Γουίλιαμ Σόμερσετ Μομ , ο πολυταξιδεμένος συγγραφέας . Γεννήθηκε στην Βρετανική Πρεσβεία στο Παρίσι το
1874 και πέθανε επίσης στην Γαλλία, στη Νίκαια το 1967. Έζησε μια
κοσμοπολίτικη ζωή, ταξίδεψε σχεδόν σε όλη τη γη και θεωρείται ένας από
τους διάσημους υμνητές της φύσης και της περιπέτειας.
Όπως έλεγε "Κάθε προϊόν ενός καλλιτέχνη πρέπει να είναι η έκφραση μιας περιπέτειας της ψυχής του..." Οκτώ χρονών έχασε την μητέρα του και στα δέκα τον πατέρα του, τότε στάλθηκε να ζήσει σε έναν θείο του. Σπούδασε Ιατρική, έγινε γιατρός αλλά η μεγάλη του αγάπη ήταν το γράψιμο και όταν δημοσιεύτηκε το πρώτο του βιβλίο αποφάσισε να παρατήσει την ιατρική και άρχισε τα ταξίδια και αφιερώθηκε ολοκληρωτικά στο γράψιμο. Πάμε να χαθούμε στις σκέψεις ενός πολυταξιδεμένου..
"Μέσα από αυτά που έζησα κατάλαβα ότι η αγάπη που διαρκεί περισσότερο, είναι η αγάπη χωρίς ανταπόδοση. Είδα ανθρώπους να αναζητούν απεγνωσμένα την αναγνώριση. Μα έμεινα μακριά από αυτήν. Η κολακεία είναι σαν την κολόνια: προορίζεται για να τη μυρίζουμε κι όχι για να την καταπίνουμε. Είδα ανθρώπους που έδιναν σημασία στην κριτική και την γνώμη που είχαν οι άλλοι γι' αυτούς. Μα κατάλαβα ότι όταν οι άνθρωποι ζητούν να τους κριτικάρεις, αυτό που πραγματικά περιμένουν είναι να τους παινέψεις.
Όταν οι άνθρωποι δεν προσπαθούν να γνωρίσουν τον εαυτό τους τότε ζουν με την γνώμη των άλλων, χρειάζονται την υποστήριξη τους. Στηρίζονται στους άλλους και επιλέγουν τον εύκολο δρόμο που όμως τους αναγκάζει να χάσουν την αλήθεια τους και την ελευθερία τους. Το ίδιο ακριβώς ισχύει και με τα έθνη. Κάθε έθνος που θεωρεί πιο σημαντικές την ευκολία και την άνεση από την ελευθερία του, θα χάσει σύντομα την ελευθερία του. Και η ειρωνεία είναι, ότι σύντομα θα χάσει επίσης και τις ευκολίες και τις ανέσεις του..."
Όπως έλεγε "Κάθε προϊόν ενός καλλιτέχνη πρέπει να είναι η έκφραση μιας περιπέτειας της ψυχής του..." Οκτώ χρονών έχασε την μητέρα του και στα δέκα τον πατέρα του, τότε στάλθηκε να ζήσει σε έναν θείο του. Σπούδασε Ιατρική, έγινε γιατρός αλλά η μεγάλη του αγάπη ήταν το γράψιμο και όταν δημοσιεύτηκε το πρώτο του βιβλίο αποφάσισε να παρατήσει την ιατρική και άρχισε τα ταξίδια και αφιερώθηκε ολοκληρωτικά στο γράψιμο. Πάμε να χαθούμε στις σκέψεις ενός πολυταξιδεμένου..
"Μέσα από αυτά που έζησα κατάλαβα ότι η αγάπη που διαρκεί περισσότερο, είναι η αγάπη χωρίς ανταπόδοση. Είδα ανθρώπους να αναζητούν απεγνωσμένα την αναγνώριση. Μα έμεινα μακριά από αυτήν. Η κολακεία είναι σαν την κολόνια: προορίζεται για να τη μυρίζουμε κι όχι για να την καταπίνουμε. Είδα ανθρώπους που έδιναν σημασία στην κριτική και την γνώμη που είχαν οι άλλοι γι' αυτούς. Μα κατάλαβα ότι όταν οι άνθρωποι ζητούν να τους κριτικάρεις, αυτό που πραγματικά περιμένουν είναι να τους παινέψεις.
Όταν οι άνθρωποι δεν προσπαθούν να γνωρίσουν τον εαυτό τους τότε ζουν με την γνώμη των άλλων, χρειάζονται την υποστήριξη τους. Στηρίζονται στους άλλους και επιλέγουν τον εύκολο δρόμο που όμως τους αναγκάζει να χάσουν την αλήθεια τους και την ελευθερία τους. Το ίδιο ακριβώς ισχύει και με τα έθνη. Κάθε έθνος που θεωρεί πιο σημαντικές την ευκολία και την άνεση από την ελευθερία του, θα χάσει σύντομα την ελευθερία του. Και η ειρωνεία είναι, ότι σύντομα θα χάσει επίσης και τις ευκολίες και τις ανέσεις του..."
Ο Σόμερσετ Μομ είχε έναν ασυνήθιστο τρόπο να γράφει. Έπρεπε να βλέπει
έναν λευκό τοίχο για να αρχίσουν οι λέξεις να βγαίνουν προς τα έξω
(οποιαδήποτε άλλη θέα, ένιωθε πως του αποσπά την προσοχή). Θεωρούσε την
θέα ενός λευκού τοίχου σαν καμβά πάνω στον οποίο άρχιζαν να
ζωγραφίζονται οι ιδέες και οι εικόνες των βιβλίων του. Ένας λευκός
τοίχος που πίστευε ότι τον προστατεύει και τον προφυλάσσει από κάθε τι
αρνητικό και του έδινε έμπνευση. Άλλωστε ο ίδιος λευκός τοίχος ήταν
αυτός που έδωσε έμπνευση πολλά χρόνια νωρίτερα, το 1810, στον φιλόσοφο
Γκαίτε να εμπνευστεί την δική του "Θεωρία των χρωμάτων".
Όπως αναφέρει "Πίστευα κι εγώ την νευτώνια θεωρία μαζί με τον υπόλοιπο κόσμο ότι όλα τα χρώματα περιέχονται στο φως. Αλλά έμεινα έκπληκτος, καθώς κοιτούσα ένα λευκό τοίχο μέσα από το πρίσμα, και αυτός παρέμεινε λευκός! Μόνο όταν περνούσε πάνω από μια σκοτεινή περιοχή, έδειχνε κάποιο χρώμα, και στο τέλος γύρω από το περβάζι του παραθύρου έλαμπαν όλα τα χρώματα… Δεν άργησα να συνειδητοποιήσω ότι υπήρχε κάτι πιο σημαντικό σχετικά με το χρώμα, που περίμενε να ανακαλυφθεί..."
Και ήταν η φιλοσοφία και η ψυχολογία των χρωμάτων που ανακαλύφθηκε. Μια φιλοσοφία που επηρέασε μεγάλους ζωγράφους του 20ου αιώνα. Για παράδειγμα σύμφωνα με τον Γκαίτε το άσπρο είναι το μη χρώμα. Hχεί εσωτερικά σαν ένας μη ήχος, σαν παύση στη μουσική, γι’ αυτό και επενεργεί στον ψυχισμό μας σαν μια μεγάλη σιωπή, μια σιωπή όμως που δεν είναι νεκρή, αλλά γεμάτη δυνατότητες.
Όπως αναφέρει "Πίστευα κι εγώ την νευτώνια θεωρία μαζί με τον υπόλοιπο κόσμο ότι όλα τα χρώματα περιέχονται στο φως. Αλλά έμεινα έκπληκτος, καθώς κοιτούσα ένα λευκό τοίχο μέσα από το πρίσμα, και αυτός παρέμεινε λευκός! Μόνο όταν περνούσε πάνω από μια σκοτεινή περιοχή, έδειχνε κάποιο χρώμα, και στο τέλος γύρω από το περβάζι του παραθύρου έλαμπαν όλα τα χρώματα… Δεν άργησα να συνειδητοποιήσω ότι υπήρχε κάτι πιο σημαντικό σχετικά με το χρώμα, που περίμενε να ανακαλυφθεί..."
Και ήταν η φιλοσοφία και η ψυχολογία των χρωμάτων που ανακαλύφθηκε. Μια φιλοσοφία που επηρέασε μεγάλους ζωγράφους του 20ου αιώνα. Για παράδειγμα σύμφωνα με τον Γκαίτε το άσπρο είναι το μη χρώμα. Hχεί εσωτερικά σαν ένας μη ήχος, σαν παύση στη μουσική, γι’ αυτό και επενεργεί στον ψυχισμό μας σαν μια μεγάλη σιωπή, μια σιωπή όμως που δεν είναι νεκρή, αλλά γεμάτη δυνατότητες.
Ο Σόμερσετ Μομ γνώριζε την θεωρία του Γκαίτε και έγραφε πάντα μπροστά από έναν λευκό τοίχο τις ιστορίες του γεμάτες περιπέτειες και μακρινά ταξίδια. Όπως έλεγε: "Από τις απαρχές της ιστορίας, οι άνθρωποι συγκεντρώνονταν γύρω από υπαίθριες φωτιές ή στην αγορά για να ακούσουν ιστορίες. Αυτή η επιθυμία μοιάζει βαθιά ριζωμένη στην ανθρώπινη ύπαρξη. Ουδέποτε αποκρίθηκα ότι ήμουν κάτι άλλο πέρα από παραμυθάς. Χαίρομαι να αφηγούμαι ιστορίες και έχω πει πολλές. Δυστυχώς για μένα, η αφήγηση μιας ιστορίας χάριν της ιστορίας και μόνο αποδοκιμάζεται από τη διανόηση. Προσπαθώ να υπομείνω σθεναρά την κακοτυχία μου..."
Άλλωστε πίστευε πως "Μπορείς να κάνεις τα πάντα σ’ αυτόν τον κόσμο, αν είσαι προετοιμασμένος να αντιμετωπίσεις τις συνέπειες... Ποτέ δεν θα ήθελα να πνιγώ μέσα στην τελειότητα που με συμβουλεύουν πάντα οι άλλοι να ζω. Η τελειότητα έχει ένα σοβαρό μειονέκτημα: έχει την τάση να είναι βαρετή... Όσο μεγαλώνει κανείς, γίνεται πιο σιωπηλός. Στη νιότη του είναι έτοιμος να χυθεί στον κόσμο, νιώθει μια έντονη συντροφικότητα με τους άλλους ανθρώπους, θέλει να ριχτεί στην αγκαλιά τους και πιστεύει ότι θα δεχτεί κι αυτός αγκαλιές. Θέλει να ανοίξει τον εαυτό του στους ανθρώπους, έτσι ώστε να μπορεί να κάνει έναν από αυτούς δικό του, θέλει να εισχωρήσει μέσα τους.... Όμως σταδιακά η δύναμη που ένιωθε να τα κάνει όλα αυτά, τον εγκαταλείπει. Τότε ίσως τοποθετεί όλη του την αγάπη, όλη του την ικανότητα να διαστέλλεται, σε ένα μόνο πρόσωπο.... Όμως λίγο – λίγο αντιλαμβάνεται ότι κι αυτό είναι αδύνατον.... Τότε κανείς κλείνεται στον εαυτό του και φτιάχνει έναν δικό του κόσμο μέσα στη σιωπή του, τον οποίο κρατάει μακρά από κάθε ψυχή ζώσα…" Μα ακόμα κι έτσι πάντα ένας λευκός τοίχος θα του δίνει την έμπνευση να μοιραστεί τις ιστορίες του. Μέσα από ένα βιβλίο..
"Τα βιβλία είναι σαν τις μέλισσες που μεταφέρουν τη γύρη της γονιμοποίησης από το ένα μυαλό στο άλλο.." Και οι ιστορίες τους έχουν πάντα να μας μάθουν και να μας διδάξουν κάτι για την ζωή. Όπως η επόμενη για έναν λευκό τοίχο νοσοκομείου: Κάποτε δύο άγνωστοι μεταξύ τους άνθρωποι αρρώστησαν και μπήκαν στο νοσοκομείο. Τους έβαλαν σε διαφορετικά δωμάτια ωστόσο η πόρτα ήταν ανοιχτή και έτσι μπορούσαν να μιλάνε και να ακούνε ο ένας τον άλλο. Ζήτησε ο πρώτος που τον είχαν σε ένα σκοτεινό δωμάτιο χωρίς παράθυρο να του πει ο δεύτερος αν εκείνος είχε παράθυρο στο δωμάτιό του. Του είπε πως είχε..
Πέρασαν μέρες δύσκολες στα κρεβάτια τους να συζητάνε και κάποια στιγμή ο πρώτος ζήτησε απελπισμένα από τον δεύτερο να του περιγράψει τι βλέπει από το παράθυρο του. Ο Δεύτερος ξεκίνησε να του περιγράφει την θέα ενός όμορφου πάρκου που υπήρχε έξω από το παράθυρο. Το ίδιο συνεχίστηκε για αρκετές μέρες. Του περιέγραφε παρελάσεις και γιορτές που έβλεπε, μουσικές και χορούς, φωτεινές μέρες και όλη την ομορφιά του έξω κόσμου. Σιγά σιγά ο πρώτος άνθρωπος άρχισε να ζηλεύει και να σκέφτεται με ποιο τρόπο θα μπορούσε να πάει εκείνος σε αυτό το δωμάτιο. Άρχισε μάλιστα να αποφεύγει την συζήτηση με τον φίλο του πλέον και έγινε πολύ σιωπηλός και σκληρός, του είπε να σταματήσουν τις συζητήσεις γιατί θέλει την ησυχία του. Και κάποια μέρα δεν άντεξε και ζήτησε από την νοσοκόμα να αλλάξει δωμάτιο και να πάει σε αυτό που ήταν ο φίλος του για να έχει πλέον αυτός τη θέα από το παράθυρο αφού όπως είπε δεν ήταν δίκαιο να είναι τόσες μέρες ο φίλος του σε δωμάτιο με θέα ενώ αυτός ήταν σε ένα σκοτεινό δωμάτιο.
Τότε η νοσοκόμα του είπε "μα ούτε το άλλο δωμάτιο έχει παράθυρο κύριε. Έχει μόνο έναν λευκό τοίχο όπως και το δικό σας.." Ο άνθρωπος σοκαρίστηκε και την ρώτησε γιατί ο άνθρωπος που ήταν δίπλα του έλεγε ότι έχει παράθυρο με θέα και μάλιστα του περιέγραφε τόσες εικόνες από τον έξω κόσμο; Η νοσοκόμα του απάντησε "Ο άνθρωπος δίπλα είναι τυφλός. Δεν μπορεί να δει καν τον τοίχο, ίσως ήθελε να σας ενθαρρύνει..."
Κάπως έτσι ίσως μάθουμε ότι αν ζούμε μια ζωή βασανίζοντας τον εαυτό μας για το τι έχουν οι άλλοι, ζηλεύοντας και ποθώντας την ευτυχία που πιστεύουμε ότι έχουν, πιθανότατα να χάσουμε τη χαρά του να γίνουμε αποδέκτες αυτών που θέλουν να μας δώσουν με αληθινή αγάπη...
Ήθελα να `μαι η αφή στην άκρη των δακτύλων σου
ό, τι αγγίζεις να `χει κάτι κι από μένα
να `μαι τη νύχτα η φωνή χαμένων φίλων σου
που λεν τραγούδια παλιά κι αγαπημένα
Ήθελα να `μαι εισιτήριο στην τσέπη σου
όταν σε μένα ταξιδεύει η σκέψη σου
ήθελα να `μαι εισιτήριο στην τσέπη σου
όταν σε μένα ταξιδεύει η σκέψη σου
Ήθελα να `μαι η σκιά στην άκρη των βλεφάρων σου
η μόνη λέξη στο παραμιλητό σου
να `μαι η πρώτη ρουφηξιά απ’ το τσιγάρο σου
κι η τελευταία η γουλιά απ’ το ποτό σου
Ήθελα να `μαι εισιτήριο στην τσέπη σου
όταν σε μένα ταξιδεύει η σκέψη σου
ήθελα να `μαι εισιτήριο στην τσέπη σου
όταν σε μένα ταξιδεύει η σκέψη σου
Θα `θελα να `μαι αστραπή που σβήνει μες στο βλέμμα σου
πάνω στο χέρι η τυχερή γραμμή σου
να `μαι κρυμμένος πυρετός μέσα στο αίμα σου
για να ξυπνάω τις φωτιές μες στο κορμί σου
Ήθελα να `μαι εισιτήριο στην τσέπη σου
όταν σε μένα ταξιδεύει η σκέψη σου
ήθελα να `μαι εισιτήριο στην τσέπη σου
όταν σε μένα ταξιδεύει η σκέψη σου
ό, τι αγγίζεις να `χει κάτι κι από μένα
να `μαι τη νύχτα η φωνή χαμένων φίλων σου
που λεν τραγούδια παλιά κι αγαπημένα
Ήθελα να `μαι εισιτήριο στην τσέπη σου
όταν σε μένα ταξιδεύει η σκέψη σου
ήθελα να `μαι εισιτήριο στην τσέπη σου
όταν σε μένα ταξιδεύει η σκέψη σου
Ήθελα να `μαι η σκιά στην άκρη των βλεφάρων σου
η μόνη λέξη στο παραμιλητό σου
να `μαι η πρώτη ρουφηξιά απ’ το τσιγάρο σου
κι η τελευταία η γουλιά απ’ το ποτό σου
Ήθελα να `μαι εισιτήριο στην τσέπη σου
όταν σε μένα ταξιδεύει η σκέψη σου
ήθελα να `μαι εισιτήριο στην τσέπη σου
όταν σε μένα ταξιδεύει η σκέψη σου
Θα `θελα να `μαι αστραπή που σβήνει μες στο βλέμμα σου
πάνω στο χέρι η τυχερή γραμμή σου
να `μαι κρυμμένος πυρετός μέσα στο αίμα σου
για να ξυπνάω τις φωτιές μες στο κορμί σου
Ήθελα να `μαι εισιτήριο στην τσέπη σου
όταν σε μένα ταξιδεύει η σκέψη σου
ήθελα να `μαι εισιτήριο στην τσέπη σου
όταν σε μένα ταξιδεύει η σκέψη σου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου