Ἔλεγαν γιά τόν ἀββά
Παφνούτιο, πώς πολύ σπάνια ἔπινε κρασί. Ὁδοιπορώντας, λοιπόν, κάποτε
στήν ἔρημο, ἔπεσε πάνω σέ μιά συντροφιά ληστῶν, πού τρώγανε καί πίνανε.
Ὁ ἀρχιληστής τόν γνώρισε, καί ἤξερε πώς δέν πίνει κρασί. Ὡστόσο, μόλις
τόν εἶδε κατάκοπο ἀπ' τήν ὁδοιπορία, γεμίζει τό ποτήρι μέ κρασί, καί μέ
τό σπαθί στ' ἄλλο του χέρι, λέει στόν Γέροντα:
-Ἄν δέν τό πιεῖς θά σέ σκοτώσω.
Σκεφτόμενος
ὁ Γέροντας, πώς ὁ ἀρχιληστής θέλει νά ἐκπληρώσει μ' αὐτό τόν τρόπο τό
θέλημα τοῦ Θεοῦ , καί θέλοντας κιόλας νά τόν κερδίσει, πῆρε και ἤπιε.
Τότε ὁ ληστής ἔδειξε μετάνοια, καί τοῦ λέει:
- Συγχώρεσέ με ἀββᾶ, γιατί σέ στενοχώρησα.
Κι ὁ Γέροντας τοῦ ἀπαντᾶ:
- Ἔχω ἐμπιστοσύνη ἀπόλυτη στό Θεό , πώς, γι' αὐτό τό ποτήρι πού μοῦ 'δωκες, μπορεῖ νά σοῦ χαρίσει τό ἔλεός Του.
Κι ὁ ἀρχιληστής ἀμέσως τοῦ λέει:
- Πιστεύω κ' ἐγώ, Γέροντα, πώς ὁ Θεός θά μέ βοηθήσει νά μή βλάψω κανέναν ἀπό τώρα καί πέρα!
Κ' ἔτσι ὁ Γέροντας, ἀφήνοντας τό δικό του θέλημα ἀπό ἀγάπη στό θεό, κέρδισε ὁλόκληρη τήν ὁμάδα ἐκείνων τῶν ληστῶν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου