"Συμφωνία" χωρίς αποδοχή Οικουμενικών Συνόδων;
Μητροπολίτου Ναυπάκτου π. Ιεροθέου
Το απλό όμως ερώτημα είναι: Πώς είναι δυνατόν να θεωρηθή ότι επήλθε συμφωνία στο Χριστολογικό δόγμα, όταν οι λεγόμενοι Αντιχαλκηδόνιοι δεν παραδέχονται τις Οικουμενικές εκείνες Συνόδους (Δ΄, Ε΄, ΣΤ΄) που οριοθέτησαν την ορθόδοξη διδασκαλία στο Χριστολογικό δόγμα, δηλαδή στο δόγμα που αφορά τον τρόπο ενώσεως των δύο φύσεων στον Χριστό;
Θα ήθελα στην συνέχεια να παρουσιάσω με απλό –όσον είναι δυνατόν– και σύντομο τρόπο μερικά ενδιαφέροντα σημεία.
Η άποψη ότι υπάρχει
ταύτιση στο Χριστολογικό δόγμα, καίτοι δεν γίνονται αποδεκτές οι μετά την Γ΄
Οικουμενικές Σύνοδοι από τους Μονοφυσίτες, δείχνει ότι: ή οι Πατέρες των
Οικουμενικών Συνόδων δεν αντελήφθησαν τα θέματα αυτά ή ότι ισχύει η παράδοξη
θεωρία των ξένων, αλλά και μερικών δικών μας θεολόγων, περί του
νεοχαλκηδονισμού, ότι δηλαδή υπάρχει μια εξέλιξη στις αποφάσεις των Οικουμενικών
Συνόδων. Σύμφωνα με την θεωρία αυτή η Γ΄ Οικουμενική Σύνοδος που στηρίχθηκε στον
άγιο Κύριλλο Αλεξανδρείας είναι μια μονοφυσιτίζουσα Σύνοδος, η Δ΄ Οικουμενική
Σύνοδος που στηρίχθηκε στο Τόμο του Πάπα Λέοντος διόρθωσε την Γ΄ Οικουμενική
Σύνοδο και η Ε΄ Οικουμενική Σύνοδος επανήλθε στις αποφάσεις της Γ΄ Οικουμενικής
Συνόδου.
Η παραδοχή όμως μιας
τέτοιας θεώρησης των πραγμάτων ανατρέπει τα θεμέλια της Εκκλησίας και υπονομεύει
το “πνεύμα” και την υποδομή των Οικουμενικών Συνόδων. Παρουσιάζει δε τους
Πατέρας της Εκκλησίας ως στοχαζομένους και όχι ως ενεργουμένους από το Άγιον
Πνεύμα και την δική τους εν πνεύματι εμπειρία της αποκαλυπτικής αληθείας. Οι
Πατέρες όμως των Οικουμενικών Συνόδων, κατά τον λόγο του αγίου Γρηγορίου του
Θεολόγου εργάσθηκαν αλιευτικώς (όπως οι άγιοι Απόστολοι) και όχι αριστοτελικώς
(δηλαδή οι φιλόσοφοι) ήταν, κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, “πάσχοντες τα
θεία και ου διανοούμενοι”.
Επομένως, η μη
παραδοχή από τους λεγομένους Αντιχαλκηδονίους των αποφάσεων των Δ΄, Ε΄, και ΣΤ΄
Οικουμενικών Συνόδων, αλλά και η θεωρία μερικών ορθοδόξων θεολόγων περί
νεοχαλκηδονισμού, στην ουσία έχουν κοινό παρονομαστή και δεν μπορούν να γίνουν
αποδεκτές από την Ορθόδοξη Εκκλησία.
Ακριβώς για τον λόγο
αυτό δεν μπορούμε, από ορθοδόξου πλευράς, να κάνουμε λόγο για Αντιχαλκηδονίους ή
Προχαλκηδονίους, αλλά για Μονοφυσίτας, αφού οι ονομαζόμενοι Αντιχαλκηδόνιοι
πιστεύουν ότι ναι μεν η ένωση στον Χριστό έγινε από δύο φύσεις, αλλά μετά την
ένωση υπάρχει μία φύση στον Χριστό. Μερικοί λεγόμενοι Αντιχαλκηδόνιοι
υποστηρίζουν ότι καίτοι υπάρχει μία φύση στον Χριστό μετά την ένωση, εν τούτοις
όμως δεν αναιρέθηκε η ανθρώπινη φύση. Και αυτή η άποψη είναι παράδοξη. Πώς είναι
δυνατόν να υπάρχη μία φύση στον Χριστό μετά την ένωση, “μή αναιρουμένης της
ανθρωπίνης φύσεως” και πώς υφίσταται αυτή η ανθρώπινη φύση μόνη της, χωρίς να μη
θεωρήται αυτό νεστοριανισμός, τον οποίο οι Αντιχαλκηδόνιοι θέλουν να πολεμούν;
Αυτός είναι ο λόγος που με κάνει να τους ονομάζω Μονοφυσίτες και όχι
Αντιχαλκηδονίους ή Προχαλκηδονίους.
Το ότι όμως δεν
ευσταθεί η άποψη ότι συμφώνησαν οι Ορθόδοξοι με τους Μονοφυσίτες στο
Χριστολογικό δόγμα φαίνεται από την διαφορά ερμηνείας σε μερικές χαρακτηριστικές
χριστολογικές φράσεις, που αποτελούν τον πυρήνα της διαφοράς.
Στα όσα θα γράψω στην
συνέχεια θα γίνη προσπάθεια να παρουσιασθούν απλοποιημένα –όσο μπορεί να γίνη
αυτό– τα σημεία αυτά. Και λέγω όσο μπορεί να γίνη αυτό, γιατί τα δογματικά
θέματα δεν απλοποιούνται πολύ.
α) “Μία φύσις του
Λόγου σεσαρκωμένη”
Η πρώτη φράση στην
οποία φαίνεται η Χριστολογική διαφορά μεταξύ των αγίων Πατέρων και των
Μονοφυσιτών είναι η φράση του αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας: “μία φύσις του
Λόγου σεσαρκωμένη”.
Οι όροι φύση και
υπόσταση στην θύραθεν φιλοσοφία ταυτίζονταν εννοιολογικά, άλλωστε ο όρος φύση
προέρχεται από το ρήμα πεφυκέναι και ο όρος υπόσταση προέρχεται από το ρήμα
υφεστάναι και δηλώνει την ύπαρξη. Με αυτήν την έννοια, δηλαδή της υπάρξεως, τους
χρησιμοποιούσαν οι Αλεξανδρινοί Πατέρες. Οι Καππαδόκες, όμως, Πατέρες διεχώρισαν
την φύση από την υπόσταση και ταύτισαν την φύση με την ουσία, και την υπόσταση
με το πρόσωπο. Έτσι καθόρισαν την έκφραση “δύο φύσεις, έν πρόσωπον” στον Χριστό.
Πολλοί θεολόγοι παρετήρησαν ότι σε κείμενα του αγίου Κυρίλλου εναλλάσσονται οι όροι “φύσις” και
“υπόστασις” και ότι άλλοτε χρησιμοποιείται ο όρος “φύσις” αντί του όρου
“υπόστασις” και άλλοτε χρησιμοποιείται ο όρος “υπόστασις” αντί του όρου “φύσις”.
Σε επιστολή του προς τον Θεοδώρητο γράφει: “Η φύσις του Λόγου ήγουν η υπόστασις,
ό εστιν αυτός ο Λόγος”. Εδώ φαίνεται ότι συνδέεται η φύση με την υπόσταση και με
αυτήν την έννοια φαίνεται ότι χρησιμοποιούσε και την φράση “μία φύσις του Λόγου
σεσαρκωμένη”. Δεν μιλούσε όμως ποτέ για μία ουσία σεσαρκωμένη. Επομένως, όπως
υποστηρίζεται, χρησιμοποιούσε την φράση “μία φύσις του Λόγου σεσαρκωμένη” με την
έννοια της μιας υποστάσεως του Λόγου σεσαρκωμένης, όπως το λέγει στην τρίτη
επιστολή του προς Νεστόριο “υποστάσει μια τη του Λόγου σεσαρκωμένη”, προκειμένου
να αντιμετωπίση την αίρεση του Νεστοριανισμού που υποστήριζε την άποψη ότι στον
Χριστό υπάρχει ένωση των δύο φύσεων-υποστάσεων και ότι μια τέτοια ένωση
απετέλεσε το ένα πρόσωπο της οικονομίας. Οπότε με αυτήν την έννοια
χρησιμοποιείται καταχρηστικώς η εναλλαγή φύσεως και υποστάσεως για να
αντιμετωπισθή ο Νεστοριανισμός. Άλλωστε η υπόσταση του Θεού Λόγου έγινε υπόσταση
και της ανθρωπίνης φύσεως, αφού η ανθρώπινη φύση στον Χριστό δεν είναι
ανυπόστατη ούτε αυθυπόστατη, αλλά είναι ενωμένη με την θεία φύση στην υπόσταση
του Λόγου και γι' αυτό και ονομάζεται και ενυπόστατη.
Βέβαια, η εναλλαγή
αυτή των όρων φύσεως και υποστάσεως από τον άγιο Κύριλλο σε μερικά χωρία δεν
σημαίνει ότι ταυτίζει εννοιολογικά τους όρους φύση και υπόσταση, όπως έκανε ο
Σεβήρος, αλλά χρησιμοποιεί τους όρους “καταχρηστικώς”, χωρίς να ταυτίζη την φύση
με την υπόσταση ως έννοιες και ως “πράγματα”, αλλά τις θεωρούσε ως υπάρξεις.
Μάλιστα υπάρχουν μαρτυρίες σύμφωνα με τις οποίες ο άγιος Κύριλλος θεωρούσε ότι
άλλο είναι η φύση και άλλο η υπόσταση, όπως επίσης υπάρχουν άλλα χωρία του αγίου
Κυρίλλου, στα οποία γίνεται λόγος για δύο φύσεις στον Χριστό και για την καθ'
υπόσταση ένωση των δύο φύσεων. Άλλωστε αυτό φαίνεται από το ότι στην Δ΄
Οικουμενική Σύνοδο οι Πατέρες μελέτησαν τα “δώδεκα κεφάλαια” του αγίου Κυρίλλου
Αλεξανδρείας σε σχέση με τον Τόμο του Πάπα Λέοντος και διεπίστωσαν την συμφωνία
μεταξύ αυτών.
Οι Πατέρες της
Εκκλησίας, και προσωπικώς και Συνοδικώς, ερμήνευσαν σωστά την φράση του αγίου
Κυρίλλου “μία φύσις του Λόγου σεσαρκωμένη”. Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός λέγει
ότι δεν διαπράττουμε σφάλμα με το να λέμε με αυτήν την φράση απόλυτα μία
υπόσταση του Θεού Λόγου, αλλά προχωρεί για να πη ότι ο άγιος Κύριλλος με την
φράση “μία φύσις του Λόγου σεσαρκωμένη” δεν δήλωνε ούτε μόνη την υπόσταση, ούτε
το κοινό των υποστάσεων, “αλλά την κοινήν φύσιν εν τη του Λόγου υποστάσει ολικώς
θεωρουμένην”, δηλαδή την κοινή φύση της θεότητος την ενθεωρουμένη στην υπόσταση
του Λόγου. Δηλαδή, δεν παραμένει στην φράση “μία φύσις”, αλλά επιμένει στην
φράση “μία φύσις του Λόγου”, που δηλώνει την ενυπόστατη ουσία. Επίσης, ο άγιος
Μάξιμος ο Ομολογητής θεωρεί ότι με την φράση αυτή ο άγιος Κύριλλος ομολογούσε
περιφραστικώς τις δύο φύσεις του Χριστού, ήτοι με την λέξη “φύσις” εννοούσε την
θεία φύση και με την λέξη “σεσαρκωμένη” εννοούσε την ανθρώπινη φύση.
Επομένως, η φράση αυτή
του αγίου Κυρίλλου χρησιμοποιείται και εναντίον του Νεστοριανισμού, με την
έννοια “μία φύσις - υπόστασις του Λόγου σεσαρκωμένη”, για να αποκλεισθούν τα δύο
πρόσωπα - υποστάσεις στον Χριστό, και εναντίον του Μονοφυσιτισμού, με την έννοια
της ενώσεως της κοινής φύσεως με την ανθρώπινη φύση στην υπόσταση του Λόγου,
χωρίς να συμβή κράση ή σύγχυση ή φυρμός ή τροπή, αφού όπως γράφει σε επιστολή
του προς τον Ιωάννη Αντιοχείας, “μένει γαρ ό εστιν αεί και ουκ ηλλοίωται, ουδ'
αν αλλοιωθείη πώποτε και μεταβολής έσται δεκτική”, και στην Β΄ επιστολή του προς
Νεστόριον γράφει: “είς δε εξ αμφοίν Χριστός και Υιός, ουχ ως της των φύσεων
διαφοράς ανηρημένης δια την ένωσιν…”.
Οι Μονοφυσίτες όμως
την φράση του αγίου Κυρίλλου “μία φύσις του Λόγου σεσαρκωμένη” την ερμήνευσαν
σύμφωνα με την δική τους παράδοση, που ταυτίζει εννοιολογικά την φύση με την
υπόσταση, εντελώς διαφορετικά από την παράδοση των Καππαδοκών Πατέρων και του
αγίου Κυρίλλου. Έτσι οδηγούνται στην μία φύση και τον Μονοφυσιτισμό. Αυτό το
απέκρουε ο άγιος Κύριλλος στα κείμενά του. Ο άγιος
Μάξιμος ο Ομολογητής μαρτυρεί ότι ο Σεβήρος “ταυτόν
οίδεν αλλήλαις, όρω τε και λόγω την φύσιν και την υπόστασιν” και μάλιστα
“κακούργως ταυτόν είναι λέγει τη φύσει την υπόστασιν…”, ο δε άγιος Ιωάννης ο
Δαμασκηνός τονίζει ότι “τούτό εστι το ποιούν τοις
αιρετικοίς την πλάνην, το ταυτόν λέγειν την φύσιν και την υπόστασιν”.
Το θέμα αυτό θα
διασαφηνισθή ακόμη περισσότερο με τα όσα θα γραφούν στην συνέχεια, αλλά πάντως
πρέπει να υπογραμμισθή ότι χρειάζεται μεγάλη προσοχή στην ερμηνεία του αγίου
Κυρίλλου Αλεξανδρείας.
β)
“Δύο φύσεις τη θεωρία μόνη”
Η δεύτερη φράση,
στην οποία φαίνεται η χριστολογική διαφοροποίηση μεταξύ της Ορθοδόξου Εκκλησίας
και των Μονοφυσιτών, είναι η φράση του αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας περί του ότι
κατανοείται η φυσική διαφορά των δύο φύσεων στον Χριστό “τή θεωρία μόνη”, δηλαδή
στον Χριστό υπάρχουν “δύο φύσεις τη θεωρία μόνη”. Ο άγιος Κύριλλος
χρησιμοποιούσε την φράση αυτή εναντίον του Νεστορίου που υπεστήριζε την
πραγματική διαίρεση των δύο φύσεων. Οι Πατέρες της Εκκλησίας ερμήνευσαν αυτήν
την φράση με την έννοια ότι στον Χριστό ενώθηκαν οι δύο φύσεις “ασυγχύτως,
ατρέπτως, αδιαιρέτως, αχωρίστως”, αλλά και των δύο φύσεων –θείας και
ανθρωπίνης– υπόσταση είναι ο Λόγος, δηλαδή χρησιμοποιήθηκε για να αποκλεισθή η
διαίρεση των δύο φύσεων στον Χριστό. Οπότε μετά την ένωση των δύο φύσεων δεν
μπορούν να υφίστανται αυτές οι φύσεις στον Χριστό ως ιδιοϋπόστατες και
χωρισμένες φύσεις, δηλαδή δεν υφίστανται χωριστά ως ιδιαίτερες υποστάσεις.
Άλλωστε και η προσληφθείσα ανθρώπινη φύση δεν ήταν πριν την πρόσληψη αυθυπόστατη.
Έτσι οι δύο φύσεις στον Χριστό, μετά την υποστατική ένωση, δεν υπάρχουν ως
ξεχωριστές, ανεξάρτητες μεταξύ τους και αυθυπόστατες, αφού και των δύο φύσεων
υπόσταση έγινε ο Λόγος, και με αυτό το σκεπτικό γίνεται λόγος για δύο φύσεις “τη
θεωρία μόνη”.
Οι Μονοφυσίτες όμως
την φράση αυτή την εννοούν με την άποψη ότι μετά την ένωση των δύο φύσεων δεν
μπορούμε να μιλούμε για δύο φύσεις, αφού απετέλεσαν μία φύση, γι’ αυτό με την
φράση “τή θεωρία μόνη” πρέπει να θεωρήται ότι δεν υφίσταται η ανθρώπινη φύση
μετά την ένωση των δύο φύσεων στον Χριστό, αλλά μόνον θεωρητικώς και κατ'
επίνοιαν μπορούμε να μιλούμε για δύο φύσεις με ιδιαίτερες ενέργειες.
Επομένως οι Πατέρες
της Εκκλησίας χρησιμοποιούν την φράση “δύο φύσεις τη θεωρία μόνη” με την έννοια
ότι οι δύο φύσεις στον Χριστό δεν διακρίνονται ανεξάρτητες μεταξύ τους, λόγω της
υποστατικής ενώσεως, ούτε είναι ιδιαίτερες υποστάσεις, ενώ οι Μονοφυσίτες την
φράση αυτήν την χρησιμοποιούν με την έννοια ότι δεν υφίσταται η ανθρώπινη φύση
στον Χριστό, μετά την ένωση.
γ)
“Σύνθετος φύσις”, “σύνθετος υπόστασις”
Η τρίτη φράση
στην οποία φαίνεται η διαφορά στην Χριστολογία μεταξύ των Ορθοδόξων και των
Μονοφυσιτών είναι οι εκφράσεις “σύνθετος φύσις” και “σύνθετος υπόστασις”.
Κατά την ερμηνεία των
αγίων Πατέρων μπορούμε να μιλούμε, αναφερόμενοι στον Χριστό, για “σύνθετον
υπόστασιν”, ότι δηλαδή η υπόσταση του Λόγου είναι η υπόσταση και των δύο φύσεων,
ήτοι της θείας και της ανθρωπίνης φύσεως. Αυτό σημαίνει ότι διατηρούνται τα
ιδιώματα των δύο φύσεων, αλλά και οι δύο φύσεις ενεργούν στην ενιαία υπόσταση
του Λόγου, “μετά της θατέρου κοινωνίας”. Έτσι οι δύο φύσεις (θεία και ανθρώπινη)
είναι ενωμένες μεταξύ τους στην μία σύνθετη υπόσταση.
Οι μονοφυσίτες δεν
παραδέχονται τον όρο “σύνθετος υπόστασις” και κάνουν λόγο για “σύνθετον φύσιν”,
ότι δηλαδή μετά την ένωση των δύο φύσεων αποτελέσθηκε μία φύση. Αυτό δεν μπορεί
να γίνη παραδεκτό από ορθοδόξου πλευράς, γιατί όπως υποστήριξαν οι Πατέρες της
Εκκλησίας, ιδίως ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, ο όρος σύνθετος φύση σημαίνει ότι
χάνουν τα ιδιώματα οι δύο φύσεις που ενώνονται, γιατί αποτελούν μία τρίτη ενιαία
φύση, οπότε ο Χριστός δεν θα ήταν ούτε ομοούσιος με τον Πατέρα, ούτε ομοούσιος
με την Μητέρα. Για παράδειγμα, εάν ενώσουμε μερικά είδη, ήτοι το νερό, το αλάτι,
το λάδι κλπ. γίνεται μια καινούρια φύση. Γι' αυτό “αδύνατόν εστιν εκ δύο φύσεων
μίαν φύσιν σύνθετον γενέσθαι”.
δ)
“Εκ δύο φύσεων”, “εν δύο φύσεσιν”
Το τέταρτο
σημείο που διαφοροποιεί την χριστολογία των Ορθοδόξων και των Μονοφυσιτών είναι
οι φράσεις “εκ δύο φύσεων” και “εν δύο φύσεσιν”.
Οι Πατέρες της
Εκκλησίας, όπως το διατύπωσαν και συνοδικώς, εκφράζουν την αλήθεια ότι στον
Χριστό υπάρχουν δύο φύσεις που ενώθηκαν στην υπόσταση του Λόγου, ότι η ένωση
έγινε “εκ δύο φύσεων” , αλλά συγχρόνως ο Χριστός ενεργεί “εν δύο φύσεσιν”, αφού
δεν καταργούνται ούτε συμφύρονται τα ιδιώματα κάθε φύσεως μετά την ένωση. Και
ακόμη κάθε φύση ενεργεί στην υπόσταση του Λόγου “μετά της θατέρου κοινωνίας”.
Οι Μονοφυσίτες δεν
μπορούν να αποδεχθούν αυτήν την ορθόδοξη διδασκαλία και πιστεύουν ότι καίτοι ο
Χριστός αποτελέσθηκε από δύο φύσεις –θεία και ανθρώπινη– εν τούτοις μετά την
ένωση υπάρχει μία φύση στον Χριστό. Αυτό ανατρέπει ολόκληρο το Χριστολογικό
δόγμα. Η άποψη μερικών Μονοφυσιτών ότι, παρά την ενιαία φύση, δεν αναιρείται η
ανθρώπινη φύση μετά την ένωση, δεν μπορεί να γίνη αποδεκτή, διότι οδηγεί κατ'
ευθείαν στον Νεστοριανισμό.
Σε αυτές τις βασικές
τέσσερεις φράσεις φαίνεται η διαφορά της Χριστολογίας μεταξύ Ορθόδοξης Εκκλησίας
και Μονοφυσιτών. Επειδή οι Μονοφυσίτες δεν μπορούν να παρακάμψουν τις ερμηνείες
στις φράσεις αυτές –κλειδιά- γι’ αυτό και δεν επιτυγχάνεται η ένωση μεταξύ της
Ορθοδόξου Εκκλησίας και Μονοφυσιτών και γι’ αυτό δεν μπορούμε να κάνουμε λόγο
για το ότι συμφώνησαν οι Ορθόδοξοι με τους Μονοφυσίτες, κατά τον διάλογο, πάνω
στο Χριστολογικό δόγμα.
Βέβαια κάποιος που
διαβάζει τέτοια κείμενα που αναλύουν τα δόγματα της Εκκλησίας μπορεί να θεωρήση
ότι οι Πατέρες της Εκκλησίας φιλοσοφούσαν, όπως έκαναν και οι θεολόγοι των
Μονοφυσιτών και γι' αυτό πρέπει να παρακάμπονται αυτές οι φιλοσοφικές αναλύσεις
για να αποκτήσουμε κοινωνία μεταξύ μας.
Η άποψη αυτή δεν
ευσταθεί. Οι Πατέρες της Εκκλησίας, όταν οριοθέτησαν το ορθόδοξο δόγμα, και στην
προκειμένη περίπτωση το Χριστολογικό, δεν το έκαναν για να αναπτύξουν την
φιλοσοφία. Εκτός από την αποδοχή της μαρτυρίας των Προφητών και των Αποστόλων
είχαν και δική τους αποκαλυπτική πείρα. Με την αποκαλυπτική εμπειρία, κατά την
θεοπτία των τριών Φώτων της Αγίας Τριάδος, είχαν εμπειρία ότι το Δεύτερο Πρόσωπο
της Αγίας Τριάδος ενηνθρώπησε και επομένως και αυτή η τεθεωθείσα ανθρώπινη φύση
στον Χριστό έγινε πηγή της ακτίστου Χάριτος και ενεργείας του Θεού. Έβλεπαν το
ένα Φώς που ήταν πηγή των άλλων Τριών Φώτων και ήταν άσαρκο (Πατέρας), έβλεπαν
ένα άλλο Φώς, που προερχόταν από το Πρώτο, αλλά ήταν σεσαρκωμένο (Χριστός) και
έβλεπαν ένα άλλο Φώς που προερχόταν από το Πρώτο, αλλά δεν ήταν σεσαρκωμένο (Άγιον
Πνεύμα).
Έπειτα, όταν
κοινωνούσαν του Σώματος και του Αίματος του Χριστού, κατά την θεία Ευχαριστία,
ευρισκόμενοι οι ίδιοι σε κατάσταση εμπειρίας, αισθάνονταν πνευματικά το
τεθεωμένο Σώμα του Χριστού δια του οποίου ενεργούσε η άκτιστος ενέργεια του Θεού,
οπότε αντιλαμβάνονταν ότι δεν ήταν ένας κοινός άρτος, αφού αλλοίωνε και
μεταμόρφωνε την όλη ύπαρξή τους.
Το ίδιο αισθάνονταν,
όταν πρόφεραν με κατάνυξη το όνομα του Χριστού, του ενανθρωπήσαντος Υιού και
Λόγου του Θεού.
Και στις τρεις αυτές
περιπτώσεις (θεοπτία, θεία Κοινωνία, νοερά προσευχή) βίωναν ενυπόστατο άκτιστο
φως και ενυπόστατη θεία ενέργεια, γι' αυτό και είχαν προσωπική πείρα του
Τριαδικού Θεού και της ενεργείας Του.
Αυτήν την εμπειρία που
είχαν οι άγιοι Πατέρες, την εξέφρασαν με τους όρους που χρησιμοποιούσαν την
εποχή εκείνη για να ανατρέψουν τις αιρέσεις των στοχαστών θεολόγων που δεν είχαν
προσωπική αποκαλυπτική εμπειρία. Αυτή είναι η διαφορά μεταξύ των αγίων Πατέρων
και των αιρετικών.
Τα θέματα αυτά που
παρουσίασα με συνοπτικό και απλό τρόπο είναι σοβαρά και βεβαίως απαιτείται
μελέτη σε βάθος. Υπάρχουν τρία βασικά κείμενα τα οποία χρήζουν βαθυτέρας μελέτης
από όσους ενδιαφέρονται περισσότερο. Το ένα είναι τα “δώδεκα κεφάλαια” του αγίου
Κυρίλλου Αλεξανδρείας, που ευρίσκονται στην Γ΄ επιστολή του αγίου αυτού Πατρός
προς τον Νεστόριο, το δεύτερο είναι οι “διαλλαγές” του Ιωάννου που ανευρίσκονται
στην επιστολή του αγίου Κυρίλλου προς τον Ιωάννη Αντιοχείας, και το τρίτο είναι
ο “Τόμος” του Πάπα Ρώμης Λέοντος. Υπάρχει μια θεολογική ενότητα μεταξύ των τριών
αυτών κειμένων, δηλαδή το ένα δεν αναιρεί τα άλλα, αφού και τα τρία αυτά κείμενα
εγράφησαν με διαφορετική αφορμή. Το γεγονός είναι ότι και τα τρία αυτά κείμενα
συνδέονται στενά με τον όρο της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου και τους όρους των
μετέπειτα Συνόδων ήτοι της Ε΄ και της ΣΤ΄ Οικουμενικής Συνόδου.
Το
συμπέρασμα είναι ότι
δεν
μπορεί να υποστηριχθεί από ορθοδόξου πλευράς ότι επετεύχθη συμφωνία μεταξύ
Ορθοδόξων και Αντιχαλκηδονίων στην Χριστολογία, και ότι η διαφωνία υπάρχει μόνον
ως προς την αναγνώριση των Οικουμενικών Συνόδων.
Κάτι τέτοιο είναι αντιφατικό.
Πώς επήλθε συμφωνία στο Χριστολογικό δόγμα, όταν δεν γίνονται αποδεκτές οι
Οικουμενικές Σύνοδοι που το καθόρισαν;
Επίσης, ο ορθότερος χαρακτηρισμός των ανθρώπων αυτών
δεν είναι απλώς Αντιχαλκηδόνιοι ή Προχαλκηδόνιοι, αλλά
Μονοφυσίτες,
αφού δέχονται την άποψη ότι ο Χριστός αποτελέσθηκε “εκ δύο φύσεων”, αλλά δεν
παραδέχονται συγχρόνως και την ορθόδοξη διδασκαλία ότι ο Χριστός ενεργεί και “εν
δύο φύσεσιν” “εν μια υποστάσει”.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου