Όταν ήμουν αρχάριος, άρχισαν να δουλεύουν μέσα μου οι λογισμοί φυγής. Ένας λογισμός μού θύμιζε το σπίτι μου, άλλος τον πνευματικό στον κόσμο που ήθελε να κάνουμε μοναστήρι, άλλος λογισμός μού έλεγε να γυρίσω πίσω. Πω! Πω! Πω! Ασταμάτητη ροή! Εγώ αγωνιζόμουν και αντιστεκόμουν εναντίον των λογισμών.
Μου έλεγε ο πολύπειρος Γέροντάς μου, ο Ιωσήφ ο Ησυχαστής και Σπηλαιώτης (1897–1959):
–Εντάξει,
όλα καλά. Μην αφήνεις τα καθήκοντά σου, την αγρυπνία σου, τον κανόνα
σου, την προσευχή σου και τότε δεν θα επικρατήσει ποτέ ο διάβολος της
φυγής.
Κράτησα
τα καθήκοντά μου επιμελώς και, πράγματι, όπως το είπε ο Γέροντας, ήλθε
μια στιγμή που όλοι οι λογισμοί έφυγαν και, ξαφνικά, έγινε τόσο όμορφη
και αγαπητή η έρημος, αυτή που πρώτα μου φαινόταν μαύρη και σκοτεινή,
γιατί πήγαινε το μυαλό μου προς τα έξω. Με τις ευχές του πατρός μου, με
βοήθησε η Χάρις του Θεού και απαλλάχτηκα από τον πόλεμο των δαιμόνων και
άλλαξαν τα πάντα μέσα μου.
Επίσης,
όταν οι λογισμοί της υπερηφάνειας και της αμέλειας μάς πολεμούσαν, ο
Γέροντας μάς δίδασκε να τους αντιμετωπίζουμε με τέλεια περιφρόνηση και
αδιαφορία:
–Κρατάτε
την Ευχή! Φουρτούνα είναι, θα περάσει. Θα υποχωρήσει. Όταν αντιστέκεστε
και κρατάτε το μέτωπο γερά και δεν χάνετε το θάρρος σας, τα πάντα
υποχωρούν! Ούτως ή άλλως, αυτή είναι η τακτική του διαβόλου: να
επιτίθεται για να σπάσει το μέτωπο, να ρίξει το τείχος και να γκρεμίσει
ό,τι όρθιο υπάρχει. Να
κρατάτε το τείχος γερά και αυτός θα υποχωρήσει. Και, πράγματι, οι
λογισμοί υποχωρούσαν. Στον Γέροντα φανέρωνα τα πάντα με την ειλικρινή
και καθαρή εξομολόγηση όλων των λογισμών μου. Δεν άφηνα απωθημένα μέσα
μου, γιατί ήξερα ότι αυτά είναι σάπια πράγματα. Και κάθε τι σάπιο
έχει τη δυσοσμία του, έχει τη βρώμα του, με αποτέλεσμα να μη νοιώθω
όμορφα, αφού θα βρώμιζαν τη ψυχή μου. Γνώριζα πως ένα λογισμό να
δεχόμουν ή να απέκρυπτα, η ψυχή μου θα γινόταν άνω–κάτω. Και το
καταλάβαινα από την πίεση που μου δημιουργούσαν για να τους δεχτώ.
Λοιπόν,
αγώνας! Μάχη στήθος με στήθος. Έλεγα γι’ αυτό μου τον πόλεμο στον
Γέροντα και αυτός, ως πολυέμπειρος πολεμιστής του πνεύματος, μου
απαντούσε: –Δεν είναι τίποτε αυτά. Μη φοβάσαι. Είναι σαν εκείνον τον
αδελφό στα Πατερικά βιβλία που πελάγωσε και λέει: «Γέροντα, τόσοι
λογισμοί–τόσα πάθη! Πώς θα μπορέσω εγώ να τα ξεριζώσω; Για τ’ όνομα του
Θεού, Γέροντα! Πελάγωσα!». Και του λέει ο έμπειρος Αββάς: «Παιδί
μου, οι λογισμοί δεν ξεπηδούν όλοι μαζί μαζεμένοι. Δεν ξεσηκώνονται όλα
τα πάθη μονομιάς να σε πνίξουν». Τώρα θα ξεπηδήσει ο σαρκικός λογισμός.
Χτύπα τον, κόψε τη φαντασία. Το πρόσωπο που σε σκανδαλίζει διώξ’ το,
σβήσ’ το, όπως σβήνεις έναν διάβολο από τη φαντασία σου, όπως σβήνουμε
κάτι μ’ ένα σφουγγάρι. Σβήσε την εικόνα και κράτα την Ευχή. Τελείωσε η
υπόθεση. Τον στραγγάλισες τον λογισμό. Θα ξαναρθεί; Στραγγάλισέ τον
ξανά. Λοιπόν, έρχεται λογισμός αμέλειας και σου λέει: «Κοιμήσου»; –
«Όχι, γιατί να κοιμηθώ;». Έρχεται λογισμός κατακρίσεως και σου
ψιθυρίζει: «Πες αυτό το λόγο!» – «Όχι, δεν θα τον πω!». Έτσι, γίνεται ο
πόλεμος!
Ήμουν
ήδη σ’ αυτή τη συνοδεία ως δόκιμος εννιά μήνες κι είχα γνωρίσει πλέον
καλά τη ζωή και την τάξη της, καθώς και την καθημερινή παιδεία από τον
σοφό Γέροντά μας. Με τις ευχές του, ακολουθούσα το τυπικό κανονικά.
Φυσικά, σ’ αυτό το διάστημα, οι πόλεμοι των λογισμών δεν έλειπαν. Ο
διάβολος προσπαθούσε μετά μανίας να μου κλονίσει την πίστη προς τον
Γέροντά μου και την εμπιστοσύνη μου στη διάκρισή του, για να με βγάλει
έξω από την υπακοή. «Όχι»,
αντέλεγα στον λογισμό, «αυτό δεν θα γίνει ποτέ!». Αυτός συνέχιζε τις
προσβολές. «Εδώ, θα παλέψουμε. Δεν θα υποχωρήσω· προτιμώ να πεθάνω!».
Ο Γέροντας, βλέποντας τους λογισμούς μου και τον αγώνα μου και θέλοντας να με δοκιμάσει, σαν έμπειρος στρατηγός, μου λέει:
–Πώς
θα τα βγάλεις πέρα, εσύ, μια σταλιά άνθρωπος και τιποτένιος; Είσαι
φουσκωμένος από λογισμούς. Κοίταξε τί πολέμους που έχεις! Δεν πιστεύω να
τα βγάλεις πέρα!
Εγώ σήκωσα τ’ ανάστημά μου και του λέω:
–Γέροντα!
Ένα κι ένα κάνουν δύο: Υποχώρηση, καθόλου! Με την ευχή σας, θα ρίξω τον
εαυτό μου στη φωτιά κι όπου βγω. Πίσω και ήττα στους λογισμούς, όχι!
–Καλά!... Καλά θα δούμε…
Αυτό,
ήταν. Αυτό που ήθελε ν’ ακούσει, τ’ άκουσε. Βλέποντας έναν άνθρωπο –
μια σπιθαμή να μιλάει έτσι, σκέφτηκε: «Ε, κάτι θα μπορεί να κάνει κι
αυτός!».
Και φαίνεται, μ’ αυτό το τεστ που μου έκανε, ζύγισε τι πρέπει να κάνει. Διότι, για να νικήσει κανείς, πρέπει να είναι αποφασισμένος από μέσα του να πεθάνει. Αυτός που θα έμενε κοντά στον Γέροντα Ιωσήφ, έπρεπε πρώτα να έχει υπογράψει τον θάνατό του.
Και φαίνεται, μ’ αυτό το τεστ που μου έκανε, ζύγισε τι πρέπει να κάνει. Διότι, για να νικήσει κανείς, πρέπει να είναι αποφασισμένος από μέσα του να πεθάνει. Αυτός που θα έμενε κοντά στον Γέροντα Ιωσήφ, έπρεπε πρώτα να έχει υπογράψει τον θάνατό του.
Μετά από λίγο μου λέει:
–Ετοιμάσου
να σε κάνω μεγαλόσχημο. Πριν όμως, θα υπογράψεις τον θάνατό σου. Είτε
πονέσεις είτε αρρωστήσεις, ένα θα έχεις στη σκέψη σου: ότι ο θάνατος
μόνο θα σε χωρίσει από ’δω. Μη ζητήσεις παράκληση, μη ζητήσεις
θεραπείες. Είσαι αποφασισμένος για τον θάνατο; Κάτσε! Αν όχι, φύγε!
Και
με την ολόψυχη συγκατάθεσή μου: «Νά ’ναι ευλογημένο, Γέροντα! Θάνατος,
θάνατος!», προχώρησε και μ’ έκανε μοναχό μεγαλόσχημο, με εφημέριο τον
παπα–Εφραίμ από τα Κατουνάκια (1912–1998), στις 13 του μηνός Ιουλίου, με
το παλαιό, το 1948, ημέρα Πέμπτη.
Η
κανονική τάξη, βέβαια, είναι να περάσει ο δόκιμος μοναχός πολύ
περισσότερο χρόνο δοκιμασίας. Η απόφαση όμως ρυθμίζεται ανάλογα με την
εποχή και τους ανθρώπους.
Και ο Γέροντας, με την εμπειρία του, διέκρινε πως έτσι έπρεπε να γίνει.
Μόλις έγινα μεγαλόσχημος, κάναμε λουκουμάδες. Το είχαμε σαν τυπικό.
Καμμιά
φορά ο Γέροντας είχε ένα φυσικό λόξυγκα. Το εκμεταλλεύτηκε αυτό ο
διάβολος κι άρχισε να μου λέει με τον λογισμό: «Ααα! Αυτό που κάνει τώρα
ο Γέροντας φανερώνει ότι έχει δαιμόνιο μέσα του. Το δαιμόνιο είναι που
κάνει αυτό τον λόξυγκα». Πω! Πω! Τι πικρία, τι φαρμάκι, που ήρθε μέσα
στη ψυχή μου! «Ακούς εκεί, να μου λέγει έτσι ο λογισμός!». Εγώ δεν είχα
τέτοιους λογισμούς. Μόλις μου ήρθαν, αναστατώθηκα. Μπαα! Αδύνατον να
παραδεχθώ για τον Γέροντά μου αυτόν τον λογισμό! «Θα σε σφάξω!», είπα
μέσα μου κι έκανα αγώνα εναντίον του με την αντίρρηση. Όταν το είπα αυτό
στον Γέροντα, που ήταν ασκητής πεπειραμένος και θαυμάσιος, χαμογελούσε:
–Μη στεναχωριέσαι, παιδί μου! Άσ’ τον να λέει ό,τι θέλει αυτός. Καμμιά
σημασία. Λέγε την Ευχούλα. Θα σου πει κι άλλα. Από το ’να αυτί να
μπαίνουν κι απ’ τ’ άλλο να βγαίνουν. Το ξέρασμα του άδου είναι
ατελείωτο. Με τον διάβολο, δεν τα βγάζει κανείς πέρα τόσο εύκολα. Μην
κάνεις αντιρρητικό λόγο, διότι είσαι μικρός και άπειρος. Μόνο να
περιφρονείς τον λογισμό, να λέγεις την Ευχή συνεχώς και θα φύγει από
μόνος του. “Μπενάκιας και Βγενάκιας”! Μόνο περιφρόνα τον λογισμό, λέγε
την Ευχή και θα φύγει μόνος του.
Δεν
ήξερα όμως πως η καταφρόνηση των λογισμών είναι η καλύτερη λύση και
απάντησα: –Όχι, Γέροντα! Με τον δικό μου λογισμό θα δώσω μάχη. Δεν θα
τον αφήσω να μου πει εμένα για σας, τον Γέροντά μου!
–Χμ!...
έκανε εκείνος και χαμογελούσε. Θα έλεγε μέσα του: «Τούτος ο μικρός δεν
ξέρει τί του γίνεται!...». Και μ’ άφησε ν’ αγωνιστώ με την αντίρρηση.
Έκανα
σκληρό αγώνα, αλλά ο διάβολος ήταν τεχνίτης. Ήταν μάστορας. Και, τί μου
έκανε; Μόλις σηκωνόμουν ν’ αγρυπνήσω, με το που άνοιγα τα μάτια μου,
–τσάκ!–, ερχόταν αμέσως η προσβολή: «Να, ο Γέροντας τί είναι». Και με
τέχνη, ο διάβολος, έριχνε τον λογισμό σαν δηλητήριο μέσ’ την καρδιά μου,
για να μου δηλητηριάζει την αγρυπνία. Έτσι, με τέτοιες σκέψεις, μου
έκοβε όλες τις δυνάμεις μου. Ερχόταν μια
αίσθηση δαιμονική: «Να, ο Γέροντας, δεν είναι αυτός εσύ που νομίζεις·
έχει δαιμόνιο!». Αλλά κι εγώ, από την άλλη πλευρά, δεν υποχωρούσα σε καμμιά περίπτωση· αμέσως στραγγάλιζα τον λογισμό με αντιρρητικό λόγο: «Όχι! Ο Γέροντας είναι στρατηγός!», έλεγα.
«Άνθρωπος που με οδηγεί στη σωτηρία μου, δεν μπορεί να έχει δαιμόνιο. Είναι άγιος. Είναι άγγελος του Θεού». «Όχι, δεν είναι άγγελος, διότι ξέρεις, εκείνο, το άλλο, το παράλλο…». «Όχι!...», αντέλεγα εγώ.
«Άνθρωπος που με οδηγεί στη σωτηρία μου, δεν μπορεί να έχει δαιμόνιο. Είναι άγιος. Είναι άγγελος του Θεού». «Όχι, δεν είναι άγγελος, διότι ξέρεις, εκείνο, το άλλο, το παράλλο…». «Όχι!...», αντέλεγα εγώ.
Και για ώρες ολόκληρες έκανα αντιρρητικό πόλεμο, αν και δεν είχα καμμιά
εμπειρία πάνω σ’ αυτόν. Απλώς με χαρακτήριζε μια φυσική τόλμη κι έκανα
αυτή τη μάχη, παρ’ ότι ήμουν μικρός στη γνώση και στην πείρα. Πήγαινα να
κάνω αντίρρηση, που είναι για φτασμένους αγωνιστές, ενώ εγώ έπρεπε να
ξεφεύγω με την περιφρόνηση, για να γλυτώνω πιο γρήγορα.
Αυτή
η μάχη κράτησε μέρες! Ο πονηρός με σφυροκοπούσε και μου έκλεβε ώρες από
την αγρυπνία, για να μάχομαι μαζί του. Όποιος όμως υποχωρεί, γεμίζει
σιγά–σιγά σαβούρα η ψυχή του και βρωμάει. Ο κάθε κακός λογισμός γίνεται
απόστημα μέσα στη ψυχή, που αν δεν το πετάξεις με βία, πληγιάζει,
σαπίζει και βρωμάει.
Μια Πεντηκοστή, μας είχε φέρει ο πατήρ Αθανάσιος παξιμάδια, ντομάτες και σταφύλια.
Γυρίζει και μας λέει ο Γέροντας:
–Τους ντορβάδες στην πλάτη και δρόμο! Θα μας τα φάνε τα ποντίκια.
Τότε
οι λογισμοί μού ήρθαν σαν τα μυρμήγκια: «Τέτοια μέρα στους δρόμους! Που
έπρεπε να ησυχάσεις, να διαβάσεις, να κάνεις κομποσχοίνι!». Εγώ, του
απαντούσα του λογισμού: «Στενή και θλιμμένη η οδός. Η υπακοή πάνω απ’
όλα. “Δεν ήρθα για να κάνω το δικό μου θέλημα, αλλά το θέλημα του πατέρα
μου” (πρβλ. Ιωάν. 6, 38)». Το φορτίο των
λογισμών όμως ήταν βαρύτερο από το φορτίο στην πλάτη! Μου έλεγε και του
έλεγα: «Μόλις πάμε στον Γέροντα, θα σε καταγγείλω!».
Μόλις μπήκα στην πόρτα της καλύβας του, πάνε οι λογισμοί! Πού να τολμήσουν οι δαίμονες ν’ αντικρίσουν τον μάστορά τους!!
Επειδή
όμως δεν είχα την ευκαιρία εκείνη τη στιγμή να δω τον Γέροντα κατ’
ιδίαν, γιατί μας είπε να φύγουμε για ν’ αλλάξουμε τα ρούχα μας και να
ξεκουραστούμε, είπα μέσα μου: «Πειρασμέ,
τώρα θα σε κανονίσω!». Μάζεψα, λοιπόν, ένα τσουβάλι πέτρες και του
είπα: «Τώρα θα σου βάλω κανόνα, που δεν ήθελες να κουβαλήσεις φορτίο
τέτοια μέρα, και θα κοιμηθείς πάνω στις πέτρες! Ο Χριστός πάνω στον
Σταυρό, είχε πολύ μεγαλύτερο μαρτύριο!». Το γεγονός αυτό από μόνο του δεν είχε αξία· όμως για τούτη την προαίρεσή μου ο Θεός μού έδωσε έναν μικρό μισθό…
Όταν
κοιμήθηκα, είδα ότι βρέθηκα σε μια πεδιάδα. Δεξιά μου ήταν ο πατήρ
Ιωσήφ, ο νεώτερος (1921–2009), κι αριστερά μου ο πατήρ Αρσένιος
(1886–1983). Και στ’ αριστερά πάλι, στην κορυφή ενός ωραίου κατάφυτου
πράσινου λόφου, βρισκόταν ο Γέροντας Ιωσήφ και γυρίζει και μας λέει: «Θα
περάσει ο Μέγας Κωνσταντίνος. Να πέσετε να πάρετε την ευχή του».
Του
έκανα με νεύμα: «Νά ’ναι ευλογημένο!». Όταν ήρθε, χωρίς καν να τον
κοιτάξω, έβαλα μετάνοια. Δεν ξέρω ο άλλος αδελφός τί έκανε. Καθώς
σηκωνόμουν, αντί να δω τον Μέγα Κωνσταντίνο, είδα τον Χριστό σαν μικρό
παιδάκι. Αυτό έσκυψε, μου χαμογέλασε, με ασπάσθηκε κι έφυγε. Μα, τί χαρά
μού ήρθε!
Μόλις
ξύπνησα, είχα χαρά στη ψυχή μου. Πήγα στον Γέροντα και του είπα ότι
είδα αυτό κι αυτό. Με ρώτησε τί λογισμούς είχα την ημέρα. Του είπα τους
λογισμούς που είχα, πώς τους αντέκρουσα και ποιο ήταν το αποτέλεσμα.
–Ο Θεός τους δούλους Του, έτσι τους παρηγορεί, όταν κάνουν κάποιον αγώνα. Αλλά εσύ στο εξής να μη βάζεις πέτρες.
Σε
τέτοιες περιπτώσεις πρέπει νά ’χεις έναν έμπειρο οδηγό, να διακρίνει με
ασφάλεια την αλήθεια από το ψεύδος. Διότι ο απόστολος Παύλος μάς
διδάσκει ότι ο διάβολος μεταμορφώνεται και σε άγγελο φωτός προκειμένου
να παραπλανήσει τον άνθρωπο.
Οι δε άγιοι Πατέρες μάς λένε: «Το κρασί και το ξύδι μοιάζουν· εκείνος όμως που γεύθηκε το κρασί, εκείνος είναι που ξέρει τη διαφορά». Και ο Γέροντάς μου, ο Ιωσήφ ο Ησυχαστής και Σπηλαιώτης, ήταν από τους λίγους εκείνους Αγιορείτες Πατέρες, που είχαν άφθονα γευθεί τη νηφάλια μέθη της θείας Χάριτος και που μπορούσαν, άμεσα και με ασφάλεια, να γνωρίζουν αν μια κατάσταση ήταν από τον Θεό ή από τους δαίμονες ή από τη δική μας φύση.
Οι δε άγιοι Πατέρες μάς λένε: «Το κρασί και το ξύδι μοιάζουν· εκείνος όμως που γεύθηκε το κρασί, εκείνος είναι που ξέρει τη διαφορά». Και ο Γέροντάς μου, ο Ιωσήφ ο Ησυχαστής και Σπηλαιώτης, ήταν από τους λίγους εκείνους Αγιορείτες Πατέρες, που είχαν άφθονα γευθεί τη νηφάλια μέθη της θείας Χάριτος και που μπορούσαν, άμεσα και με ασφάλεια, να γνωρίζουν αν μια κατάσταση ήταν από τον Θεό ή από τους δαίμονες ή από τη δική μας φύση.
ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΕΦΡΑΙΜ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΣ ΜΟΝΗΣ ΦΙΛΟΘΕΟΥ
ΚΤΗΤΟΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΑΓΙΟΥ ΑΝΤΩΝΙΟΥ
ΑΡΙΖΟΝΑ – ΗΠΑ
1 σχόλιο:
Σε ευχαριστώ !!
Δημοσίευση σχολίου