Δευτέρα 28 Μαΐου 2018

Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου: Περί του Αγίου Πνεύματος

(Ποίημα πρωτότυπο και απόδοση)


Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου
Περί του Αγίου Πνεύματος.

ΠΡΩΤΟΤΥΠΟ

Θυμέ, τί δηθύνεις; Και Πνεύματος εύχος άειδε, μηδέ τέμης μύθοισιν, ο μη φύσις εκτός έθηκε. Πνεύμα μέγα τρομέωμεν, ομοίθεον, ω Θεόν έγνων, ος Θεός εστίν έναντα, και ος Θεός ενθάδε τεύχει˙ πανσθενές, αιολόδωρον, αγνής ύμνημα χορείης. Ουρανίων χθονίων τε φερέσβιον, υψιθόωκον, πατρόθεν ερχόμενον, θείον μένος, αυτοκέλευστον, ούτε Πάις (μούνος γαρ ενός Πάις εσθλός αρίστου), ουτ’ εκτός θεότητος αειδέος, άλ’ ομόδοξον.

Όστις δ’ εν σελίδεσσι θεοπνεύστοιο νόμοιο Πνεύματος ουρανίοιο λαβείν ποθέει θεότητα, πολλάς μεν πυκινάς τε τρίβους εις εν συνιούσας όψεται, ην εθέλησι, και ει τι Πνεύματος αγνού είρυσεν η κραδίη, και ει νόος οξύ δέδορκεν. Ει δε γυμνήν ποθέει φωνήν θεότητος εραννής, ίστω μη πινυτόν ποθέων λόγον. Ου γαρ εώκει, μη πω της Χριστοίο βροτών πλεόνεσσι φανείσης, άχθος άγειν κραδίησιν αφυροτάτησιν άπιστον ουδέ γαρ αρχομένοισι τελειοτέροιο λόγοιο καιρός. Τις δ’ αμυδροίσιν έτ’ όμμασιν ή πυρός αυγάς δείξεν όλας, ή φωτός απληστοτέροιο κόρεσσεν; Λώιον, ήν κατά μικρόν άγης πυριθαλπέας αυγάς, μη πως και γλυκεροοίο φάους πηγάς τι χαλέψης.

Ως γαρ Πατρός άνακτος όλην θεότητα προφαίνων πρόσθε λόγος, Χριστοίο μέγα κλέος αυγάζεσκε παύροισιν πινυτοίσι φαεινόμενον μερόπεσσιν, ως και Παιδός έπειτα φαεινοτέρην αναφαίνων, Πνεύματος αιγλήεντος υπηστραψεν θεότητα. Βαιόν τοίσδ’ υπέλαμψε, το δε πλέον ημίν έλειπεν, οις ρα και εν γλώσσησι πυρός μετέπειτ’ εμερίσθη, σήμα φέρον θεότητος, ότ’ εκ χθονός άλτο Σαωτήρ. Και γαρ πυρ Θεόν οίδα κακοίς, ως φως αγαθοίσιν. Ούτω σοι θεότητα συνήγαγον. Ει δε τέθηπας Υιόν τ’ ουχ Υιόν τε μιής θεότητος ακούων, μύθοις τ’ αντιθέτοισιν εϋστροφέεσσι πέποιθας˙ δώσει κανθάδ’ έμοιγε Θεός λόγον αυτός επελθών.

Εξ ενός αρχεγόνοιο δάμαρ και Σηθ εγένοντο, ημίτομος, δυάδος τε γόνος θεσμοίσι γάμοιο˙ ου τεκτή, τεκτός τε, βροτοί γε μεν έσκον ομοίως. Των συ μνωόμενος μηδέν θεότητος ατίζειν, πρόσθε φέρων τόδ’ ένερθεν. Ίη φύσις εστίν, άμετρον, άκτιστον, άχρονον, εσθόν, ελεύθερον, ηδ’ ομόσεπτον, εις Θεός εν τρισσοίς αμαρύγμασι κόσμον ελίσσων. Τοίσιν εγώ νέος άλλος εγείρομαι, εύτε λοετρώ θαπτομένου θανάτοιο παλίσσυτος ες φάος έλθω. Τρισσή γαρ θεότης με φαεσφόρον εξανέτειλεν. Ου σε, κάθαρσι φίλη, ου ψεύσομαι. Ει θεότητι λουσάμενος θεότητα διατμήξαιμι φαεινήν, Λώιον ην. Τρομέω δε κακού μύθοιο τελευτήν, ελπωρή θείοιο χαρίσματος ηδέ λοετρών. Ει μ’ όλον εξεκάθηρεν, όλος και σεπτός έμοιγε έστι Θεός. Το δ’ αν ίσον έχοι βροτός όστις αλιτρός, αυτός εήν θεότητα, Θεού γέρας, άνδιχα τέμνων.

Ει τινά δ’ ή περί Παιδός ακούομεν, ή αγαθοίο Πνεύματος εν θείοισι λόγοις και θειοφόροισιν ανδράσιν, ως ρα Θεοίο τα δεύτερα Πατρός έχουσιν, ώδε νοείν κέλομαί σε λόγοις Σοφίης βαθυκόλπου ως εις ρίζαν άναρχον ανέρχεται, ου θεότητα τέμνει, όφρα κεν οίον έχης κράτος, ου πολύσεπτον. Εκ μονάδος Τριάς εστί, και εκ Τριάδος μονάς αύθις, ούτε πόρος, πηγή, ποταμός μέγας, εν τε ρέεθρον, εν τρισσοίσι τύποισιν ελαυνόμενο κατά γαίης˙ ούτε δε πυρκαϊής λαμπάς πάλιν εις εν ιούσα, ούτε λόγος προϊών τε νόου, και ένδοθι μίμνων, ούτε τις εξ υδάτων κινήμασιν ηλιακοίσι, μαρμαρυγή, τοίχοισι περίτρομος, αστατέουσα, πριν πελάσαι φεύγουσα, πάρος φυγέειν πελάουσα. Ουδέ γαρ άστατός εστί Θεού φύσις, ηέ ρέουσα, ηε πάλιν συνιούσα˙ το δ’ εμπεδόν εστί Θεοίο. Άλλ’ ωδ’ αν φρονέων καθαρόν θύος ένδοθι ρέζοις. Εν τρισσοίς φαέεσσιν ίη φύσις εστήρικται. Ούτε μονάς νήριθμος, επεί τρισίν ίστατ’ εν εσθλοίς˙ ούτε Τριάς πολύσεπτος, επεί φύσις έστ’ ακέαστος, η μονάς εν θεότητι, τα δ’ ων θεότης τρισάριθμα.

Εις Θεός εστίν έκαστον, επήν μόνον εξαγορεύης. Εις Θεός αύθις άναρχος, όθεν πλούτος θεότητος, εύτε τριών τινά μνήστιν έχη λόγος, ως το μεν είη των τρισσών φαέων σεπτόν κήρυγμα βροτοίσι, τω δε μονοκρατίην εριλαμπέα κυδαίνωμεν, μηδέ θεών αγορή τερπώμεθα τη πολυάρχω. Ίσον γαρ πολύαρχον εμοί και πάμπαν άναρχον μαρνάμενον. Δήρις δε διάστασις˙ η δ’ επί λύσιν σπεύδει. Τω θεότητος εκάς πολύαρχον έμοιγε.

Τρεις δε θεούς καλέοιεν, όσους χρόνος, ηέ νόημα, ή κράτος, ηέ θέλησις απ’ αλλήλων εκέασσεν. Αυτού ταυτόν έκαστον αδήριτον ου ποτ’ εόντα. Της δ’ άρ’ εμής Τριάδος εν μεν σθένος, εν δε νόημα, εν κλέος, εν δε κράτος. Τω και μονάς εστίν άρευστος, αρμονίη θεότητος ιή μέγα κύδος έχουσα. Τόσσον εμοίς φαέεσσι Τριάς σέλας εξεκάλυψεν, εκ πτερύγων θείου τε πετάσματος ένθοδι νηού, τοις ύπο κεύθετ’ άνασσα Θεού φύσις. Ει δε πλέον τι αγγελικοίσι χοροίσι, τόδε πλέον η Τριάς ίστω.

ΑΠΟΔΟΣΗ

Ψυχή, τί αργείς; Του Πνεύματος τραγούδησε η δόξα. Με λόγους μη χωρίσης το που δε χωρίζει η φύση. Το μέγα Πνεύμα ας τρέμωμε, το ισόθεο, που μου δίνει Θεού γνώση˙ Θεός εκεί ψηλά, το Θεό στη γη μας φέρνει, πανίσχυρο, πολύδωρο, κι αγνών αγγέλων ψάλμα, που ζωογονεί γη και ουρανούς, αψηλοσκαμνισμένο, θεία δύναμη, αυτοπρόσταχτο κι έρχεται απ’ τον Πατέρα. Γιος, όχι – ένας τρανός Υιός ενού πατέρα πρώτου – ένα με την ανέφαντη κι ισότιμο θεότη.

Όποιος μες στις θεόγραφτες ποθεί του νόμου αράδες τη θεότητα του Πνεύματος του ουράνιου ν’ αντικρύση δρόμους πολλούς που βγάζουνε σ’ ένα θα συναντήση πλεγμένους, αν ποθή το αγνό το Πνεύμα κι η καρδιά του αν το τραβήξη κι αν ο νους βλέμμα που σκίζει ρίχνη. Μ’ αν λαχταρά γυμνή φωνή απ’ τη λατρευτή θεότη, πόθο – να ξέρη – αστόχαστο ποθεί. Και δεν ταιριάζει νάναι ο Χριστός αγνώριστος στους πλειότερους ακόμα,[1] και στις αδύναμες καρδιές βαρειά απιστία να φέρνης. Για όποιον αρχίζει δεν είναι του τέλειου λόγου η ώρα. Σε μάτια, που θαμπά θωρούν ακόμα, ποιος τη φλόγα δείχνει όλη; Και με το άπλετο το φως ποιός τα χορταίνει; Κερί κερί καλύτερα το φλογοφώς να δίνης, μη και του ολόγλυκου φωτός τις βρύσες αφανίσης. Κάποτε ο λόγος δείχνοντας του Βασιλιά Πατέρα τη θεότητα όλη, του Χριστού φωτόλουζε τη δόξα, καθώς φαινόταν σε θνητούς λίγους και μυαλωμένους. Έτσι έπειτα λαμπρότερη δείχνοντας και του Γιου του, εφώτισε του αστραφτερού Πνεύματος τη θεότη, λίγο γι’ αυτούς, την πιο πολλή για μας αφήνει λάμψη, που μας μοιράστη αργότερα με της φωτιάς τις γλώσσες, του Θεού σημάδι, ότι ο Χριστός εβγήκε από τον Άδη. Φωτιά ο Θεός για τους κακούς, φως για τους δίκαιους είναι.

Έτσι από μεν’ η θεότητα για σένα ταιριασμένη. Κι αν απορής για ενός Θεού το Γιο που Γιος δεν είναι και μύθους καλοταίριαστους και αντίμαχους πιστεύης, θαρθή και θα μου δώση ο Θεός λόγο να σου εξηγήσω. Κομμάτι απ’ τον πρωτόπλαστο[2] νάτη η γυναίκα βγαίνει και γόνος των δυονών ο Σήθ μ’ αρχαίο του γάμου νόμο, αγέννητη μα γεννητός, όμοια θνητοί κι οι δύο.

Θυμού τους και τη θεότητα καθόλου μην προσβάλης το γήινο ουράνιο κάνοντας. Μια φύση κι άμετρη είναι κι άχτιστη και άχρονη, καλή, λεύτερη, μ’ ίδιο σέβας, Θεός ένας με τριπλή αστραψιά τον κόσμο τιμονεύει. Δικός τους νέος εγώ βλαστός κι αλλιώτικος πετιέμαι, το βάφτισμα ως με ξαναζή το θάνατο νικώντας. Η τρίδιπλη μ’ εγέννησε θεότητα φωτοφόρο κι ω καθαρμέ μου ολάκριβε, δε σ’ απαρνιέμαι. Αν ήταν τη θεότητα που μ’ άγνισε λαμπρή να κομματιάσω, κάλλιο…[3] μα τρέμω τον κακό λόγο μου να τελειώσω ελπίζοντας στο βάφτισμα και στα θεϊκά τα δώρα. Ακέριο σα μ’ εξάγνισε τον προσκυνάω ακέριον. Είναι[4] ο Θεός. Κι ο αμαρτωλός ό,τι του αξίζει νάβρη, την ίδια του τη θεότητα Θεού δώρο σα χωρίζη. Κι αν κάποιος ή για τον Χριστόν ή το πανάγιο Πνεύμα λόγος θεϊκός ή θεόπνευστος κήρυκας μας μαθαίνει πως έχουν δεύτερο θρονί από τον Θεό Πατέρα, στοχάσου της βαθύκρυφτης σοφίας τους λόγους έτσι˙ μας πάει σε ρίζαν άναρχη, το Θεό δεν κομματιάζει μια μόνη νάχης Δύναμη για να τιμάς κι όχι άλλη.[5] Η Τριάδα απ’ τη Μονάδα είναι κι απ’ αυτήν πάλι εκείνη. Ρυάκι δεν είναι και πηγή και ποταμός μόν’ ένα ρέμα στη γης οπού κυλά και τριπλοκυματίζει κι ούτε είναι φλόγα πυρκαγιάς που ξανασμίγει σ’ ένα, λόγος μηδέ που ο νους γεννάει και τον φυλάει εντός του˙ μήτε νερού αστραποβολή με τα παιγνίδια του ήλιου που αχνή κι αβέβαιη στων σπιτιών τους τοίχους τρεμολάμπει, που πριν να φτάση ξεγλιστράει και πριν γλιστρήση φτάνει.

Αβέβαιη η φύση του Θεού για φευγαλέα δεν είναι ούτε που σμίγει αυτή ξανά˙ θεϊκή ‘ναι η αιώνια στάση. Μόν’ κάμε αυτόν τον στοχασμό, θυσία καθάρια εντός σου πάνω σε φώτα τρίδιπλα μια φύση αναπαμένη, όχι «ένα» δίχως μετρημό, σε τρία καλά μετριέται. Τριάδα όχι πληθιοσέβαστη – το χωρισμό δεν ξέρει – μονάδα είναι η θεότητα κι όσα την πλάθουν τρία καθένα μόνο ένας Θεός, αν τα ονομάσης χώρια κι ένας Θεός πάλι άναρχος, της θεότητας ο πλούτος απ’ όπου τρέχει, ο λόγος σου τα τρία αν μνημονέψη.[6] Με τούτο ας πάρουν οι θνητοί το κήρυγμα της Τριάδας, μ’ εκείνο τον ολόλαμπρο ας δοξάσωμε Μονάρχη. Χαρά από πολυκέφαλη θεία σύναξη μη θέλης˙ καμμιά για μένα κεφαλή οι πολλές, αν πολεμούνε˙ κι είναι η αμάχη χωρισμός, που τρέχει να διαλύση˙ γι’ αυτό οι πολλές οι κεφαλές αλάργα απ’ το Θεό μου. Άς λένε ωστόσο τρεις Θεούς, όσους έχει χωρίσει θέληση ή νόημα ή δύναμη ένα απ’ τον άλλο ή χρόνος[7] και πάντα είναι σε πόλεμο καθείς με τον εαυτό του. Μα της Τριάδας μου είναι μια δύναμη, σκέψη μία, μια δόξα, μια εξουσία. Γι’ αυτό, κι αστάλαχτη μονάδα, στη θεία την αρμονία της το μέγα δόξασμά της… Τόσο το φως που σκόρπισε στα μάτια μου η Τριάδα με θεία φτερά κι από του ναού το κάλυμμα το θείο, που κρύβουν τη βασίλισσα θεία φύση. Μα κι αν έχουν οι άγγελοι φως περισσότερο το ξέρεις αυτό η Τριάδα.

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1 Στην Π.Δ. δε γίνεται σαφής λόγος για το άγ. Πνεύμα διότι ήταν ανίκανοι να κατανοήσουν οι άνθρωποι ολόκληρο το μυστήριο της θεότητος. Το άπλετο πνευματικό φως μπορούσε να ρίξη στην απιστία, όπως το απότομο αισθητό φως μπορεί να καταστρέψη τους οφθαλμούς.

2 Ο σχολιαστής˙ «εξ ενός ανθρώπου, του αρχεγόνου Αδάμ γυνή η Εύα και υιός ο Σηθ εγένετο. Η μεν πλευράς τιμήμα, ο δ’ αμφοτέρων γάμου θεσμοίς γέννημα˙ η μεν ου γεννηθείσα, ο δε γεννηθείς˙ άμφω δε ομοίως υπήρχον άνθρωποι».

3 «Κάλλιον να χανόμουν’ θα ήταν η απόδοση του υποθετικού λόγου. Τούτο όμως θα ήταν αντίθετο όχι μόνο στην επιθυμία του ανθρώπου να σωθή αλλά και στην θέληση του Θεού να σώση τον άνθρωπο. Γι’ αυτό δεν ολοκληρώνει την σκέψη του ο ποιητής.

4 Εδώ το «είναι» έχει σημασίαν υπαρκτική, υπάρχει.

5 Η τιμή και ο σεβασμός να αποδίδεται σε μία θεότητα και να μη διασπάται σε πολλούς θεούς.

6 Ο σχολιαστής˙ ηνίκα των τριών υποστάσεων μνήμη τις γένηται.

7 Ημπορεί να γίνεται λόγος για περισσοτέρους θεούς, όταν έχωμεν διαφορά κατά τη θέληση, την σκέψη, την δύναμη, το χρόνο υπάρξεως. Τα πρόσωπα όμως της Αγ. Τριάδος έχουν την αυτή δύναμη, την αυτή σκέψη, την αυτή δόξα, την αυτή πίστη και επομένως αποτελούν ενότητα, ένα Θεό. [Ορθόδοξη Πορεία - Σύλλογος Ορθοδόξων Τυφλών Ελλάδος]

Ο Άγιος Γρηγόριος Θεολόγος ή Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός (περ. 329 μ.Χ. - 25 Ιανουαρίου 389 ή 390 μ.Χ.) (επίσης γνωστός ως Γρηγόριος Θεολόγος και Γρηγόριος της Ναζιανζού) ήταν Αρχιεπίσκοπος της Κωνσταντινουπόλεως τον 4ο αιώνα μ.Χ. Θεωρείται ευρέως ως ο πιο ταλαντούχος ρήτορας μεταξύ των Πατέρων της Εκκλησίας. Ως κλασικά εκπαιδευμένος ομιλητής και φιλόσοφος του Ελληνισμού, κατάφερε να συνδυάσει τον Ελληνισμό με την πρώτη εκκλησία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.

πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια: