Ο Τάσος Λειβαδίτης που έγραψε αυτόν τον στίχο, έναν ποιητή που στίχοι του έχουν γίνει μεγάλα λαϊκά τραγούδια (Δραπετσώνα, Βρέχει στη φτωχογειτονιά κ.α.)
Ο Τάσος Λειβαδίτης γεννήθηκε σαν σήμερα πριν 96 χρόνια.
Η Δραπετσώνα μας κρύβει μια ιστορία γεμάτη συγκίνηση. Ο Μίκης Θεοδωράκης το περιγράφει σε κάποια εξομολόγηση..
"Ο Tάσος Λειβαδίτης, θυμάμαι, είχε έλθει στο σπίτι μου στη Nέα Σμύρνη και είχε ακούσει ένα μέρος από ένα κοντσέρτο για πιάνο που είχα αρχίσει να γράφω. Tου άρεσε πολύ, έβαλε λόγια στη μουσική και έτσι γράψαμε το «Mάνα μου και Παναγιά». Για να βγει σε δίσκο όμως, έπρεπε να γράψουμε άλλο ένα τραγούδι, να το «ζευγαρώσουμε» – τότε βγαίνανε οι δίσκοι 45 στροφών, με ένα τραγούδι σε κάθε πλευρά…Tην εποχή εκείνη, η κυβέρνηση ήθελε να διώξει τους πρόσφυγες απ’ τις παράγκες τους, στη Δραπετσώνα, χωρίς να τους δώσει αποζημίωση.
Για κείνους ήταν ένας αγώνας επιβίωσης, ένας αγώνας ζωής και θανάτου, καθώς πήγαιναν οι μπουλντόζες και τους ξήλωναν τα σπίτια. Mια μέρα, πηγαίνοντας με το αυτοκίνητο προς την «Kολούμπια» για φωνοληψία, μου ήρθε ξαφνικά η έμπνευση, μπροστά στο θέατρο Kαλουτά. Σταμάτησα απότομα και έγραψα τη μελωδία. Tο βράδυ τηλεφώνησα στον Λειβαδίτη, του τραγούδησα απ’ το τηλέφωνο τη μελωδία, κι εκείνος έγραψε τους στίχους για τη «Δραπετσώνα».
Έτσι μπήκαμε στο λαϊκό τραγούδι με τον Λειβαδίτη και μαζί αποφασίσαμε τότε να βγούμε έξω από τα τείχη της Aθήνας, να πάμε στην επαρχία, όπου το ’61 υπήρχε ακόμη απόλυτος σκοταδισμός – και πολιτικός και, φυσικά, καλλιτεχνικός. Ξεκινήσαμε τις λαϊκές αυτές συναυλίες από την Kαβάλα. Πρώτη φορά ποιητής απήγγελλε ποιήματά του από τις συλλογές του, μπροστά σ’ ένα κοινό που ερχόταν ν’ ακούσει λαϊκή μουσική.
Θυμάμαι ότι στους νέους ανθρώπους που έρχονταν, στην Kαβάλα, στις Σέρρες, στη Δράμα, στη Bέροια, στα Tρίκαλα, στη Λάρισα, τους έκανε κατάπληξη το γεγονός ότι ένας ποιητής σηκωνόταν και απήγγελλε αυτή τη μεγάλη ποίηση. Πραγματικά, εκεί που καθόμασταν με τον Mπιθικώτση και βλέπαμε το κοινό απέναντι, τα μάτια ολωνών είχαν έναν θαυμασμό και μια απεριόριστη ευγνωμοσύνη, για το ότι, επιτέλους, οι ποιητές άρχισαν να πηγαίνουν στην επαρχία και να παρουσιάζουν την ποίησή τους».
Ο Τάσος Λειβαδίτης ήταν ένας άνθρωπος της τέχνης που έκανε πράξη και στη ζωή του όσα έγραφε και ονειρευόταν και μάλιστα με απίστευτη πειθαρχία. Έζησε μια ζωή αφιερωμένη στον άνθρωπο, την αγάπη, την ελπίδα για έναν καλύτερο κόσμο.
Έλεγε: "Ο κόσμος μόνο όταν τον μοιράζεσαι υπάρχει.." Πίστευε πως είναι "Καλότυχοι εκείνοι που δε γνώρισαν τον εαυτό τους, ανδρείοι εκείνοι που αποσιώπησαν την αθωότητά τους μα ευλογημένοι αυτοί που τα δώσανε όλα κι ύστερα κοίταξαν έν’ άστρο σαν τη μόνη ανταπόδοση..." Και ο ίδιος όμως τα έδωσε όλα, όπως περιγράφει ο Γιώργος Δουατζής σε ένα κείμενο για τον Λειβαδίτη.
Ως και υλική βοήθεια πρόσφερε σε ανθρώπους αδύναμους και μάλιστα σε περιόδους που ζούσε ο ίδιος μέσα στη στέρηση ως και των στοιχειωδών. Μία ημέρα που είχε εισπράξει από τον εκδότη του συγγραφικά δικαιώματα, σε περίοδο μεγάλης ένδειας, επέστρεψε χωρίς δραχμή στο σπίτι. Και είπε στη γυναίκα του: «Έδωσα τα χρήματα στον τυφλό ζητιάνο στη γωνία. Έχει μεγαλύτερη ανάγκη από μας». Πίστευε στο ότι ένα οργανωμένο κράτος οφείλει να καλύπτει τις ανάγκες των αδύναμων πολιτών του. Μέχρι τότε όμως δεν μπορούσε ο ίδιος να έχει και να μην μοιράζεται αυτά που έχει με όσους έβλεπε ότι ήθελαν βοήθεια.
Δεν διαμαρτυρήθηκε ποτέ, παρά τις αδικίες. Δεν επέρριψε ποτέ ευθύνη σε άλλους. Ως και τους διώκτες και βασανιστές του δεν μίσησε. Το 1950 εξόριστος στη Μακρόνησο, απευθυνόμενος στον φύλακα σκοπό του στρατοπέδου έγραψε: «Κι όταν σου πουν να με πυροβολήσεις, χτύπα με αλλού, μη σημαδέψεις την καρδιά μου. Κάπου βαθιά της ζει το παιδικό σου πρόσωπο. Δεν θά θελα να το λαβώσεις».
Ο Τάσος Λειβαδίτης θα μας συμβουλέψει σήμερα ότι "Το ρόλο μας τον διαλέξαμε οι ίδιοι εμείς – την πρώτη μέρα που διστάσαμε να πάρουμε μια απόφαση ή που σταθήκαμε εύκολοι σε μιαν αναβολή. Όλα όσα αρνηθήκαμε – αυτό είναι το πεπρωμένο μας..." Γιατί "και σμίγουν και χωρίζουν οι άνθρωποι και δεν παίρνει τίποτα ο ένας απ’ τον άλλον. Γιατί ο έρωτας είναι ο πιο δύσκολος δρόμος να γνωριστούν. Γιατί οι άνθρωποι, ζουν από τη στιγμή που βρίσκουν μια θέση στη ζωή των άλλων..." Και η λύση; "Κι όταν δεν πεθαίνει ο ένας για τον άλλο, είμαστε κιόλας νεκροί.. ...γι αυτό και μέσα σε κάθε ζωή υπάρχει πάντα κάτι πιο βαθύ απ' τον εαυτό της, η ζωή των άλλων.."
έχει πει: "Οι άνθρωποι βιάζονται: έγνοιες, βιοτικές συνθήκες, όνειρα, συμβιβασμοί – πού καιρός να γνωρίσουν τη ζωή τους... Κι έτσι ξεχνάς πως κάθε βράδυ κοιμάσαι μ’ έναν θησαυρό: αυτήν την πολυσήμαντη αυριανή σου μέρα. Μάθε κάθε πρωί να σκέφτεσε: Σήμερα τι θα μοιραστώ με τους άλλους; Ο κόσμος μόνο όταν τον μοιράζεσαι υπάρχει…"
"Κι όταν ερχόταν η βραδιά μες στο στενό σοκάκι ξεφαντώναν τα παιδιά..Αχ, το σπιτάκι μας, κι αυτό είχε καρδιά..Πάρ’ το στεφάνι μας, πάρ’ το γεράνι μας, στη Δραπετσώνα πια δεν έχουμε ζωή.. Κράτα το χέρι μου και πάμε αστέρι μου εμείς θα ζήσουμε κι ας είμαστε φτωχοί..
Μ’ αίμα χτισμένο, κάθε πέτρα και καημός
κάθε καρφί του πίκρα και λυγμός
Μα όταν γυρίζαμε το βράδυ απ’ τη δουλειά
εγώ και εκείνη όνειρα, φιλιά
Το `δερνε αγέρας κι η βροχή
μα ήταν λιμάνι κι αγκαλιά και γλυκιά απαντοχή
Αχ, το σπιτάκι μας, κι αυτό είχε ψυχή.
Πάρ’ το στεφάνι μας, πάρ’ το γεράνι μας
στη Δραπετσώνα πια δεν έχουμε ζωή
Κράτα το χέρι μου και πάμε αστέρι μου
εμείς θα ζήσουμε κι ας είμαστε φτωχοί
Ένα κρεβάτι και μια κούνια στη γωνιά
στην τρύπια στέγη του άστρα και πουλιά
Κάθε του πόρτα ιδρώτας κι αναστεναγμός
κάθε παράθυρό του κι ουρανός
Κι όταν ερχόταν η βραδιά
μες στο στενό σοκάκι ξεφαντώναν τα παιδιά
Αχ, το σπιτάκι μας, κι αυτό είχε καρδιά
Πάρ’ το στεφάνι μας, πάρ’ το γεράνι μας
στη Δραπετσώνα πια δεν έχουμε ζωή
Κράτα το χέρι μου και πάμε αστέρι μου
εμείς θα ζήσουμε κι ας είμαστε φτωχοί
κάθε καρφί του πίκρα και λυγμός
Μα όταν γυρίζαμε το βράδυ απ’ τη δουλειά
εγώ και εκείνη όνειρα, φιλιά
Το `δερνε αγέρας κι η βροχή
μα ήταν λιμάνι κι αγκαλιά και γλυκιά απαντοχή
Αχ, το σπιτάκι μας, κι αυτό είχε ψυχή.
Πάρ’ το στεφάνι μας, πάρ’ το γεράνι μας
στη Δραπετσώνα πια δεν έχουμε ζωή
Κράτα το χέρι μου και πάμε αστέρι μου
εμείς θα ζήσουμε κι ας είμαστε φτωχοί
Ένα κρεβάτι και μια κούνια στη γωνιά
στην τρύπια στέγη του άστρα και πουλιά
Κάθε του πόρτα ιδρώτας κι αναστεναγμός
κάθε παράθυρό του κι ουρανός
Κι όταν ερχόταν η βραδιά
μες στο στενό σοκάκι ξεφαντώναν τα παιδιά
Αχ, το σπιτάκι μας, κι αυτό είχε καρδιά
Πάρ’ το στεφάνι μας, πάρ’ το γεράνι μας
στη Δραπετσώνα πια δεν έχουμε ζωή
Κράτα το χέρι μου και πάμε αστέρι μου
εμείς θα ζήσουμε κι ας είμαστε φτωχοί
4 σχόλια:
Μπροστα στην μιζερια της σημερινης κοινωνιας την ελλειψη συναισθημάτων, και την θεοποιηση του ΕΓΩ η εποχη του Λειβαδιτη και ολων των μεγιστων γνησιων πνευματικών ανθρωπων μιας πολύ δύσκολης εποχης που ο πλούσιος ζουσε και ο φτωχος επιζούσε φανταζει τουλάχιστον στα δικα μου ματια παραδεισος ανθρωπιας με ποιηση για τραγουδια..
Υμνητής του Στάλιν ο Λειβαδίτης...
ΝΑΙ ήταν ο φουκαράς ,αλλά εμείς τον αγαπάμε για τα τραγούδια και την ποίηση του!
Και ο Καβάφης ήταν ομοφυλόφιλος , αλλα έγραψε ωραία ποιήματα ...
Δημοσίευση σχολίου