«Χριστὸς Ανέστη αληθώς
και δίδαξε τσ' ανθρώπους
πως ζουν εφήμερες χαρὲς
σε δανεισμένους τόπους»
«Το
επ’ εμοί, εν όσω ζω και αναπνέω και σωφρονώ, δεν θα παύσω, ιδίως κατά
τας πανεκλάμπρους ταύτας ημέρας, να υμνώ μετά λατρείας τον Χριστό μου,
να περιγράφω μετ’ έρωτος την φύσιν και να ζωγραφώ μετά στοργής τα γνήσια
ελληνικά έθιμα.... Αν επιλάθωμαί σου Ιερουσαλήμ, επιλησθείη η δεξιά
μου, κολληθείη η γλώσσα μου τω λάρυγγί μου, εάν ου μη σου
μνησθώ». (Παπαδιαμάντης).
«Το
μοσκοβόλημα που βγάζουνε τα άνθη και τα βότανα, το κελάηδισμα των
πουλιών, το λεπτό τ’ αγέρι που σαλεύει χλωρά κλαριά, τ’ αλαφρό κύμα που
γλυκομουρμουρίζει στην ακρογιαλιά, στους κάβους, στα νησιά, στα βουνά
και τα λαγκάδια, όλα τα νιώθεις να πανηγυρίζουνε μαζί με τα μακάρια
πνεύματα την Ανάσταση του Χριστού». (Κόντογλου).
Πάσχα
με τους ποιητές της Ρωμηοσύνης και της Ορθοδοξίας επέλεξε ο γράφων.
Κόντογλου και Παπαδιαμάντης: οι πιο έντιμες και αγνές μορφές των
γραμμάτων μας. «Ζωγραφούν» σ’ όλη τους τη ζωή, «μετ’ έρωτος», την
γνησιότητα, ξεσκεπάζουν το κίβδηλο, το ψεύτικο, τους «χαλασοχώρηδες».
Επιμένουν και οι δύο στην τήρηση της παράδοσης, όχι ως στείρα τυπολατρία
και αναιμική μίμηση, αλλά ως πηγή ζώσα που αρδεύει αδιαλείπτως «το
ολόδροσο δέντρο της φυλής μας».
Ο
Κόντογλου είναι αυτός που έστρεψε ξανά την αγιογραφία στην βυζαντινή
παράδοση. Ο αγ. Ιωάννης ο Δαμασκηνός λέει «δείξε μου τις εικόνες που
προσκυνάς για να σου πω τι πίστη έχεις». Μέχρι την εμφάνιση του
Κόντογλου είχε επικρατήσει στους ορθόδοξους ναούς η δυτική, η κοσμική, η
σαρκική νοοτροπία, με τις καταστολισμένες, γλυκανάλατες Μαντόνες, οι
οποίες κρατούν στην αγκαλιά ξανθούς μπέμπηδες, που παριστάνουν το «θείο
βρέφος». (Τέτοιες έβαλαν και στα βλάσφημα βιβλία των Θρησκευτικών οι
τωρινοί σταυρωτήδες του Γένους). Όμως, όπως λέει ο Κόντογλου, οι
βυζαντινοί αγιογράφοι ζωγραφίζουν με ταπείνωση, χωρίς περιττά ψιμύθια
και στολίδια, δίχως καμμιά φιλοδοξία να ξαφνιάσουνε και να κάνουν
εντύπωση, ζωγραφίζανε σαν να προσεύχονται. Στα χρόνια, διηγείται, της
βασιλείας του Λέοντος του Σοφού κάποιος ζωγράφος θέλησε να ιστορήσει τον
Σωτήρα Χριστό, ώστε να μοιάζει με τον θεό Απόλλωνα και αμέσως παρέλυσε,
«εξηράνθη η χειρ αυτού».
Για
την βυζαντινή μουσική, σφοδρός επικριτής των καινοτομιών είναι ο
Παπαδιαμάντης. Γινόταν θηρίο, αν μάθαινε πως κάποιος ιερέας ή ψάλτης
μετέφραζε τα ιερά κείμενα στην «δημοτικιά». «Ο πόθος της επιδείξεως, η
δοκησισοφία, η μανία της καινοτομίας, η υπερηφάνεια και ο εγωισμός»
οδηγούν στην πλάνη. Το «ανοίξω το στόμα μου και πληρωθήσεται πνεύματος»
πώς θα αποδοθεί: «θ’ ανοίξω το στόμα μου και θα γεμίσει πνεύμα και θα
βγάλω λόγο;». Τα τροπάρια, τονίζει, γίνονται νεκρά μέχρι νεκροφανείας.
«Ποιος Έλληνας», γράφει ο Κόντογλου, «θα νιώσει κατάνυξη από τα μουσικά
αυτά μασκαριλίκια και πώς θα κάνει την προσευχή του ακούγοντας τα λόγια
των αγίων μελωδών να αλλοιώνονται και να γελοιοποιούνται από τα στόματα
ψευτονεωτεριστών;» Ο Παπαδιαμάντης ήταν αρνητικός έναντι της τότε
πολιτικής, διότι έβλεπε να διαμορφώνεται ένας πολιτικός βίος έξω από την
πνευματική και ηθική παράδοση της εκκλησίας, κάτι που επιδεινώθηκε
εντονότατα στις μέρες μας.
Ο
Σπύρος Μελάς στον «Πρόλογο» των «Απάντων», από τον Γ. Βαλέτα (τομ. Α,
σελ. 18), παρατηρεί: «είναι ο μόνος που είδε ότι η θρησκεία, με άλλα
λόγια η Ορθοδοξία, ήταν η σπονδυλική στήλη του εθνικού σώματος».
Απόκλιση από την ορθόδοξη πολιτική παράδοση για τον Παπαδιαμάντη σήμαινε
και σημαίνει πολιτικό θάνατο του Γένους. Και γι’ αυτό ήταν σφόδρα
πολέμιος αυτών που συκοφαντούσαν την βυζαντινή μας παράδοση, που
περισσότερο ίσως κι από πνευματική, είναι παράδοση πολιτική, μέσα από
την θρησκευτική της έκφραση. Στο περίφημο διήγημά του «Λαμπριάτικος
Ψάλτης», που δημοσιεύτηκε το 1893 στην «Ακρόπολη», γράφει τα ακόλουθα
σαρκαστικά, γι’ αυτούς που τον μυκτήριζαν για την εμμονή του να γράφει
θρησκευτικά - εορταστικά διηγήματα: «Μη θρησκευτικά προς Θεού! Το
ελληνικόν έθνος δεν είναι βυζαντινοί, εννοήσατε; Οι σημερινοί Έλληνες
είναι κατευθείαν διάδοχοι των αρχαίων….».
Ο
Κόντογλου περισσότερο αιχμηρός, καυτηριάζει τους φθονερούς και
ανίκανους «που πιάνουν τα πόστα» και κατατρέχουν του άξιους.
Γράφει: «Καθαρίστε από την πνευματική πανούκλα την δυστυχισμένη την
Ελλάδα, για να μπορέσουνε να δουλέψουνε οι άξιοι δουλευταράδες. Τα
σκουλήκια, για να σώσουνε την τιποτένια ύπαρξή τους, δεν αφήνουνε καμμιά
ψυχή άξια να ορθοποδήσει, από συμφέρον κι από φθόνο. Όλοι οι
πνευματικοί σαλταδόροι έχουνε πιάσει τα πόστα. Και είναι δεμένοι μεταξύ
τους, όπως είναι οι κάμπιες κολλημένες η μια πάνω στην άλλη. Μόλις τις
χωρίσει κανένας ψοφάνε. Έτσι πρέπει να γίνει και με τις ανθρωποκάμπιες
που μαραζώνουνε το ολόδροσο πνευματικό δέντρο της φυλής μας».
Σε
καιρούς, «σακάτικους» σαν τους δικούς μας, όπου νοθεύονται τα καίρια
του βίου μας, έλειψαν και οι γενναίες φωνές, οι πολεμήτορες του
πρόστυχου, του ανήθικου και του άδικου. Στέρεψε αυτός ο τόπος. Πάσχα
έρχεται και βουίζουν τα αυτιά μας από τις τσιρίδες των «γνωμηγητόρων»:
«στα ύψη οι τιμές», «αβοήθητοι οι καταναλωτές». Το τηλεοπτικό «σπήλαιο
ληστών» μαγαρίζει το πανηγύρι της Ορθοδοξίας. Προσκαλούν σε τραπέζια με
...ειδωλόθυτα οι άθεοι, μαγαρίζουν οι καντιποτένιοι το χαροποιόν πένθος
της Εκκλησίας μας. Ξεθάβουν και τον φραγκολεβαντίνο Κοραή για το "Άγιο
Φως", λύσσαξαν τα ταγκαλάκια. Ορθοδοξία, Πάσχα ακούν και γυαλίζει το
μάτι τους. Είναι οι σύγχρονοι Ιούδες. Πάσχουν και αυτοί από αυτό που
έπαθε ο Ιούδας. Δεν μπόρεσαν να αγαπήσουν τον Χριστό. Ο Ιούδας είναι ο
φυσικός πρόγονος όλων των ματαιόδοξων διανοητών, όλων των καιρών κι όλου
του κόσμου. Υπάρχουν όμως οι δικοί μας, οι άγιοι, οι ταπεινοί τη
καρδία, που χωρίς πτωχοαλαζονείες και μωρές επιδείξεις κηρύσσουν και
διδάσκουν: «Όλες οι πίστεις είναι ψεύτικες…μόνη η πίστις των Ορθοδόξων
είναι καλή και αγία. Τούτο σας λέγω τώρα. Να ευφραίνεσθε όπου είσθε
Χριστιανοί» μας κανοναρχεί ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός.
Δημήτριος Νατσιός, δάσκαλος-Κιλκίς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου