Παρασκευή 26 Οκτωβρίου 2018

Η ΣΩΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ

Η εικόνα ίσως περιέχει: ωκεανός, ουρανός, σύννεφο και υπαίθριες δραστηριότητες


Αποτέλεσμα εικόνας για Λέοντα Τολστόι. Ταξιδεύουμε λίγα χιλιόμετρα έξω από τη Μόσχα στη Ρωσία, στο μαγικό παραμυθένιο μέρος Γιάσναγια Πολιάνα που σημαίνει "Φωτεινό ξέφωτο". Εκεί υπάρχει ακόμα το σπίτι του μεγάλου Ρώσου συγγραφέα Λέοντα Τολστόι. Εκεί γεννήθηκε, έγραψε το Πόλεμος και Ειρήνη και την Άννα Καρένινα και εκεί είναι και η τελευταία του κατοικία.
Ο Τολστόι αποκαλούσε αυτό το μέρος "το απροσπέλαστο λογοτεχνικό οχυρό μου". Εκεί έγραψε και άφησε υπέροχες σκέψεις και φιλοσοφίες. Όπως έλεγε "Ευτυχία δεν είναι να κάνεις πάντα αυτό που θέλεις, αλλά να θέλεις πάντα αυτό που κάνεις... Γιατί ένας από τους πιο κοινούς πειρασμούς ο οποίος όμως οδηγεί στις μεγάλες συμφορές είναι ο πειρασμός των λέξεων: «Όλοι έτσι κάνουν». Τρία πράγματα χαρακτηρίζουν το σοφό άνθρωπο: Πρώτο, κάνει ο ίδιος αυτά που συμβουλεύει τους άλλους να κάνουν. Δεύτερο, δεν κάνει τίποτα που να αντιβαίνει στην αλήθεια. Τρίτον, είναι υπομονετικός με τις αδυναμίες των άλλων. Ας ξεκινήσουμε λοιπόν από τον εαυτό μας. Τα μεγάλα προβλήματα ξεκινούν γιατί όλοι θέλουμε να αλλάξουμε τον κόσμο, αλλά κανένας δεν θέλει να αλλάξει τον εαυτό του.."
Το ίδιο έκανε και ο ίδιος όταν πλέον ήταν διάσημος και απολάμβανε την κοσμική ζωή της Μόσχας. Μια μέρα αποφασίζει να αλλάξει ζωή, εγκαταλείπει την κοσμική ζωή και φεύγει στο χωριό, στο σπίτι που αγάπησε. Δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι η αγροτική ζωή τον ενδιέφερε περισσότερο από τη λογοτεχνία αλλά δεν ήταν έτσι. Έκανε όλες τις αγροτικές εργασίες, θέριζε, όργωνε αλλά συγχρόνως μάθαινε αρχαία ελληνικά και εβραϊκά, διάβαζε κινέζους σοφούς, επιδίωκε να κυκλοφορεί με ποδήλατο. Ποτέ δεν κλεινόταν στο δικό του καβούκι. Φρόντιζε χωρικούς, στρατιώτες, άστεγους.
Την εποχή του λιμού στις κεντρικές περιφέρειες, συγκέντρωνε χρήματα υπέρ των πασχόντων. Άνθρωποι που υπέφεραν, έφταναν στην Γιάσναγια Πολιάνα απ' όλη την χώρα. Ήξεραν ότι ο Τολστόι θα τους βοηθήσει. Μα το πιο σπουδαίο είναι ότι δίδασκε τα παιδιά των χωρικών. Είναι λιγότερο γνωστός σαν δάσκαλος και δεν έχουν γραφτεί πολλά για την αφοσίωσή του στην Παιδεία. Κι όμως το σχολείο του Τολστόι είχε ιδιότυπη οργάνωση. Δεν υπήρχαν καθόλου βιβλία, τετράδια και εργασίες κατ' οίκον. Πήγαινε με τα παιδιά στο δάσος, και εκεί συζητούσαν για τη ζωή, τους έλεγε ιστορίες, απαντούσε στις ερωτήσεις τους.
Ήταν δημιουργός μιας εντελώς καινούργιας μεθόδου διδασκαλίας για παιδιά, ενώ έγραψε και το «Αλφαβητάρι», μια ανθολογία, η οποία συγκέντρωσε εκείνα τα έργα που, κατά τη γνώμη του, αποτελούσαν το αναγκαίο ανάγνωσμα κάθε παιδιού στη Ρωσία του 19ου αιώνα. Είχε μαζέψει από τα παιδιά ενός ράφτη, μέχρι αυτά του αυτοκράτορα. Αυτή ήταν η κύρια ιδέα του Τολστόι. Η ένωση όλων των παιδιών σε ένα κοινό πνευματικό μέλλον. Το σχολείο της Γιάσναγια Πολιάνα εγκαινιάστηκε το 1859. Δεν είχε κτίρια. Τα παιδιά παρακολουθούσαν τα μαθήματα στο φυλάκιο της εισόδου, στο κτήμα, καθώς και στο κτίριο, όπου ζούσαν οι ίδιοι οι Τολστόι, καθώς και στη πτέρυγα δίπλα τους.
Η διδασκαλία πραγματοποιούνταν από φοιτητές, τους οποίους ο Τολστόι βρήκε στη Μόσχα, και από τον ίδιο αλλά και την γυναίκα του. Προκειμένου να διευρύνει τις γνώσεις του γύρω από το διδακτικό έργο, ο Τολστόι ταξίδεψε στην Ευρώπη, και μελέτησε τα συστήματα διδασκαλίας. Ακόμη και τώρα, στο σπίτι του στην Γιάσναγια Πολιάνα μπορεί κανείς να δει εργαλεία, αρκετά σύνθετα για την εποχή τους, όπως ένα μικροσκόπιο. Και όλα αυτά τα εκθέματα ήταν εισηγμένα από το εξωτερικό. Τα παιδιά μελετούσαν τις τροχιές των ουράνιων σωμάτων, τις βάσεις της Φυσικής, της Χημείας, των Μαθηματικών, της Γεωμετρίας. Και φυσικά, τον μεγαλύτερο ρόλο είχε η Λογοτεχνία.
Ο Τολστόι δημιούργησε τρία “Αλφαβητάρια”, έχοντας αφιερώσει μερικά χρόνια ζωής σ' αυτά. Κάποια διηγήματα έχουν γραφτεί ειδικά για να μπουν στο «Αλφαβητάρι». Μια από τις ιστορίες που είχε γράψει ήταν και το παραμύθι για τον βασιλιά και το πουκάμισο. "Μια φορά κι έναν καιρό αρρώστησε ένας βασιλιάς. Και τότε είπε: «Δίνω το μισό μου βασίλειο σ' αυτόν που θα με κάνει καλά.» Μαζεύτηκαν τότε όλοι οι σοφοί του βασιλείου κι άρχισαν να συλλογιούνται πώς θα γιάνουν το βασιλιά. Σκέφτηκαν, σκέφτηκαν, τίποτε δεν μπορούσαν να σκεφτούν. Μόνο ένας σοφός είπε πως θα μπορούσε να γιατρευτεί ο βασιλιάς: «Άμα βρείτε σ' όλο το βασίλειο έναν άνθρωπο ευτυχισμένο, βγάλτε του το πουκάμισο και φορέστε το στο βασιλιά. Και τότε, ο βασιλιάς θα γίνει καλά.»
Ο βασιλιάς έστειλε αμέσως ανθρώπους του σ' όλο το βασίλειο για να βρούνε έναν άνθρωπο ευτυχισμένο. Αλλά δεν μπόρεσαν να βρούνε κανέναν. Δεν υπήρχε κανείς που να 'ναι ευχαριστημένος. Άλλος ήταν πλούσιος αλλά άρρωστος. Άλλος ήταν γερός αλλά φτωχός. Άλλος ήταν και πλούσιος και γερός, αλλά η γυναίκα του ήταν κακιά. Αλλουνού πάλι τα παιδιά δεν ήταν καλά. Όλοι για κάτι παραπονιόταν. Μια μέρα, αργά το βράδυ, ο γιος του βασιλιά βάδιζε πλάι σ' ένα καλυβάκι. Κι εκεί που πήγαινε, ακούει κάποιον από μέσα να λέει: «Δόξα τω Θεώ, δούλεψα σήμερα γερά, χόρτασα και τώρα θα ξαπλώσω να κοιμηθώ. Τί άλλο μου χρειάζεται;» Το βασιλόπουλο χάρηκε, διέταξε τους ανθρώπους της συνοδείας του να βγάλουν απ' αυτόν τον άνθρωπο το πουκάμισο, να του δώσουν όσα λεφτά ζητήσει, και το πουκάμισο να το πάνε τρέχοντας στο βασιλιά. Μπήκανε λοιπόν οι άνθρωποι του βασιλόπουλου στο καλυβάκι του ευτυχισμένου και θέλανε να του πάρουν το πουκάμισο. Αλλά ο ευτυχισμένος μας ήτανε τόσο φτωχός που δεν είχε μήτε πουκάμισο..."
Μοναδική είναι και η παρομοίωση του για την ζωή ενός ανθρώπου με ένα κλάσμα. Έλεγε ότι "Ο άνθρωπος μοιάζει με κλάσμα όπου ο αριθμητής είναι ο πραγματικός εαυτός του και ο παρονομαστής η ιδέα που έχει για τον εαυτό του. Όσο μεγαλύτερος ο παρονομαστής, τόσο μικρότερη η αξία του κλάσματος. Και όσο ο παρανομαστής διογκώνεται προς το άπειρο, τόσο το κλάσμα τείνει προς το μηδέν..
Οι άνθρωποι είναι πλάσματα παράξενα, φαίνονται τόσο σκληροί κλεισμένοι στο καβούκι τους. Μιλούν για τις ανομίες της εξουσίας, για τα βάσανα των αναξιοπαθούντων, για τη φτώχεια που μαστίζει το λαό, κατηγορούν τους άλλους, θυμώνουν και γίνονται θηρία ανήμερα όμως στα μάτια τους όλη την ώρα της θερμής κουβέντας τους πλανιέται ασταμάτητα ένα βουβό ερώτημα: «Θα μπορούσες να μ’ αγαπήσεις;».."


Της εξοχής τα πρωινά
θα τα βρούμε ξανά
αγκαλιά στο κρεβάτι
και δεν πειράζει που τόσο νωρίς
θα κοιτάμε χωρίς
να γυρεύουμε κάτι.

Της σιγουριάς τα υλικά
είναι λόγια γλυκά
σε κασέτες γραμμένα
γι’ αυτά που ήρθανε τόσο αργά
μα τα πήρε η καρδιά
με τα χέρια ανοιγμένα.

Η Σωτηρία της ψυχής
είναι πολύ μεγάλο πράγμα
σαν ταξιδάκι αναψυχής
μ’ ένα κρυμμένο τραύμα.

Μια παραλία ερημική
και ν’ απλώναμε εκεί
της ζωής μας το βήμα
και δεν πειράζει που τόσα φιλιά
πριν να γίνουν παλιά
θα τα πάρει το κύμα.

Κι εκεί στην άκρη της γραμμής
θα χαρίζουμε εμείς
τα παλιά μας κομμάτια
σ’ αυτά που ήτανε τόσο μικρά
μα που ρίχναν σκια
για να μοιάζουν παλάτια.

Δεν υπάρχουν σχόλια: