Τὸ Θαβώριο Φῶς. «Ἰδοὺ
νεφέλη φωτεινὴ ἐπεσκίασεν αὐτούς, καὶ ἰδοὺ φωνὴ ἐκ τῆς νεφέλης λέγουσα·
οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ εὐδόκησα· αὐτοῦ ἀκούετε» (Ματθ.
ιζ’ 5, Μάρκ. θ’ 7, Λουκ. θ’ 35).
Σήμερα, μὲ τὴν εὐκαιρία τῆς μεγάλης πανηγύρεως τῆς Ἐκκλησίας, πανηγύρεως ἡ ὁποία ἀνάλογα μὲ τὸν βαθμὸ τῆς προσέγγισής μας ὅσο πλησιάζουμε τὸ τέλος τῆς ἐπίγειας ζωῆς μας ὄχι μόνο δὲν ἐλαττώνεται, ἀλλ’ ἀκατάπαυστα αὐξάνει σὲ δύναμη καὶ σπουδαιότητα μέσα μας, ξεχνώντας κατὰ κάποιον τρόπο τὴν ἀδυναμία μας, τολμοῦμε νὰ ὁμιλήσουμε γιὰ τὸ ἀπρόσιτο καὶ ἀνέσπερο Φῶς πού ἐξέλαμψε στὸ Θαβώρ.
Σᾶς παρακαλῶ, παραβλέψτε κατὰ τὴν ὥρα αὐτὴ τὴ μηδαμινότητά μου- κλεῖστε τὰ μάτια σας στὴν ἀμάθεια καὶ στὸ ἄκομψο τοῦ λόγου μου, μᾶλλον δέ, ἂν εἶναι δυνατόν, θεωρῆστε με σὰν ἕναν ἀπὸ τοὺς φύλακες τοῦ ὄρους Ἐφραίμ, πού ἀναβοοῦσαν: «Ἐγερθῆτε, καὶ ἀναβῶμεν εἰς τὴν Σιών πρὸς Κύριον τὸν Θεὸν ἡμῶν».
Ὁ Θεός, «ὁ ποιήσας τὸν οὐρανὸ καὶ τὴν γῆν», εἶναι ὁ Θεός μας ἐκ κοιλίας τῆς μητρός μας. Μετὰ τὴν κατὰ σάρκα γέννηση, πρὶν ἀκόμη μάθουμε νὰ διακρίνουμε τὸ δεξὶ χέρι ἀπὸ τὸ ἀριστερό, λάβαμε ἤδη δεύτερη γέννηση, ἄνωθεν, στὴν κολυμβήθρα τοῦ Βαπτίσματος, καὶ ἐλέχθη σὲ μᾶς τὸ μέγα καὶ φοβερὸ καὶ σὲ αὐτὲς τὶς ἐπουράνιες δυνάμεις Ὄνομα, τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Στὴ συνέχεια, λάβαμε ἄλλη ἀνεκτίμητη δωρεά, γιὰ τὴν ὁποία ἡ ψυχή μας δὲν μπορεῖ νὰ μιλήσει οὔτε νὰ ἀναλογισθεῖ χωρὶς τρόμο, δηλαδὴ τὸ χρίσμα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὴ σφραγίδα τοῦ ἁγιασμοῦ, ἡ ὁποία ἐτέθη σὲ ὅλα τὰ μέλη τοῦ σώματός μας μὲ τὰ λόγια τοῦ Μυστηρίου: «Σφραγὶς δωρεᾶς Πνεύματος Ἁγίου». Καὶ ἔτσι γίναμε σκήνωμα τοῦ Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου, καὶ τὰ σώματά μας ναὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ἀπὸ τὴ βρεφικὴ ἡλικία τρεφόμαστε στὴν Ἐκκλησία μὲ τὸ Θεῖο Σῶμα καὶ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Εἴμαστε παιδιὰ Του- σάρκα ἀπὸ τὴ Σάρκα Του καὶ αἷμα ἀπὸ τὸ Αἷμα Του. Ἀπὸ τὴ νεότητά μας ζοῦμε μέσα στὴν ἀτμόσφαιρα τοῦ Θείου Λόγου, ὁ Ὁποῖος μᾶς ἀποκαλύπτει τὶς ἀπέραντες διαστάσεις τῆς γνώσεως τοῦ ἀνάρχου Θεοῦ, τοῦ Πατρός μας, πού μᾶς παρέχει ἤδη ἀπὸ ἐδῶ τὴν πρόγευση τῆς μακαριότητας τῆς αἰώνιας διαμονῆς μετ’ Αὐτοῦ καὶ ἐν Αὐτῷ. Στὴν Ἐκκλησία μας κάθε ἡμέρα ζοῦμε μέσα σὲ ἀπερίγραπτο ὑπερπλεονασμὸ κάθε πλούτου πνευματικοῦ, καὶ ἡ εὐγνώμων ψυχὴ ὁρμᾶ καὶ ἀναφωνεῖ: «Πράγματι εἶναι πλούσιος ὁ Θεός μας, ὁ πανταχοῦ παρὼν καὶ τὰ πάντα πληρῶν μᾶς ἀγκαλιάζει ἀκατάπαυστα, ὅλους καὶ τὸν καθένα ξεχωριστά».
Καὶ νά, παρ’ ὅλα αὐτά, εἴμαστε πτωχοὶ τῷ πνεύματι. Μέσα στὰ ὅρια τῆς γῆς ὑπάρχει ἀκόρεστη πείνα καὶ ἄσβεστη δίψα Θεογνωσίας, διότι ὁ ἀγώνας μας εἶναι νὰ φθάσουμε τὸν Ἄφθαστο, νὰ δοῦμε τὸν Ἀόρατο, νὰ γνωρίσουμε Αὐτὸν πού βρίσκεται πέρα ἀπὸ κάθε γνώση.
Ἡ ὁρμὴ αὐτὴ αὐξάνει ἀκατάπαυστα σὲ κάθε ἄνθρωπο, ὅταν τὸ Φῶς τῆς Θεότητας εὐδοκήσει νὰ τὸν καταυγάσει, ἔστω καὶ μὲ κάποια ἀμυδρὰ προσέγγισή Του, διότι τότε στοὺς νοεροὺς ὀφθαλμοὺς μας ἀποκαλύπτεται σὲ ποιὰ ἄβυσσο διαμένουμε. Ἡ ὅραση αὐτὴ καταπλήσσει ὅλο τὸν ἄνθρωπο, καὶ τότε ἡ ψυχή του δὲν γνωρίζει ἀνάπαυση καὶ δὲν μπορεῖ νὰ τὴ βρεῖ, μέχρις ὅτου ἐλευθερωθεῖ πλήρως ἀπὸ τὸ σκοτάδι πού τὴν διακατέχει, μέχρις ὅτου γεμίσει ἀπὸ τὴν Ἀκόρεστη Τροφή, μέχρις ὅτου τὸ Φῶς αὐτὸ αὐξηθεῖ στὴν ψυχὴ καὶ ἑνωθεῖ μαζί της τόσο, ὥστε Φῶς καὶ ψυχὴ νὰ γίνουν ἕνα, προκαταγγέλλοντας τὴ θέωσή μας στὴ Θεία δόξα.
Ἡ Μεταμόρφωση τοῦ Κυρίου ἀποτελεῖ στερεὸ θεμέλιο τῆς ἐλπίδας γιὰ τὴ μεταμόρφωση ὅλης τῆς ζωῆς μας —ἡ ὁποία τώρα εἶναι γεμάτη ἀπὸ κόπο, ἀσθένειες, φόβο— σὲ ζωὴ ἄφθαρτη καὶ θεοειδῆ. Ἐν τούτοις, ἡ ἀνάβαση αὐτὴ στὸ ὑψηλὸ ὄρος τῆς Μεταμορφώσεως συνδέεται μὲ μεγάλο ἀγώνα. Ὄχι σπάνια ἐμεῖς ἐξασθενοῦμε ἀπὸ τὴν ἀρχή αὐτοῦ τοῦ ἀγώνα καὶ ἀπελπισία φαίνεται νὰ κυριεύει τὴν ψυχή. Σὲ τέτοιες ὧρες μαρτυρικῆς παραμονῆς στὰ ὅρια μεταξύ τοῦ Ἀπροσίτου Φωτὸς τῆς Θεότητας πού ἕλκει πρὸς τὸν ἑαυτό Του καὶ τῆς ἀπειλητικῆς ἀβύσσου τοῦ σκότους, νὰ ἐνθυμούμαστε τὰ διδάγματα τῶν Πατέρων μας, οἱ ὁποῖοι διήνυσαν τὴν ὁδὸ αὐτὴ ἀκολουθώντας τὸν Χριστό, καὶ «ἐζωσμένοι τὰς ὀσφύας ἡμῶν» νὰ παίρνουμε δύναμη μὲ τὴν κραταιὰ ἐλπίδα σὲ Ἐκεῖνον, ὁ Ὁποῖος μὲ τὴν παλάμη Του βαστάζει ἀκόπως ὅλη τὴν κτίση. Νὰ θυμόμαστε ὅτι στὴ ζωὴ μας πρέπει νὰ ἐπαναληφθεῖ κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο ὅ,τι ἔγινε στὴ ζωὴ τοῦ Υἱοῦ τοῦ Ἀνθρώπου, γιὰ νὰ ἐλευθερωθοῦμε ἀπὸ κάθε φόβο καὶ ὀλιγοψυχία. Ἡ ὁδὸς εἶναι κοινὴ σὲ ὅλους μας κατὰ τὸν λόγο Αὐτοῦ τοῦ Χριστοῦ: «Ἐγώ εἰμι ἡ ὁδός»· καὶ γι’ αὐτὸ εἶναι καὶ μοναδική, διότι «οὐδεὶς ἔρχεται πρὸς τὸν Πατέρα, εἰ μὴ δι’ Ἐμοῦ».
Ἂν ὁ Κύριος «ἐπειράσθη», καὶ ἐμεῖς πρέπει νὰ περάσουμε διὰ τοῦ πυρὸς τῶν πειρασμῶν. Ἂν ὁ Κύριος καταδιώχθηκε, καὶ ἐμεῖς ἐπίσης θὰ διωχθοῦμε ἀπὸ τὶς ἴδιες ἐκεῖνες δυνάμεις, οἱ ὁποῖες δίωκαν τὸν Χριστό. Ἂν ὁ Κύριος ἔπαθε καὶ σταυρώθηκε, καὶ ἐμεῖς ἀναπόφευκτα ὀφείλουμε νὰ πάσχουμε καὶ νὰ σταυρωνόμαστε ἔστω, ἴσως, καὶ πάνω σὲ ἀόρατους σταυρούς, ἐφόσον πράγματι Τὸν ἀκολουθοῦμε στὶς ὁδοὺς τῆς καρδίας μας. Ἂν ὁ Κύριος μεταμορφώθηκε, καὶ ἐμεῖς θὰ μεταμορφωθοῦμε καὶ ἐνῶ ἀκόμη βρισκόμαστε πάνω στὴ γῆ, ἂν ὁμοιωθοῦμε πρὸς Αὐτὸν στὶς ἐσωτερικὲς ἐπιθυμίες μας. Ἂν ὁ Κύριος πέθανε καὶ ἀναστήθηκε, τότε καὶ ὅλοι ὅσοι πιστεύουν σὲ Αὐτὸν θὰ διέλθουν διὰ τοῦ θανάτου, θὰ τοποθετηθοῦν σὲ τάφους καὶ ἔπειτα θὰ ἀναστηθοῦν ὅμοια πρὸς Αὐτόν, ἐφόσον πέθαναν ὅμοια πρὸς Αὐτόν.
Θὰ ἀναστηθοῦν πρῶτα οἱ ψυχὲς τῶν πιστῶν, ἔπειτα δέ, κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Κοινῆς Ἀναστάσεως, καὶ τὰ σώματα. Ἂν ὁ Κύριος μετὰ τὴν ἀνάστασή Του μὲ δοξασμένη σάρκα ἀναλήφθηκε στὸν οὐρανὸ καὶ κάθισε στὰ δεξιὰ τοῦ Θεοῦ, ἔτσι καὶ ἐμεῖς μὲ δοξασμένα σώματα, διὰ τῆς δυνάμεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, θὰ ἀναληφθοῦμε στοὺς οὐρανοὺς καὶ θὰ γίνουμε «συγκληρονόμοι Χριστοῦ» καὶ «κοινωνοὶ τῆς Θεότητος» Α’ Πέτρ. δ’ 13, Β’ Πέτρ. α’ 4, Ρωμ. ζ’ 17, Β’ Τιμ. β’ 11-12 κ.α.).
Ὅλα, ὅσα ἀπαριθμήσαμε πιὸ πάνω, πραγματοποιήθηκαν ἀπὸ τὸν Κύριο ὄχι κατὰ τὴ Θεότητα, ἀλλά κατὰ τὴν ἀνθρωπότητά Του, δηλαδὴ σὲ ἐκεῖνο τὸ ἐπίπεδο, ὅπου ὁ Κύριος εἶναι ὁμοούσιος μὲ ἐμᾶς «Υἱός Ἀνθρώπου». Ὁ Κύριος, ὁ Πατρὶ καὶ Πνεύματι συνάναρχος Λόγος, μὲ τὴ σάρκωσή Του προσέλαβε στὴ Θεία Του Ὑπόσταση τὴν ἀνθρώπινη φύση μας. Ὄχι φαινομενικά, ἀλλά ἔγινε ἀληθινὰ ὅμοιος μὲ μᾶς ἄνθρωπος καὶ φανέρωσε στὴ σάρκα μας τὴ Θεία τελειότητα, «ὑπολιμπάνων Ἑαυτὸν ὑπογραμμὸν» γιά μᾶς, τὸν ὁποῖο πολλοὶ προφῆτες καὶ δίκαιοι «ἐπεθύμησαν ἰδεῖν» (Ματθ. ιγ’ 17). Καὶ αὐτὸ ὀφείλουμε τώρα ἐμεῖς νὰ πραγματοποιήσουμε, ὁ καθένας στὴ ζωή του, ὥστε μὲ τὴν ὁμοίωση πρὸς τὸν Χριστόν, κατὰ τὴν εἰκόνα τῆς ἐπίγειας ζωῆς Του, νὰ γίνουμε ὅμοιοι μὲ Αὐτὸν καὶ κατὰ τὴν εἰκόνα τῆς Θείας ὑπάρξεως.
Σᾶς παρακαλῶ, νὰ μὴν ὀλιγοψυχήσουμε ἀκούοντας τὰ λόγια τῆς διδασκαλίας αὐτῆς, ἀλλά νὰ λάβουμε θάρρος καὶ νὰ ἀνοίξουμε τὶς καρδιές μας γιὰ νὰ δεχθοῦμε μὲ ἁπλότητα τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Κύριος μὲ τὸ στόμα Του εἶπε: «Θαρσεῖτε, ἐγώ νενίκηκα τὸν κόσμον» (Ἰωάν. ις’ 33). Καὶ ἐμεῖς, μὲ τὴ δύναμη τοῦ Χριστοῦ, θὰ κατορθώσουμε ἀναμφίβολα τὴ νίκη αὐτὴ ἐπὶ τοῦ κόσμου, ὥστε μαζὶ μὲ Αὐτὸν νὰ μετάσχουμε στὴν αἰώνια Βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
Γιὰ τὴν ἐκπλήρωση τῆς ἐντολῆς, «πορεύεσθε, καὶ σταθέντες λαλεῖτε ἐν τῷ, ἱερῷ τῷ λαῷ πάντα τὰ ρήματα τῆς ζωῆς ταύτης» (Πράξ. ε’ 20), σᾶς λέω: Αὐτοὶ εἶναι οἱ λόγοι τῆς αἰώνιας ζωῆς, οἱ ὁποῖοι δόθηκαν ἀπὸ τὸν Κύριο «εἰς κληρονομίαν ἀναφαίρετον τοῖς πιστοῖς»· αὐτὸ σημαίνει «τῶν Ἀποστόλων τὸ κήρυγμα» καὶ τῶν «Πατέρων τὰ δόγματα»· αὐτὴ εἶναι ἡ ὀρθόδοξη πίστη καὶ ἡ ἀσάλευτη ἐλπίδα, ἡ ὁποία δὲν θὰ διαψευσθεῖ, διότι θεμέλιό της εἶναι ἡ ἀψευδής μαρτυρία τοῦ Κυρίου. Καὶ ἂν «νόθα» ταπείνωση θελήσει νὰ τὸ ὀνομάσει αὐτὸ ὑπέρμετρη παρρησία ἡ ἀκόμη καὶ μωρία, τότε ἂς θυμηθοῦμε τὸν Ἀπόστολο Παῦλο, ὁ ὁποῖος ἀποκόπτοντας ἀφενὸς μὲν τὴν ὀλιγοψυχία, ἀφετέρου δὲ τὴν παράλογη ὑπερηφάνεια τοῦ σαρκικοῦ φρονήματος, λέει ὅτι «εὐδόκησεν ὁ Θεὸς διὰ τῆς μωρίας τοῦ κηρύγματος σῶσαι τοὺς πιστεύοντας», ἀπορρίπτοντας τὴ σύνεση τῶν συνετῶν, καὶ μεταβάλλοντας σὲ μωρία τὴ σοφία αὐτοῦ τοῦ κόσμου (βλ.Α’ Κόρ. α’ 18-21). Καθημερινὰ ἡ πείρα τῆς ἀνθρωπότητος μᾶς ἀποδεικνύει σταθερὰ ὅτι οἱ «σοφοὶ καὶ συνετοὶ» τοῦ αἰῶνος τούτου δὲν μποροῦν νὰ ἀκολουθήσουν τὸν Χριστὸ οὔτε στὸ Θαβώρ, οὔτε στὸν Γολγοθᾶ, οὔτε στὸ ὄρος τῶν Ἐλαιῶν.
Ἔτσι, ἀγαπητοί, προσέλθετε, καὶ μὲ τὴ δύναμη τῆς πίστεως ἂς ἀνεβοῦμε στὸ «ὅρος Κυρίου» (Ἡσ. β’ 3), ἂς σταθοῦμε ἀοράτως στὴν πόλη τοῦ Ζῶντος Θεοῦ, καὶ μετάρσιοι τῷ πνεύματι ἂς δοῦμε τὴν ἄυλη Θεότητα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Πνεύματος στὸν Μονογενῆ Υἱὸ ἀπαστράπτουσα. Ἂς ἀνέβουμε ὄχι μὲ ὑπερήφανη παρρησία, ἀλλά μὲ φόβο καὶ τρόμο, ὡς ἀνάξιοί της ἀναβάσεως καὶ ὁράσεως αὐτῆς, ἐντούτοις ὅμως, μὲ ἐλπίδα ὅτι καὶ σὲ μᾶς τοὺς ἁμαρτωλούς, κατὰ τὴν ἄμετρη ἀγαθότητα τοῦ Οὐρανίου Πατρός, θὰ λάμψει «τὸ ἀΐδιο Φῶς» τῆς Θεότητος, ἡ ἄστεκτη λάμψη τοῦ ὁποίου ἒρριξε πρηνεῖς στὸ Θαβὼρ τοὺς ἐκλεκτοὺς Ἀποστόλους.
Ἀφοῦ ἀνυψώσαμε γιὰ λίγο τὸν νοῦ μας στὴ θεωρία τῶν θεμελιωδῶν ἀρχῶν τῆς πίστεώς μας, οἱ ὁποῖες πρέπει νὰ ἀποτελοῦν τὸ μόνιμο πολίτευμα τῆς ζωῆς τοῦ πνεύματός μας, ἂς ἐπιτρέψουμε στοὺς ἑαυτούς μας νὰ προχωρήσουμε στὸ θέμα πού ἐπιλέξαμε.
Ἡ Μεταμόρφωση τοῦ Κυρίου εἶναι ἕνα μεγάλο γεγονός, πού ἔχει σημασία αἰώνια ὄχι μόνο γιὰ τὸν καθένα ἀπό μᾶς, ἀλλά καὶ γιὰ ὅλη τὴν ἱστορία τοῦ κόσμου. Στὰ ἔργα τῶν Πατέρων μας θὰ βροῦμε προσεκτικὴ διερεύνηση αὐτοῦ ἀπὸ ὅλες τὶς πλευρές· ἐπιπλέον θὰ βροῦμε ὅ,τι προηγήθηκε αὐτοῦ τοῦ γεγονότος ὡς προετοιμασία τῶν μαθητῶν ἀπὸ τὸν Κύριο· στὴ συνέχεια, ὅ,τι τὸ συνόδευσε καὶ ὅ,τι τελέσθηκε κατὰ τὴν ὥρα αὐτῆς τῆς ἴδιας τῆς Θαβωρίου Θεοφανείας· καὶ ἐπιπλέον, ὅ,τι τὸ ἀκολούθησε στὶς πράξεις τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ καὶ στὴ συνείδηση τῶν Ἀποστόλων, τῶν μαρτύρων τῆς Μεταμορφώσεως. Ἡ γνώση γιὰ ὅλα αὐτὰ θὰ βοηθήσει καὶ ἐμᾶς τοὺς ἰδίους νὰ διέλθουμε συνετὰ τὴ δική μας πορεία ἀκολουθώντας «τοῖς ἴχνεσι τοῦ Χριστοῦ». Ἀλλά κατὰ τὴν παροῦσα στιγμὴ ἂς συγκεντρώσουμε τὴν προσοχὴ τοῦ πνεύματός μας σὲ ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο, σύμφωνα μὲ τὴν εὐαγγελικὴ διήγηση, ἀποτελεῖ τὴν ἀποκλειστικὴ ἰδιομορφία τοῦ γεγονότος τῆς παρούσας ἡμέρας.
«Ἰδού νεφέλη φωτεινὴ ἐπεσκίασεν αὐτούς, καὶ ἰδού φωνὴ ἐκ τῆς νεφέλης λέγουσα: Οὗτός ἐστιν ὁ Υἱὸς Μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾯ εὐδόκησα· Αὐτοῦ ἀκούετε».
Σὲ τί ἔγκειται ἡ φωτεινὴ αὐτὴ νεφέλη, ἡ ὁποία περιὲλαμψε ἐκείνη τὴ νύκτα τὸ Ἅγιο Θαβώρ;
Πρὸ ἐτῶν, κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Μεταμορφώσεως, ρώτησα κάποιον ἀσκητὴ ὁ ὁποῖος, ὅπως ἀναμφίβολα πιστεύω, ἀξιώθηκε πολλὲς φορὲς νὰ δεῖ αὐτὸ τὸ Φῶς. Στὴν ἀδιάκριτη παράκλησή μου νὰ μοῦ πεῖ κάτι γιὰ τὸ μυστήριο τοῦ Θαβωρίου Φωτός, δηλαδὴ πῶς αὐτὸ ὁρᾶται καὶ πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ ἀποκτήσει κάποιος τὴ δωρεὰ αὐτή, αὐτὸς μὲ ἄκρα συγκατάβαση πρὸς τὴν ἀμάθειά μου, μὲ μεγάλη ὑπομονή, μοῦ διευκρίνισε τὸ θέμα αὐτό, ἐγώ δὲ σήμερα θὰ μεταδώσω σὲ σᾶς μόνο τὸ πιὸ οὐσιῶδες ἀπὸ αὐτὸ πού ἄκουσα ἀπὸ τὸ ἀψευδές στόμα του, καὶ ὅσο εἶναι δυνατὸν πιὸ σύντομα.
Μοῦ διηγήθηκε ὁ ἄνδρας αὐτὸς ὅτι κατ’ ἀρχάς, ὅταν ἦταν ἀκόμη νέος, τὸ φῶς αὐτὸ ἐμφανιζόταν σὲ αὐτὸν ἀσαφῶς, σὲ σύντομες στιγμές, ἄλλοτε σὰν ἀκατάληπτη πύρινη φλόγα, ἡ ὁποία ἔκαιγε τὴν καρδιὰ του διὰ τῆς ἀγάπης, ἄλλοτε σὰν κάποιο ἀπαύγασμα τὸ ὁποῖο διείσδυε μὲ τὴ λάμψη στὸν νοῦ του κατὰ τὸν καιρὸ τῆς προσευχῆς, κυρίως στὸν ναό. Ἀλλά κάποια ἡμέρα, μετὰ ἀπὸ ἐκτενῆ, κατὰ τὴ διάρκεια πολλῶν μηνῶν, διάπυρη προσευχὴ πού συνοδευόταν ἀπὸ βαθειὰ λύπη γιὰ τὴν ἀθλιότητά του, τὸ φῶς αὐτὸ κατέβηκε μὲ ἱλαρότητα πάνω του καὶ παρέμεινε μαζί του τρεῖς ἡμέρες. Κατὰ τὶς ἡμέρες αὐτὲς αἰσθανόταν τὸν ἑαυτὸ του ἐμφανῶς ἐκτός θανάτου. Ἡ χαρὰ τῆς ἐκ νεκρῶν ἀναστάσεως γέμιζε τότε τὴν ψυχή του. Ἐσωτερικὰ ὀνόμαζε τὸ φῶς ἐκεῖνο «πρωΐαν ἀναστάσεως», διότι αὐτὸ ἦταν ἱλαρό, σὰν «ἐαρινὴ πρωΐα». Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ βρισκόταν αὐτὸς μεταξὺ ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι ζοῦσαν τὴ συνηθισμένη σὲ ὅλους κοπιώδη ζωή. Μετὰ τὴν πάροδο ἐτῶν ἀπὸ τὸ γεγονὸς αὐτό, ὅταν αὐτὸς ἦταν ἤδη μοναχός, καὶ ἀργότερα λειτουργός, συνέβαινε πολλὲς φορὲς νὰ μεταβάλλεται ἡ προσευχή του σὲ θεωρία φωτός, ἔτσι ὥστε νὰ μὴν αἰσθάνεται τότε οὔτε τὸ σῶμα του, οὔτε τὸν ὑλικὸ κόσμο πού τὸν περιέβαλλε.
Τὸ φῶς αὐτὸ φανερώνεται ὡς καθαρὰ ἄνωθεν εὐδοκία. Ἔρχεται κατ’ ἀρχὰς ἀπροσδόκητα, δηλαδὴ ὅταν ἡ ψυχὴ δὲν σκέπτεται καθόλου γι’ αὐτὸ ὅτι θὰ ἔρθει, ἤ ἀκόμη ὅτι ὑπάρχει. Ἄγνωστο ὡς τότε, φέρει μὲ τὴν ἔλευσή του στὴν ψυχὴ γλυκειά ἀπορία, καὶ κατάπληκτη αὐτὴ ἀγνοεῖ ἀκόμη τὸ ποιὸς ἤ τί τῆς φανερώθηκε, ἀλλ’ αἰσθάνεται τὸν ἑαυτὸ της ἐκείνη τὴν ὥρα ὡς αἰχμάλωτο πού βγαίνει ἀπὸ τὸ ζοφερὸ σκοτάδι τῆς φυλακῆς πρὸς τὶς ἀπέραντες ἐκτάσεις, πού φωτίζονται ἀπὸ τὸν ἥλιο.
Ἔλεγε ἐπίσης ὁ ἄνδρας ἐκεῖνος: «Παρὰ τὸ ὅτι τὸ Θεῖο Φῶς μένει πάντοτε κατὰ τὴ φύση του ἀναλλοίωτο, ὅμως οἱ ἐνέργειές του, δηλαδὴ ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο γεννᾶ στὸν ἄνθρωπο, ποικίλλουν. Μερικὲς φορὲς προσλαμβάνεται ὡς αἴσθηση ἱλαρῆς ἀγάπης Χριστοῦ· ἄλλοτε ὡς συμπαράσταση Θείας Δυνάμεως· ἄλλοτε ὡς κάποια ἀνεκλάλητη κίνηση τῆς αἰώνιας ζωῆς μέσα στὸν ἄνθρωπο· καὶ ἄλλοτε πάλι ὡς φῶς συνέσεως ἡ ὑπερνοητὴ νοερὰ ὅραση τοῦ Θεοῦ. Ἄμετρη ὅμως εἶναι ἡ ἀγαθότητα τοῦ Κυρίου καὶ συμβαίνει ὥστε ἡ ἀγάπη Του νὰ ἐκχέεται ἀκόμη ἀφθονότερα. Τότε τὸ Θεῖο Φῶς γεμίζει ὅλο τὸν ἄνθρωπο, οὕτως ὥστε καὶ αὐτὸς γίνεται ὅμοιος πρὸς τὸ φῶς· καὶ τότε ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο βλέπει, εἶναι ἀδύνατον νὰ ὀνομαστεῖ διαφορετικά, παρὰ μόνο φῶς —παρὰ τὸ ὅτι τὸ Φῶς αὐτὸ κατὰ τὴ φύση του εἶναι ἐντελῶς διαφορετικὸ ἀπὸ τὸ φῶς τοῦ ὁρατοῦ ἡλίου».
Σὰν ἀπάντηση στὴν ἀρχική μου ἐρώτηση γιὰ τὴ Θαβώρια Θεοφάνεια, ὁ ἄνδρας ἐκεῖνος παρέτεινε τὸν λόγο ἐπιδιώκοντας προφανῶς νὰ βρεῖ ἔννοιες προσιτὲς σὲ μένα, ἔστω καὶ σὲ κάποιο μικρὸ μέτρο.
Ἔλεγε: «Πρέπει πάντοτε νὰ ἔχουμε κατὰ νοῦν τὴν ἀνεπάρκειά μας· καὶ ἂν ἐπιτρέψω στὸν ἑαυτό μου νὰ θίξει τὸ μεγάλο αὐτὸ θέμα, θὰ τὸ κάνω ἀκροθιγῶς, γιὰ νὰ κατανοήσουμε κάτι λίγο ἀπὸ αὐτὸ χωρὶς τολμηρὲς ἀξιώσεις νὰ τὸ ἀποσαφηνίσουμε ἤ καὶ νὰ τὸ κατανοήσουμε πλήρως. Καὶ ἔτσι, ἂν βγοῦμε ἀπὸ τὶς ἐνέργειες τοῦ Θείου Φωτὸς πού ἤδη περιγράψαμε σὲ ἐκείνη τὴν ἁπλή, μέχρι φαινομενικῆς ἀφέλειας διήγηση τῶν Εὐαγγελιστῶν, μποροῦμε λίγο νὰ τὴ συμπληρώσουμε ὡς ἑξῆς:
Ἀμέσως μόλις ἄρχισαν οἱ Ἀπόστολοι νὰ κατανοοῦν τὴν ὑπεράνθρωπη τελειότητα τοῦ Διδασκάλου τους καὶ ὁμολόγησαν Αὐτὸν διὰ τοῦ στόματος τοῦ Πέτρου ὡς Χριστόν, Υἱόν τοῦ Θεοῦ τοῦ Ζῶντος, ὁ Κύριος ἐπόθησε περισσότερο νὰ τοὺς στερεώσει στὴ γνώση αὐτὴ διὰ τῆς μαρτυρίας τοῦ Πατρός. Αὐτὸ ἦταν τελείως ἀπαραίτητο, ἐφόσον Αὐτὸς ἑτοιμαζόταν ἤδη γιὰ «τὴν ἔξοδον, ἥν ἔμελλε πληροῦν ἐν Ἱερουσαλήμ», δηλαδὴ γιὰ τὴν τέλεση τῆς θυσίας πάνω στὸν Γολγοθᾶ. Πίσω ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ Πέτρου: “Σύ εἶ ὁ Χριστὸς” (Μάρκ. η’ 29), ἐκείνη τὴ στιγμὴ κρυβόταν ἡ ἀτελὴς γνώση γιὰ τὸ ποιὸς πράγματι ἦταν αὐτὸς ὁ Χριστός. Ἐντούτοις, παρὰ τὴν ἔλλειψη τελειότητας καὶ πληρότητας τῆς ὁμολογίας αὐτῆς, ἐκδηλώθηκε σὲ αὐτὴν ἤδη ἡ αὐξηθεῖσα ἀγάπη καὶ ἀφοσίωση τῶν Ἀποστόλων, πού τοὺς κατέστησε ἱκανοὺς νὰ “χωρέσουν” μεγαλύτερο φῶς Θείας ἀποκαλύψεως, καὶ ὡς γι’ αὐτὸ ὁ Κύριος εἶπε: “Εἰσί τινες τῶν ὧδε ἐστηκότων, οἵτινες οὐ μὴ γεύσωνται θανάτου ἕως ἂν ἴδωσι τὸν Υἱόν τοῦ Ἀνθρώπου ἐρχόμενον ἐν τῇ Βασιλείᾳ Αὐτοῦ” (Μάρκ. θ’ 1). Μετὰ τοὺς λόγους αὐτοὺς ὁ Κύριος μὲ τοὺς μαθητὲς πραγματοποιεῖ σιωπηλὰ τὴν πορεία ἀπὸ τὰ ὅρια τῆς Καισαρείας τῆς Φιλίππου μέχρι τὸ Ἱερὸ Θαβώρ. Ἐκεῖ λοιπὸν ἐξέλεξε τοὺς προκρίτους, Πέτρο, Ἰάκωβο καὶ Ἰωάννη, καὶ τοὺς ὁδήγησε στὸ “ὄρος τὸ ὑψηλό” τῆς θεωρίας τῆς Θείας Αὐτοῦ· Δόξης, ἥν εἶχεν Αὐτὸς παρὰ τῷ Πατρὶ πρὸ τοῦ τὸν κόσμον εἶναι”.
Αὐτός ὁ Κύριος πάντοτε καὶ ἀναλλοίωτα ἔφερε ἐν Ἑαυτῷ τὸ Φῶς —ὄντας κατὰ τὴ Θεότητά Του ἄναρχο Φῶς—, ἀλλά διέμενε ἐν Αὐτῷ κατὰ τρόπο ἀόρατο σὲ ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι δὲν δέχθηκαν ἀκόμη μέσα τους τὸ Φῶς. Πάνω στὸ Θαβὼρ ὁ Κύριος προσευχόταν. Τίποτε δὲν μᾶς ἐμποδίζει νὰ ὑποθέσουμε ὅτι κατὰ τὸ περιεχόμενό της ἡ προσευχὴ αὐτὴ ἦταν ὅμοια μὲ ἐκείνη τῆς Γεθσημανῆ (βλ. Ἰωάν. ιζ’ κ. α.), διότι “ἐλήλυθεν Αὐτοῦ ἡ ὥρα”. Ἀγκαλιάζοντας στὴν προσευχὴ τὰ πάντα, “ἀπὸ καταβολῆς κόσμου” ὥς τὴ συντέλεια τοῦ αἰῶνος αὐτοῦ, ὁ Κύριος προσευχόταν καὶ γιὰ τοὺς Ἀποστόλους, ὥστε νὰ φανερωθεῖ σὲ αὐτοὺς τὸ Ὄνομα τοῦ Πατρός, καὶ ἡ ἀγάπη, διὰ τῆς ὁποίας ὁ Πατέρας ἀγάπησε τὸν Υἱό, νὰ μένει σὲ αὐτοὺς (βλ. Ἰωάν. ιζ’ 26).
Οἱ ἐκλεγέντες αὐτοὶ τρεῖς μάρτυρες καὶ συμμέτοχοι τῆς ὑπερφυοῦς αὐτῆς προσευχῆς τοῦ Χριστοῦ ἐξαντλήθησαν σὲ αὐτὴν (τὴν προσευχή). Πολεμώντας ἀσκητικὰ ἐνάντια στὴν ἀσθένεια τῆς σάρκας τους, βαρύνθηκαν γιὰ λίγο χρόνο ἀπὸ τὸν ὕπνο· ἐντούτοις, μὲ τὴ δύναμη τῆς ἐσωτερικῆς προσευχῆς πού ἐνεργοῦσε μέσα τους, ἐπανέρχονται ἐκ νέου σὲ νηφάλια κατάσταση, καὶ τότε οἱ σθεναροὶ τῷ πνεύματι αὐτοὶ νικητὲς τῆς ἀσθένειας τῆς σάρκας εἶδαν τὸν Χριστὸ ἐν τῷ φωτὶ καὶ αὐτοὺς πού συνομιλοῦσαν μαζί Του, τὸν Ἠλία καὶ τὸν Μωυσῆ. Καὶ μπόρεσαν νὰ δοῦν, ἐπειδὴ καὶ οἱ ἴδιοι γέμισαν ἐκείνη τὴν ὥρα ἀπὸ φῶς.
Τὸ ἀσυνήθιστο καὶ μεγαλειῶδες τῆς ὁράσεως βύθισε τοὺς Ἀποστόλους σὲ ἀνέκφραστη ἔκπληξη καὶ μακάρια ἀπορία. Αὐτὸ τὸ γνωρίζουμε ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ Εὐαγγελίου γιὰ τὸν Πέτρο: “μὴ εἰδώς τί λαλήσῃ”, καὶ ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ ἰδίου τοῦ Πέτρου: “Ἐπιστάτα, καλὸν ἐστιν ἡμᾶς ὧδε εἶναι”.
Ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἡ ὅραση τοῦ πνευματικοῦ κόσμου καὶ τοῦ Θείου Φωτὸς ἀπό τούς Ἀποστόλους συνδυαζόταν ἐπίσης καὶ μὲ τὶς παραστάσεις τοῦ αἰσθητοῦ κόσμου πού τοὺς περιέβαλλε. Ἀλλὰ στὴ συνέχεια τὸ φῶς πού αὐξήθηκε τοὺς ἀνύψωσε πέρα ἀπὸ κάθε ὁρατὸ καὶ πρόσκαιρο στὰ ἀόρατα καὶ αἰώνια (βλ. Β’ Κόρ. δ’ 18)…
Εἶναι ἁπλὲς μέχρι ἀκρότητος οἱ εὐαγγελικὲς διηγήσεις: “Ἰδού, νεφέλη φωτεινὴ ἐπεσκίασεν αὐτούς…”. Ὅπως ὁ ἄνθρωπος πού ἀνεβαίνει σὲ κάποιο βουνό, ὅταν μπεῖ σὲ πυκνὸ σύνεφο, δὲν διακρίνει μὲ τὴν ὅραση τὸν ὑπόλοιπο κόσμο, ἔτσι καὶ ἡ φωτεινὴ αὐτὴ νεφέλη, πού φανερώθηκε ὡς φῶς καὶ πνοὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὸ Ὁποῖο μὲ τὴν ἀφόρητη Θεία ἔλευσή Του εἰσήγαγε τοὺς Ἀποστόλους στὸν κόσμο τοῦ ἀκτίστου Φωτός, τοῦ ἄτρεπτου, τοῦ ἀνέσπερου, τοῦ ἀναλλοίωτου, τοῦ ἀπέραντου, τοῦ ὑπερουράνιου, τόσο ἐξαφάνισε τὶς παραστάσεις πού εἶχαν ἀπὸ τὶς παρερχόμενες μορφὲς τοῦ κόσμου αὐτοῦ, ὥστε αὐτοὶ καὶ Αὐτὸν τὸν Χριστὸ δὲν Τὸν ἔβλεπαν πλέον κατὰ σάρκα (βλ. Β’ Κορ. ε’ 16). Ἀφοῦ εἰσῆλθαν διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὴ θεωρία τῆς ἀπερίγραπτης Θεότητος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἄκουσαν ἐκείνη τὴν ὥρα τὴν ἄυλη καὶ ἀπρόσιτη φωνὴ τοῦ Πατρός: “Οὗτός ἐστιν ὁ Υἱός Μου ὁ ἀγαπητός”.
Αὐτό ὑπῆρξε ἡ ὑπέρτατη στιγμὴ ὁλόκληρου τοῦ Θαβωρίου γεγονότος.
Ἂν τώρα ἀναφερθοῦμε πάλι στὴν ἀσθένεια τῆς ἀνθρώπινης φύσεως, φορεῖς τῆς ὁποίας ἦταν οἱ Ἀπόστολοι, συνέχισε ὁ ἄνδρας ἐκεῖνος, τότε, μένοντας πιστοὶ στὴν Εὐαγγελικὴ διήγηση καὶ τὴν πείρα τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, μποροῦμε νὰ ποῦμε τὰ ἑξῆς:
Μέγιστη καὶ ὕψιστη ὑπῆρξε ἡ ὅραση τῶν Ἀποστόλων στὸ ὄρος τῆς Μεταμορφώσεως, ἐντούτοις, δὲν ἦταν ἀκόμη τέλεια, διότι τότε δὲν ἦταν ἀκόμη ἱκανοὶ νὰ δεχθοῦν ὅλο τὸ πλήρωμα καὶ τὴν τελειότητα τοῦ Φωτὸς πού ἐμφανίσθηκε σὲ αὐτούς. Γι’ αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία ψάλλει: “Δείξας τοῖς μαθηταῖς Σου τὴν δόξαν Σου, καθὼς ἠδύναντο”, ἤ σὲ ἄλλον ὕμνον ”καθὼς ἐχώρουν”.
Μέγιστη καὶ ὕψιστη ὑπῆρξε ἡ ὅραση τῶν Ἀποστόλων, ἀλλά τότε ἀκόμη ἀτελῶς ἀφομοιώθηκε ἀπὸ αὐτούς, καὶ γι’ αὐτὸ παρέμειναν δυνατὲς ἐκεῖνες οἱ ταλαντεύσεις, τὶς ὁποῖες ὑπέστησαν αὐτοὶ κατὰ τὶς ἡμέρες τοῦ Πάθους· καὶ μόνο ἀργότερα ὁ Πέτρος ἀναφέρεται σὲ αὐτὴν καὶ τὴν ἐπικαλεῖται ὡς μαρτυρία τῆς ἀλήθειας (βλ. Β’ Πέτρ. α΄ 17-18).
Ἀτελής ἦταν ἀκόμη ἡ ὅραση τῶν Ἀποστόλων πάνω στὸ Θαβώρ, καὶ ἐντούτοις ἦταν τόσο μεγάλη καὶ γνήσια ἡ θεωρία τῆς “ὑπερούσιου εὐπρεπείας” καὶ τοῦ “προαιώνιου κεκρυμμένου μυστηρίου”, ὥστε οὔτε ἡ ὅραση τοῦ Μωυσῆ στὸ Σινᾶ (βλ. Ἐξ. ιθ’-κ’ καὶ κγ’-λδ’), οὔτε ἡ ὅμοια πρὸς αὐτὴν τοῦ Ἠλία στὸ Χωρὴβ (βλ. Γ’ Βασ. ιθ’) ἔφθασαν τὸ ὕψος καὶ τὴν τελειότητά της, τὴν ὁποία παρατηροῦμε στοὺς λόγους τῆς ἐκκλησιαστικῆς Ὠδῆς: “Καθωράθης τῷ Μωϋσῆ, ἐν γνόφῳ τὸ πάλαι, ἐν φωτὶ δέ, νῦν ἀπροσίτῳ τῆς Θεότητος” (α’ Ὠδή, β’ κανὼν- βλ. Ἑβρ. ιβ’ 18-24)».
Ἑλκύοντάς σας στὸ βάθος τῶν ἀφάτων μυστηρίων τῆς θεολογίας, δὲν θὰ κρύψω καθόλου ὅτι καὶ ἐγώ ὁ ἴδιος ἔρχομαι σὲ φόβο. Καὶ δοκιμάζω ὄχι μόνο φόβο, ἀλλά καὶ συστολὴ κατὰ τὴν ὥρα αὐτὴ: Ὁ Σοφὸς Παροιμιαστὴς εἶπε: «πῖνε ὕδατα ἀπὸ σῶν ἀγγείων καὶ ἀπὸ σῶν φρεάτων πηγῆς» (Παροιμ. ε’ 15), καὶ ἐγώ σᾶς προσφέρω αὐτὸ πού ἄντλησα ἀπὸ τὴν ἐμπειρία καὶ τὴν κληρονομιὰ ἄλλων. Βλέποντας ὅμως μὲ ποιὰ προθυμία προσέχετε στὸν λόγο, σὰν νὰ μὴν χορτάσατε ἀκόμη ἀπὸ αὐτόν, θὰ σᾶς μεταδώσω καὶ τὸν ἐπίλογο τῆς ἀλησμόνητης γιὰ μένα συνομιλίας μὲ τὸν σπουδαῖο ἐκεῖνον ἄνδρα. Συνεπαρμένος ἀπὸ τὸν ἐμπνευσμένο λόγο του, εὐγνωμονώντας τον γιὰ τὴ συγκατάβασή του πρὸς ἐμένα, γέμισα ἀπὸ θλίψη ἐκείνη τὴν ὥρα συνειδητοποιώντας τὸ δικό μου σκότος καὶ σιωποῦσα, διαλογιζόμενος μέσα μου: «Δὲν ἔχω αὐτὴ τὴν τύχη». Γιὰ νὰ μὲ παρηγορήσει ὁ συνομιλητής μου συνέχισε ὡς ἑξῆς:
«Ὅσο ἐμεῖς δὲν ἀξιωνόμαστε νὰ δοῦμε τὴ μεγαλοπρεπῆ δόξα τῆς Θεότητας, τόσο μὲ τὴν πιὸ πιστὴ ἐσωτερικὴ κίνηση τοῦ πνεύματός μας θὰ μᾶς ἐλέγχει ὁ ἑαυτός μας. Καὶ ἐὰν ἡ ψυχὴ μας εἶναι ἀνδρεία, τότε θὰ ποῦμε: Γιὰ τὶς ἀδικίες μου στερήθηκα αὐτὸ τὸ δῶρο, διότι ὁ πορευόμενος ἐν δικαιοσύνῃ καὶ λαλῶν εὐθείαν ὁδόν… οὗτος οἰκήσει ἐν ὑψηλῷ… καὶ τὸν Βασιλέα μετὰ δόξης ὄψεται” (Ἡσ. λγ’ 15-18). Παρ’ ὅλα αὐτὰ μὴ δώσετε τόπο στὴν ἀπόγνωση· ἀντίθετα, λάβετε θάρρος καὶ πενθήσετε ἐν μετανοίᾳ γιὰ τὸν ἑαυτό σας. Ἀπορρίψτε τὸν ἄδικο λογισμό, ὅτι αὐτὸ εἶναι κλῆρος μόνο τῶν ἐκλεκτῶν, λογισμὸ πού μπορεῖ νὰ φονεύσει μέσα μας τὴν ἅγια ἐλπίδα. Ἡ ἀλήθεια, στὴν ὁποία εἶναι ἀναγκαῖο νὰ στερεωθεῖ ἡ καρδιά μας, εἶναι ὅτι ὁ Κύριος κανέναν δὲν “ἐκβάλλει ἔξω” καὶ δὲν ἀπορρίπτει ἀπὸ ἐκείνους πού ἔρχονται πρὸς Αὐτὸν (πρβλ. Ἰωάν. ς’ 37). Ὅλοι ἐμεῖς, χωρὶς ἐξαίρεση, μεγάλοι καὶ μικροί, σημαντικοὶ καὶ ἀσήμαντοι, κληθήκαμε στὴν ἴδια τελειότητα, στὴν ὁποία κάλεσε ὁ Κύριος τούς Ἀποστόλους Πέτρο, Ἰάκωβο καὶ Ἰωάννη πού τοὺς ὁδήγησε στὸ ὄρος τοῦ Θαβώρ, διότι καὶ ἐμεῖς, ὅπως καὶ αὐτοί, λάβαμε τὶς ἴδιες ἐντολὲς καὶ ὄχι ἄλλες, καί, ἑπομένως, τὴν ἴδια, ἴση πρὸς αὐτούς, τιμὴ κλήσεως καὶ ὄχι ἄλλη κατώτερη. Ἐρευνῆστε μὲ προσοχὴ ὅλη τὴν ἀκολουθία τῆς Ἑορτῆς καὶ θὰ δεῖτε μὲ ποιὰ δύναμη ἡ Ἐκκλησία προσκαλεῖ καὶ πείθει ὅλους γιὰ ἀνάβαση στὸ ἀψηλάφητο Ὄρος τῆς νοερᾶς Θεοπτίας, δείχνοντας ἔτσι σαφῶς ὅτι ὄχι μόνο κατὰ τὴν ἀρχαιότητα, ὄχι μόνο στοὺς Ἀποστόλους εὐδόκησε ὁ Κύριος νὰ φανερώσει τὴν “αὐγὴ” τῆς Θεότητάς Του, ἀλλά καὶ κατὰ τὴ διάρκεια ὅλων τῶν αἰώνων, καὶ ὡς τὶς ἡμέρες μας ἀκόμη, δὲν ἔπαυσε καὶ οὐδέποτε θὰ παύσει, σύμφωνα μὲ τὴν ἐπαγγελία Του, νὰ ἐκχέει τὴν ἴδια ἐκείνη δωρεὰ σὲ ὅσους Τὸν ἀκολουθοῦν μὲ ὅλη τὴν καρδιά τους.
Ἐκτὸς ἀπὸ τὴ νόθα ταπείνωση —”αὐτὸ δὲν εἶναι γιὰ μένα”—, ἐκτός ἀπὸ τὴν ἀδικαιολόγητη ἀπόγνωση, ἡ ὁποία γεννιέται ἀπὸ τὴν ἀκηδία καὶ τὴν ἡδυπάθεια, φραγμὸς πρὸς τὴ θεωρία τοῦ Ἀκτίστου Φωτὸς ἀποβαίνει ἀκόμη καὶ ἡ τολμηρὴ ἔφεση “νὰ δοῦμε τὸν Θεό”, καὶ νὰ Τὸν ἀγκαλιάσουμε μὲ τὴ σκέψη μας, σὰν νὰ θέλουμε νὰ διεισδύσουμε μὲ δύναμη στὰ μυστήρια καὶ στὰ ἔγκατα τοῦ Θείου Εἶναι καὶ νὰ κυριαρχήσουμε σὲ Αὐτὸ μὲ τὸν νοῦ, σὰν νὰ ἐπρόκειτο γιὰ ἀντικείμενο τῆς γνώσεώς μας. Εἶναι δύσκολο νὰ βροῦμε λέξεις γιὰ νὰ χαρακτηρίσουμε τὴν πνευματικὴ οὐσία αὐτῆς τῆς ὑπερήφανης ἀξιώσεως τοῦ νοῦ μας, ἀλλά εἶναι σπουδαῖο γιὰ μᾶς νὰ γνωρίσουμε ὅτι σὲ παρόμοιες περιπτώσεις συναντοῦμε ὄχι “φωτεινὴ νεφέλη”, ἀλλά γνόφο καὶ σκότος, πού κρύβουν τὸν Θεό.
Ὅταν προσηλώσουμε τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ νοῦ μας ἀπ’ εὐθείας στὸν Ἥλιο τοῦ Προαιώνιου Εἶναι, γιὰ νὰ Τὸν δοῦμε καθώς ἐστι, τότε οἱ ὀφθαλμοὶ μας καταφλέγονται καὶ τυφλώνονται ἀπὸ τὸ ἀπρόσιτο καὶ ἐκτυφλωτικὸ Φῶς τῆς Θεότητας, ὅπως τυφλώνονται καὶ καταφλέγονται οἱ φυσικοί μας ὀφθαλμοί, ὅταν γυμνοί, χωρὶς κανένα προστατευτικὸ μέσο, στραφοῦν κατ’ εὐθείαν πρὸς τὸν ἥλιο. Στὴ Γραφὴ βρίσκουμε μιὰ θαυμαστὴ εἰκόνα, πού μᾶς διδάσκει τὴν ἐγκράτεια ἀπὸ τὴν παρρησία ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ: «Ἱστάμενα κύκλῳ τοῦ Θρόνου τοῦ Ὑψίστου τὰ ἑξαπτέρυγα Σεραφείμ, δυσὶ πτέρυξι κατακαλύπτοντα τὰ πρόσωπα αὐτῶν» (Ἡσ. ς’ 2).
Ὁ Θεὸς καὶ γνωριζόμενος καὶ ὁρώμενος ἀναλλοίωτα διαμένει πάνω ἀπὸ κάθε γνώση καὶ ὅραση. Ἡ ἀπεριόριστη αὐτὴ ὑπερβατικότητα τοῦ Θεοῦ στὴ “μυστικὴ” γλώσσα τῆς θεολογίας ὀνομάζεται “γνόφος”. Ἡ Καινὴ Διαθήκη δὲν χρησιμοποιεῖ πουθενὰ γιὰ τὸν Θεὸ τὴ λέξη “γνόφος”. Μᾶς λέει ὅτι “Ὁ Θεὸς Φῶς ἐστι καὶ σκοτία ἐν Αὐτῷ οὐκ ἔστιν οὐδεμία” (Α’ Ἰωάν. α’ 5). Γιὰ τὴν ὑπερβατικότητά Του, καὶ συνεπῶς τὴν τέλεια “ἀορασία”, τὴν τέλεια “ἀγνωσία” Του, ἡ Καινὴ Διαθήκη λέει τὰ ἑξῆς: “Θεὸν οὐδεὶς ἑώρακε πώποτε” (Ἰωάν. α’ 18). Καὶ ἀλλοῦ: “Ὁ Θεός,… φῶς οἰκῶν ἀπρόσιτον, ὅν εἶδεν οὐδεὶς ἀνθρώπων οὐδὲ ἰδεῖν δύναται” (Α’ Τιμ. ς’ 16). Ὅταν φάνηκαν οἱ φιλόσοφοι καὶ οἱ αἱρετικοί, πού ὑποστήριζαν τὴ δυνατότητα πλήρους γνώσεως τοῦ Θεοῦ, τότε οἱ Ἅγιοι Πατέρες, γιὰ νὰ ἐκριζώσουν τὴν ἀσύνετη αὐτὴ ἰδέα, ἐπέστρεψαν σὲ Παλαιοδιαθηκικὲς εἰκόνες καὶ γλώσσα: «Καὶ εἶπεν ὁ Θεὸς πρὸς Μωυσῆν “καταβὰς διαμάρτυραι τῷ λαῷ, μήποτε ἐγγίσωσι πρὸς τὸν Θεὸν κατανοῆσαι Αὐτόν… Εἱστήκει δὲ ὁ λαὸς μακρόθεν, Μωϋσῆς δὲ εἰσῆλθεν εἰς τὸν γνόφον, οὐ ἦν ὁ Θεὸς» (Ἐξ. ιθ’ 21, κ’ 21). Ἔτσι, γιὰ νὰ πλήξουν ἰσχυρότερα τὴ συνείδηση τῶν ἀσόφων σοφῶν, οἱ Πατέρες προσέφυγαν στὴν ἔννοια τοῦ “γνόφου”, μὲ τὸν ὁποῖο ὁ Σοφὸς Νομοθέτης Μωυσῆς συγκρατοῦσε τὸν λαό του, πού ἦταν ἀκόμη ἄπειρος τῆς Θεογνωσίας, ἀπὸ τὴν ἀσύνετη ἔξαρση τῆς ἰδέας τοῦ “κατανοῆσαι” τὸν Θεὸ· καὶ γιὰ νὰ μὴν παρεκκλίνουν ἀπὸ τὴν Καινοδιαθηκικὴ Ἀποκάλυψη, οἱ Πατέρες ὀνόμασαν τὸν γνόφο αὐτὸ “ὑπέρφωτον”.
Ἡ ἀληθινὴ ὁδὸς γιὰ τὴ θεωρία τοῦ Θείου Φωτὸς διέρχεται διὰ μέσου τοῦ ἔσω ἀνθρώπου. Ὅλη ἡ σκέψη μας, ὅλη ἡ δύναμη τῆς ἐπιθυμίας μας, ὀφείλουν νὰ κατευθύνονται μόνον πρὸς τὸ “τηρῆσαι τὴν ἐντολήν τοῦ Θεοῦ ἄσπιλον καὶ ἀνεπίληπτον” (Α΄ Τίμ. ς’ 14). Τότε τὸ Θεῖο Φῶς, ὅπως ἔδειξε ἡ πείρα τῶν αἰώνων, “πολυμερῶς καὶ πολυτρόπως” ἐπισκέπτεται τὸν ἄνθρωπο. Καὶ κανένας δὲν μπορεῖ νὰ πεῖ ποτὲ γιὰ τὰ ὅρια τῆς εὐδοκίας τοῦ Θεοῦ πρὸς ἐμᾶς, διότι αὐτὴ βρίσκεται ἀληθινὰ πέρα ἀπὸ κάθε ὅριο. Ὅσο καὶ ἂν τείνει ὁ ἄνθρωπος πρὸς τὸν Θεόν, ὅσο καὶ ἂν φλέγεται ἀπὸ τὴν ἀγάπη πρὸς Αὐτόν, καὶ πάλι οἱ ἐκχύσεις τοῦ Φωτὸς θὰ παραμείνουν πέρα ἀπὸ κάθε ὅριο καὶ ἀριθμό, διότι δὲν ὑπάρχει σὲ αὐτὲς τέλος, καὶ ὅταν ἀκόμη τὸ φῶς ὑπερβαίνει τὶς δυνάμεις τῆς φύσεώς μας νὰ ὑπομείνει τὴ λάμψη του. Καὶ ὁ μοναδικὸς δυνατὸς λόγος, ἡ μοναδικὴ ἐπικύρωση γιὰ ὅλα αὐτὰ εἶναι ὅτι “ὁ Θεὸς Φῶς ἐστι, καὶ σκοτία ἐν Αὐτῷ οὐκ ἔστιν οὐδεμία”, καὶ ὅτι “Αὐτὸς οἰκεῖ ἐν ἀπροσίτῳ Φωτὶ” καὶ ἐμφανίζεται πάντοτε ἐν τῷ φωτὶ καὶ ὡς φῶς».
Ἀλλὰ καὶ παρὰ τὰ λόγια αὐτά, δὲν διαλύθηκε ἡ ἀπορία στὴ δειλή μου ψυχή. Δὲν ἔβλεπα τὴν ὁδὸ μπροστά μου· δὲν γνώριζα πῶς νὰ εἰσέλθω σὲ αὐτὴ τὴ ζωή, ἀπὸ πού νὰ ἀρχίσω· αἰσθανόμουν τὸν ἑαυτό μου μέσα σὲ γνόφο καὶ ρώτησα:
«Τίνα κάνω γιὰ νὰ κληρονομήσω τὴν αἰώνια ζωή»;
Καὶ μοῦ δόθηκε ἡ ἀπάντηση:
«Νὰ προσεύχεσαι, ὅπως ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὁ ὁποῖος γιὰ χρόνια ἔκραζε, “Κύριε, φώτισόν μου τὸ σκότος”, καὶ εἰσακούσθηκε.
Νὰ προσεύχεσαι μὲ τὰ λόγια τῆς ἐκκλησιαστικῆς Ὠδῆς, “Λαμψάτω, ὦ Φωτοδότα, καὶ ἐμοί τῷ ἁμαρτωλῷ τὸ φῶς Σου τὸ ἀπρόσιτον”, καὶ νὰ ἐνδυναμώνεις στὴν πίστη, ἐνθυμούμενος ὅτι ἡ Ἐκκλησία δὲν προσεύχεται γιὰ πράγματα πού δὲν μποροῦν νὰ γίνουν».
Στὴ συνέχεια ὁ ἄνδρας ἐκεῖνος, σὰν νὰ ἀπέκλειε τὴ δυνατότητα ὅτι μιὰ τέτοια προσευχὴ θὰ παραμείνει χωρὶς τὴν ἄνωθεν ἀπάντηση, κατέκλεισε τὸν λόγο του ὡς ἑξῆς:
«Ὅταν ἡ ψυχή σου γνωρίσει αὐτὸ τὸ φῶς, τότε, ὅταν συμβεῖ νὰ τὸ στερεῖται, θὰ φλέγεσαι γι’ αὐτὸ καὶ μιμούμενος τὸν ἅγιο Συμεὼν τὸν Νέο Θεολόγο θὰ τὸ ζητᾶς καὶ θὰ κράζεις πρὸς αὐτό:
«Ἐλθέ, τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν. Ἐλθέ, ἡ Ζωὴ ἡ αἰώνιος. Ἐλθέ, τῶν πεπτωκότων ἡ ἔγερσις. Ἐλθέ, τῶν κειμένων ἡ ἀνόρθωσις, Ἐλθέ, τῶν νεκρῶν ἡ ἀνάστασις. Ἐλθέ, Πανάγιε Βασιλεῦ. Ἐλθέ καὶ σκήνωσον ἐν ἡμῖν, καὶ μεῖνον ἀδιαστάτως ἐν ἡμῖν, καὶ ἀδιαιρέτως Σύ μόνος βασίλευε ἐν ἡμῖν εἰς τοὺς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν».
Σήμερα, μὲ τὴν εὐκαιρία τῆς μεγάλης πανηγύρεως τῆς Ἐκκλησίας, πανηγύρεως ἡ ὁποία ἀνάλογα μὲ τὸν βαθμὸ τῆς προσέγγισής μας ὅσο πλησιάζουμε τὸ τέλος τῆς ἐπίγειας ζωῆς μας ὄχι μόνο δὲν ἐλαττώνεται, ἀλλ’ ἀκατάπαυστα αὐξάνει σὲ δύναμη καὶ σπουδαιότητα μέσα μας, ξεχνώντας κατὰ κάποιον τρόπο τὴν ἀδυναμία μας, τολμοῦμε νὰ ὁμιλήσουμε γιὰ τὸ ἀπρόσιτο καὶ ἀνέσπερο Φῶς πού ἐξέλαμψε στὸ Θαβώρ.
Σᾶς παρακαλῶ, παραβλέψτε κατὰ τὴν ὥρα αὐτὴ τὴ μηδαμινότητά μου- κλεῖστε τὰ μάτια σας στὴν ἀμάθεια καὶ στὸ ἄκομψο τοῦ λόγου μου, μᾶλλον δέ, ἂν εἶναι δυνατόν, θεωρῆστε με σὰν ἕναν ἀπὸ τοὺς φύλακες τοῦ ὄρους Ἐφραίμ, πού ἀναβοοῦσαν: «Ἐγερθῆτε, καὶ ἀναβῶμεν εἰς τὴν Σιών πρὸς Κύριον τὸν Θεὸν ἡμῶν».
Ὁ Θεός, «ὁ ποιήσας τὸν οὐρανὸ καὶ τὴν γῆν», εἶναι ὁ Θεός μας ἐκ κοιλίας τῆς μητρός μας. Μετὰ τὴν κατὰ σάρκα γέννηση, πρὶν ἀκόμη μάθουμε νὰ διακρίνουμε τὸ δεξὶ χέρι ἀπὸ τὸ ἀριστερό, λάβαμε ἤδη δεύτερη γέννηση, ἄνωθεν, στὴν κολυμβήθρα τοῦ Βαπτίσματος, καὶ ἐλέχθη σὲ μᾶς τὸ μέγα καὶ φοβερὸ καὶ σὲ αὐτὲς τὶς ἐπουράνιες δυνάμεις Ὄνομα, τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Στὴ συνέχεια, λάβαμε ἄλλη ἀνεκτίμητη δωρεά, γιὰ τὴν ὁποία ἡ ψυχή μας δὲν μπορεῖ νὰ μιλήσει οὔτε νὰ ἀναλογισθεῖ χωρὶς τρόμο, δηλαδὴ τὸ χρίσμα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὴ σφραγίδα τοῦ ἁγιασμοῦ, ἡ ὁποία ἐτέθη σὲ ὅλα τὰ μέλη τοῦ σώματός μας μὲ τὰ λόγια τοῦ Μυστηρίου: «Σφραγὶς δωρεᾶς Πνεύματος Ἁγίου». Καὶ ἔτσι γίναμε σκήνωμα τοῦ Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου, καὶ τὰ σώματά μας ναὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ἀπὸ τὴ βρεφικὴ ἡλικία τρεφόμαστε στὴν Ἐκκλησία μὲ τὸ Θεῖο Σῶμα καὶ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Εἴμαστε παιδιὰ Του- σάρκα ἀπὸ τὴ Σάρκα Του καὶ αἷμα ἀπὸ τὸ Αἷμα Του. Ἀπὸ τὴ νεότητά μας ζοῦμε μέσα στὴν ἀτμόσφαιρα τοῦ Θείου Λόγου, ὁ Ὁποῖος μᾶς ἀποκαλύπτει τὶς ἀπέραντες διαστάσεις τῆς γνώσεως τοῦ ἀνάρχου Θεοῦ, τοῦ Πατρός μας, πού μᾶς παρέχει ἤδη ἀπὸ ἐδῶ τὴν πρόγευση τῆς μακαριότητας τῆς αἰώνιας διαμονῆς μετ’ Αὐτοῦ καὶ ἐν Αὐτῷ. Στὴν Ἐκκλησία μας κάθε ἡμέρα ζοῦμε μέσα σὲ ἀπερίγραπτο ὑπερπλεονασμὸ κάθε πλούτου πνευματικοῦ, καὶ ἡ εὐγνώμων ψυχὴ ὁρμᾶ καὶ ἀναφωνεῖ: «Πράγματι εἶναι πλούσιος ὁ Θεός μας, ὁ πανταχοῦ παρὼν καὶ τὰ πάντα πληρῶν μᾶς ἀγκαλιάζει ἀκατάπαυστα, ὅλους καὶ τὸν καθένα ξεχωριστά».
Καὶ νά, παρ’ ὅλα αὐτά, εἴμαστε πτωχοὶ τῷ πνεύματι. Μέσα στὰ ὅρια τῆς γῆς ὑπάρχει ἀκόρεστη πείνα καὶ ἄσβεστη δίψα Θεογνωσίας, διότι ὁ ἀγώνας μας εἶναι νὰ φθάσουμε τὸν Ἄφθαστο, νὰ δοῦμε τὸν Ἀόρατο, νὰ γνωρίσουμε Αὐτὸν πού βρίσκεται πέρα ἀπὸ κάθε γνώση.
Ἡ ὁρμὴ αὐτὴ αὐξάνει ἀκατάπαυστα σὲ κάθε ἄνθρωπο, ὅταν τὸ Φῶς τῆς Θεότητας εὐδοκήσει νὰ τὸν καταυγάσει, ἔστω καὶ μὲ κάποια ἀμυδρὰ προσέγγισή Του, διότι τότε στοὺς νοεροὺς ὀφθαλμοὺς μας ἀποκαλύπτεται σὲ ποιὰ ἄβυσσο διαμένουμε. Ἡ ὅραση αὐτὴ καταπλήσσει ὅλο τὸν ἄνθρωπο, καὶ τότε ἡ ψυχή του δὲν γνωρίζει ἀνάπαυση καὶ δὲν μπορεῖ νὰ τὴ βρεῖ, μέχρις ὅτου ἐλευθερωθεῖ πλήρως ἀπὸ τὸ σκοτάδι πού τὴν διακατέχει, μέχρις ὅτου γεμίσει ἀπὸ τὴν Ἀκόρεστη Τροφή, μέχρις ὅτου τὸ Φῶς αὐτὸ αὐξηθεῖ στὴν ψυχὴ καὶ ἑνωθεῖ μαζί της τόσο, ὥστε Φῶς καὶ ψυχὴ νὰ γίνουν ἕνα, προκαταγγέλλοντας τὴ θέωσή μας στὴ Θεία δόξα.
Ἡ Μεταμόρφωση τοῦ Κυρίου ἀποτελεῖ στερεὸ θεμέλιο τῆς ἐλπίδας γιὰ τὴ μεταμόρφωση ὅλης τῆς ζωῆς μας —ἡ ὁποία τώρα εἶναι γεμάτη ἀπὸ κόπο, ἀσθένειες, φόβο— σὲ ζωὴ ἄφθαρτη καὶ θεοειδῆ. Ἐν τούτοις, ἡ ἀνάβαση αὐτὴ στὸ ὑψηλὸ ὄρος τῆς Μεταμορφώσεως συνδέεται μὲ μεγάλο ἀγώνα. Ὄχι σπάνια ἐμεῖς ἐξασθενοῦμε ἀπὸ τὴν ἀρχή αὐτοῦ τοῦ ἀγώνα καὶ ἀπελπισία φαίνεται νὰ κυριεύει τὴν ψυχή. Σὲ τέτοιες ὧρες μαρτυρικῆς παραμονῆς στὰ ὅρια μεταξύ τοῦ Ἀπροσίτου Φωτὸς τῆς Θεότητας πού ἕλκει πρὸς τὸν ἑαυτό Του καὶ τῆς ἀπειλητικῆς ἀβύσσου τοῦ σκότους, νὰ ἐνθυμούμαστε τὰ διδάγματα τῶν Πατέρων μας, οἱ ὁποῖοι διήνυσαν τὴν ὁδὸ αὐτὴ ἀκολουθώντας τὸν Χριστό, καὶ «ἐζωσμένοι τὰς ὀσφύας ἡμῶν» νὰ παίρνουμε δύναμη μὲ τὴν κραταιὰ ἐλπίδα σὲ Ἐκεῖνον, ὁ Ὁποῖος μὲ τὴν παλάμη Του βαστάζει ἀκόπως ὅλη τὴν κτίση. Νὰ θυμόμαστε ὅτι στὴ ζωὴ μας πρέπει νὰ ἐπαναληφθεῖ κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο ὅ,τι ἔγινε στὴ ζωὴ τοῦ Υἱοῦ τοῦ Ἀνθρώπου, γιὰ νὰ ἐλευθερωθοῦμε ἀπὸ κάθε φόβο καὶ ὀλιγοψυχία. Ἡ ὁδὸς εἶναι κοινὴ σὲ ὅλους μας κατὰ τὸν λόγο Αὐτοῦ τοῦ Χριστοῦ: «Ἐγώ εἰμι ἡ ὁδός»· καὶ γι’ αὐτὸ εἶναι καὶ μοναδική, διότι «οὐδεὶς ἔρχεται πρὸς τὸν Πατέρα, εἰ μὴ δι’ Ἐμοῦ».
Ἂν ὁ Κύριος «ἐπειράσθη», καὶ ἐμεῖς πρέπει νὰ περάσουμε διὰ τοῦ πυρὸς τῶν πειρασμῶν. Ἂν ὁ Κύριος καταδιώχθηκε, καὶ ἐμεῖς ἐπίσης θὰ διωχθοῦμε ἀπὸ τὶς ἴδιες ἐκεῖνες δυνάμεις, οἱ ὁποῖες δίωκαν τὸν Χριστό. Ἂν ὁ Κύριος ἔπαθε καὶ σταυρώθηκε, καὶ ἐμεῖς ἀναπόφευκτα ὀφείλουμε νὰ πάσχουμε καὶ νὰ σταυρωνόμαστε ἔστω, ἴσως, καὶ πάνω σὲ ἀόρατους σταυρούς, ἐφόσον πράγματι Τὸν ἀκολουθοῦμε στὶς ὁδοὺς τῆς καρδίας μας. Ἂν ὁ Κύριος μεταμορφώθηκε, καὶ ἐμεῖς θὰ μεταμορφωθοῦμε καὶ ἐνῶ ἀκόμη βρισκόμαστε πάνω στὴ γῆ, ἂν ὁμοιωθοῦμε πρὸς Αὐτὸν στὶς ἐσωτερικὲς ἐπιθυμίες μας. Ἂν ὁ Κύριος πέθανε καὶ ἀναστήθηκε, τότε καὶ ὅλοι ὅσοι πιστεύουν σὲ Αὐτὸν θὰ διέλθουν διὰ τοῦ θανάτου, θὰ τοποθετηθοῦν σὲ τάφους καὶ ἔπειτα θὰ ἀναστηθοῦν ὅμοια πρὸς Αὐτόν, ἐφόσον πέθαναν ὅμοια πρὸς Αὐτόν.
Θὰ ἀναστηθοῦν πρῶτα οἱ ψυχὲς τῶν πιστῶν, ἔπειτα δέ, κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Κοινῆς Ἀναστάσεως, καὶ τὰ σώματα. Ἂν ὁ Κύριος μετὰ τὴν ἀνάστασή Του μὲ δοξασμένη σάρκα ἀναλήφθηκε στὸν οὐρανὸ καὶ κάθισε στὰ δεξιὰ τοῦ Θεοῦ, ἔτσι καὶ ἐμεῖς μὲ δοξασμένα σώματα, διὰ τῆς δυνάμεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, θὰ ἀναληφθοῦμε στοὺς οὐρανοὺς καὶ θὰ γίνουμε «συγκληρονόμοι Χριστοῦ» καὶ «κοινωνοὶ τῆς Θεότητος» Α’ Πέτρ. δ’ 13, Β’ Πέτρ. α’ 4, Ρωμ. ζ’ 17, Β’ Τιμ. β’ 11-12 κ.α.).
Ὅλα, ὅσα ἀπαριθμήσαμε πιὸ πάνω, πραγματοποιήθηκαν ἀπὸ τὸν Κύριο ὄχι κατὰ τὴ Θεότητα, ἀλλά κατὰ τὴν ἀνθρωπότητά Του, δηλαδὴ σὲ ἐκεῖνο τὸ ἐπίπεδο, ὅπου ὁ Κύριος εἶναι ὁμοούσιος μὲ ἐμᾶς «Υἱός Ἀνθρώπου». Ὁ Κύριος, ὁ Πατρὶ καὶ Πνεύματι συνάναρχος Λόγος, μὲ τὴ σάρκωσή Του προσέλαβε στὴ Θεία Του Ὑπόσταση τὴν ἀνθρώπινη φύση μας. Ὄχι φαινομενικά, ἀλλά ἔγινε ἀληθινὰ ὅμοιος μὲ μᾶς ἄνθρωπος καὶ φανέρωσε στὴ σάρκα μας τὴ Θεία τελειότητα, «ὑπολιμπάνων Ἑαυτὸν ὑπογραμμὸν» γιά μᾶς, τὸν ὁποῖο πολλοὶ προφῆτες καὶ δίκαιοι «ἐπεθύμησαν ἰδεῖν» (Ματθ. ιγ’ 17). Καὶ αὐτὸ ὀφείλουμε τώρα ἐμεῖς νὰ πραγματοποιήσουμε, ὁ καθένας στὴ ζωή του, ὥστε μὲ τὴν ὁμοίωση πρὸς τὸν Χριστόν, κατὰ τὴν εἰκόνα τῆς ἐπίγειας ζωῆς Του, νὰ γίνουμε ὅμοιοι μὲ Αὐτὸν καὶ κατὰ τὴν εἰκόνα τῆς Θείας ὑπάρξεως.
Σᾶς παρακαλῶ, νὰ μὴν ὀλιγοψυχήσουμε ἀκούοντας τὰ λόγια τῆς διδασκαλίας αὐτῆς, ἀλλά νὰ λάβουμε θάρρος καὶ νὰ ἀνοίξουμε τὶς καρδιές μας γιὰ νὰ δεχθοῦμε μὲ ἁπλότητα τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Κύριος μὲ τὸ στόμα Του εἶπε: «Θαρσεῖτε, ἐγώ νενίκηκα τὸν κόσμον» (Ἰωάν. ις’ 33). Καὶ ἐμεῖς, μὲ τὴ δύναμη τοῦ Χριστοῦ, θὰ κατορθώσουμε ἀναμφίβολα τὴ νίκη αὐτὴ ἐπὶ τοῦ κόσμου, ὥστε μαζὶ μὲ Αὐτὸν νὰ μετάσχουμε στὴν αἰώνια Βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
Γιὰ τὴν ἐκπλήρωση τῆς ἐντολῆς, «πορεύεσθε, καὶ σταθέντες λαλεῖτε ἐν τῷ, ἱερῷ τῷ λαῷ πάντα τὰ ρήματα τῆς ζωῆς ταύτης» (Πράξ. ε’ 20), σᾶς λέω: Αὐτοὶ εἶναι οἱ λόγοι τῆς αἰώνιας ζωῆς, οἱ ὁποῖοι δόθηκαν ἀπὸ τὸν Κύριο «εἰς κληρονομίαν ἀναφαίρετον τοῖς πιστοῖς»· αὐτὸ σημαίνει «τῶν Ἀποστόλων τὸ κήρυγμα» καὶ τῶν «Πατέρων τὰ δόγματα»· αὐτὴ εἶναι ἡ ὀρθόδοξη πίστη καὶ ἡ ἀσάλευτη ἐλπίδα, ἡ ὁποία δὲν θὰ διαψευσθεῖ, διότι θεμέλιό της εἶναι ἡ ἀψευδής μαρτυρία τοῦ Κυρίου. Καὶ ἂν «νόθα» ταπείνωση θελήσει νὰ τὸ ὀνομάσει αὐτὸ ὑπέρμετρη παρρησία ἡ ἀκόμη καὶ μωρία, τότε ἂς θυμηθοῦμε τὸν Ἀπόστολο Παῦλο, ὁ ὁποῖος ἀποκόπτοντας ἀφενὸς μὲν τὴν ὀλιγοψυχία, ἀφετέρου δὲ τὴν παράλογη ὑπερηφάνεια τοῦ σαρκικοῦ φρονήματος, λέει ὅτι «εὐδόκησεν ὁ Θεὸς διὰ τῆς μωρίας τοῦ κηρύγματος σῶσαι τοὺς πιστεύοντας», ἀπορρίπτοντας τὴ σύνεση τῶν συνετῶν, καὶ μεταβάλλοντας σὲ μωρία τὴ σοφία αὐτοῦ τοῦ κόσμου (βλ.Α’ Κόρ. α’ 18-21). Καθημερινὰ ἡ πείρα τῆς ἀνθρωπότητος μᾶς ἀποδεικνύει σταθερὰ ὅτι οἱ «σοφοὶ καὶ συνετοὶ» τοῦ αἰῶνος τούτου δὲν μποροῦν νὰ ἀκολουθήσουν τὸν Χριστὸ οὔτε στὸ Θαβώρ, οὔτε στὸν Γολγοθᾶ, οὔτε στὸ ὄρος τῶν Ἐλαιῶν.
Ἔτσι, ἀγαπητοί, προσέλθετε, καὶ μὲ τὴ δύναμη τῆς πίστεως ἂς ἀνεβοῦμε στὸ «ὅρος Κυρίου» (Ἡσ. β’ 3), ἂς σταθοῦμε ἀοράτως στὴν πόλη τοῦ Ζῶντος Θεοῦ, καὶ μετάρσιοι τῷ πνεύματι ἂς δοῦμε τὴν ἄυλη Θεότητα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Πνεύματος στὸν Μονογενῆ Υἱὸ ἀπαστράπτουσα. Ἂς ἀνέβουμε ὄχι μὲ ὑπερήφανη παρρησία, ἀλλά μὲ φόβο καὶ τρόμο, ὡς ἀνάξιοί της ἀναβάσεως καὶ ὁράσεως αὐτῆς, ἐντούτοις ὅμως, μὲ ἐλπίδα ὅτι καὶ σὲ μᾶς τοὺς ἁμαρτωλούς, κατὰ τὴν ἄμετρη ἀγαθότητα τοῦ Οὐρανίου Πατρός, θὰ λάμψει «τὸ ἀΐδιο Φῶς» τῆς Θεότητος, ἡ ἄστεκτη λάμψη τοῦ ὁποίου ἒρριξε πρηνεῖς στὸ Θαβὼρ τοὺς ἐκλεκτοὺς Ἀποστόλους.
Ἀφοῦ ἀνυψώσαμε γιὰ λίγο τὸν νοῦ μας στὴ θεωρία τῶν θεμελιωδῶν ἀρχῶν τῆς πίστεώς μας, οἱ ὁποῖες πρέπει νὰ ἀποτελοῦν τὸ μόνιμο πολίτευμα τῆς ζωῆς τοῦ πνεύματός μας, ἂς ἐπιτρέψουμε στοὺς ἑαυτούς μας νὰ προχωρήσουμε στὸ θέμα πού ἐπιλέξαμε.
Ἡ Μεταμόρφωση τοῦ Κυρίου εἶναι ἕνα μεγάλο γεγονός, πού ἔχει σημασία αἰώνια ὄχι μόνο γιὰ τὸν καθένα ἀπό μᾶς, ἀλλά καὶ γιὰ ὅλη τὴν ἱστορία τοῦ κόσμου. Στὰ ἔργα τῶν Πατέρων μας θὰ βροῦμε προσεκτικὴ διερεύνηση αὐτοῦ ἀπὸ ὅλες τὶς πλευρές· ἐπιπλέον θὰ βροῦμε ὅ,τι προηγήθηκε αὐτοῦ τοῦ γεγονότος ὡς προετοιμασία τῶν μαθητῶν ἀπὸ τὸν Κύριο· στὴ συνέχεια, ὅ,τι τὸ συνόδευσε καὶ ὅ,τι τελέσθηκε κατὰ τὴν ὥρα αὐτῆς τῆς ἴδιας τῆς Θαβωρίου Θεοφανείας· καὶ ἐπιπλέον, ὅ,τι τὸ ἀκολούθησε στὶς πράξεις τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ καὶ στὴ συνείδηση τῶν Ἀποστόλων, τῶν μαρτύρων τῆς Μεταμορφώσεως. Ἡ γνώση γιὰ ὅλα αὐτὰ θὰ βοηθήσει καὶ ἐμᾶς τοὺς ἰδίους νὰ διέλθουμε συνετὰ τὴ δική μας πορεία ἀκολουθώντας «τοῖς ἴχνεσι τοῦ Χριστοῦ». Ἀλλά κατὰ τὴν παροῦσα στιγμὴ ἂς συγκεντρώσουμε τὴν προσοχὴ τοῦ πνεύματός μας σὲ ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο, σύμφωνα μὲ τὴν εὐαγγελικὴ διήγηση, ἀποτελεῖ τὴν ἀποκλειστικὴ ἰδιομορφία τοῦ γεγονότος τῆς παρούσας ἡμέρας.
«Ἰδού νεφέλη φωτεινὴ ἐπεσκίασεν αὐτούς, καὶ ἰδού φωνὴ ἐκ τῆς νεφέλης λέγουσα: Οὗτός ἐστιν ὁ Υἱὸς Μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾯ εὐδόκησα· Αὐτοῦ ἀκούετε».
Σὲ τί ἔγκειται ἡ φωτεινὴ αὐτὴ νεφέλη, ἡ ὁποία περιὲλαμψε ἐκείνη τὴ νύκτα τὸ Ἅγιο Θαβώρ;
Πρὸ ἐτῶν, κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Μεταμορφώσεως, ρώτησα κάποιον ἀσκητὴ ὁ ὁποῖος, ὅπως ἀναμφίβολα πιστεύω, ἀξιώθηκε πολλὲς φορὲς νὰ δεῖ αὐτὸ τὸ Φῶς. Στὴν ἀδιάκριτη παράκλησή μου νὰ μοῦ πεῖ κάτι γιὰ τὸ μυστήριο τοῦ Θαβωρίου Φωτός, δηλαδὴ πῶς αὐτὸ ὁρᾶται καὶ πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ ἀποκτήσει κάποιος τὴ δωρεὰ αὐτή, αὐτὸς μὲ ἄκρα συγκατάβαση πρὸς τὴν ἀμάθειά μου, μὲ μεγάλη ὑπομονή, μοῦ διευκρίνισε τὸ θέμα αὐτό, ἐγώ δὲ σήμερα θὰ μεταδώσω σὲ σᾶς μόνο τὸ πιὸ οὐσιῶδες ἀπὸ αὐτὸ πού ἄκουσα ἀπὸ τὸ ἀψευδές στόμα του, καὶ ὅσο εἶναι δυνατὸν πιὸ σύντομα.
Μοῦ διηγήθηκε ὁ ἄνδρας αὐτὸς ὅτι κατ’ ἀρχάς, ὅταν ἦταν ἀκόμη νέος, τὸ φῶς αὐτὸ ἐμφανιζόταν σὲ αὐτὸν ἀσαφῶς, σὲ σύντομες στιγμές, ἄλλοτε σὰν ἀκατάληπτη πύρινη φλόγα, ἡ ὁποία ἔκαιγε τὴν καρδιὰ του διὰ τῆς ἀγάπης, ἄλλοτε σὰν κάποιο ἀπαύγασμα τὸ ὁποῖο διείσδυε μὲ τὴ λάμψη στὸν νοῦ του κατὰ τὸν καιρὸ τῆς προσευχῆς, κυρίως στὸν ναό. Ἀλλά κάποια ἡμέρα, μετὰ ἀπὸ ἐκτενῆ, κατὰ τὴ διάρκεια πολλῶν μηνῶν, διάπυρη προσευχὴ πού συνοδευόταν ἀπὸ βαθειὰ λύπη γιὰ τὴν ἀθλιότητά του, τὸ φῶς αὐτὸ κατέβηκε μὲ ἱλαρότητα πάνω του καὶ παρέμεινε μαζί του τρεῖς ἡμέρες. Κατὰ τὶς ἡμέρες αὐτὲς αἰσθανόταν τὸν ἑαυτὸ του ἐμφανῶς ἐκτός θανάτου. Ἡ χαρὰ τῆς ἐκ νεκρῶν ἀναστάσεως γέμιζε τότε τὴν ψυχή του. Ἐσωτερικὰ ὀνόμαζε τὸ φῶς ἐκεῖνο «πρωΐαν ἀναστάσεως», διότι αὐτὸ ἦταν ἱλαρό, σὰν «ἐαρινὴ πρωΐα». Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ βρισκόταν αὐτὸς μεταξὺ ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι ζοῦσαν τὴ συνηθισμένη σὲ ὅλους κοπιώδη ζωή. Μετὰ τὴν πάροδο ἐτῶν ἀπὸ τὸ γεγονὸς αὐτό, ὅταν αὐτὸς ἦταν ἤδη μοναχός, καὶ ἀργότερα λειτουργός, συνέβαινε πολλὲς φορὲς νὰ μεταβάλλεται ἡ προσευχή του σὲ θεωρία φωτός, ἔτσι ὥστε νὰ μὴν αἰσθάνεται τότε οὔτε τὸ σῶμα του, οὔτε τὸν ὑλικὸ κόσμο πού τὸν περιέβαλλε.
Τὸ φῶς αὐτὸ φανερώνεται ὡς καθαρὰ ἄνωθεν εὐδοκία. Ἔρχεται κατ’ ἀρχὰς ἀπροσδόκητα, δηλαδὴ ὅταν ἡ ψυχὴ δὲν σκέπτεται καθόλου γι’ αὐτὸ ὅτι θὰ ἔρθει, ἤ ἀκόμη ὅτι ὑπάρχει. Ἄγνωστο ὡς τότε, φέρει μὲ τὴν ἔλευσή του στὴν ψυχὴ γλυκειά ἀπορία, καὶ κατάπληκτη αὐτὴ ἀγνοεῖ ἀκόμη τὸ ποιὸς ἤ τί τῆς φανερώθηκε, ἀλλ’ αἰσθάνεται τὸν ἑαυτὸ της ἐκείνη τὴν ὥρα ὡς αἰχμάλωτο πού βγαίνει ἀπὸ τὸ ζοφερὸ σκοτάδι τῆς φυλακῆς πρὸς τὶς ἀπέραντες ἐκτάσεις, πού φωτίζονται ἀπὸ τὸν ἥλιο.
Ἔλεγε ἐπίσης ὁ ἄνδρας ἐκεῖνος: «Παρὰ τὸ ὅτι τὸ Θεῖο Φῶς μένει πάντοτε κατὰ τὴ φύση του ἀναλλοίωτο, ὅμως οἱ ἐνέργειές του, δηλαδὴ ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο γεννᾶ στὸν ἄνθρωπο, ποικίλλουν. Μερικὲς φορὲς προσλαμβάνεται ὡς αἴσθηση ἱλαρῆς ἀγάπης Χριστοῦ· ἄλλοτε ὡς συμπαράσταση Θείας Δυνάμεως· ἄλλοτε ὡς κάποια ἀνεκλάλητη κίνηση τῆς αἰώνιας ζωῆς μέσα στὸν ἄνθρωπο· καὶ ἄλλοτε πάλι ὡς φῶς συνέσεως ἡ ὑπερνοητὴ νοερὰ ὅραση τοῦ Θεοῦ. Ἄμετρη ὅμως εἶναι ἡ ἀγαθότητα τοῦ Κυρίου καὶ συμβαίνει ὥστε ἡ ἀγάπη Του νὰ ἐκχέεται ἀκόμη ἀφθονότερα. Τότε τὸ Θεῖο Φῶς γεμίζει ὅλο τὸν ἄνθρωπο, οὕτως ὥστε καὶ αὐτὸς γίνεται ὅμοιος πρὸς τὸ φῶς· καὶ τότε ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο βλέπει, εἶναι ἀδύνατον νὰ ὀνομαστεῖ διαφορετικά, παρὰ μόνο φῶς —παρὰ τὸ ὅτι τὸ Φῶς αὐτὸ κατὰ τὴ φύση του εἶναι ἐντελῶς διαφορετικὸ ἀπὸ τὸ φῶς τοῦ ὁρατοῦ ἡλίου».
Σὰν ἀπάντηση στὴν ἀρχική μου ἐρώτηση γιὰ τὴ Θαβώρια Θεοφάνεια, ὁ ἄνδρας ἐκεῖνος παρέτεινε τὸν λόγο ἐπιδιώκοντας προφανῶς νὰ βρεῖ ἔννοιες προσιτὲς σὲ μένα, ἔστω καὶ σὲ κάποιο μικρὸ μέτρο.
Ἔλεγε: «Πρέπει πάντοτε νὰ ἔχουμε κατὰ νοῦν τὴν ἀνεπάρκειά μας· καὶ ἂν ἐπιτρέψω στὸν ἑαυτό μου νὰ θίξει τὸ μεγάλο αὐτὸ θέμα, θὰ τὸ κάνω ἀκροθιγῶς, γιὰ νὰ κατανοήσουμε κάτι λίγο ἀπὸ αὐτὸ χωρὶς τολμηρὲς ἀξιώσεις νὰ τὸ ἀποσαφηνίσουμε ἤ καὶ νὰ τὸ κατανοήσουμε πλήρως. Καὶ ἔτσι, ἂν βγοῦμε ἀπὸ τὶς ἐνέργειες τοῦ Θείου Φωτὸς πού ἤδη περιγράψαμε σὲ ἐκείνη τὴν ἁπλή, μέχρι φαινομενικῆς ἀφέλειας διήγηση τῶν Εὐαγγελιστῶν, μποροῦμε λίγο νὰ τὴ συμπληρώσουμε ὡς ἑξῆς:
Ἀμέσως μόλις ἄρχισαν οἱ Ἀπόστολοι νὰ κατανοοῦν τὴν ὑπεράνθρωπη τελειότητα τοῦ Διδασκάλου τους καὶ ὁμολόγησαν Αὐτὸν διὰ τοῦ στόματος τοῦ Πέτρου ὡς Χριστόν, Υἱόν τοῦ Θεοῦ τοῦ Ζῶντος, ὁ Κύριος ἐπόθησε περισσότερο νὰ τοὺς στερεώσει στὴ γνώση αὐτὴ διὰ τῆς μαρτυρίας τοῦ Πατρός. Αὐτὸ ἦταν τελείως ἀπαραίτητο, ἐφόσον Αὐτὸς ἑτοιμαζόταν ἤδη γιὰ «τὴν ἔξοδον, ἥν ἔμελλε πληροῦν ἐν Ἱερουσαλήμ», δηλαδὴ γιὰ τὴν τέλεση τῆς θυσίας πάνω στὸν Γολγοθᾶ. Πίσω ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ Πέτρου: “Σύ εἶ ὁ Χριστὸς” (Μάρκ. η’ 29), ἐκείνη τὴ στιγμὴ κρυβόταν ἡ ἀτελὴς γνώση γιὰ τὸ ποιὸς πράγματι ἦταν αὐτὸς ὁ Χριστός. Ἐντούτοις, παρὰ τὴν ἔλλειψη τελειότητας καὶ πληρότητας τῆς ὁμολογίας αὐτῆς, ἐκδηλώθηκε σὲ αὐτὴν ἤδη ἡ αὐξηθεῖσα ἀγάπη καὶ ἀφοσίωση τῶν Ἀποστόλων, πού τοὺς κατέστησε ἱκανοὺς νὰ “χωρέσουν” μεγαλύτερο φῶς Θείας ἀποκαλύψεως, καὶ ὡς γι’ αὐτὸ ὁ Κύριος εἶπε: “Εἰσί τινες τῶν ὧδε ἐστηκότων, οἵτινες οὐ μὴ γεύσωνται θανάτου ἕως ἂν ἴδωσι τὸν Υἱόν τοῦ Ἀνθρώπου ἐρχόμενον ἐν τῇ Βασιλείᾳ Αὐτοῦ” (Μάρκ. θ’ 1). Μετὰ τοὺς λόγους αὐτοὺς ὁ Κύριος μὲ τοὺς μαθητὲς πραγματοποιεῖ σιωπηλὰ τὴν πορεία ἀπὸ τὰ ὅρια τῆς Καισαρείας τῆς Φιλίππου μέχρι τὸ Ἱερὸ Θαβώρ. Ἐκεῖ λοιπὸν ἐξέλεξε τοὺς προκρίτους, Πέτρο, Ἰάκωβο καὶ Ἰωάννη, καὶ τοὺς ὁδήγησε στὸ “ὄρος τὸ ὑψηλό” τῆς θεωρίας τῆς Θείας Αὐτοῦ· Δόξης, ἥν εἶχεν Αὐτὸς παρὰ τῷ Πατρὶ πρὸ τοῦ τὸν κόσμον εἶναι”.
Αὐτός ὁ Κύριος πάντοτε καὶ ἀναλλοίωτα ἔφερε ἐν Ἑαυτῷ τὸ Φῶς —ὄντας κατὰ τὴ Θεότητά Του ἄναρχο Φῶς—, ἀλλά διέμενε ἐν Αὐτῷ κατὰ τρόπο ἀόρατο σὲ ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι δὲν δέχθηκαν ἀκόμη μέσα τους τὸ Φῶς. Πάνω στὸ Θαβὼρ ὁ Κύριος προσευχόταν. Τίποτε δὲν μᾶς ἐμποδίζει νὰ ὑποθέσουμε ὅτι κατὰ τὸ περιεχόμενό της ἡ προσευχὴ αὐτὴ ἦταν ὅμοια μὲ ἐκείνη τῆς Γεθσημανῆ (βλ. Ἰωάν. ιζ’ κ. α.), διότι “ἐλήλυθεν Αὐτοῦ ἡ ὥρα”. Ἀγκαλιάζοντας στὴν προσευχὴ τὰ πάντα, “ἀπὸ καταβολῆς κόσμου” ὥς τὴ συντέλεια τοῦ αἰῶνος αὐτοῦ, ὁ Κύριος προσευχόταν καὶ γιὰ τοὺς Ἀποστόλους, ὥστε νὰ φανερωθεῖ σὲ αὐτοὺς τὸ Ὄνομα τοῦ Πατρός, καὶ ἡ ἀγάπη, διὰ τῆς ὁποίας ὁ Πατέρας ἀγάπησε τὸν Υἱό, νὰ μένει σὲ αὐτοὺς (βλ. Ἰωάν. ιζ’ 26).
Οἱ ἐκλεγέντες αὐτοὶ τρεῖς μάρτυρες καὶ συμμέτοχοι τῆς ὑπερφυοῦς αὐτῆς προσευχῆς τοῦ Χριστοῦ ἐξαντλήθησαν σὲ αὐτὴν (τὴν προσευχή). Πολεμώντας ἀσκητικὰ ἐνάντια στὴν ἀσθένεια τῆς σάρκας τους, βαρύνθηκαν γιὰ λίγο χρόνο ἀπὸ τὸν ὕπνο· ἐντούτοις, μὲ τὴ δύναμη τῆς ἐσωτερικῆς προσευχῆς πού ἐνεργοῦσε μέσα τους, ἐπανέρχονται ἐκ νέου σὲ νηφάλια κατάσταση, καὶ τότε οἱ σθεναροὶ τῷ πνεύματι αὐτοὶ νικητὲς τῆς ἀσθένειας τῆς σάρκας εἶδαν τὸν Χριστὸ ἐν τῷ φωτὶ καὶ αὐτοὺς πού συνομιλοῦσαν μαζί Του, τὸν Ἠλία καὶ τὸν Μωυσῆ. Καὶ μπόρεσαν νὰ δοῦν, ἐπειδὴ καὶ οἱ ἴδιοι γέμισαν ἐκείνη τὴν ὥρα ἀπὸ φῶς.
Τὸ ἀσυνήθιστο καὶ μεγαλειῶδες τῆς ὁράσεως βύθισε τοὺς Ἀποστόλους σὲ ἀνέκφραστη ἔκπληξη καὶ μακάρια ἀπορία. Αὐτὸ τὸ γνωρίζουμε ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ Εὐαγγελίου γιὰ τὸν Πέτρο: “μὴ εἰδώς τί λαλήσῃ”, καὶ ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ ἰδίου τοῦ Πέτρου: “Ἐπιστάτα, καλὸν ἐστιν ἡμᾶς ὧδε εἶναι”.
Ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἡ ὅραση τοῦ πνευματικοῦ κόσμου καὶ τοῦ Θείου Φωτὸς ἀπό τούς Ἀποστόλους συνδυαζόταν ἐπίσης καὶ μὲ τὶς παραστάσεις τοῦ αἰσθητοῦ κόσμου πού τοὺς περιέβαλλε. Ἀλλὰ στὴ συνέχεια τὸ φῶς πού αὐξήθηκε τοὺς ἀνύψωσε πέρα ἀπὸ κάθε ὁρατὸ καὶ πρόσκαιρο στὰ ἀόρατα καὶ αἰώνια (βλ. Β’ Κόρ. δ’ 18)…
Εἶναι ἁπλὲς μέχρι ἀκρότητος οἱ εὐαγγελικὲς διηγήσεις: “Ἰδού, νεφέλη φωτεινὴ ἐπεσκίασεν αὐτούς…”. Ὅπως ὁ ἄνθρωπος πού ἀνεβαίνει σὲ κάποιο βουνό, ὅταν μπεῖ σὲ πυκνὸ σύνεφο, δὲν διακρίνει μὲ τὴν ὅραση τὸν ὑπόλοιπο κόσμο, ἔτσι καὶ ἡ φωτεινὴ αὐτὴ νεφέλη, πού φανερώθηκε ὡς φῶς καὶ πνοὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὸ Ὁποῖο μὲ τὴν ἀφόρητη Θεία ἔλευσή Του εἰσήγαγε τοὺς Ἀποστόλους στὸν κόσμο τοῦ ἀκτίστου Φωτός, τοῦ ἄτρεπτου, τοῦ ἀνέσπερου, τοῦ ἀναλλοίωτου, τοῦ ἀπέραντου, τοῦ ὑπερουράνιου, τόσο ἐξαφάνισε τὶς παραστάσεις πού εἶχαν ἀπὸ τὶς παρερχόμενες μορφὲς τοῦ κόσμου αὐτοῦ, ὥστε αὐτοὶ καὶ Αὐτὸν τὸν Χριστὸ δὲν Τὸν ἔβλεπαν πλέον κατὰ σάρκα (βλ. Β’ Κορ. ε’ 16). Ἀφοῦ εἰσῆλθαν διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὴ θεωρία τῆς ἀπερίγραπτης Θεότητος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἄκουσαν ἐκείνη τὴν ὥρα τὴν ἄυλη καὶ ἀπρόσιτη φωνὴ τοῦ Πατρός: “Οὗτός ἐστιν ὁ Υἱός Μου ὁ ἀγαπητός”.
Αὐτό ὑπῆρξε ἡ ὑπέρτατη στιγμὴ ὁλόκληρου τοῦ Θαβωρίου γεγονότος.
Ἂν τώρα ἀναφερθοῦμε πάλι στὴν ἀσθένεια τῆς ἀνθρώπινης φύσεως, φορεῖς τῆς ὁποίας ἦταν οἱ Ἀπόστολοι, συνέχισε ὁ ἄνδρας ἐκεῖνος, τότε, μένοντας πιστοὶ στὴν Εὐαγγελικὴ διήγηση καὶ τὴν πείρα τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, μποροῦμε νὰ ποῦμε τὰ ἑξῆς:
Μέγιστη καὶ ὕψιστη ὑπῆρξε ἡ ὅραση τῶν Ἀποστόλων στὸ ὄρος τῆς Μεταμορφώσεως, ἐντούτοις, δὲν ἦταν ἀκόμη τέλεια, διότι τότε δὲν ἦταν ἀκόμη ἱκανοὶ νὰ δεχθοῦν ὅλο τὸ πλήρωμα καὶ τὴν τελειότητα τοῦ Φωτὸς πού ἐμφανίσθηκε σὲ αὐτούς. Γι’ αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία ψάλλει: “Δείξας τοῖς μαθηταῖς Σου τὴν δόξαν Σου, καθὼς ἠδύναντο”, ἤ σὲ ἄλλον ὕμνον ”καθὼς ἐχώρουν”.
Μέγιστη καὶ ὕψιστη ὑπῆρξε ἡ ὅραση τῶν Ἀποστόλων, ἀλλά τότε ἀκόμη ἀτελῶς ἀφομοιώθηκε ἀπὸ αὐτούς, καὶ γι’ αὐτὸ παρέμειναν δυνατὲς ἐκεῖνες οἱ ταλαντεύσεις, τὶς ὁποῖες ὑπέστησαν αὐτοὶ κατὰ τὶς ἡμέρες τοῦ Πάθους· καὶ μόνο ἀργότερα ὁ Πέτρος ἀναφέρεται σὲ αὐτὴν καὶ τὴν ἐπικαλεῖται ὡς μαρτυρία τῆς ἀλήθειας (βλ. Β’ Πέτρ. α΄ 17-18).
Ἀτελής ἦταν ἀκόμη ἡ ὅραση τῶν Ἀποστόλων πάνω στὸ Θαβώρ, καὶ ἐντούτοις ἦταν τόσο μεγάλη καὶ γνήσια ἡ θεωρία τῆς “ὑπερούσιου εὐπρεπείας” καὶ τοῦ “προαιώνιου κεκρυμμένου μυστηρίου”, ὥστε οὔτε ἡ ὅραση τοῦ Μωυσῆ στὸ Σινᾶ (βλ. Ἐξ. ιθ’-κ’ καὶ κγ’-λδ’), οὔτε ἡ ὅμοια πρὸς αὐτὴν τοῦ Ἠλία στὸ Χωρὴβ (βλ. Γ’ Βασ. ιθ’) ἔφθασαν τὸ ὕψος καὶ τὴν τελειότητά της, τὴν ὁποία παρατηροῦμε στοὺς λόγους τῆς ἐκκλησιαστικῆς Ὠδῆς: “Καθωράθης τῷ Μωϋσῆ, ἐν γνόφῳ τὸ πάλαι, ἐν φωτὶ δέ, νῦν ἀπροσίτῳ τῆς Θεότητος” (α’ Ὠδή, β’ κανὼν- βλ. Ἑβρ. ιβ’ 18-24)».
Ἑλκύοντάς σας στὸ βάθος τῶν ἀφάτων μυστηρίων τῆς θεολογίας, δὲν θὰ κρύψω καθόλου ὅτι καὶ ἐγώ ὁ ἴδιος ἔρχομαι σὲ φόβο. Καὶ δοκιμάζω ὄχι μόνο φόβο, ἀλλά καὶ συστολὴ κατὰ τὴν ὥρα αὐτὴ: Ὁ Σοφὸς Παροιμιαστὴς εἶπε: «πῖνε ὕδατα ἀπὸ σῶν ἀγγείων καὶ ἀπὸ σῶν φρεάτων πηγῆς» (Παροιμ. ε’ 15), καὶ ἐγώ σᾶς προσφέρω αὐτὸ πού ἄντλησα ἀπὸ τὴν ἐμπειρία καὶ τὴν κληρονομιὰ ἄλλων. Βλέποντας ὅμως μὲ ποιὰ προθυμία προσέχετε στὸν λόγο, σὰν νὰ μὴν χορτάσατε ἀκόμη ἀπὸ αὐτόν, θὰ σᾶς μεταδώσω καὶ τὸν ἐπίλογο τῆς ἀλησμόνητης γιὰ μένα συνομιλίας μὲ τὸν σπουδαῖο ἐκεῖνον ἄνδρα. Συνεπαρμένος ἀπὸ τὸν ἐμπνευσμένο λόγο του, εὐγνωμονώντας τον γιὰ τὴ συγκατάβασή του πρὸς ἐμένα, γέμισα ἀπὸ θλίψη ἐκείνη τὴν ὥρα συνειδητοποιώντας τὸ δικό μου σκότος καὶ σιωποῦσα, διαλογιζόμενος μέσα μου: «Δὲν ἔχω αὐτὴ τὴν τύχη». Γιὰ νὰ μὲ παρηγορήσει ὁ συνομιλητής μου συνέχισε ὡς ἑξῆς:
«Ὅσο ἐμεῖς δὲν ἀξιωνόμαστε νὰ δοῦμε τὴ μεγαλοπρεπῆ δόξα τῆς Θεότητας, τόσο μὲ τὴν πιὸ πιστὴ ἐσωτερικὴ κίνηση τοῦ πνεύματός μας θὰ μᾶς ἐλέγχει ὁ ἑαυτός μας. Καὶ ἐὰν ἡ ψυχὴ μας εἶναι ἀνδρεία, τότε θὰ ποῦμε: Γιὰ τὶς ἀδικίες μου στερήθηκα αὐτὸ τὸ δῶρο, διότι ὁ πορευόμενος ἐν δικαιοσύνῃ καὶ λαλῶν εὐθείαν ὁδόν… οὗτος οἰκήσει ἐν ὑψηλῷ… καὶ τὸν Βασιλέα μετὰ δόξης ὄψεται” (Ἡσ. λγ’ 15-18). Παρ’ ὅλα αὐτὰ μὴ δώσετε τόπο στὴν ἀπόγνωση· ἀντίθετα, λάβετε θάρρος καὶ πενθήσετε ἐν μετανοίᾳ γιὰ τὸν ἑαυτό σας. Ἀπορρίψτε τὸν ἄδικο λογισμό, ὅτι αὐτὸ εἶναι κλῆρος μόνο τῶν ἐκλεκτῶν, λογισμὸ πού μπορεῖ νὰ φονεύσει μέσα μας τὴν ἅγια ἐλπίδα. Ἡ ἀλήθεια, στὴν ὁποία εἶναι ἀναγκαῖο νὰ στερεωθεῖ ἡ καρδιά μας, εἶναι ὅτι ὁ Κύριος κανέναν δὲν “ἐκβάλλει ἔξω” καὶ δὲν ἀπορρίπτει ἀπὸ ἐκείνους πού ἔρχονται πρὸς Αὐτὸν (πρβλ. Ἰωάν. ς’ 37). Ὅλοι ἐμεῖς, χωρὶς ἐξαίρεση, μεγάλοι καὶ μικροί, σημαντικοὶ καὶ ἀσήμαντοι, κληθήκαμε στὴν ἴδια τελειότητα, στὴν ὁποία κάλεσε ὁ Κύριος τούς Ἀποστόλους Πέτρο, Ἰάκωβο καὶ Ἰωάννη πού τοὺς ὁδήγησε στὸ ὄρος τοῦ Θαβώρ, διότι καὶ ἐμεῖς, ὅπως καὶ αὐτοί, λάβαμε τὶς ἴδιες ἐντολὲς καὶ ὄχι ἄλλες, καί, ἑπομένως, τὴν ἴδια, ἴση πρὸς αὐτούς, τιμὴ κλήσεως καὶ ὄχι ἄλλη κατώτερη. Ἐρευνῆστε μὲ προσοχὴ ὅλη τὴν ἀκολουθία τῆς Ἑορτῆς καὶ θὰ δεῖτε μὲ ποιὰ δύναμη ἡ Ἐκκλησία προσκαλεῖ καὶ πείθει ὅλους γιὰ ἀνάβαση στὸ ἀψηλάφητο Ὄρος τῆς νοερᾶς Θεοπτίας, δείχνοντας ἔτσι σαφῶς ὅτι ὄχι μόνο κατὰ τὴν ἀρχαιότητα, ὄχι μόνο στοὺς Ἀποστόλους εὐδόκησε ὁ Κύριος νὰ φανερώσει τὴν “αὐγὴ” τῆς Θεότητάς Του, ἀλλά καὶ κατὰ τὴ διάρκεια ὅλων τῶν αἰώνων, καὶ ὡς τὶς ἡμέρες μας ἀκόμη, δὲν ἔπαυσε καὶ οὐδέποτε θὰ παύσει, σύμφωνα μὲ τὴν ἐπαγγελία Του, νὰ ἐκχέει τὴν ἴδια ἐκείνη δωρεὰ σὲ ὅσους Τὸν ἀκολουθοῦν μὲ ὅλη τὴν καρδιά τους.
Ἐκτὸς ἀπὸ τὴ νόθα ταπείνωση —”αὐτὸ δὲν εἶναι γιὰ μένα”—, ἐκτός ἀπὸ τὴν ἀδικαιολόγητη ἀπόγνωση, ἡ ὁποία γεννιέται ἀπὸ τὴν ἀκηδία καὶ τὴν ἡδυπάθεια, φραγμὸς πρὸς τὴ θεωρία τοῦ Ἀκτίστου Φωτὸς ἀποβαίνει ἀκόμη καὶ ἡ τολμηρὴ ἔφεση “νὰ δοῦμε τὸν Θεό”, καὶ νὰ Τὸν ἀγκαλιάσουμε μὲ τὴ σκέψη μας, σὰν νὰ θέλουμε νὰ διεισδύσουμε μὲ δύναμη στὰ μυστήρια καὶ στὰ ἔγκατα τοῦ Θείου Εἶναι καὶ νὰ κυριαρχήσουμε σὲ Αὐτὸ μὲ τὸν νοῦ, σὰν νὰ ἐπρόκειτο γιὰ ἀντικείμενο τῆς γνώσεώς μας. Εἶναι δύσκολο νὰ βροῦμε λέξεις γιὰ νὰ χαρακτηρίσουμε τὴν πνευματικὴ οὐσία αὐτῆς τῆς ὑπερήφανης ἀξιώσεως τοῦ νοῦ μας, ἀλλά εἶναι σπουδαῖο γιὰ μᾶς νὰ γνωρίσουμε ὅτι σὲ παρόμοιες περιπτώσεις συναντοῦμε ὄχι “φωτεινὴ νεφέλη”, ἀλλά γνόφο καὶ σκότος, πού κρύβουν τὸν Θεό.
Ὅταν προσηλώσουμε τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ νοῦ μας ἀπ’ εὐθείας στὸν Ἥλιο τοῦ Προαιώνιου Εἶναι, γιὰ νὰ Τὸν δοῦμε καθώς ἐστι, τότε οἱ ὀφθαλμοὶ μας καταφλέγονται καὶ τυφλώνονται ἀπὸ τὸ ἀπρόσιτο καὶ ἐκτυφλωτικὸ Φῶς τῆς Θεότητας, ὅπως τυφλώνονται καὶ καταφλέγονται οἱ φυσικοί μας ὀφθαλμοί, ὅταν γυμνοί, χωρὶς κανένα προστατευτικὸ μέσο, στραφοῦν κατ’ εὐθείαν πρὸς τὸν ἥλιο. Στὴ Γραφὴ βρίσκουμε μιὰ θαυμαστὴ εἰκόνα, πού μᾶς διδάσκει τὴν ἐγκράτεια ἀπὸ τὴν παρρησία ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ: «Ἱστάμενα κύκλῳ τοῦ Θρόνου τοῦ Ὑψίστου τὰ ἑξαπτέρυγα Σεραφείμ, δυσὶ πτέρυξι κατακαλύπτοντα τὰ πρόσωπα αὐτῶν» (Ἡσ. ς’ 2).
Ὁ Θεὸς καὶ γνωριζόμενος καὶ ὁρώμενος ἀναλλοίωτα διαμένει πάνω ἀπὸ κάθε γνώση καὶ ὅραση. Ἡ ἀπεριόριστη αὐτὴ ὑπερβατικότητα τοῦ Θεοῦ στὴ “μυστικὴ” γλώσσα τῆς θεολογίας ὀνομάζεται “γνόφος”. Ἡ Καινὴ Διαθήκη δὲν χρησιμοποιεῖ πουθενὰ γιὰ τὸν Θεὸ τὴ λέξη “γνόφος”. Μᾶς λέει ὅτι “Ὁ Θεὸς Φῶς ἐστι καὶ σκοτία ἐν Αὐτῷ οὐκ ἔστιν οὐδεμία” (Α’ Ἰωάν. α’ 5). Γιὰ τὴν ὑπερβατικότητά Του, καὶ συνεπῶς τὴν τέλεια “ἀορασία”, τὴν τέλεια “ἀγνωσία” Του, ἡ Καινὴ Διαθήκη λέει τὰ ἑξῆς: “Θεὸν οὐδεὶς ἑώρακε πώποτε” (Ἰωάν. α’ 18). Καὶ ἀλλοῦ: “Ὁ Θεός,… φῶς οἰκῶν ἀπρόσιτον, ὅν εἶδεν οὐδεὶς ἀνθρώπων οὐδὲ ἰδεῖν δύναται” (Α’ Τιμ. ς’ 16). Ὅταν φάνηκαν οἱ φιλόσοφοι καὶ οἱ αἱρετικοί, πού ὑποστήριζαν τὴ δυνατότητα πλήρους γνώσεως τοῦ Θεοῦ, τότε οἱ Ἅγιοι Πατέρες, γιὰ νὰ ἐκριζώσουν τὴν ἀσύνετη αὐτὴ ἰδέα, ἐπέστρεψαν σὲ Παλαιοδιαθηκικὲς εἰκόνες καὶ γλώσσα: «Καὶ εἶπεν ὁ Θεὸς πρὸς Μωυσῆν “καταβὰς διαμάρτυραι τῷ λαῷ, μήποτε ἐγγίσωσι πρὸς τὸν Θεὸν κατανοῆσαι Αὐτόν… Εἱστήκει δὲ ὁ λαὸς μακρόθεν, Μωϋσῆς δὲ εἰσῆλθεν εἰς τὸν γνόφον, οὐ ἦν ὁ Θεὸς» (Ἐξ. ιθ’ 21, κ’ 21). Ἔτσι, γιὰ νὰ πλήξουν ἰσχυρότερα τὴ συνείδηση τῶν ἀσόφων σοφῶν, οἱ Πατέρες προσέφυγαν στὴν ἔννοια τοῦ “γνόφου”, μὲ τὸν ὁποῖο ὁ Σοφὸς Νομοθέτης Μωυσῆς συγκρατοῦσε τὸν λαό του, πού ἦταν ἀκόμη ἄπειρος τῆς Θεογνωσίας, ἀπὸ τὴν ἀσύνετη ἔξαρση τῆς ἰδέας τοῦ “κατανοῆσαι” τὸν Θεὸ· καὶ γιὰ νὰ μὴν παρεκκλίνουν ἀπὸ τὴν Καινοδιαθηκικὴ Ἀποκάλυψη, οἱ Πατέρες ὀνόμασαν τὸν γνόφο αὐτὸ “ὑπέρφωτον”.
Ἡ ἀληθινὴ ὁδὸς γιὰ τὴ θεωρία τοῦ Θείου Φωτὸς διέρχεται διὰ μέσου τοῦ ἔσω ἀνθρώπου. Ὅλη ἡ σκέψη μας, ὅλη ἡ δύναμη τῆς ἐπιθυμίας μας, ὀφείλουν νὰ κατευθύνονται μόνον πρὸς τὸ “τηρῆσαι τὴν ἐντολήν τοῦ Θεοῦ ἄσπιλον καὶ ἀνεπίληπτον” (Α΄ Τίμ. ς’ 14). Τότε τὸ Θεῖο Φῶς, ὅπως ἔδειξε ἡ πείρα τῶν αἰώνων, “πολυμερῶς καὶ πολυτρόπως” ἐπισκέπτεται τὸν ἄνθρωπο. Καὶ κανένας δὲν μπορεῖ νὰ πεῖ ποτὲ γιὰ τὰ ὅρια τῆς εὐδοκίας τοῦ Θεοῦ πρὸς ἐμᾶς, διότι αὐτὴ βρίσκεται ἀληθινὰ πέρα ἀπὸ κάθε ὅριο. Ὅσο καὶ ἂν τείνει ὁ ἄνθρωπος πρὸς τὸν Θεόν, ὅσο καὶ ἂν φλέγεται ἀπὸ τὴν ἀγάπη πρὸς Αὐτόν, καὶ πάλι οἱ ἐκχύσεις τοῦ Φωτὸς θὰ παραμείνουν πέρα ἀπὸ κάθε ὅριο καὶ ἀριθμό, διότι δὲν ὑπάρχει σὲ αὐτὲς τέλος, καὶ ὅταν ἀκόμη τὸ φῶς ὑπερβαίνει τὶς δυνάμεις τῆς φύσεώς μας νὰ ὑπομείνει τὴ λάμψη του. Καὶ ὁ μοναδικὸς δυνατὸς λόγος, ἡ μοναδικὴ ἐπικύρωση γιὰ ὅλα αὐτὰ εἶναι ὅτι “ὁ Θεὸς Φῶς ἐστι, καὶ σκοτία ἐν Αὐτῷ οὐκ ἔστιν οὐδεμία”, καὶ ὅτι “Αὐτὸς οἰκεῖ ἐν ἀπροσίτῳ Φωτὶ” καὶ ἐμφανίζεται πάντοτε ἐν τῷ φωτὶ καὶ ὡς φῶς».
Ἀλλὰ καὶ παρὰ τὰ λόγια αὐτά, δὲν διαλύθηκε ἡ ἀπορία στὴ δειλή μου ψυχή. Δὲν ἔβλεπα τὴν ὁδὸ μπροστά μου· δὲν γνώριζα πῶς νὰ εἰσέλθω σὲ αὐτὴ τὴ ζωή, ἀπὸ πού νὰ ἀρχίσω· αἰσθανόμουν τὸν ἑαυτό μου μέσα σὲ γνόφο καὶ ρώτησα:
«Τίνα κάνω γιὰ νὰ κληρονομήσω τὴν αἰώνια ζωή»;
Καὶ μοῦ δόθηκε ἡ ἀπάντηση:
«Νὰ προσεύχεσαι, ὅπως ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὁ ὁποῖος γιὰ χρόνια ἔκραζε, “Κύριε, φώτισόν μου τὸ σκότος”, καὶ εἰσακούσθηκε.
Νὰ προσεύχεσαι μὲ τὰ λόγια τῆς ἐκκλησιαστικῆς Ὠδῆς, “Λαμψάτω, ὦ Φωτοδότα, καὶ ἐμοί τῷ ἁμαρτωλῷ τὸ φῶς Σου τὸ ἀπρόσιτον”, καὶ νὰ ἐνδυναμώνεις στὴν πίστη, ἐνθυμούμενος ὅτι ἡ Ἐκκλησία δὲν προσεύχεται γιὰ πράγματα πού δὲν μποροῦν νὰ γίνουν».
Στὴ συνέχεια ὁ ἄνδρας ἐκεῖνος, σὰν νὰ ἀπέκλειε τὴ δυνατότητα ὅτι μιὰ τέτοια προσευχὴ θὰ παραμείνει χωρὶς τὴν ἄνωθεν ἀπάντηση, κατέκλεισε τὸν λόγο του ὡς ἑξῆς:
«Ὅταν ἡ ψυχή σου γνωρίσει αὐτὸ τὸ φῶς, τότε, ὅταν συμβεῖ νὰ τὸ στερεῖται, θὰ φλέγεσαι γι’ αὐτὸ καὶ μιμούμενος τὸν ἅγιο Συμεὼν τὸν Νέο Θεολόγο θὰ τὸ ζητᾶς καὶ θὰ κράζεις πρὸς αὐτό:
«Ἐλθέ, τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν. Ἐλθέ, ἡ Ζωὴ ἡ αἰώνιος. Ἐλθέ, τῶν πεπτωκότων ἡ ἔγερσις. Ἐλθέ, τῶν κειμένων ἡ ἀνόρθωσις, Ἐλθέ, τῶν νεκρῶν ἡ ἀνάστασις. Ἐλθέ, Πανάγιε Βασιλεῦ. Ἐλθέ καὶ σκήνωσον ἐν ἡμῖν, καὶ μεῖνον ἀδιαστάτως ἐν ἡμῖν, καὶ ἀδιαιρέτως Σύ μόνος βασίλευε ἐν ἡμῖν εἰς τοὺς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν».
πηγή |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου