...στὸ κοιμητήρι τῆς Μυτιλήνης εἴχαμε θάψει στὸν καιρὸ τοῦ πρώτου παγκοσμίου πολέμου, τὴ γιαγιά μου, τὸ πιὸ γλυκὺ πρόσωπο τοῦ κόσμου. Εἶχε ἀρχίσει ἀπὸ τότε ἡ πικρὴ ἱστορία μας, τὸ πρῶτο πείραμα ξεριζώματος λαῶν ὁ διωγμὸς τῶν χριστιανῶν τῆς Ἀνατολῆς στὰ 1914 καὶ ἡ καταφυγή τους στὰ νησιὰ τοῦ Αἰγαίου. Πέθανε ἡ γιαγιά μας τότε, μὲς στὸν πόλεμο, στὸν ξένο τόπο. Ὁ παππούς μου τὴν ξέθαψε, σὰν ἦρθε ὁ καιρός. Ἔβαλε τὰ κόκαλά της σὲ κασελάκι, ἔφερε τὸ κασελάκι στὴν κάμαρή του, τ' ἀπόθεσε πλάι στὸ σπιτικὸ εἰκόνισμα, καθόταν ὧρες μονάχος καὶ τῆς κουβεντίαζε. Προπάντων τὰ βράδια, σὰν σουρούπωνε...
Πατέρα, τί εἶναι αὐτὸ ποὺ κάνεις, νὰ ἔχης τὴν πεθαμένη μάνα μας, τὰ
κόκαλά της, μὲς στὴν κάμαρά σου καὶ νὰ τῆς μιλᾶς; τολμοῦσε πότε-πότε νὰ
τοῦ πῆ ἡ κόρη του, καθὼς ζοῦσε καὶ τὸν τρόμο τὸν δικό μας. Ἐμπρὸς σ'
αὐτὰ τὰ ἄγρια, τὰ ἀφύσικα ποὺ βλέπαμε ὁ θάνατος νὰ μὴν εἶναι ὅπως τὸν
φανταζόμαστε, ἡ ζωὴ νὰ συνεχίζεται καὶ μὲ τὰ κόκαλα, στὸν ἴδιο τόνο, μὲ
τὰ νέα τοῦ πολέμου, μὲ τὴν ἐλπίδα.
«Πατέρα, πάρε τὰ κόκαλα ἀπ' τὸ σπίτι! Τί εἶναι αὐτὰ ποὺ κάθεσαι καὶ μιλᾶς τῆς μάνας μας: Ἔλεγε ἡ κόρη του. Πατέρα, ἐγὼ φοβᾶμαι...»
«Δὲ ντρέπεσαι νὰ φοβᾶσαι τὴ μάνα σου! τὴν ἔβαζε μπροστὰ ἐκεῖνος. Αὐτὰ τὰ κόκαλα εἶναι τώρα ἅγια πράματα. Τί φοβᾶσαι; θὰ τὴν ἔχω ἐδῶ, κι ὕστερα θὰ τὴν πάρω καὶ θὰ τὴν πάγω στὰ Κιμιντένια. Τότε θὰ συχάσω, καὶ θὰ μὲ βάλετε καὶ μένα στὰ πλευρό της».
Ἔγινε ἀκριβῶς ἔτσι. Σὰν τελείωσε ὁ πόλεμος, στὰ 1919, ὁ Γιαννακο-Μπιμπέλας πῆρε τὸ κασελάκι μὲ τὰ κόκαλα τῆς γυναίκας του, τὰ πῆγε στὰ Κιμιντένια, τὰ 'θαψε κάτω ἀπ' τὸ μεγάλο βασιλικὸ δέντρο, τὴ δρῦ, ἔξω ἀπ' τὴν πορτάρα, στὸ κτῆμα ποὺ εἴχανε ἀναστήσει οἱ δυό τους μαζί. Κι ἐνῶ ἦταν γεμάτος ὑγεία, ἄξαφνα, ὅταν ἔγινε αὐτὸ τὸ χρέος, μαράθηκε ἀπότομα. Σὲ λίγον καιρὸ πέθανε καὶ τὸν θάψαμε κάτω ἀπ' τὴ δρῦ, πλάι της.
ηλίας βενέζης
«Πατέρα, πάρε τὰ κόκαλα ἀπ' τὸ σπίτι! Τί εἶναι αὐτὰ ποὺ κάθεσαι καὶ μιλᾶς τῆς μάνας μας: Ἔλεγε ἡ κόρη του. Πατέρα, ἐγὼ φοβᾶμαι...»
«Δὲ ντρέπεσαι νὰ φοβᾶσαι τὴ μάνα σου! τὴν ἔβαζε μπροστὰ ἐκεῖνος. Αὐτὰ τὰ κόκαλα εἶναι τώρα ἅγια πράματα. Τί φοβᾶσαι; θὰ τὴν ἔχω ἐδῶ, κι ὕστερα θὰ τὴν πάρω καὶ θὰ τὴν πάγω στὰ Κιμιντένια. Τότε θὰ συχάσω, καὶ θὰ μὲ βάλετε καὶ μένα στὰ πλευρό της».
Ἔγινε ἀκριβῶς ἔτσι. Σὰν τελείωσε ὁ πόλεμος, στὰ 1919, ὁ Γιαννακο-Μπιμπέλας πῆρε τὸ κασελάκι μὲ τὰ κόκαλα τῆς γυναίκας του, τὰ πῆγε στὰ Κιμιντένια, τὰ 'θαψε κάτω ἀπ' τὸ μεγάλο βασιλικὸ δέντρο, τὴ δρῦ, ἔξω ἀπ' τὴν πορτάρα, στὸ κτῆμα ποὺ εἴχανε ἀναστήσει οἱ δυό τους μαζί. Κι ἐνῶ ἦταν γεμάτος ὑγεία, ἄξαφνα, ὅταν ἔγινε αὐτὸ τὸ χρέος, μαράθηκε ἀπότομα. Σὲ λίγον καιρὸ πέθανε καὶ τὸν θάψαμε κάτω ἀπ' τὴ δρῦ, πλάι της.
ηλίας βενέζης
1 σχόλιο:
Ταξιδεύουν στο Αιγαίο τα όνειρά μας.
Η γιαγιά μας κουράστηκε. Θέλει να γείρει το κεφάλι της στα στήθια του παππού, που έχει καρφωμένα πίσω τα μάτια του μπας και ξεχωρίσει τίποτα απ' τη στεριά, τίποτα απ' τα Κιμιντένια. Μα πια δε φαίνεται τίποτα. Η νύχτα ρούφηξε μέσα της τα σχήματα και τους όγκους.
Η γιαγιά γέρνει το κεφάλι της να το ακουμπήσει στα στήθια που την προστατέψανε όλες τις μέρες της ζωής της. Κάτι την μποδίζει και δεν μπορεί να βρει το κεφάλι ησυχία.[..]
-Τι είναι;
-Δεν είναι τίποτα, λέει δειλά ο παππούς, σαν παιδί που έφταιξε. Δεν είναι τίποτα. Λίγο χώμα είναι.
-Χώμα!
Ναι, λίγο χώμα απ'τη γη τους. Για να φυτέψουν ένα βασιλικό, της λέει, στον ξένο τόπο που πάνε. Για να θυμούνται.[..]
-Δεν είναι τίποτα λέω. Λίγο χώμα.
Γη, Αιολική Γη, Γη του τόπου μου.
Ηλία Βενέζη, Αιολική Γη
Δημοσίευση σχολίου