Τρίτη 12 Ιουνίου 2018

η φαντασία


 Ίσως ξέρετε τον Τζέιμς Μάξγουελ, που είναι γνωστός για τη θεωρία του περί των ηλεκτρομαγνητικών πεδίων, αλλά έχει ασχοληθεί με άλλα πολλά επίσης, όπως με την αχρωματοψία και τη χημεία των αερίων. Σε μια διάλεξη στην Βρετανική Ένωση για την Προώθηση της Επιστήμης έγινε το εξής περίεργο. Καθώς μιλούσε ο Μάξγουελ, άνοιγε διάφορα δοχεία και φιάλες με αέρια, τα οποία είχε μπροστά του, και τα έδειχνε για να παρατηρεί το ακροατήριο τη μοριακή δομή τους, παρά το γεγονός ότι το θέμα του, τα μόρια και τα αέρια, ήταν αόρατα. Τους έδειχνε, δηλαδή, κάτι που δεν μπορούσαν να δουν, και επαναλάμβανε συνέχεια «ας φανταστούμε, ας φανταστούμε».
Έλεγε: «Ας φανταστούμε τώρα ότι τα μόρια του αέρα σε αυτήν την αίθουσα ίπτανται προς όλες τις κατευθύνσεις. Αν όλα αυτά τα μόρια κινούνταν προς την ίδια κατεύθυνση, θα δημιουργούσαν έναν άνεμο που θα έπνεε με ταχύτητα 27 χιλιομέτρων το λεπτό, και ο μόνος άνεμος που προσεγγίζει τέτοια ταχύτητα είναι εκείνος που ξεχύνεται από την μπούκα ενός κανονιού. Πώς, λοιπόν, εσείς και εγώ μπορούμε να στεκόμαστε εδώ; Μόνο γιατί συμβαίνει τα μόρια να κινούνται προς διαφορετικές κατευθύνσεις, έτσι ώστε εκείνα που πέφτουν στην πλάτη μας, να μας επιτρέψουν να αντέξουμε την καταιγίδα που μας χτυπάει από μπροστά. Μάλιστα, αν αυτός ο μοριακός βομβαρδισμός έκανε πως παύει έστω και για μία στιγμή, θα φούσκωναν οι φλέβες μας, θα μας κοβόταν η ανάσα και, κυριολεκτικά, θα αφήναμε την τελευταία μας πνοή».
Τους περιγράφει ότι γίνονται όλα αυτά τα σημεία και τέρατα, πώς αυτά τα αέρια συγκρούονται μεταξύ τους, επαναλαμβάνοντας συνέχεια τη φράση «ας φανταστούμε, ας φανταστούμε», ενώ ανοίγει δοχεία, τους δείχνει αέρια και τους περιγράφει τη μοριακή τους δομή, την οποία φυσικά δεν μπορούν να δουν.
Αυτό μου θύμισε το εξής: Συμμετείχα κάποτε σε μια παιδική τηλεοπτική εκπομπή, και στο τέλος έπρεπε να δώσουμε κάποια βραβεία στα παιδιά. Ήταν κυρίως βιβλία που είχαν χαρίσει διάφοροι εκδοτικοί οίκοι. Εγώ είχα πει στα παιδιά ότι είχα φέρει μαζί μου ένα αόρατο πράσινο καγκουρό, το οποίο δεν το βλέπανε, αλλά αναβόσβηναν κάποια φωτάκια αν λέγανε τη σωστή ή τη λάθος απάντηση στις ερωτήσεις, και τους είπα ότι το καγκουρό τα αναβόσβηνε. Στο τέλος της εκπομπής ρώτησα τα παιδιά, και δεν ήταν μωρά, ήταν παιδιά της τελευταίας τάξης του δημοτικού, τι θα προτιμούσανε; Να τους αφήσω τα βιβλία που είχανε δωρίσει οι εκδοτικοί οίκοι ή να τους αφήσω το αόρατο πράσινο καγκουρό; Θα πρέπει να σας πω ότι όλα τα παιδιά θέλησαν να τους αφήσω το αόρατο πράσινο καγκουρό, παρόλο που ήταν κάτι που δεν το βλέπανε, δεν υπήρχε, αλλά είχανε δεχτεί την ύπαρξή του.
Δεν είχα σήμερα πρόχειρα αέρια να σας δείξω, αλλά, αν θέλετε, μπορώ να σας δείξω το αόρατο πράσινο καγκουρό, αν δεν το έχετε δει ποτέ σας. Είναι από ένα βιβλίο μου. Αυτό είναι η φαντασία...!
Η ικανότητα να φανταζόμαστε το ανύπαρκτο, η διαδικασία να σχηματίζουμε στον νου μας εικόνες ή ιδέες πέρα από την εμπειρική πραγματικότητα. Και αυτή η ικανότητα, αυτή η διαδικασία, έχει άμεση σχέση με την επίλυση προβλημάτων και την επιστημονική σκέψη. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η επίλυση προβλημάτων και η επιστημονική πρόοδος δεν είναι τίποτε άλλο από εφαρμοσμένη φαντασία.
Ο Τζορτζ Μπέρναρντ Σο το εκφράζει απλά και περιεκτικά σε μία μόνο φράση: «Imagination is the beginning of creation» («Η φαντασία είναι η αφετηρία της δημιουργίας»).
Όλες οι σημαντικές μορφές της αρχαιότητας και της αναγέννησης είχαν φαντασία με τεράστιο εύρος. Θα σας δώσω ένα-δύο παραδείγματα, ξεκινώντας από τον Λεονάρντο Ντα Βίντσι (ίσως ξέρετε την ιστορία με τα κοράλλια και τα όστρακα).
Διάφοροι χωρικοί ισχυρίζονταν ότι έβρισκαν κάθε τόσο στα βουνά της Πάρμας και της Πλακεντίας όστρακα και κοράλλια. Για τους σκεπτόμενους ανθρώπους, τις αυθεντίες εκείνης της εποχής, ένα βουνό με στρείδια και κοράλλια ήταν κάτι το αδιανόητο, ήταν παράλογο, ήταν απαράδεκτο. Αν οι στοχαστές αυτοί παραδέχονταν ότι υπήρχαν στα βουνά θαλασσινά όστρακα και κοράλλια, αυτό θα σήμαινε ότι, αν πήγαιναν αύριο να κάνουν ορειβασία, θα κινδύνευαν να πέσουν μέσα σε καμιά ρουφήχτρα. Απεφάνθησαν, λοιπόν, πως αυτά που έβρισκαν οι χωρικοί δεν ήταν όστρακα, ούτε κοράλλια, τα ονόμασαν φάρσες της φύσης, κοινές πέτρες που απλώς έμοιαζαν με όστρακα και κοράλλια, πέτρες που οι αμόρφωτοι χωρικοί νόμιζαν ότι ήταν όστρακα. Πολλοί, μάλιστα, αρνήθηκαν ακόμα και να πάνε να ψάξουν για να δουν αν όντως ήταν εκεί ή όχι. Ο Ντα Βίντσι είναι ο μόνος που, όταν οι χωρικοί τού φέρνουν μερικά και του τα δείχνουν, δεν αρνείται ότι πρόκειται για πραγματικά όστρακα και κοράλλια, ότι δεν είναι φάρσα της φύσης, και παλεύει να βρει μια ερμηνεία. Δεν υπάρχουν οι γεωλογικοί χάρτες των αρχαίων θαλασσών για να τον βοηθήσουν να καταλάβει αυτό που έχει μπροστά του. Δεν υπάρχουν κατάλογοι με θαλάσσια είδη για να διαπιστώσει αν οι οργανισμοί αυτοί υπήρχαν, αν έχουν εξαφανιστεί ή όχι. Έχει όμως ένα άλλο όπλο, τη φαντασία του. Τα σημειωματάριά του από το 1480 έως το 1515 δείχνουν με ποιον τρόπο επιστρατεύει τη δημιουργική του φαντασία για να λύσει αυτό το πρόβλημα.
Αρνείται ακόμα μια άλλη θεωρία της εποχής, ότι τα είχε φέρει στα βουνά ο κατακλυσμός του Νώε. Ο Ντα Βίντσι καταφέρνει να αποδείξει ότι δεν τα είχε φέρει στα βουνά ο κατακλυσμός, ότι δεν είχε γίνει καν κατακλυσμός. Ώσπου εντέλει, ύστερα από χρόνια σκέψης, καταφέρνει, τολμάει να διανοηθεί το αδιανόητο. Ότι τα βουνά αυτά έπρεπε κάποτε να ήταν παραλίες. Φυσικά κανείς δεν τον παίρνει στα σοβαρά. Το πρόβλημα δεν ήταν βέβαια οι χωρικοί, δεν ήταν τα απολιθώματα, αλλά ο απολιθωμένος νους των στοχαστών της εποχής, που δεν τολμούσαν να διανοηθούν το αδιανόητο, ότι τα βουνά ήταν παραλία.
Το ίδιο ακριβώς μοτίβο -και δεν θέλω να σας κουράζω- παρατηρούμε ξανά και ξανά στην ιστορία της επιστήμης. Όταν πάλι, για παράδειγμα, αγρότες καταθέτουν ότι βλέπουν πέτρες να πέφτουν από τον ουρανό, οι επιστήμονες της εποχής αρνούνται να τους πιστέψουν. Η θέση που υποστηρίζουν οι επιστήμονες, είναι ότι πρόκειται για παραισθήσεις αγράμματων αγροτών. Και αυτό βέβαια, αν το καλοσκεφτεί κανείς, συμβαίνει γιατί θέλουν να προφυλάξουν το σύστημα σκέψης το καθιερωμένο, με το οποίο έχουν μεγαλώσει, το οποίο έχουν καταλάβει και με το οποίο ζουν.
Σε ένα αρμονικό σύμπαν, όπως πίστευαν εκείνη την εποχή, σε ένα σύμπαν το οποίο λειτουργεί σαν υπερτέλειο καλοκουρδισμένο ρολόι, δεν είναι νοητό ουράνια σώματα να πέφτουν από τον ουρανό. Αν τους δώσουμε λίγο θάρρος, φαντάζομαι ότι σκέφτονταν, αυτοί οι αγρότες θα μας πούνε ότι την ώρα που γύριζαν στο σπίτι από τη δουλειά τους τούς έπεσε το φεγγάρι στο κεφάλι. Άρα, ψεύδονται ή πλανώνται. Μόνο ύστερα από μια μεγάλη βροχή ουράνιων σωμάτων, που δεν μπορεί κανείς να αρνηθεί, στη Γαλλία νομίζω, γίνεται αποδεκτό το φαινόμενο των μετεωριτών.
Όπως το θέτει χαρακτηριστικά ο Τόμας Έντισον, «to invent you need a good imagination and a pile of junk», («για να εφεύρεις δεν χρειάζεται τίποτε άλλο από φαντασία και ένα σωρό σκουπίδια»). Την ηλεκτρική σκούπα, ως γνωστόν, την εφηύρε ένας θυρωρός χρησιμοποιώντας αρχικά μια μαξιλαροθήκη και έναν ανεμιστήρα.
Άλλο ένα κραυγαλέο παράδειγμα στην ιστορία της επιστήμης, που δεν το λύνει ένας επιστήμονας, αλλά ένας ποιητής, είναι ο περιβόητος γρίφος του σκότους. Ο γερμανός αστρονόμος Χάινριχ Όλμπερς είναι αυτός που επεξεργάστηκε τον τρόπο υπολογισμού της τροχιάς των κομητών, διατυπώνει το 1826 τον γρίφο του σκότους. Πρόκειται για πολύ απλή ερώτηση, μια ερώτηση που θα μπορούσε να την κάνει ένα μικρό παιδί. Για ποιο λόγο, άραγε, τα βράδια ο ουρανός είναι σκοτεινός; Τόσος απλός είναι ο γρίφος του σκότους. Αν το σύμπαν περιέχει άπειρο αριθμό αστεριών, αν το σύμπαν είναι γεμάτο γαλαξίες, αν είναι γεμάτο μυριάδες λαμπερά ουράνια σώματα, τότε ο ουρανός τα βράδια θα έπρεπε να είναι μια φωτεινή πανδαισία. Γιατί δεν συμβαίνει αυτό; Για ποιο λόγο δεν βλέπουμε από ένα αστέρι σε κάθε σημείο του νυχτερινού ουρανού, ώστε να είναι μόνο φως; Γιατί τα σκοτεινά σημεία υπερτερούν των φωτεινών σημείων; Αυτός ήταν ο περιβόητος γρίφος του σκότους, και οι αστρονόμοι για πολλά χρόνια αδυνατούσαν να τον λύσουν. Τη σωστή απάντηση δεν τη δίνει ένας αστρονόμος, τη φαντάζεται ένας ποιητής.
Την πρώτη σαφή και ορθή λύση στον γρίφο του σκότους τη δίνει ο ποιητής και δοκιμιογράφος Έντγκαρ Άλαν Πόε. Τον Φεβρουάριο του 1848, έναν χρόνο πριν πεθάνει σε ηλικία 40 ετών, δίνει μια δίωρη διάλεξη στη Society Library της Nέας Yόρκης, την οποία αργότερα, την ίδια χρονιά, τη δημοσιεύει με τον τίτλο «Eureka, A Prose Poeme» («Εύρηκα, ένα πεζό ποίημα»).
Είναι ένα υπέροχο ποίημα και ξεκινάει έτσι: «Κοίτα μακριά. Πολύ μακριά κοίτα. Ατένισε τα βάθη των απύθμενων διαδρόμων του ουρανού, προσπάθησε να διασχίσεις με το βλέμμα σου τις αναρίθμητες συστοιχίες των αστεριών». Έτσι ξεκινάει το ποίημα και καταλήγει με τη σκέψη ότι το αντιληπτό σύμπαν δεν είναι παρά μόνο μια σειρά συμπλεγμάτων, τα οποία είναι αθέατα σ’ εμάς λόγω της απόστασης που μας χωρίζει. Το φως του διαχέεται, εξαντλείται πριν φτάσει σ’ εμάς, και συνεπώς δεν προκαλεί φωτεινή εντύπωση στα μάτια.
Η γνώση είναι στατική, η φαντασία είναι δυναμική. Η φαντασία είναι ο μαιευτήρας της επιστημονικής προόδου, ο προθάλαμος κάθε νέας πραγματικότητας. Εξού και η ρήση του Αϊνστάιν, «η φαντασία είναι σπουδαιότερο εφόδιο από τη γνώση», επειδή η γνώση, κατά τα λεγόμενά του, περιορίζεται σε αυτό που καταλαβαίνουμε μια δεδομένη, μια συγκεκριμένη, ιστορική στιγμή, ενώ η φαντασία αγκαλιάζει όλα αυτά που θα κατανοήσουμε και θα γνωρίσουμε στο μέλλον.
Παρ’ όλα αυτά, η φαντασία εξακολουθεί σε πολλούς τομείς, σε πολλούς χώρους και από πολλές πλευρές να αντιμετωπίζεται με δυσπιστία, να αγνοείται, να υποτιμάται, ακόμα και να διώκεται.
Πιστεύω ότι ζούμε σε μια εποχή όπου η φαντασία θεωρείται ύποπτη. Για ποιο λόγο συμβαίνει αυτό; Σε ένα μυθιστόρημά του, ο συγγραφέας Τιμ Ρόμπινς πραγματεύεται, μεταξύ σοβαρού και αστείου, το θέμα του κρίκου που λείπει από την ανθρώπινη εξέλιξη. Ο περίφημος κρίκος που λείπει, καταλήγει ο Ρόμπινς, δεν έχει εξαφανιστεί, ούτε είναι εξαιρετικά σπάνιος, δείγματά του μπορεί να βρεις κανείς εύκολα στις σημερινές κοινωνίες. Κυκλοφορούν καθημερινά ανάμεσά μας, είναι οι άνθρωποι χωρίς φαντασία.
Τι είναι αυτό, διερωτάται, που διαχωρίζει τον άνθρωπο από τα λεγόμενα κατώτερα όντα; Μία από τις ιδιότητες που διακρίνουν τον άνθρωπο είναι η φαντασία. Και είναι η πιο σημαντική. Δεν είναι, όμως, μόνο η φαντασία. Ο Ρόμπινς αναφέρει και κάποιες άλλες, που δυστυχώς δεν έχω τον χρόνο να αναφέρω, και τις διασυνδέσεις μεταξύ τους, όπως το χιούμορ, το παιχνίδι κ.λπ.
Όλα αυτά, και το χιούμορ και το παιχνίδι και το παράλογο, τα αντιμετωπίζει κανείς με μεγάλη δυσπιστία στην εποχή μας. Δυστυχώς, συνεχίζει ο Ρόμπινς, οι άνθρωποι αυτοί, οι άνθρωποι χωρίς φαντασία, είναι συχνά εκείνοι που κατέχουν θέσεις εξουσίας, ίσως επειδή οι πλήρεις άνθρωποι, οι άνθρωποι με φαντασία, έχουν πιο ενδιαφέροντα πράγματα να κάνουν στη ζωή τους από το να επιδιώκουν θώκους και αξιώματα.
Η εξουσία αισθάνεται ασφαλής μόνο όταν τα πάντα είναι αυστηρά καθορισμένα, τακτοποιημένα και οριοθετημένα. Οι ασκούντες εξουσία λατρεύουν τη στασιμότητα, φοβούνται καθετί το ρευστό, το αντιφατικό, το μεταβατικό, το μεταβλητό, και η φαντασία έχει όλα αυτά τα χαρακτηριστικά. Εκλαμβάνουν συνεπώς ως απειλή την αντιφατική ματιά, την απείθαρχη εστίαση, το εν δυνάμει της φαντασίας, και έχουν κάθε συμφέρον να τη θέτουν υπό διωγμό.
Γι' αυτό πρέπει να ξαναγυρίσουμε στην παιδική μας ηλικία με την υπέροχη περιέργεια που είχαμε, σε αυτό το γιατί. Τα παιδιά έχουν έμφυτη περιέργεια, ασίγαστη δίψα να καταλάβουν γιατί συμβαίνει το καθετί. Γι’ αυτό τον λόγο κάνουν συνεχώς ερωτήσεις. 
Ο Σάκι, ο συγγραφέας της Βικτωριανής εποχής διηγείται την ιστορία μιας αυστηρής θείας, την οποία τα ανίψια της ταλανίζουν με ερωτήσεις που προσπαθεί να αποφύγει, όμως αυτά επιμένουν.
Παρατήρησα, γράφει ο ο ήρωας αυτής της ιστορίας, ότι οι περισσότερες φράσεις των παιδιών άρχιζαν με τη λέξη «γιατί», και οι περισσότερες φράσεις της θείας άρχιζαν με τη λέξη «μη». Αν το σκεφτείτε αυτό, εκφράζει μια μεγάλη αλήθεια. Και το τραγικό είναι ότι κάποια στιγμή αυτά τα «μη» γιγαντώνονται, πολλαπλασιάζονται τόσο πολύ, ώστε συνθλίβουν και εξοστρακίζουν τα «γιατί», και παύουμε να ρωτάμε και να αναρωτιόμαστε. Όταν είµαστε παιδιά η δύναµη της φαντασίας βρίσκεται στο απόγειό της…
Χαρακτηριστική είναι η απάντηση ενός παιδιού, όταν το ρώτησαν τι προτιμάει, το ραδιόφωνο ή την τηλεόραση. «I like radio, because the pictures are so much better», («Προτιμώ το ραδιόφωνο επειδή οι εικόνες είναι πολύ καλύτερες»). Γι’ αυτό τον λόγο πολλές φορές τα παιδιά βρίσκουν πολύ πιο ενδιαφέρον να παίζουν με το περιτύλιγμα και το κουτί, παρά με το δώρο που περιέχει. Εμείς όταν τα πείθουμε να πετάνε το κουτί, να αγνοούν το περιτύλιγμα, να επικεντρώνονται στο ακριβό, καλοπληρωμένο παιχνίδι που έχει μέσα, άθελά μας στερούμε από οξυγόνο τη φαντασία τους.
Αλλά το μεγαλύτερο έγκλημα συντελείται στον χώρο της εκπαίδευσης. Η ενθάρρυνση της δημιουργικότητας και η καλλιέργεια της φαντασίας είναι από τις πιο παραμελημένες πλευρές των σύγχρονων εκπαιδευτικών συστημάτων. Είναι ταπεινωτικό, γράφει κάποιος, τα σχολεία να παραγεμίζουν τα παιδιά σαν γαλοπούλες με γνώσεις και πληροφορίες και γεγονότα, και να αφήνουν τη φαντασία τους να λιμοκτονεί. Τα παιδιά εισέρχονται στο σχολείο προικισμένα με πλούσια φαντασία, και αποφοιτούν με φαντασία ατροφική ή στραγγαλισμένη.
Επισκέπτομαι και εγώ ο ίδιος συχνά σχολεία, και με εντυπωσιάζει η τεράστια φαντασία και δημιουργικότητα των νηπίων και των προνηπίων. Βλέπω λίγα χρόνια μετά, όταν με καλούν στα ίδια σχολεία, τα ίδια παιδιά να συμπεριφέρονται σαν ρομπότ, σαν πιόνια. Είναι κουρασμένα, είναι αγχωμένα, έχουν χάσει τη φρεσκάδα της ματιάς τους, αυτή τη μαγική σπίθα, μαθαίνουν να υπηρετούν την πραγματικότητα, ενώ θα έπρεπε να μαθαίνουν να την ξεπερνάνε.
Πιστεύω πως το σημαντικό είναι η καλλιέργεια της φαντασίας, της δημιουργικότητας του παιδιού, ώστε να μπορεί να κάνει σωστή εκμετάλλευση αυτών των γνώσεων. Φταίμε κι εμείς, γιατί περιμένουμε από την εκπαίδευση να προσαρμόσει τα παιδιά στην πραγματικότητα, ανησυχούμε όταν παίζουν με αόρατους φίλους, όταν υποδύονται στα παιχνίδια τους διάφορους ρόλους, και τα στερούμε από τα παραμύθια, που είναι η θρεπτικότερη τροφή της φαντασίας, ακριβώς επειδή αντιστρατεύονται την αποδοχή και την απάθεια, επειδή ζευγαρώνουν έννοιες που κανονικά δεν συγγενεύουν μεταξύ τους, επειδή μεταδίδουν το μήνυμα ότι τα πάντα μπορούν να συμβούν.
Ο κόσμος είναι μια πραγματικότητα που μπορούμε να αμφισβητούμε, να αλλάξουμε, να βελτιώσουμε. Αντί να θεωρούμε τη λογοτεχνία και τα παραμύθια κατάλληλα για πεντάχρονα παιδιά, θα ήταν καλά να ανοίγαμε σχολεία παράλογου και φαντασίας για ενήλικες, που θα μας μόρφωναν στο παράλογο και στο φανταστικό, θα μας βοηθούσαν να χρησιμοποιήσουμε ένα μέρος του εγκεφάλου μας που έχει ατροφήσει.
Και θα τελειώσω με μια αναφορά, με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη μετριοφροσύνη, στη δική μου συμβολή στην εξέλιξη της επιστημονικής σκέψης. Εκτός από το αόρατο πράσινο καγκουρό, έχω στο ενεργητικό μου μερικά ακόμα πράγματα και θαύματα, όπως το ελαφρίδι, το αντίθετο από το βαρίδι, που όταν το βάλεις στη βαλίτσα σου μπορείς να τη μεταφέρεις πολύ εύκολα. Τον ταξιμαγνήτη, που όταν τον κρατάς, όλα τα ταξί αισθάνονται μιαν ακατανίκητη έλξη να σπεύσουν προς το μέρος σου! Τον σιγαστήρα συναγερμών, που με ενοχλούν συνέχεια τα βράδια! Τα γραμματόσημα που, όταν τα γλείφεις για να τα κολλήσεις, έχουν διάφορες ευχάριστες γεύσεις!!!! Το κρεβάτι που στρώνεται μόνο του, πολύ χρήσιμο πιστεύω, και δεν θα είναι και τόσο δύσκολο.
Θα σας δείξω μερικά τα οποία, ενώ δεν το περίμενε κανείς, έχουνε υλοποιηθεί, έχουνε αποδώσει καρπούς. Έχω γράψει μια ιστορία για μια εφεύρεσή μου, τη χαμαιλεοντική μπογιά. Είναι μια μπογιά που, όταν βάψεις το βράδυ το υπνοδωμάτιό σου, το άλλο πρωί έχει το χρώμα του τελευταίου ονείρου που ονειρευόσουν προτού ξυπνήσεις. Αν ονειρευόσουν θάλασσα, είναι μπλε με άσπρες ρίγες, αν ονειρευόσουν λιβάδι με παπαρούνες, είναι πράσινο με κόκκινες βούλες, και ούτω καθεξής.
Και μετά έγραφα ότι μπορείς, αν θέλεις, να βάψεις με χαμαιλεοντική μπογιά και το σπίτι σου. Οπότε, το πρωί θα είναι ροζ, το μεσημέρι κίτρινο, το απόγευμα τριανταφυλλί και το βράδυ μενεξελί. Αν περάσει ζέβρα απέξω, το σπίτι γίνεται αμέσως άσπρο με μαύρες ρίγες. Αν πετάξει καναρίνι από πάνω, παίρνει χρώμα κίτρινο. Αν περάσει ναύτης απέξω, γίνεται μπλε. Αν πέσει πεφταστέρι, το σπίτι φαντάζει ασημένιο και ούτω καθεξής. Και μετά έγραφα, αν βάψετε και το σακάκι σας, και το σακάκι σας θ’ αλλάζει χρώμα, ανάλογα με το ποιος βρίσκεται κοντά σας, με ποιον κάνετε παρέα κ.λπ.
Βρίσκω τώρα εντελώς τυχαία ότι δύο ερευνητικές ομάδες κατόρθωσαν να κατασκευάσουν αυτό το ύφασμα, το οποίο είναι η τρίτη γενιά υφασμάτων. Η πρώτη είναι από φυσικές ίνες, η δεύτερη από τεχνητές και η τρίτη αλλάζει χρώμα ανάλογα με τη θερμοκρασία του σώματος ή ανάλογα με το περιβάλλον. Είναι πάρα πολύ χρήσιμο, και χρηματοδοτεί ένα μέρος της έρευνας ο Αμερικανικός Στρατός, γιατί είναι πολύ καλό για καμουφλάζ. Φοράς κάτι και σαν χαμαιλέοντας προσαρμόζει το χρώμα του στο περιβάλλον σου.
Να λοιπόν που έχουμε κάτι εντελώς φανταστικό, κάτι που θα λέγανε ότι είναι απλώς παραμύθι, χιουμοριστική ιστορία. Το χαμαιλεοντικό σακάκι όμως έχει γίνει πραγματικότητα. Και υπάρχουν κι άλλες ιστορίες μου που έγιναν πραγματικότητα αλλά δεν θα σας κουράσω άλλο με τις εφευρέσεις μου, είναι πάρα πολλές, μπορείτε να τις βρείτε στα βιβλία μου.
Θα τελειώσω λέγοντας το εξής: Το συμπέρασμά μου είναι ότι τη φαντασία πρέπει να την ενθαρρύνουμε, να την καλλιεργούμε, όχι να την αγνοούμε και να την υποτιμάμε. Αν το πετύχουμε αυτό, τα παιδιά που μπορούνε σήμερα με μεγάλη ευκολία να κάνουνε μια καρέκλα, για παράδειγμα, πειρατικό καράβι και μια κορδέλα, φουρτουνιασμένο ποτάμι, αυτά τα παιδιά θα μπορούν αύριο, αν δεν σκοτώσουμε τη φαντασία τους, να κοιτάζουν έναν φτηνό χάρτη και να βλέπουν ηπείρους να μετατοπίζονται, θα μπορούν να ατενίζουν τον ουρανό και να βλέπουν πολλαπλάσιους από τους ορατούς γαλαξίες. Και όσο η έρευνα αντικρίζει τα όρια της γνώσης, όσο η επιστήμη προσεγγίζει τα έσχατα όρια της αναμέτρησης με το μυστήριο, τόσο η φαντασία καθίσταται περισσότερο από καθετί άλλο αναγκαία. Γι' αυτό: "Ας φανταστούμε, ας φανταστούμε.."
Πάμε και σήμερα να συναντήσουμε ανθρώπους που με την φαντασία τους δημιούργησαν ένα κόσμο ανεξάντλητο. Ο Πολ Όστερ έχει πει πως: "Λέγεται πως αν κάποιος δεν μπορεί να ονειρευτεί τη νύχτα, θα τρελαθεί. Με τον ίδιο τρόπο, αν σε ένα παιδί δεν επιτραπεί να επισκεφτεί τον χώρο της φαντασίας, αυτό το παιδί δεν θα συμφιλιωθεί ποτέ με την πραγματικότητα.. 

 "
Το χοντρό μπιζέλι χορεύει τσιφτετέλι
χορεύει τσιφτετέλι στο χορό των μπιζελιών
και τα κολοκυθάκια χτυπάνε παλαμάκια
πάνω στην πρασινάδα και πάνω στο γκαζόν.

Μ’ ένα πράσινο καινούργιο παπιγιόν
προχωρώ για τον χορό των μπιζελιών
Ήρθ’ η ώρα πια κι εγώ, ήρθ’ η ώρα πια κι εγώ
να χορέψω με λαχτάρα, αγκαλιά με μια αγκινάρα
το πρώτο μου τανγκό.

Βλίτα και σπανάκι χορεύουνε συρτάκι
χορεύουνε συρτάκι στο χορό των μπιζελιών
κι η μπάμια η μεγάλη χορεύει πεντοζάλη
πάνω στην πρασινάδα και πάνω στο γκαζόν.

Μ’ ένα πράσινο καινούργιο παπιγιόν
προχωρώ για τον χορό των μπιζελιών
Ήρθ’ η ώρα πια κι εγώ, ήρθ’ η ώρα πια κι εγώ
να χορέψω με λαχτάρα, αγκαλιά με μια αγκινάρα
το πρώτο μου τανγκό.

Δεν υπάρχουν σχόλια: