Κάθε χρόνο μετά το
1991 τελείται κάθε 28η Οκτωβρίου στην Βόρεια Ήπειρο ο επίσημος
εορτασμός της Ελληνικής Εθνικής Μειονότητας που γίνεται στο στρατιωτικό
κοιμητήρι, στο χωριό Βουλιαράτες, με την παρουσία των Αρχών, του πρέσβη της
Ελλάδας και του Έλληνα προξένου στο Αργυρόκαστρο. Μια ομάδα ανθρώπων που
αγωνίζονται ενάντια στη λήθη επισκέπτονται την περιοχή από το 1991 μέχρι
σήμερα. Η συγγραφέας Σταματία
Καραγεωργίου μέλος της ομάδας προσκυνήματος
μας παραχωρεί συνέντευξη για την “Ορθόδοξη Αλήθεια” και ξεκινά κάνοντας
μια αναδρομή στο μακρινό παρελθόν:
«Ομολογώ ότι πριν
ασχοληθώ με το ζήτημα, υπήρξα το ίδιο ανιστόρητη με τους υπόλοιπους Έλληνες.
Σήμερα μαθαίνουμε ότι “Ήπειρος” είναι το κομμάτι γης που εκτείνεται από τον
Αμβρακικό κόλπο μέχρι λίγο πιο πάνω από τα Ιωάννινα. Όποιος έχει αυτή την άποψη,
ας γνωρίζει τουλάχιστον ότι μαζί του διαφωνεί ο Θουκιδίδης (5ος
π.Χ.), ο Στράβων (1ος π.Χ), ο Προκόπιος (6ος π.Χ), ο
Σκύλαξ (6ος π.Χ), ο Εκαταίος (6ος π.Χ), ο Αριστοτέλης (4ος
π.Χ), ο Διονύσιος ο Περιηγητής (1ος π.Χ) και γενικά ένα σωρό
ιστορικοί, γεωγράφοι, περιηγητές από τον 8ο περίπου αι π.Χ. μέχρι τα
τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου αι. μ.Χ. Δηλαδή από
πάντα μέχρι πρόσφατα.
Κατ’ αυτούς
“Ήπειρος” είναι η “Άπειρος χώρα”, που εκτείνεται από τον Αμβρακικό κόλπο μέχρι
τον Γενούσο ποταμό που σήμερα ονομάζεται Σκουμπίνι και βρίσκεται στο ύψος του
Δυρραχίου, παράλληλα προς την αρχαία Εγνατία οδό. Αυτός ο χώρος δεν είναι
ενιαίος μόνο γεωγραφικά, αλλά και εθνολογικά, αφού κατοικούνταν από ελληνικά
φύλα, Χάονες, Μολοσσούς, Πελασγούς -αναφέρω τα πιο πολυπληθή από τα 24 ελληνικά
φύλα της Ηπείρου- που εδραίωσαν ελληνικό πολιτισμό, και ίδρυσαν πόλεις που και
μόνο τα ονόματά τους δεν αφήνουν καμία αμφιβολία γι’ αυτό. Απολλωνία, Φοινίκη,
Αντιπάτρεια, Βουθρωτό, Επίδαμνος, Χίμαιρα, Αντιγόνεια είναι μόνο μερικές.»
Πώς φτάσαμε όμως σε
Βόρεια και Νότια Ήπειρο; H
συγγραφέας που έχει γράψει ιστορική λογοτεχνία για την Β. Ήπειρο μας απαντά:
«Με παραχώρηση
εδαφών, που από το 1912 και μετά 3 φορές απελευθερώθηκαν από ελληνικό στρατό κι
άλλες τόσες παραχωρήθηκαν στο διπλωματικό τραπέζι. Η διχοτόμηση της μιας κι
ενιαίας Ηπείρου επιβλήθηκε με το Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας στα 1913 από τις
Μεγάλες Δυνάμεις για την προστασία των συμφερόντων τους.
Δεν έχουμε χρόνο να
αναλύσουμε το θέμα αυτό ή τον Αυτονομιακό Αγώνα των Ηπειρωτών στα 1914. Ας
τονίσουμε, ωστόσο, ότι το έπος του ‘40 που γιορτάζουμε με μεγάλη λαμπρότητα
-και καλά κάνουμε- δεν είναι μια αυτόνομη σελίδα της ιστορίας μας. Είναι η 3η
απελευθέρωση της Β. Ηπείρου από ελληνικό στρατό, που μπαίνοντας στο
Αργυρόκαστρο, την Κορυτσά, τη Χιμάρα, βρήκε τις πόλεις σημαιοστολισμένες με
γαλανόλευκες και τον κόσμο να τον υποδέχεται πανηγυρίζοντας με ενθουσιασμό.
Δυστυχώς δεν έχουμε χρόνο να μιλήσουμε ούτε για τους λόγους και τις συνθήκες
που ανάγκασαν τους Βορειοηπειρώτες να ξαναθάψουν στα μπαούλα τις γαλανόλευκες
και να θαφτούν κι οι ίδιοι στα μπαούλα της Ιστορίας. Πρέπει, λοιπόν, να σας
ευχαριστήσω για το ενδιαφέρον σας και τη συμβολή σας να τους βγάλουμε επιτέλους
από το μπαούλο και να θυμηθούμε ότι οι αδελφοί μας Έλληνες της Β. Ηπείρου είναι
η πρώτη μειονότητα στην Ευρώπη που αναγνωρίστηκε επίσημα ως ΕΘΝΙΚΗ ΜΕΙΟΝΟΤΗΤΑ
-η μοναδική εθνική μειονότητα που στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ΔΕΝ συνεργάστηκε με
τον φασισμό- κι όμως, ακόμα δεν απολαμβάνει τα δικαιώματα που προβλέπουν οι
διεθνείς συμβάσεις, τις οποίες η Αλβανία έχει αποδεχθεί».
O λαός
στην Β. Ήπειρο σήμερα βιώνει την εθνική εορτή και επεξεργάζεται τη μνήμη και
δεν θέλει να νιώθει ότι είναι διασπασμένος. Η κ. Καραγεωργίου, στις περιηγήσεις
της και στην επαφή της με τους ανθρώπους εκεί διαπιστώνει:
«Ξέρετε, ακόμα κι
αν εμείς τους εγκαταλείψαμε και τους ξεχάσαμε, αυτοί δεν μας ξέχασαν.
Μέχρι
πρόσφατα, μέχρι δηλαδή τα χρόνια που ζούσε ακόμη η γενιά που βίωσε το έπος του
1940, στα χωριά της Βορείου Ηπείρου δεν υπήρχε τίποτε πιο συγκινητικό από το να
σε πάρει απαλά απ’ το χέρι μια γιαγιά με την παραδοσιακή κατάλευκη δροπολίτικη1
μαντήλα και να σε πάει ως το κοιμητήρι ή το πιο πέρα χωράφι ή ακόμα και την
αυλή του σπιτιού της για να σου δείξει το μνήμα ενός ή και περισσότερων Ελλήνων
και να σε βεβαιώσει ότι όλα αυτά τα σιδερένια χρόνια που έζησε, φρόντιζε κρυφά
το μνήμα αυτό, σαν να ’ταν δικού της παιδιού. Γιατί αυτό το παιδί έδωσε τη ζωή
του για την Ελλάδα. Κι εκείνη του άναβε κερί σαν μάνα στη θέση της μάνας του,
που δεν μπορούσε να περάσει τα ηλεκτροφόρα συρματοπλέγματα και να ‘ρθει. Και
ξέρετε ακόμα, ευχή αυτών των αυτόκλητων μανάδων ήταν να ζήσουν μέχρι να βρουν
έναν Έλληνα για να του δείξουν το μνήμα, μην πεθάνουν και χαθεί ο τόπος. Τα
μνήματα των Ελλήνων πεσόντων κατά την δικτατορία του Ενβέρ Χότζα ήταν ο
μοναδικός τους σύνδεσμος με την μητέρα πατρίδα, γι’ αυτό φύλαγαν τις τοποθεσίες
στη μνήμη σαν κόρη οφθαλμού. Γι’ αυτό πήγαιναν κρυφά, τα βράδια, ν’ αποθέσουν
ένα αναμμένο καντήλι ή να θάψουν εκεί τα τσόφλια των αυγών που έβαφαν κρυφά τις
Πασχαλιές.
Κάθε φορά που τους
ρωτάμε “τι θέλετε από μας τους Ελλαδίτες” μας λένε: “να ’ρχεστε να σας
βλέπουμε. Να νιώθουμε ότι δεν μας ξεχάσατε.”
Γι’ αυτό θεωρούμε
χρέος μας -τουλάχιστον- τις εθνικές και τις θρησκευτικές εορτές να τις περνάμε
μαζί τους. Γιατί αυτοί οι Έλληνες, κι αν ζουν εκτός συνόρων, δεν είναι
μετανάστες, δεν είναι πρόσφυγες, είναι αυτόχθονες, υπάρχουν εδώ και 3000
χρόνια.
Ιδιαίτερα την 28η
Οκτωβρίου τους το χρωστάμε. Η λαμπρή νίκη δεν θα είχε συντελεστεί αν δεν
υπήρχαν οι Έλληνες βορειοηπειρώτες. Ο στρατός θα ήταν αδύνατον να διεισδύσει σε
βάθος 50-60 χιλιομέτρων αν, από την άλλη πλευρά των συνόρων δεν υπήρχε ένας
τόσο συμπαγής φιλικός και υποστηρικτικός πληθυσμός. Είναι αυτοί που έγιναν
οδηγοί, σύνδεσμοι, κομιστές πληροφοριών. Είναι αυτοί που κουβάλησαν οβίδες,
άνοιξαν περάσματα στο χιόνι, καθάρισαν δρόμους, τάισαν και ζέσταναν τον έλληνα
φαντάρο, τον περιέθαλψαν κι όταν χρειάστηκε τον έθαψαν, τις πιο πολλές φορές
κρυφά.
Η συγκεκριμένη
γιορτή παίρνει άλλη διάσταση όταν πατάς τα χώματα όπου έγιναν οι μάχες, όταν
ακουμπάς ένα λουλούδι στους τάφους των ηρώων.»
Σήμερα μετά από
πολυετείς προσπάθειες η ελληνική πλευρά
πανηγύρισε ως επιτυχία ότι επετράπη η ταφή 573 πεσόντων αυτές τις μέρες. Η κ.
Καραγεωργίου ωστόσο αντιδρά:
«Μέχρι πρόσφατα η
Αλβανία δεν είχε πράξει το αυτονόητο. Δεν είχε αναγνωρίσει στους 8.000 νεκρούς
μας το δικαίωμα αξιοπρεπούς ταφής και απόδοσης τιμής. Πριν από λίγο καιρό και
μετά από πολυετείς προσπάθειες, αναγνώρισε -εκτός από το στρατιωτικό κοιμητήριο
στο χωριό Βουλιαράτες του Αργυροκάστρου- κι ένα δεύτερο κοιμητήριο στην περιοχή
Κλεισούρας που έγινε με πρωτοβουλία και έξοδα της Αρχιεπισκοπής, και επέτρεψε αυτές τις μέρες την ταφή 573
πεσόντων. Η ελληνική πλευρά πανηγύρισε το γεγονός ως διπλωματική επιτυχία.
Προσωπικά δεν κατανοώ τι πανηγυρίσαμε: το αυτονόητο που θα έπρεπε να έχει γίνει
από το 1945 ή το ότι 70 χρόνια μετά ΔΕΝ υπάρχει ακόμα αντίστοιχο κοιμητήριο
στην Κορυτσά ή στη Χιμάρα;
Κατά τα χρόνια της
δικτατορίας του Ενβέρ Χότζα και η κρυφή σκέψη ακόμα προσέγγισης στον χώρο, αντιμετωπιζόταν
ως ποινικό αδίκημα. Άλλωστε, το κοιμητήριο είχε καταστραφεί από μπουλντόζες.
Ωστόσο, “όπου Θεός βούλεται, νικάται φύσεως τάξις”. Ο Δημήτριος Μπάκος ήταν απλά ένας κάτοικος του
χωριού, που αποφάσισε να αντισταθεί στον αφανισμό με τον τρόπο που μπορούσε. Σ’
ένα απλό χαρτί, μ’ ένα κοινό μολύβι, έκανε ένα πρόχειρο σχεδιάγραμμα των τάφων
και σημείωσε τα ονόματα των στρατιωτών ένα προς ένα. Όσο ζούσε, φύλαξε και τον
τόπο και το χαρτί. Λίγο πριν πεθάνει, κρυφά και μυστικά, έδωσε στα παιδιά του το
σχεδιάγραμμα με ευχή και κατάρα να το παραδώσουν μονάχα σε χέρι ελληνικό. Αυτό
το πρόχειρο σχέδιο παραδόθηκε αργότερα στον έλληνα πρόξενο Αργυροκάστρου κι
αποτέλεσε τη βάση για την αποκατάσταση του Κοιμητηρίου στη σημερινή του μορφή.
Στον χώρο αυτό,
γύρω απ’ το εκκλησάκι της Αγίας Σκέπης, μετά τη δοξολογία, καταθέτουμε στεφάνια
και παρακολουθούμε τη γιορτή που ετοιμάζουν τα παιδιά της περιοχής.
Στον χώρο αυτό,
μαζί με αυτά των ηρώων του πολέμου, έχει προστεθεί και το μνήμα του Δημήτρη
Μπάκου, για να παραμένει εκεί αιώνιος αυτόκλητος φύλακας και προστάτης.
Μια τεράστια
ελληνική σημαία, άλλοτε πάνω στην πλαγιά του βουνού κι άλλοτε πάνω σε κτίριο
του χωριού, σε ανύποπτο χρόνο ξεφυτρώνει από τη νεολαία που με τον τρόπο αυτό
θέλει να δηλώσει την ταυτότητά της, την
ίδια την ψυχή της».
Ο Βορειοηπειρώτης
ποιητής Νίκος Κατσαλίδας γράφει για την αυτόκλητη Βορειοηπειρώτισσα μάνα την
Μπαλάντα του σκοτωμένου στρατιώτη:
Βαρύς χειμώνας ήταν
γιέ, το χιόνι ως το γόνα.
Θρηνούσα εγώ στον
τάφο σου και πλάι μια τριγόνα.
Η μάνα σου είναι
μακριά και τι μπορεί να κάνει;
Στη θέση της
μανούλας σου σου πλέκω εγώ στεφάνι.
Και κάθε νύχτα ένα
κερί λιώνει στη κεφαλή σου
Έρχομαι και τα’
ανάβω εγώ, λεβεντονιέ, κοιμίσου.
Ας μην το ξέρει η
μάνα σου, δω κάτω στην κοιλάδα
Θρηνούμ’ εμείς για τα
παιδιά που χάθηκαν, Ελλάδα.
Και κάθε άνοιξη σαν
μπει, αλήθεια, είναι μυστήριο
Να δεις τις
Δροπολίτισσες βουβές στο κοιμητήριο
Να συντηρούν τους
τάφους σας στα νυφικά ντυμένες,
Σα ναν’ θεές
φανταχτερές, αρχαίες, αραδιασμένες.
Πέρασαν χρόνια
δίσεχτα, με χείμαρρους και λάκκους
Και κανενός δεν το’
λεγα γιατ’ είχε βρυκολάκους
Με το Βαγγέλιο των
ανθών καθ’ άνοιξη, παιδί μου,
Περνούσα μπρος σου
κι έψελα τον εθνικό μας ύμνο
Κι έλεγα: θα’ρθει η
Ανάσταση, στον τάφο σου τα βράδια.
Δεν μας ξεχνά η
πολύπαθη, η μάνα μας Ελλάδα!
1 Δρόπολη ή Δρυινούπολη
ονομάζεται ο κάμπος του Αργυροκάστρου που διαρρέεται από τον ποταμό Δρίνο. Οι
γυναίκες της περιοχής φορούσαν άσπρη μαντήλα που την έδεναν με έναν τρόπο
μοναδικό, που δεν έχω δει πουθενά αλλού. (Σήμερα οι γυναίκες που ντύνονταν
παραδοσιακά δυστυχώς έχουν εκλείψει. Εγώ τις πρόλαβα.)
…..
Σοφία Χατζή
δημοσιεύθηκε στην
εβδομαδιαία εφημερίδα
ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΑΛΗΘΕΙΑ
στις 24.10.2018
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου