴδιοι -ὄχι ἴσοι ἔναντι τοῦ νόμου- μᾶς μετατρέπει σέ μαζανθρωποιημένο χυλό; Πότε ἀνέδειξες τήν ἀνάγκη ἐπαναφορᾶς τῶν Φυσικῶν Νόμων στίς ζωές μας; Πότε τέλος πάντων ἀντέδρασες σέ λειασμένες -καὶ τελικῶς καταστροφικὲς – περικοπές εἰς βάρος τῆς παιδείας (κι ὄχι τῆς τσέπης σου) ἤ σέ περικοπές τῆς γλώσσης, τῶν μαθηματικῶν, τῆς ἱστορίας; Πότε ἠρνήθης νά συνεργήσῃς στό κάθε ἔγκλημα τοῦ ὑπουργείου; Πότε ἦλθες σέ ἀντιπαράθεσιν μέ τίς (γ@μῶ τὰ ὑπουργεία σου) ἐντολές πρός ὄφελος τῶν παιδιῶν καί τῆς ἀληθείας; Πότε ἀνεζήτησες μόνη σου, δίχως ὑποδείξεις καί περιχαρακώσεις, τίς ἱστορικές ἀλήθειες; Πότε τελικῶς παρέκαμψες τό πρόγραμμα τοῦ ὑπουργείου γιά νά βοηθήσῃς τά παιδιά νά ἀντιληφθοῦν πώς ἐκεῖ μέσα τά κάνετε μίαν ὁμοιόμορφο μάζα πού θά ἐξακολουθήση νά συμπεριφέρεται ὅπως ἐσεῖς;…»
Οὐδὲ μία, ἐπὶ τῆς οὐσίας τῶν ἐρωτήσεων, ἀπάντησις… Κάτι προσπαθοῦσε, κάπου-κάπου, νὰ πῇ -ἄσχετον συνήθως- ἡ νεαρὰ ἀλλὰ διαρκῶς τὴν ἐπανέφερα στὸ θέμα μας, πιέζοντάς την νὰ ἀπαντήσῃ σὲ κάποιες ἀπὸ τὸν καταιγισμὸ τῶν ἐρωτήσεων. Ἁπλῶς ἄλλαζε θέμα, σαφῶς προσπαθώντας νὰ ἀποφύγῃ, ἀκόμη κι ἐπιδερμικῶς, ὁποιανδήποτε ἀπάντησιν.
Ὅταν, μετὰ ἀπὸ ὥρα, κάπως πιὸ ἥρεμη ἐγώ, μὲ πολλὰ παραδείγματα πλέον, κατεδείκνυα τὰ ἐπὶ μέρους μικρο-ἐγκλήματα, στὰ ὀποία συμμετεῖχαν ἅπαντες οἱ παρευρισκόμενοι, ἡ νεαρὰ (πολὺ ἐκνευρισμένη ἐμφανῶς) σηκώθηκε νὰ φύγῃ μὰ οἱ συνάδελφοί της, ποὺ κάποιοι ἐξ αὐτῶν μὲ ἐγνώριζαν ἀπὸ παλαιά, τὴν ἐσταμάτησαν. Μία μάλιστα, παλαιὰ καὶ ἰδιαιτέρως ἔμπειρος, δασκάλα, μὲ τὴν ὁποίαν γνωριζόμεθα καλῶς καὶ στὴν ὁποίαν ἀρκετὲς φορές, ἐπανειλημμένως καὶ πιεστικῶς, ἔχω «φορτωθῆ» γιὰ τὶς ἐγκληματικές τους σιωπές, ζητώντας της νὰ ἀντιδράσῃ ὅσο τὸ δυνατόν, προσεπάθησε νὰ «μαλακώσῃ» τὸ βαρὺ κλίμα καὶ νὰ ἐξηγήσῃ στὴν κοπέλλα πὼς ναί, ὅσο κι ἐὰν ξεβολεύῃ, εἶχα δίκαιον, στὰ …περισσότερα τοὐλάχιστον. Γέλασα σαρκαστικῶς, διότι ἐὰν εἶχα δίκαιον, τότε ἡ ὁμιλοῦσα εἶχε πρὸ πολλοῦ ἀφήση πίσω της τὴν …ἐν ἀγνοίᾳ της συνενοχὴ καὶ εἶχε περάσῃ -ἄγνωστον ἀπὸ πότε- στὴν συνειδητὴ συνενοχή. Τὴν ἀπολύτως συνειδητὴ συνενοχή, ποὺ πλέον ξεφεύγει ἀπὸ τὴν ἐγκληματικὴ ἀδιαφορία καὶ περνᾶ στὸ συνειδητὸ καί, σὲ βάθος, κατανοητὸ ἔγκλημα τοῦ συνεργοῦ.

Ἡ συνάντησις, ἀπὸ τὴν πλευρά μου, εἶχε λήξη. Σκοπός μου, ἐξ ἀρχῆς, δὲν ἦταν τὸ νὰ ἀποδείξω (γιὰ ἀκόμη μίαν φορά) πὼς καὶ ἡ νεαρὰ δασκαλίτσα ἦταν συνεργός, μαζὺ μὲ τοὺς ὑπολοίπους συναδέλφους της. Αὐτό, λίγο ἔως πολύ, ὅσο κι ἐὰν ξεβόλευε τοὺς συνεργοὺς συναδέλφους της δασκάλους, τὸ ἔλεγα καὶ τὸ ἀπεδείκνυα τόσο συχνά, ποὺ λίγο ἔως πολὺ ὅλοι τους ἤξεραν τὶς θέσεις μου καὶ τὶς ἀπόψεις μου, ἀλλὰ τὸ διεσκέδαζαν. Ἴσως ἀκόμη καὶ νὰ μὲ θεωροῦσαν γραφικὴ (ποὺ οὐδόλως μὲ ἐνοχλοῦσε).  Ὁ σκοπός μου ἦταν ἄλλος. Ὀ σκοπός μου, αὐτὴν τὴν φορά, ἦταν τὸ νὰ τοὺς δηλώσω, γιὰ πρώτη φορά, πὼς ὅταν κάποιος πριονίζῃ τὸ κλαδί, ἐπὶ τοῦ ὁποίου κάθεται, σὲ λίγο θὰ γκρεμισθῇ μαζὺ μὲ τὸ κλαδί.
Καὶ τότε, ἐνᾦ ἤδη εἶχα ξεκινήση γιὰ νὰ φύγω, ἐπέστρεψα καί, μὲ ἥρεμη φωνή, τοὺς ἐδήλωσα πὼς τώρα πιὰ σκοπός, συνειδητὸς ἢ μή, ὅλων τῶν Ἑλλήνων, μὰ καὶ ὅλης τῆς Ἀνθρωπότητος, εἶναι πλέον τὸ νὰ γκρεμοτσακίσουμε ὁριστικῶς (καί) τὸ σύστημα ἀπαιδείας τους, τὸ ὁποῖον καθὼς θὰ πέφτη θὰ πλακώση καὶ θὰ ἐξαφανίση γιὰ πάντα ὅλους αὐτοὺς ποὺ τὸ στηρίζουν, ἐν γνώσει ἢ ἐν ἀγνοίᾳ τους, ἐνᾦ συστηματικῶς ἐγκλημάτοῦν εἰς βάρος μας. Προεξάρχοντες τῶν ὑπὸ ἐξαφάνισιν συνεργῶν, ποὺ πρῶτοι θὰ ταφοῦν στὰ ἐρείπια, σκοπεύουμε νὰ εἶναι οἱ δάσκαλοι…!!!

Τὸ εἶπα κι ἔφυγα.
Ἀπὸ τότε καὶ μετὰ ὄμως, κάθε φορὰ ποὺ τοὺς συναντῶ κάπου μαζεμένους, ἢ ἀκόμη καὶ μόνους τους, τοὺς δηλώνω πὼς ἀδημονῶ νὰ τοὺς δῶ νὰ πνίγονται καὶ νὰ ἐξαφανίζονται κάτω ἀπὸ τοὺς τόννους σκόνης καὶ μπάζων ποὺ θὰ τοὺς καταπλακώσουν.
Καί, σήμερα, ἐπὶ τέλους, μετὰ ἀπὸ χρόνια, διαπιστώνω πὼς ἡ ἐν λόγῳ στιγμὴ πλησιάζει.
Ἐπὶ τέλους…

Φιλονόη 


Σημείωσις
Τί; Πονάει; Τς τς τς… Καί δέν πονᾶ καθημερινῶς ἡ λίγο λίγο σφαγή μας;

Τά «σκώτια» μας που καθημερινῶς κατατρώγονται δέν μᾶς στοιχίζουν σέ πόνο, αἷμα καί θυσίες; Ἔως πότε θά ἀντέχουμε; Δέν εἶναι φρονιμότερον καί καλλίτερον καί ἀναγκαιότερον τό νά ἀπαλλαγοῦμε ὁριστικῶς ἀπό ὅσα μᾶς δολοφονοῦν καθημερινῶς, ἀλλά λίγο λίγο;

Χανόμεθα ὡς χώρα κι ὡς Ἕλληνες;

Ἔως πότε θά μετροῦμε ἀπώλειες λόγῳ ἀδικίας κι ἀνικανότητος καί ἀσυνειδησίας;
Εἴπαμε… ὀλίγον ἔγκυος δὲν ὑπάρχει… Κατὰ τὴν αὐτὴν λογικὴ δὲν ὑπάρχει καὶ ὀλίγον δικαιοσύνη, ὀλίγον παιδεία, ὀλίγον ἐλευθερία. Ἤ ὅλα ἢ τίποτα.
Ἐὰν κάποιοι ἀρέσκονται, γιὰ τοὺς ὁποίους λόγους, στά, γεμάτα ἐκπτώσεις, προσωπικά τους βολέματα, κακῶς ἀντελήφθησαν. Τὸ Ὅλον εἶναι Ἀνάγκη πλέον καὶ κάθε ἀπομείωσίς του, σὲ ἐπίπεδον σκοποῦ, συνιστᾶ συμβιβασμὸ καί, κατ’ ἐπέκτασιν σαπίλα. Οἱ σαπίλες ὅμως ὁδηγοῦν σὲ χρόνιες μολύνσεις καὶ γάγγραινες. Στὶς γάγγραινες ἐπιβάλλεται ἡ ἀποκοπὴ τοῦ μεμολυσμένου τμήματος, πρὸ κειμένου νὰ διασωθῇ τὸ σῶμα καὶ νὰ ἐξακολουθήσῃ, ὑγειὲς πλέον, τὴν πορεία του.
Λέτε νά ἀποτελέσουν ἐξαίρεσιν οἱ ἐν λόγῳ συνένοχοι; Δὲν νομίζω…!!!


2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Βρε που ν αγιάσει το στόμα σου!

Αργύρης μυλωνας είπε...

Μπραβο για τις παρατηρησεις σου που προυποθετουν καρδια που οδηγει σε αυτην τη συλλογικη σου συνειδηση,και άξια για το μαρτυριο συνειδησης που ζεις και παλευεις