Ένα πολύ συγκινητικό αφιέρωμα στην κυρία Κούλα, την τελευταία «σκορδού» της Αθήνας από την Ορεστιάδα, που «έφυγε» την περασμένη Τετάρτη από την ζωή στα 80 της χρόνια, έκανε το περιοδικό LIFO και η δημοσιογράφο του Μαίρη Βαμβακά. Ένα άρθρο που αποτελεί… ύμνο για ένα από τα πιο γνωστά προϊόντα του Έβρου και ιδιαίτερα της περιοχής Νέας Βύσσας. Το σκόρδο.
Η κυρία Κυριακή μιλάει αργά και προσεκτικά και κάθε της κουβέντα είναι σοφή και μετρημένη. Μας υποδέχεται έξω από το μαγαζί της, σκουπίζει τα χέρια της στην ποδιά –κίνηση που κάνει συνέχεια όσο είμαστε εκεί- και μας καλεί να περάσουμε μέσα. Η κυρία Κυριακή κοντεύει τα 80 και πουλάει σκόρδα εδώ και σαράντα χρόνια. Σήμερα μπορείς να τη βρεις στην οδό Σαρρή στου Ψυρρή. «Το χαλί μας είναι από σκόρδα, αλλά κοπιάστε» μας λέει χαμογελώντας «Ήμουνα νια και γέρασα με τα σκόρδα, σαράντα χρόνια είναι μια ζωή».
Τα σκόρδα τα φέρνουν από την Θράκη. «Από εκεί είμαι και εγώ» μας λέει. «Από την Ορεστιάδα. Από δώδεκα χρονών ήμουν αγρότισσα. Όργωνα χωράφια με τα άλογα. Ξέρεις τι δύσκολα είναι τα άλογα να τα κουμαντάρεις; Εμένα δεν μου αγριεύανε. Τα καλόπιανα. Τους μιλούσα, τους τραγουδούσα. Μόνο να έβλεπες πώς κάνανε οι φοράδες άμα με βλέπανε! Φωνάζανε να πάω κοντά. Εκείνα τα χρόνια δεν είχε τρακτέρ. Οργώναμε, λοιπόν, με τα ζώα. Βόδια και φοράδες. Η αγροτική ζωή έχει και καλά και άσχημα. Αλλά τα περισσότερα είναι καλά. Βλέπεις ένα χωράφι, τριάντα στρέμματα τόπος, βλέπεις την παραγωγή, τα φυτά, φυσάει αέρας, μεγαλώνουν, είναι ωραία.
Στην Αθήνα ήρθαμε για έξι μήνες και μείναμε σαράντα χρόνια. Ήρθαμε με τον άντρα μου τον μακαρίτη. Όταν θυμώνω, βρίζω και τον βρίζω κι αυτόν. Με άφησε μοναχή με τα παιδιά. Τα παιδιά μας ήταν στο δημοτικό όταν πρωτοήρθαμε. Θα καθόμασταν έξι μήνες και θα φεύγαμε. Αλλά έχουμε σαράντα χρόνια εδώ. Δεν έχω πρόβλημα. Μου αρέσει δεν μου αρέσει, την δουλειά μου κάνω. Πάω στο σπιτάκι μου και δεν ασχολούμαι με τίποτα άλλο. Με αυτή την δουλειά ασχολούμαι και με τον κόσμο που έρχεται εδώ και καλαμπουρίζουμε.
Καμιά φορά δυσκολεύομαι γιατί έχασα την πιο καλή μου φιλενάδα. Ήταν πάρα πολύ καλή γυναίκα. Εγώ που ήμουν από χωριό, δεν ήξερα τίποτα. Οπότε όταν ήρθα, εκείνη μου τα έδειξε όλα και μου φέρθηκε με έναν τρόπο, τι να σου πω, ούτε μάνα μου να ήτανε. Μου έλεγε «υπομονή, υπομονή, δεν έμεινε μουνί». Όλο καλαμπούρι κάναμε. Ήταν πολύ καλαμπουρτζού γυναίκα. Ήταν Αθηναία, αλλά δεν είχε περηφάνια επάνω της. Άμα καθόσουν να της μιλήσεις, έλιωνες από το γέλιο. Όλο γλυκές κουβέντες έλεγε. Δεν είχα ακούσει κακιά κουβέντα από το στόμα της.
Τώρα όταν είμαι στενοχωρημένη, έχω την κορνίζα της στο χολ, και πάω και της μιλάω. «Γιατί μωρή μ’ άφησες; Δεν μ’ αγαπάς;» της λέω. Έρχεται ο γιος μου και μου λέει «τι κάνεις ρε μάνα;». «Τι θες;» του λέω, «μαλώνω με την Νίκη που με άφησε εδώ». Εκείνη δεν είχε παιδιά και μου έλεγε ότι σαν τα δικά μας τα παιδιά δεν υπάρχουν. Με τα παιδιά μου έπαιζε πολύ και τα αγαπούσε. Με φώναξε μια μέρα ο αδερφός της, ήταν Κυριακή και ήμουν στην εκκλησία. Είχε εσωτερική αιμορραγία. Ώσπου να φωνάξω να έρθει το 166, έτρεχε μαύρο αίμα κάτω. Δεν ήθελε ούτε φάρμακα ούτε γιατρό».
Έχει βουρκώσει με την ανάμνηση της φίλης της και της αλλάζω κουβέντα. Δεν δυσκολεύτηκε να ξαναβρεί το χιούμορ της. Τη ρωτάω αν ο κόσμος τρώει σκόρδο. «Αυτοί που ξέρουν να ζήσουν, τρώνε σκόρδο. Αυτοί που δεν ξέρουν να ζήσουν, πιάνουν την μύτη τους και λένε «βρωμάαααει» και εγώ ξέρεις τι τους λέω; «Βρωμάτε εσείς με τα σκατολοΐδια που βάζετε πάνω σας». Έτσι τους τα λέω, χωριάτικα. «Αυτά τα σκατολοΐδια που φοράνε, που μασάνε τα σαλιγκάρια, αυτά πειράζουν. Δεν πειράζουν τα σκόρδα που μυρίζουν σκορδίλα».
Τα σκόρδα αν τα τρως ανοίγουν οι αρτηρίες της καρδιάς. Και την πίεση την ρίχνει και πολλά πράγματα κάνει το σκόρδο. Εγώ δεν το τρώω κάθε μέρα. Ανάλογα με το φαγητό που έχω. Σκέτο δεν το τρώω. Ο γιος μου ο Βαγγέλης το τρώει σκέτο. Καθαρίζει την σκελίδα και την τρώει», λέει και γελάει. Εκεί που μιλάμε, βγαίνει από το μαγαζί και φωνάζει σε μια γιαγιά που γκρινιάζει γιατί δεν θέλει να βγει φωτογραφία. «Έλα μωρέ τι θα πάθει το πρόσωπό σου, θα στο φάνε;».
Τη ρωτάω αν της αρέσει η δουλειά της. «Και βέβαια μου αρέσει, άμα δεν μου άρεσε θα την έκανα; Μου αρέσει πολύ η δουλειά μου και δεν με νοιάζει και να με γελάνε. Σε ηρεμεί αυτή η δουλειά». Ξανασκέφτεται λίγο την τελευταία της φράση και λέει ειρωνικά «εγώ σήμερα είχα ωραία μέρα. Ξεκίνησα με μια φασαρία γερή. Κόντεψα να τον δείρω τον αλήτη. Ήρθε να πάρει σκόρδα και έκλεψε ολόκληρες πλεξούδες. Πότε πέρασε και τις πήρε δεν ξέρω. ‘Μαμούνια θα σε φάνε’ του είπα. ‘Γιατί έκλεψες; Αυτά ρε αλήτη τι είναι, πού τα βρήκες; Κοπρόσκυλο μην φωνάξω την αστυνομία’. Έτσι του είπα. Άμα ξανάρθει θα έχω το ξύλο να τον κοπανάω. Τώρα θα μου πεις δυο πλεξάνες σκόρδα, σιγά. Και όμως, δυο πλεξάνες σκόρδα θέλουν ώρα και κόπο.
Τα σκόρδα έχουν πολλή δουλειά κορίτσι μου. Να τα κόψουμε, να τα καθαρίσουμε, να τα βρέξουμε, να τα πλέξουμε, να τα πουλήσουμε. Και εγώ και οι δυο γιοι μου κάνουν πλεξάνες. Κάθε μέρα πλέκω. Έλα να με δεις πώς πλέκω» μου λέει και βγαίνουμε πάλι έξω. «Αυτά είναι τα σκόρδα και τα κάνουν έτσι, κούκλα. Τώρα γέρασα και δεν κάνω πολλές πλεξάνες. Δέκα χιλιάδες την ημέρα έβγαζα. Δέκα χιλιάδες κομμάτια». Την ρωτάω αν τελικά το σκόρδο είναι ένα από τα μυστικά της μακροζωίας. «Δεν ξέρω από αυτά εγώ παιδί μου» απαντάει και πλέκει.
«Η νέα γενιά είναι μια χαρά, τι έχει; Άμα θέλετε, θα τα καταφέρετε με την κρίση. Αν δεν θέλετε, εννοώ να κάνετε αγώνα, να δουλέψετε, δεν θα τα καταφέρετε. Τον δικό μας τον αγώνα δεν μπορείτε να τον φτάσετε. Γιατί ήμασταν αγρότες. Και κάναμε την αγροτική την δουλειά όλη με τα χέρια. Έχω έναν εγγονό και είναι στο Λονδίνο μανεκέν. Και ο πατέρας του αυτή την δουλειά έκανε. Σόι πάει το βασίλειο», λέει και γελάει. «Δεν έχω πάει να τον δω. Όταν γεννήθηκε, πήγα στην Ολλανδία. Η μάνα του είναι Ολλανδέζα αλλά δεν το αφήνει το παιδί να έρθει σε μας. Φοβάται. Λέει άμα έρθει εκεί, δεν θα ξαναγυρίσει. Δυο φορές πρόλαβε ο άντρας μου να τον δει και πέθανε». Φεύγοντας, της εύχομαι να ξαναπάει στην πατρίδα της, την Θράκη που έχει να πάει τρία χρόνια, από τότε που πέθανε ο άνδρας της. «Άμα δεν έχω τον άντρα μου τι να πάω να κάνω κορίτσι μου; Τα παιδιά μου μένουν εδώ» μου λέει. «Όπου και να πας, να ξέρεις πως άμα έχεις καρδιά καλή, όλα καλά είναι. Οι νέοι να είστε ήρεμοι και όχι «εγώ τα ξέρω όλα». Να είστε διπλωμάτες. Όποιος μιλάει λίγο, κερδίζει πολλά. Άγχος έχουν όλες οι δουλειές. Η δουλειά καλό σου κάνει, κακό δεν σου κάνει. Αυτή την συμβουλή δίνω στους νέους» είπε και μας χαιρέτησε με ένα σκόρδο για να μας φυλάει από το κακό το μάτι.
Υ.Γ. Η Κυρία Κούλα έφυγε πριν από δύο μέρες, πήγε να συναντήσει τον σύζυγό της και την καλή της φιλενάδα.
Πηγή: lifo.gr
Η κυρία Κυριακή μιλάει αργά και προσεκτικά και κάθε της κουβέντα είναι σοφή και μετρημένη. Μας υποδέχεται έξω από το μαγαζί της, σκουπίζει τα χέρια της στην ποδιά –κίνηση που κάνει συνέχεια όσο είμαστε εκεί- και μας καλεί να περάσουμε μέσα. Η κυρία Κυριακή κοντεύει τα 80 και πουλάει σκόρδα εδώ και σαράντα χρόνια. Σήμερα μπορείς να τη βρεις στην οδό Σαρρή στου Ψυρρή. «Το χαλί μας είναι από σκόρδα, αλλά κοπιάστε» μας λέει χαμογελώντας «Ήμουνα νια και γέρασα με τα σκόρδα, σαράντα χρόνια είναι μια ζωή».
Τα σκόρδα τα φέρνουν από την Θράκη. «Από εκεί είμαι και εγώ» μας λέει. «Από την Ορεστιάδα. Από δώδεκα χρονών ήμουν αγρότισσα. Όργωνα χωράφια με τα άλογα. Ξέρεις τι δύσκολα είναι τα άλογα να τα κουμαντάρεις; Εμένα δεν μου αγριεύανε. Τα καλόπιανα. Τους μιλούσα, τους τραγουδούσα. Μόνο να έβλεπες πώς κάνανε οι φοράδες άμα με βλέπανε! Φωνάζανε να πάω κοντά. Εκείνα τα χρόνια δεν είχε τρακτέρ. Οργώναμε, λοιπόν, με τα ζώα. Βόδια και φοράδες. Η αγροτική ζωή έχει και καλά και άσχημα. Αλλά τα περισσότερα είναι καλά. Βλέπεις ένα χωράφι, τριάντα στρέμματα τόπος, βλέπεις την παραγωγή, τα φυτά, φυσάει αέρας, μεγαλώνουν, είναι ωραία.
Στην Αθήνα ήρθαμε για έξι μήνες και μείναμε σαράντα χρόνια. Ήρθαμε με τον άντρα μου τον μακαρίτη. Όταν θυμώνω, βρίζω και τον βρίζω κι αυτόν. Με άφησε μοναχή με τα παιδιά. Τα παιδιά μας ήταν στο δημοτικό όταν πρωτοήρθαμε. Θα καθόμασταν έξι μήνες και θα φεύγαμε. Αλλά έχουμε σαράντα χρόνια εδώ. Δεν έχω πρόβλημα. Μου αρέσει δεν μου αρέσει, την δουλειά μου κάνω. Πάω στο σπιτάκι μου και δεν ασχολούμαι με τίποτα άλλο. Με αυτή την δουλειά ασχολούμαι και με τον κόσμο που έρχεται εδώ και καλαμπουρίζουμε.
Καμιά φορά δυσκολεύομαι γιατί έχασα την πιο καλή μου φιλενάδα. Ήταν πάρα πολύ καλή γυναίκα. Εγώ που ήμουν από χωριό, δεν ήξερα τίποτα. Οπότε όταν ήρθα, εκείνη μου τα έδειξε όλα και μου φέρθηκε με έναν τρόπο, τι να σου πω, ούτε μάνα μου να ήτανε. Μου έλεγε «υπομονή, υπομονή, δεν έμεινε μουνί». Όλο καλαμπούρι κάναμε. Ήταν πολύ καλαμπουρτζού γυναίκα. Ήταν Αθηναία, αλλά δεν είχε περηφάνια επάνω της. Άμα καθόσουν να της μιλήσεις, έλιωνες από το γέλιο. Όλο γλυκές κουβέντες έλεγε. Δεν είχα ακούσει κακιά κουβέντα από το στόμα της.
Τώρα όταν είμαι στενοχωρημένη, έχω την κορνίζα της στο χολ, και πάω και της μιλάω. «Γιατί μωρή μ’ άφησες; Δεν μ’ αγαπάς;» της λέω. Έρχεται ο γιος μου και μου λέει «τι κάνεις ρε μάνα;». «Τι θες;» του λέω, «μαλώνω με την Νίκη που με άφησε εδώ». Εκείνη δεν είχε παιδιά και μου έλεγε ότι σαν τα δικά μας τα παιδιά δεν υπάρχουν. Με τα παιδιά μου έπαιζε πολύ και τα αγαπούσε. Με φώναξε μια μέρα ο αδερφός της, ήταν Κυριακή και ήμουν στην εκκλησία. Είχε εσωτερική αιμορραγία. Ώσπου να φωνάξω να έρθει το 166, έτρεχε μαύρο αίμα κάτω. Δεν ήθελε ούτε φάρμακα ούτε γιατρό».
Έχει βουρκώσει με την ανάμνηση της φίλης της και της αλλάζω κουβέντα. Δεν δυσκολεύτηκε να ξαναβρεί το χιούμορ της. Τη ρωτάω αν ο κόσμος τρώει σκόρδο. «Αυτοί που ξέρουν να ζήσουν, τρώνε σκόρδο. Αυτοί που δεν ξέρουν να ζήσουν, πιάνουν την μύτη τους και λένε «βρωμάαααει» και εγώ ξέρεις τι τους λέω; «Βρωμάτε εσείς με τα σκατολοΐδια που βάζετε πάνω σας». Έτσι τους τα λέω, χωριάτικα. «Αυτά τα σκατολοΐδια που φοράνε, που μασάνε τα σαλιγκάρια, αυτά πειράζουν. Δεν πειράζουν τα σκόρδα που μυρίζουν σκορδίλα».
Τα σκόρδα αν τα τρως ανοίγουν οι αρτηρίες της καρδιάς. Και την πίεση την ρίχνει και πολλά πράγματα κάνει το σκόρδο. Εγώ δεν το τρώω κάθε μέρα. Ανάλογα με το φαγητό που έχω. Σκέτο δεν το τρώω. Ο γιος μου ο Βαγγέλης το τρώει σκέτο. Καθαρίζει την σκελίδα και την τρώει», λέει και γελάει. Εκεί που μιλάμε, βγαίνει από το μαγαζί και φωνάζει σε μια γιαγιά που γκρινιάζει γιατί δεν θέλει να βγει φωτογραφία. «Έλα μωρέ τι θα πάθει το πρόσωπό σου, θα στο φάνε;».
Τη ρωτάω αν της αρέσει η δουλειά της. «Και βέβαια μου αρέσει, άμα δεν μου άρεσε θα την έκανα; Μου αρέσει πολύ η δουλειά μου και δεν με νοιάζει και να με γελάνε. Σε ηρεμεί αυτή η δουλειά». Ξανασκέφτεται λίγο την τελευταία της φράση και λέει ειρωνικά «εγώ σήμερα είχα ωραία μέρα. Ξεκίνησα με μια φασαρία γερή. Κόντεψα να τον δείρω τον αλήτη. Ήρθε να πάρει σκόρδα και έκλεψε ολόκληρες πλεξούδες. Πότε πέρασε και τις πήρε δεν ξέρω. ‘Μαμούνια θα σε φάνε’ του είπα. ‘Γιατί έκλεψες; Αυτά ρε αλήτη τι είναι, πού τα βρήκες; Κοπρόσκυλο μην φωνάξω την αστυνομία’. Έτσι του είπα. Άμα ξανάρθει θα έχω το ξύλο να τον κοπανάω. Τώρα θα μου πεις δυο πλεξάνες σκόρδα, σιγά. Και όμως, δυο πλεξάνες σκόρδα θέλουν ώρα και κόπο.
Τα σκόρδα έχουν πολλή δουλειά κορίτσι μου. Να τα κόψουμε, να τα καθαρίσουμε, να τα βρέξουμε, να τα πλέξουμε, να τα πουλήσουμε. Και εγώ και οι δυο γιοι μου κάνουν πλεξάνες. Κάθε μέρα πλέκω. Έλα να με δεις πώς πλέκω» μου λέει και βγαίνουμε πάλι έξω. «Αυτά είναι τα σκόρδα και τα κάνουν έτσι, κούκλα. Τώρα γέρασα και δεν κάνω πολλές πλεξάνες. Δέκα χιλιάδες την ημέρα έβγαζα. Δέκα χιλιάδες κομμάτια». Την ρωτάω αν τελικά το σκόρδο είναι ένα από τα μυστικά της μακροζωίας. «Δεν ξέρω από αυτά εγώ παιδί μου» απαντάει και πλέκει.
«Η νέα γενιά είναι μια χαρά, τι έχει; Άμα θέλετε, θα τα καταφέρετε με την κρίση. Αν δεν θέλετε, εννοώ να κάνετε αγώνα, να δουλέψετε, δεν θα τα καταφέρετε. Τον δικό μας τον αγώνα δεν μπορείτε να τον φτάσετε. Γιατί ήμασταν αγρότες. Και κάναμε την αγροτική την δουλειά όλη με τα χέρια. Έχω έναν εγγονό και είναι στο Λονδίνο μανεκέν. Και ο πατέρας του αυτή την δουλειά έκανε. Σόι πάει το βασίλειο», λέει και γελάει. «Δεν έχω πάει να τον δω. Όταν γεννήθηκε, πήγα στην Ολλανδία. Η μάνα του είναι Ολλανδέζα αλλά δεν το αφήνει το παιδί να έρθει σε μας. Φοβάται. Λέει άμα έρθει εκεί, δεν θα ξαναγυρίσει. Δυο φορές πρόλαβε ο άντρας μου να τον δει και πέθανε». Φεύγοντας, της εύχομαι να ξαναπάει στην πατρίδα της, την Θράκη που έχει να πάει τρία χρόνια, από τότε που πέθανε ο άνδρας της. «Άμα δεν έχω τον άντρα μου τι να πάω να κάνω κορίτσι μου; Τα παιδιά μου μένουν εδώ» μου λέει. «Όπου και να πας, να ξέρεις πως άμα έχεις καρδιά καλή, όλα καλά είναι. Οι νέοι να είστε ήρεμοι και όχι «εγώ τα ξέρω όλα». Να είστε διπλωμάτες. Όποιος μιλάει λίγο, κερδίζει πολλά. Άγχος έχουν όλες οι δουλειές. Η δουλειά καλό σου κάνει, κακό δεν σου κάνει. Αυτή την συμβουλή δίνω στους νέους» είπε και μας χαιρέτησε με ένα σκόρδο για να μας φυλάει από το κακό το μάτι.
Υ.Γ. Η Κυρία Κούλα έφυγε πριν από δύο μέρες, πήγε να συναντήσει τον σύζυγό της και την καλή της φιλενάδα.
Πηγή: lifo.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου