Θα κάνουμε έναν περίπατο με
αφορμή ένα υπέροχο ντοκιμαντέρ που προβάλετε αυτές τις μέρες με θέμα τη ζωή της υπέροχης συγγραφέα της παιδικής μας -και όχι μόνο ηλικίας- την Άλκη Ζέη της
και τίτλο "Ο μεγάλος περίπατος της Άλκης" αλλά και το νέο της βιβλίο
"Πόσο θα ζήσεις ακόμα γιαγιά;" με ακόμα περισσότερες ιστορίες από τη
ζωή της.
Πάμε να διαβάσουμε σκέψεις και περιγραφές από μια ζωή γεμάτη αγάπη:
"Όλοι έχουν μια αφετηρία
στη ζωή τους. Εμένα δεν ξέρω γιατί, μου πέσανε πάρα πολλές και κάθε φορά άρχιζα
από έναν καινούριο δρόμο.
Όταν οι γονείς μου ήρθαν με
την αδελφή μου στην Αθήνα, έμειναν στην πλατεία Κολιάτσου, στην οδό Κέας. Εκεί
γεννήθηκα εγώ, αλλά ούτε από το σπίτι αυτό έχω αναμνήσεις, γιατί έμεινα έως τα δύο
μου χρόνια. Κόλλησε η μητέρα μου από εμένα ιλαρά και της γύρισε σε φυματίωση.
Τότε η φυματίωση γιατρευόταν με τον καθαρό αέρα. Αποφάσισαν λοιπόν να πάει στην
Πάρνηθα που ήταν τα σανατόρια. Εμένα με την αδελφή μου μας πήρε η μεγάλη αδελφή
της μητέρας μου (είχαν μεταξύ τους είκοσι πέντε χρόνια διαφορά) που είχε μείνει
χήρα δύο χρόνια αφότου παντρεύτηκε, και πήγαμε στον παππού, στη Σάμο. Όλες μου
οι αναμνήσεις οι παιδικές είναι από τη Σάμο, κοντά στον παππού και τη θεία.
Ζούσαμε τόσο ωραία, που δεν μας έλειψαν καθόλου ο μπαμπάς και η μαμά. Τη θεία,
χήρα καθώς ήταν και δεν είχε παιδιά, την κάναμε ό,τι θέλαμε. Πολύ μορφωμένη
γυναίκα για την εποχή της. Στη Σμύρνη, μετά το σχολείο, κορίτσι καθώς ήταν και
δεν είχε πάει για ανώτερες σπουδές, της είχε ο παππούς όλους τους καθηγητές της
Ευαγγελικής Σχολής. Ήξερε Αρχαία, Λατινικά, Γερμανικά, Αγγλικά, Γαλλικά. Αλλά
κι ο παππούς με την αρχαιολατρεία του, την "Οδύσσεια" που την διάβαζε
ώρες ατέλειωτες και την ήξερε απ' έξω (έψελνε και βυζαντινά), περνούσαμε θαύμα
κοντά του. Το καλοκαίρι στο Μαλαγάρι, με τις βάρκες, με τα παιδιά του χωριού,
με τα ξαδέλφια, βράχια και θάλασσα, μια ελεύθερη ζωή. Από τότε που θυμάμαι τον
εαυτό μου, τον θυμάμαι στη Σάμο. Για μένα όλος ο κόσμος ήταν η Σάμος. Αυτή ήταν
η Ελλάδα. Τα πεύκα, η θάλασσα, ο παππούς που νομίζαμε ότι είναι αρχαίος Έλληνας
γιατί ήταν καθηγητής αρχαίων ελληνικών και μόνο για θεούς και μύθους μάς
μιλούσε. Νιώθαμε ότι αυτός είναι ένας ευτυχισμένος τόπος που δεν θέλαμε καθόλου
να τον χάσουμε.
Εκείνο που κυρίως πίστευα
τότε είναι ότι μέσα στη ζωή, όπως βάζεις τα παπούτσια σου κάθε πρωί, έτσι
πρέπει να πάρεις και ένα βιβλίο. Γιατί πάντα βλέπαμε τον παππού μας να κρατάει
ένα βιβλίο στο χέρι, ακόμα και όταν πήγαινε περίπατο στην παραλία, διάβαζε
περπατώντας. Έτσι κι εγώ, μικρή έπαιρνα ένα βιβλίο και περπατούσα πάνω-κάτω,
έτσι νόμιζα ότι έπρεπε να κάνουμε.
Ήρθε ο καιρός να επιστρέψουμε
στην οικογένειά μας στην Αθήνα, γιατί έπρεπε να πάμε σχολείο. Ο γονείς μας
έμεναν στο Μαρούσι, για να έχει η μητέρα μας καλό κλίμα, αν και δεν ήταν πια
φυματική. Όταν τη γνωρίσαμε, δεν μας έκανε καθόλου εντύπωση "μαμάς".
Ήταν μια πολύ όμορφη, λεπτή κοπελίτσα, με μια καστανόχρυση πλεξίδα. Ο μπαμπάς
έδειχνε πολύ αυστηρός, δεν μας άρεσε καθόλου. Έλεγε συνέχεια: "μην
πέσετε", "μη χτυπήσετε". Μας απαγόρευε να έχουμε φως στο δωμάτιό
μας, όπως είχαμε στη Σάμο, απαγόρευε στη θεία μας να έρθει κοντά μας ώσπου να
κοιμηθούμε. Έπειτα από την ελευθερία της Σάμου, όλα αυτά μας φάνηκαν πολύ
περιοριστικά.
Περιορισμένες καθώς μας είχε,
παίζαμε πάρα πολύ με την αδελφή μου. Μπορεί να σκοτωνόμαστε, να
μαλλιοτραβιόμαστε κυριολεκτικά (νομίζω ότι πάψαμε να μαλλιοτραβιόμαστε σε πολύ
μεγάλη ηλικία), αλλά δεν κάναμε η μια χωρίς την άλλη. Παίζαμε πολύ δικά μας
παιχνίδια, που δεν τα παίζαμε με κανένα άλλο παιδί. Για παράδειγμα, απέναντι
από το σπίτι μας υπήρχε ένα ψιλικατζίδικο, που μας έκρυβε τα κουτάκια από
διάφορα πράγματα που άδειαζαν. Με τα κουτάκια αυτά φτιάχναμε στο πάτωμα σπίτια,
μια ολόκληρη πόλη, και για ανθρώπους χρησιμοποιούσαμε μολύβια. Μολύβια
χρωματιστά, κι έτσι είχαμε τις οικογένειες των κόκκινων, των πράσινων, των
κίτρινων. Ύστερα κόβαμε από τα περιοδικά φιγούρες και σχηματίζαμε και μ' αυτές
οικογένειες.
Και μετά ανακάλυψα το μολύβι.
Faber νούμερο 2. Είναι το μόνο που είχαμε εκείνη την εποχή. Ούτε στυλό είχαμε,
ούτε τίποτα. Ο θείος Πλάτων μου χάρισε δέκα μολύβια φάμπερ και μου είχαν μείνει
σ΄ όλη την Κατοχή. Μ' αυτά άρχισα να γράφω την εφημερίδα μου, τον "Αστείο
κόσμο". Ήμουνα αρχισυντάκτης, διευθυντής, έγραφα τα κείμενα και τη μοίραζα
στα ξαδέλφια μου, στους συγγενείς.
Στο σχολείο όταν μου έβαζαν
στην έκθεση θέματα η αποταμίευση, η αστυφιλία, μου ήταν αδύνατον να γράψω ούτε
δυο φράσεις. Η αδελφή μου, που δεν την ένοιαζε, κατέβαζε ότι της ερχόταν στο
μυαλό και έπαιρνε άριστα και μου έλεγε «έγραψα ένα σωρό βλακείες και πήρα
άριστα». Εγώ δεν κατάφερνα, δεν μπορούσα να γράψω γι’ αυτά τα θέματα. Μόλις
άλλαξα σχολείο και μου έδωσαν τη δυνατότητα να γράψω ελεύθερα θέματα ή θέματα
που μου άρεσαν, έγινα σε λίγο καιρό η συγγραφέας του σχολείου..
Άθελά μου έζησα την ιστορία,
στην ιστορία της καθημερινής μέρας. Δεν είχα συνείδηση τότε ότι ζω μέσα στα
πράγματα. Έτσι ήταν. Το μεγάλο δώρο ήταν που ζήσαμε μαζί με τους μεγάλους: Στα
δεκάξι μας πηγαίναμε με την αδελφή μου στον Λουμίδη και ακούγαμε να μιλάνε οι
μεγάλοι, που δεν ήταν ακόμα τόσο διάσημοι, όπως ο Γκάτσος, ο Ελύτης, ο
Εμπειρίκος και μέναμε με ανοιχτό το στόμα. Τώρα δεν ξέρω αν μαζεύονται οι
διανοούμενοι κι αν συζητάνε για ποίηση και λογοτεχνία, αλλά ειλικρινά τότε
εκείνοι μιλούσαν μόνον γι΄αυτά. Ούτε για πείνα ούτε για τίποτε άλλο... Αργότερα
ήμουν εκεί στη δημιουργία του Θεάτρου Τέχνης. Από τον Κουν κρατάω τις πρώτες
αξέχαστες παραστάσεις, την καλοσύνη που είχε στο βάθος του και την αγάπη του
για το θέατρο -ήταν πάνω απ΄όλα. Κατάφερε, μέσα στην Κατοχή, να παρουσιάσει το
αμερικανικό θέατρο, που το μετέφραζε ο άνδρας μου, ο Γιώργος Σεβαστίκογλου,
αλλάζοντας τα ονόματα σε ισπανικά... Λένε πολλοί ότι ο Κουν δεν πήρε μέρος στην
Αντίσταση. Μα αυτό που έκανε ήταν σαν να έκανε χίλιες φορές Αντίσταση. Άλλωστε
έκανε κάτι που δεν μπορούσε κανείς άλλος να κάνει.
Εμείς αρχίσαμε να
οργανωνόμαστε στην Αντίσταση και αυτό μας έδινε φτερά, είχαμε ένα όραμα. Ήταν
μια περίοδος από την οποία θυμάμαι πολλά και ωραία πράγματα. Τις εκδρομές που
κάναμε μακριά από την Αθήνα για να μπορούμε να συζητάμε ελεύθερα, αλλά και που
ήταν αφορμή για να φλερτάρουμε και να διασκεδάσουμε, και τα ολονύχτια πάρτι.
Έπαιζε πάντα ένα ραδιόφωνο ώστε εάν ακούγαμε βήματα στις σκάλες, κάναμε ότι
χορεύαμε. Ή κάποιο παιδί έπαιζε πιάνο όλη νύχτα. Αυτό το παιδί ήταν ο Μάνος Χατζιδάκις.
Τα περισσότερα βιβλία μου
είναι κομμάτια από τη ζωή μου. Ακόμα και σ'αυτά που δεν είναι αυτοβιογραφικά,
άθελά μου μπαίνω μέσα στην ιστορία. Οι χαρακτήρες λοιπόν που περιγράφω είναι
πρόσωπα αληθινά που τα γνώρισα και δεν τα ωραιοποίησα. Νιώθω τυχερή γιατί έχω
ζήσει την ιστορία εγώ η ίδια, δεν μου την έχει αφηγηθεί κανείς και αυτό νομίζω
είναι πολύ σημαντικό στη ζωή ενός ανθρώπου, να ξέρει την ιστορία του. Ήταν μια
πολύ ζωντανή ζωή.
Όμως να εξηγηθώ. Eίμαι εξίσου
ευχαριστημένη όταν γράφω και όταν δεν γράφω. Δηλαδή, δεν έχω σαν λύτρωση το
γράψιμο. Aν δεν έχω τίποτα να πω μπορεί να περάσουν χρόνια χωρίς να γράψω
τίποτα. Έγραψα καλά βιβλία, επειδή ήμουν καλή μάνα. Σκεφτείτε πως με τα παιδιά
μου δεν έχουμε τσακωθεί ποτέ! Ίσως επειδή περάσαμε πολλά μαζί. Πάντοτε
συζητούσαμε, επιστρατεύοντας το χιούμορ μας. Και παίξαμε, παίξαμε πολύ. Το 'χω
ξαναπεί: μ' αρέσει που έχω γράψει λιγότερα βιβλία κι έχω παίξει περισσότερο
μαζί τους.
Στα παιδιά μου, για να τους
μιλήσω για την Ελλάδα, σκέφτηκα ότι το καλύτερο ήταν να τους διηγούμαι τα
παιδικά μου χρόνια. Δεν τους έλεγα παραμύθια, αλλά ιστορίες από τη ζωή μου.
Τους τα έλεγα όμως με χιούμορ, διασκεδαστικά, και έτσι δεν τους έπεφταν βαριά.
Και λέω, δεν τα γράφω αυτά;
«Πόσο θα ζήσεις ακόμα
γιαγιά;».... Όταν με ρώτησε η εγγονή μου εγώ απάντησα δέκα χρόνια, αλλά τα
βρήκαν λίγα, κι είπαν δέκα πέντε και συμφωνήσαμε στα δέκα τρία. Τότε μου
φάνηκαν πολλά... Έχω παίξει πολύ με τα εγγόνια μου. Κυρίως ήθελαν να τους λέω
ιστορίες. Και τους έχω διηγηθεί τόσες πολλές. Και προσπαθούσα πάντα να τα
κρατάω μακριά από την τηλεόραση όταν ήταν μαζί μου. Eίναι πάρα πολύ δύσκολο. H
εικόνα συνεπαίρνει. O συγγραφέας Pόαλντ Nταλ λέει: «Aν καταφέρω να είναι ένα
παιδί στο δωμάτιό του και να διαβάζει ένα βιβλίο μου και η τηλεόραση στο
διπλανό δωμάτιο είναι ανοιχτή, θα πει ότι έχω γράψει ένα πολύ δυνατό βιβλίο».
Όμως, αν υπήρχαν πολλές βιβλιοθήκες και λειτουργούσαν, το βιβλίο και η ανάγνωση
θα γινόταν συνήθεια.
Κοιτάζω την εφημερίδα.
Δευτέρα 7 Αυγούστου 2017. Τρομάζω.
Πώς έφτασα ως εδώ. Είχα
υποσχεθεί στα παιδιά δεκατρία χρόνια. Αν και μου φαινότανε πάρα πολλά... τότε.
Ποιος μου χάρισε γενναιόδωρα άλλα τέσσερα κι ίσως απομένουν και κάποια ρέστα
ακόμα; Τώρα πια τα εγγόνια μου είναι μεγάλα. Δεν ρωτάνε «πόσο θα ζήσεις ακόμα,
γιαγιά;». Μόνο κάνουν σχέδια τι θα κάνουμε του χρόνου στην πανσέληνο.
Αν μου φαινότανε πολλά τα
δεκατρία χρόνια, ο ένας χρόνος
μοιάζει ακόμα πιο μακρινός.
Δεν λέω τίποτα, τους
αγκαλιάζω και τους δυο και χαίρομαι τη
στιγμή. Αποδώ και μπρος οι
στιγμές μετράνε.
Γι' αυτό να είστε μαζί, να
αγαπιέστε και να βοηθάει ο ένας τον άλλον. Αυτό είναι το καλύτερο που μπορούμε
να κάνουμε σήμερα, να παρασταθούμε ο ένας στον άλλον και υλικά αλλά και ψυχικά,
για να μην μας πάρει η κατάθλιψη. Είναι πολύ φοβερό να πάθουμε κατάθλιψη σαν
λαός, γι’ αυτό νομίζω ότι πρέπει μέσα μας να έχουμε μια μικρή φλόγα, μια μικρή
χαρά και τότε θα δείτε πως όλα θα είναι πιο ανάλαφρα. Είναι δύσκολα χρόνια, όσο
κρίση και αν υπάρχει όμως, έστω και σε ένα πολύ μικρό πράγμα να ελπίζετε, σιγά
σιγά θα γίνει ένα μεγάλο παζλ..."
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου