Κατήχηση για αγραμμάτους επισκόπους ή σκοπίμως σιωπούντες και ακόμη , διαστρεβλωτές της Ορθοδόξου εκκλησιολογίας τη Ζηζούλια «επιστημοσύνης» πλάνη, ακολουθούντες!
Πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης
Μερικά
πρόσωπα τά ὁποῖα διαπνέονται ἀπό τήν ἐν Κυρίῳ ἀγάπη πρός ὅσους ἐν τῷ
κόσμῳ κληρικούς ἔχουμε παύσει τήν μνημόνευση τῶν οἰκείων ἐπισκόπων, ἀλλά
καί ἀπό τόν γενικότερο σεβασμό πρός τούς ἀγῶνες ὑπέρ τῆς Ὀρθοδοξίας,
ἰδιαίτερα, μάλιστα, ὅσα πρόσωπα δέν γνώρισαν καλά τόν γράφοντα καί δέν
τόν ἔχουν ζήσει, ὥστε νά ἑρμηνεύουν σωστά τήν τελευταία ἐνέργειά του τῆς
διακοπῆς τοῦ λειτουργικοῦ μνημοσύνου τοῦ Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης κ.
Ἀνθίμου, ἀνησυχοῦν ἀπό σκοπίμως διαδιδόμενες φῆμες ἤ καί ἀπό ἰδικές των
ἐσφαλμένες ἐκτιμήσεις, ὅτι ὁ π. Θεόδωρος θά κάνει σχίσμα. Συνδυάζουν
μάλιστα πρός τήν κατεύθυνση αὐτή καί τά ὅσα λέγουν ἤ πράττουν ἄλλα
πρόσωπα μέ τά ὁποῖα συνεργάσθηκε ἤ συνεργάζεται ὁ π. Θεόδωρος, χωρίς
ὅμως πράγματι νά συμφωνεῖ ἤ νά συμπράττει σέ ὅλα μαζί τους, καί ἐξ αὐτοῦ
βγάζουν λάθος συμπεράσματα.
1. Τί προκύπτει ἀπό τόν 15ο Κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας
Γιά
νά διασκεδασθοῦν λοιπόν αὐτές οἱ ἀνησυχίες καί νά ἠσυχάσουν κάποιων οἱ
λογισμοί, τῶν καλοπροαιρέτων βέβαια, δίνονται οἱ ἑξῆς ἐξηγήσεις: Ἡ
διακοπή μνημοσύνου τοῦ αἱρετικοῦ ἤ αἱρετίζοντος ἐπισκόπου συνιστᾶται ἀπό
τόν 15ο Κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου (861) τοῦ Μ. Φωτίου, ὅταν ὁ ἐπίσκοπος δημοσίως κηρύσσει «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ», δηλαδή φανερά, ἀπροκάλυπτα, κάποια αἵρεση, καταδικασμένη ἀπό Συνόδους ἤ Ἁγίους Πατέρες[1]. Ἀπό τόν κανόνα προκύπτουν τά ἑξῆς:
(α) Ἡ
διακοπή μνημοσύνου ἀφορᾷ τόν οἰκεῖο ἐπίσκοπο καἴ ὄχι ὅλους τούς
ἐπισκόπους τῆς Ἐκκλησίας. Ἕκαστος κληρικός διακόπτει τό μνημόσυνο τοῦ
δικοῦ του ἐπισκόπου.
(β) Οὔτε
συνιστᾶται οὔτε ἐπιβάλλεται ἡ διακοπή μνημοσύνου νά εἶναι συντεταγμένη,
νά γίνει δηλαδή ἀπό πολλούς, νά μήν εἶναι μεμονωμένη. Μπορεῖ καί ἕνας
πρεσβύτερος νά προχωρήσει σέ διακοπή μνημοσύνου.
(γ) Ὁ ἐπίσκοπος, τοῦ ὁποίου τό μνημόσυνο διακόπτεται, πρέπει ὄχι ἁπλῶς νά αἱρετίζει, ἀλλά καί νά κηρύσσει δημόσια τήν αἵρεση.
(δ) Τήν διακοπή αὐτή τοῦ μνημοσύνου ὁ κανών τήν χαρακτηρίζει ὡς ἀποτείχιση· «τῆς πρός τόν καλούμενον Ἐπίσκοπον κοινωνίας ἑαυτούς ἀποτειχίζοντες». Δέν
εἶναι ἄλλο πρᾶγμα ἡ ἀποτείχιση καί ἄλλο ἡ διακοπή μνημοσύνου. Δέν
ὑπάρχει ἄλλη ἀποτείχιση ἀπό τήν διακοπή μνημοσύνου, ὥστε νά νομίζουν
μερικοί ὅτι ἀποτειχίζονται, χωρίς νά προβοῦν σέ διακοπή μνημοσύνου.
(ε) Ἡ ἀποτείχιση αὐτή δέν προκαλεῖ σχίσμα, διότι δέν ἀποτειχίζεται κανείς ἀπό τήν Ἐκκλησία, ἀλλά ἀπό τήν αἵρεση[2] · δέν ἀποτειχίζεται ἀπό ὀρθόδοξο ἐπίσκοπο, ἀλλά ἀπό δῆθεν ἐπίσκοπο, ἀπό «τόν καλούμενον ἐπίσκοπον ἑαυτούς ἀποτειχίζοντες», τόν ὁποῖο στή συνέχεια ὁ κανών ἀποκαλεῖ «ψευδεπίσκοπο» καί «ψευδοδιδάσκαλο».
(στ) Οἱ
διακόπτοντες τό μνημόσυνο τοῦ αἱρετίζοντος ἐπισκόπου δέν διαπράττουν
κανονικό παράπτωμα· γι΄ αὐτό καί δέν ὑπόκεινται σέ κανονική δίκη καί
ἐπιτίμηση, δηλαδή δέν πρέπει νά παραπέμπονται σέ ἐπισκοπικά ἤ συνοδικά
δικαστήρια.
(ζ) Καί
ὄχι μόνον δέν πρέπει νά παραπέμπονται σέ δικαστήρια καί νά τιμωροῦνται,
ἀλλά ἀντίθετα πρέπει νά τιμῶνται, διότι προφυλάσσουν τήν Ἐκκλησία ἀπό
σχίσματα καί διαιρέσεις, δέν προκαλοῦν σχίσμα. Τά σχίσματα τά προκαλοῦν
οἱ αἱρετίζοντες ἐπίσκοποι.
(η) Δέν
εἶναι ἀπαραίτητο ὁ αἱρετίζων ἐπίσκοπος νά ἔχει καταδικασθῆ ἀπό Σύνοδο,
ὥστε μετά τήν συνοδική καταδίκη του νά γίνει ἡ διακοπή μνημοσύνου. Αὐτό
ἐπιτρέπεται νά γίνει καί πρό τῆς συνοδικῆς καταδίκης «πρό συνοδικῆς διαγνώσεως».
Ὁ κανόνας εἶναι σαφής καί μόνον ἀγράμματοι καί ἀδιάβαστοι δυσκολεύονται
νά τόν κατανοήσουν ἤ κάποιοι τόν παρερμηνεύουν, γιά νά μήν ὑποστοῦν ὅσα
ὑπαγορεύει: «Οἱ τοιοῦτοι (οἱ διακόπτοντες τήν μνημόνευση) οὐ μόνον τῇ κανονικῇ ἐπιτιμήσει οὐχ ὑπόκεινται, πρό
συνοδικῆς διαγνώσεως ἑαυτούς τῆς πρός τόν καλούμενον Ἐπίσκοπον
κοινωνίας ἀποτειχίζοντες, ἀλλά καί τῆς πρεπούσης τιμῆς τοῖς Ὀρθοδόξοις
ἀξιωθήσονται. Οὐ γάρ Ἐπισκόπων, ἀλλά ψευδεπισκόπων καί ψευδοδιδασκάλων
κατέγνωσαν, καί οὐ σχίσματι τήν ἕνωσιν τῆς Ἐκκλησίας κατέτεμον, ἀλλά
σχισμάτων καί μερισμῶν τήν Ἐκκλησίαν ἐσπούδασαν ρύσασθαι».
(θ) Εἶναι
παραλογισμός λογικός, θεολογικός, ἐκκλησιολογικός, νομικός, τό νά
δεχθεῖ κανείς ὅτι ἡ διακοπή μνημοσύνου προκαλεῖ σχίσμα. Εἶναι δυνατόν ἡ
ἴδια ἡ Ἐκκλησία μέ κανόνα ἐπίσημης καί περιφανοῦς συνόδου, στήν ὁποία
μάλιστα προήδρευε ὁ Μέγας Φώτιος, μεγαλειώδης διδάσκαλος, θεολόγος,
κανονολόγος, νομικός, φιλόσοφος, καί πλεῖστοι ἄλλοι ἐπίσκοποι, νά
συνιστοῦν τήν τέλεση σχίσματος καί μάλιστα ὄχι μόνον ἐναντίον τῆς
Ἐκκλησίας, ἀλλά καί ἐναντίον τῶν ἰδίων ὡς ἐπισκόπων; Ἡ Ἐκκλησία μέ τίς
συνόδους προσπαθεῖ νά κρατήσει τά μέλη της μέσα στά ὅριά της,
προφυλάσσοντάς τα ἀπό τίς αἱρέσεις καί τά σχίσματα. Εἶναι δυνατόν νά
τούς λέγει «διακόψτε τό μνημόσυνο τοῦ ἐπισκόπου καί βγῆτε ἐκτός
Ἐκκλησίας»;
(ι ) Ὁ
διακόπτων τό μνημόσυνο ἐφαρμόζει τήν κανονική σύσταση τήν ὥρα πού τελεῖ
τήν Θεία Εὐχαριστία, τήν ὥρα πού λειτουργεῖ· αὐτό σημαίνει πώς ὁ κανών
ἐπιτρέπει τήν τέλεση τῆς Λειτουργίας, χωρίς νά μνημονεύεται ὁ ἐπίσκοπος·
δέν ὁρίζει, ὅτι ὁ διακόπτων τό μνημόσυνο πρέπει νά νά παύσει νά
λειτουργεῖ, διότι δῆθεν ἡ Λειτουργία τελεῖται «εἰς τό ὄνομα τοῦ ἐπισκόπου»,
καί ὅπου δέν μνημονεύεται ὁ ἐπίσκοπος τά μυστήρια εἶναι ἄκυρα, κατά τήν
πρωτοφανῆ καί πεπλανημένη γνώμη τοῦ Μητροπολίτου Περγάμου κ. Ἰωάννου
Ζηζιούλα, ὑπέρ τῆς ὁποίας δέν ὑπάρχει καμμία ἁγιογραφική καί πατερική
μαρτυρία, παρά μόνον ὁ αἱρετικός ἐπισκοποκεντρισμός, καί ἡ παπίζουσα
δεσποτοκρατία. Θά συνιστοῦσαν ποτέ νά γίνονται ἄκυρα μυστήρια ὁ Μ.
Φώτιος καί οἱ λοιποί θεοφόροι Πατέρες τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου, πού
συνιστοῦν τήν διακοπή τοῦ μνημοσύνου; Τά μυστήρια ὅλα καί ἡ Θεία
Λειτουργία τελοῦνται εἰς τό ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος ἤ εἰς τό ὄνομα τοῦ
Χριστοῦ καί ὄχι εἰς τό ὄνομα τοῦ ἐπισκόπου. Δέν χρειάζεται νά
ἐπεκταθοῦμε περισσότερο γιά αὐτονόητα πράγματα. Μνημονεύουμε ἁπλῶς
ἐνδεικτικά αὐτό πού λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στούς Κορινθίους, πού εἶχαν
διαιρεθεῖ σέ ὁμάδες ὀπαδῶν ἐπί κεφαλῆς τῶν ὁποίων ἔβαζαν κάποιους
ἀποστόλους-διδασκάλους καί ὄχι τόν Χριστό. Διαμαρτύρεται ὁ Ἀπόστολος
Παῦλος λέγοντας ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ὁ ἀρχηγός τῆς σωτηρίας πού ἐσταυρώθη
ὑπέρ ἡμῶν, καί εἰς τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ τελοῦνται τά Μυστήρια. «Μεμέρισται ὁ Χριστός; Μή Παῦλος ἐσταυρώθη ὑπέρ ὑμῶν; Ἤ εἰς τό ὄνομα Παύλου ἐβαπτίσθητε; Εὐχαριστῶ τῷ Θεῷ, ὅτι οὐδένα ὑμῶν ἐβάπτισα»[3]. Ἄν
λοιπόν ὁ οὐρανοβάμων καί θεόπτης Παῦλος ἀρνεῖται ὅτι τελεῖ εἰς τό ὄνομά
του τό Μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος , πόσο ἐγωισμό καί παπική ὑπερηφάνεια
κρύπτει ἡ ζηζιούλεια γνώμη ὅτι ἡ Θεία Εὐχαριστία τελεῖται «εἰς τό ὄνομα τοῦ ἐπισκόπου»; Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ἀποστέλλων τούς μαθητάς εἰς τό κήρυγμα τούς ἔδωσε ἐντολή νά βαπτίζουν εἰς τό ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος: «Πορευθέντες οὖν μαθητεύσατε πάντα τά ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτούς εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος»[4].
Συνιστώντας δέ καί ἱδρύοντας τό Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας κατά τήν
τέλεση τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου δέν εἶπε ὅτι αὐτό θά τό τελεῖτε στό ὄνομά
σας, ἀλλά γιά νά θυμᾶσθε ἐμένα· «Τοῦτο ποιεῖτε εἰς τήν ἐμήν ἀνάμνησιν»[5]. Ἡ Θεία Λειτουργία καί οἱ ἄλλες ἀκολουθίες ἀρχίζουν μέ τριαδολογική ἐπίκληση «Εὐλογημένη ἡ βασιλεία τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» καί «Εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» ἤ «Εὐλογητός ὁ Θεός ἡμῶν πάντοτε ...». Δέν
ἀρχίζουμε μέ ἐπίκληση τοῦ ὀνόματος τοῦ ἐπισκόπου. Ἄς κάνουν τόν κόπο οἱ
ἀδιάφοροι καί ἀδιάβαστοι ἐπίσκοποι, μερικοί τῶν ὁποίων οὔτε τίς ὁμιλίες
πού τούς γράφουν ἄλλοι μποροῦν νά ἀναγνώσουν, καί νά δοῦν σέ κάποιο
λεξικό τῆς Κ. Διαθήκης (Concordantia) στή λέξη «ὄνομα», γιά νά δοῦν τό
ὄνομά ποίου ἐπεκαλοῦντο οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι, γιά νά ἐπιτελέσουν θαύματα;
Τό ὄνομα κάποιου ἐξ αὐτῶν ἤ ὅλα ἐγίνοντο «ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ», «ὀνομάζοντες τό ὄνομα Χριστοῦ», σέ
ἀμέτρητα γεγονότα καί περιστάσεις. Μνημόνευση τοῦ Ἐπισκόπου γίνεται γιά
ἄλλους λόγους καί ὄχι γιατί ἀποτελεῖ οὐσιῶδες στοιχεῖο τοῦ Μυστηρίου,
χωρίς τό ὁποῖο τό μυστήριο εἶναι δῆθεν ἄκυρο. Σέ ποιά Ὀρθόδοξη Δογματική
διδάσκεται αὐτή ἡ κακόδοξη διδασκαλία; Ὁ ἐπίσκοπος μνημονεύεται, κυρίως
γιά νά φανεῖ, ὅτι ὁ μνημονεύων καί ὁ μνημονευόμενος ἔχουν τήν ἴδια
πίστη, ὅτι εἶναι ἀμφότεροι ὀρθόδοξοι, ὅτι ὁ μνημονευόμενος ἔχει τήν ἴδια
πίστη μέ τόν μνημονεύοντα, εἶναι ταυτογνωμονοῦντες καί
ταυτοπιστεύοντες. Δέν παραγνωρίζουμε τήν σημαντική, τήν σπουδαία, τήν
πρωτεύουσα θέση πού ἔχει ὁ ἐπίσκοπος στήν Ἐκκλησία, σύμφωνα καί μέ ὅσα
λέγει ὁ Ἅγιος Ἰγνάτιος Ἀντιοχείας. Ἀλλά ὅλα αὐτά ἰσχύουν, ὅταν πρόκειται
περί ὀρθοδόξου ἐπισκόπου καί ὄχι περί ψευδεπισκόπου.
Ἑπομένως ὁ διακόπτων τό μνημόσυνο συνεχίζει νά λειτουργεῖ καί δέν ὑπόκειται «εἰς κανονικήν κατάγνωσιν»,
σύμφωνα μέ τόν κανόνα, ἄν δέ τοῦ ἐπιβληθεῖ ὁποιαδήποτε ποινή ἀργίας ἤ
καθαιρέσεως ἀπό τά ἁρμόδια «ἐκκλησιαστικά» δικαστήρια, αὐτή ὡς
ἀντικανονική εἶναι ἄκυρη καί μή ἐφαρμόσιμη. Ἀλλοίμονο, ἄν οἱ διωκόμενοι
καί καθαιρούμενοι ἀπό αἱρετικές συνόδους Ἅγιοι Πατέρες πειθαρχοῦσαν καί
ὑπήκουαν στίς ἀποφάσεις τῶν αἱρετικῶν ἐπισκόπων. Θά εἶχε καταλυθεῖ ἡ
Ὀρθοδοξία.
2. Κατεγνωσμένη αἵρεση ὁ Οἰκουμενισμός
Ἡ
διακοπή μνημοσύνου λοιπόν τοῦ οἰκείου ἐπισκόπου προϋποθέτει τήν ὑπ΄
αὐτοῦ ἀποδοχή καί κήρυξη αἱρέσεως. Ὑπάρχει σήμερα κάποια αἵρεση πού
κηρύσσεται «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ», δηλαδή δημοσίως, φανερά καί ἀπροκάλυπτα;
Μόνον ἀδιάφοροι περί τά δόγματα τῆς Ἐκκλησίας καί ἔχοντες «πορισμόν τήν εὐσέβειαν»[6] στρουθοκαμηλίζουν
καί δέν βλέπουν ὅτι ἐδῶ καί ἕνα αἰῶνα κατατρώγει τήν Ἐκκλησία,
διαβρώνει συνειδήσεις, παρασύρει ἐπισκόπους, κληρικούς, μοναχούς,
καθηγητάς Θεολογικῶν Σχολῶν καί θεολόγους, ἡ παναίρεση τοῦ
Οἰκουμενισμοῦ, ὅπως προσφυῶς χαρακτηρίσθηκε ἀπό τόν μεγάλο δογματολόγο
τῆς Ἐκκλησίας μας Ἅγιο Ἰουστῖνο Πόποβιτς, τόν Ἅγιο Παΐσιο τόν Ἁγιορείτη
καί πολλούς ἄλλους συγχρόνους Πατέρες καί διδασκάλους. Ὁ Οἰκουμενισμός
ἐμπίπτει στήν ἀπαίτηση τοῦ 15ου Κανόνος τῆς Πρωτοδευτέρας, συμφώνως μέ τήν ὁποία ἡ κηρυσσόμενη αἵρεση ἀπό τόν ἐπίσκοπο πρέπει νά εἶναι «παρά τῶν Ἁγίων Συνόδων ἤ Πατέρων κατεγνωσμένη».
Ἐκτός τοῦ ὅτι ἤδη σύγχρονοι Ἅγιοι Πατέρες τήν ἔχουν καταδικάσει, οἱ
βασικές διδασκαλίες της ἔχουν καταδικασθῆ ἀπό παλαιούς Ἁγίους καί ἀπό
παλαιές συνόδους, ἀπό τήν ἴδια τήν Ἁγία Γραφή, διότι προσβάλλει βασικά
δόγματα τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι συμπερίληψη ὅλων τῶν αἱρέσεων, γι΄ αὐτό καί
χαρακτηρίζεται ὡς παναίρεση. Δέν χρειάζεται μεγάλη θεολογική γνώση καί
ἔρευνα γιά νά χαρακτηρίσει κανείς ὡς αἱρετικούς αὐτούς πού δέν
ἀποδέχονται ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ὁ μοναδικός Σωτήρας καί Λυτρωτής, κατά
τήν διδασκαλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς, πολλαχοῦ καί πολλαχῶς μαρτυρουμένη.
Μνημονεύουμε ἀπό τά πάμπολλα μόνον τό τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου κατά τήν
ὁμιλία του ἐνώπιον τοῦ συνεδρίου τῶν Ἰουδαίων, τῶν ἀρχιερέων καί
θεολόγων τῆς ἐποχῆς: «Καί
οὐκ ἔστιν ἐν ἄλλῳ οὐδενί ἡ σωτηρία· οὐδέ γάρ ὄνομά ἐστιν ἔτερον ὑπό τόν
οὐρανόν τό δεδομένον ἐν ἀνθρώποις ἐν ᾧ δεῖ σωθῆναι ἡμᾶς»[7].
Αὐτό δε λέγει καί τό Σύμβολο τῆς Πίστεως τῆς Α΄Οἰκουμενικῆς Συνόδου
ἐναντίον τῆς αἱρέσεως τοῦ Ἀρείου, ἀναφερόμενο εἰς τόν Θεάνθρωπον Ἰησοῦν
Χριστόν καί τήν δι΄ Αὐτοῦ σωτηρία; «Τόν δι΄ ἡμᾶς τούς ἀνθρώπους καί διά τήν ἡμετέραν σωτηρίαν κατελθόντα ἐκ τῶν οὐρανῶν ...».
Αὐτό τό θεμελιῶδες δόγμα τῆς μοναδικότητος καί ἀποκλειστικότητος τῆς ἐν
Χριστῷ σωτηρίας προσβάλλει ὁ Οἰκουμενισμός, ἰσχυριζόμενος ὅτι καί στίς
ἄλλες θρησκεῖες σώζονται οἱ ἄνθρωποι καί ἑπομένως ὅτι κάνει λάθος ὁ
Ἀπόστολος Πέτρος, ὅλη ἡ Ἁγία Γραφή καί σύμπασα ἡ Πατερική Παράδοση, πού
διδάσκουν ὅτι «οὐκ ἔστιν ἐν ἄλλῳ οὐδενί ἡ σωτηρία».
Ἀκόμη
καί τό δόγμα τῆς Ἁγίας Τριάδος προσβάλλει ἐμμέσως ὁ Οἰκουμενισμός,
μολονότι δέν τολμᾶ ἐπισήμως νά τό διακηρύξει, μέ τά διδασκόμενα ἀπό
πολλούς Οἰκουμενιστές καί τήν Β΄ Βατικάνεια Σύνοδο, ὅτι οἱ τρεῖς
μονοθεϊστικές θρησκεῖες, οἱ τρεῖς ἀβρααμικές θρησκεῖες, δηλαδή ὁ
Ἰουδαϊσμός, ὁ Χριστιανισμός καί τό Ἰσλάμ πιστεύουμε στόν ἴδιο Θεό. Μόνον
ἐμεῖς, ὅμως, πιστεύουμε στήν Ἁγία Τριάδα, οἱ ἄλλες δύο θρησκεῖες
ἀρνοῦνται τήν θεότητα τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, εἶναι ἀρειανικές
καί πνευματομαχικές, γι΄ αὐτό οὔτε καί στόν ἀληθινό Θεό πιστεύουν,
διότι ὅποιος δέν πιστεύει στόν Υἱό δέν πιστεύει καί στόν Πατέρα[8]. Καί ὅπως ψάλλουμε σέ κάθε Λειτουργία στό τέλος: «Εἴδομεν τό Φῶς τό ἀληθινόν, ἐλάβομεν Πνεῦμα ἐπουράνιον, εὕρομεν πίστιν ἀληθῆ ἀδιαίρετον Τριάδα Προσκυνοῦντες». Δέν
εἶναι περιττό νά προσθέσουμε ὅτι τό δόγμα τῆς Ἁγίας Τριάδος προσβάλλει
καί ἡ αἵρεση τοῦ Filioque, ἡ διδασκαλία δηλαδή τοῦ Παπισμοῦ καί τοῦ ἐξ
αὐτοῦ προελθόντος Προτεσταντισμοῦ, ὅτι τό Ἅγιο Πνεῦμα ἐκπορεύεται ὄχι
μόνον ἐκ τοῦ Πατρός, ὅπως διδάσκει ἡ Ἁγία Γραφή διά στόματος τοῦ ἰδίου
τοῦ Χριστοῦ[9],
καί ἐδογμάτισε ἡ Ἐκκλησία στήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο, ἀλλά ἐκπορεύται
«καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ» (Filioque), κατά τήν ἐπίσημη ἀντικυριακή καί
ἀντιπατερική διδασκαλία τῶν Παπικῶν καί τῶν Προτεσταντῶν, τούς ὁποίους,
ὅμως, ὁ Οἰκουμενισμός καί ἡ οἰκουμενιστική ψευδο-σύνοδος τῆς Κρήτης
ἀποδέχεται ὡς ἐκκλησίες, παρά τό πλῆθος τῶν αἱρέσεων πού διδάσκουν,
ἐκτός τοῦ Filioque.
Ἡ
πιό κραυγαλέα ὅμως πλάνη τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί τῆς ψευδοσυνόδου τῆς
Κρήτης εἶναι ἡ προσβολή καί ἀλλοίωση τοῦ ἐκκλησιολογικοῦ δόγματος, τό
ὁποῖο δέχεται ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι μία καί ὄχι πολλές, καί ὅτι αὐτή ἡ
μία Ἐκκλησία ἔχει μία πίστη καί ἕνα Βάπτισμα, κατά τό Παύλειο «εἷς Κύριος, μία πίστις, ἕν Βάπτισμα»[10]. Τό
δόγμα αὐτό τῆς Μιᾶς Ἐκκλησίας μέ τήν ταυτότητα τῆς Πίστεως, μέ τήν ἴδια
δηλαδή ἀποστολική καί πατερική διδασκαλία, πού ἐξικνεῖται μέχρι καί τά
πιό μικρά, τά ὁποῖα πρέπει νά μένουν ἀπαραχάρακτα καί ἀπαρασάλευτα, τό
διεφύλαξε ἡ Ἐκκλησία διά τῶν αἰώνων ἀπό τούς ἀποστολικούς ἤδη χρόνους.
Ἀπό τήν ἀρχή τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως φαίνεται μέσα στά κείμενα τῆς
Καινῆς Διαθήκης, καί μέχρι σήμερα, ἐμφανίζονται ψευδοδιδάσκαλοι καί
ψευδοπροφῆτες, ὡς καί ψευδεπίσκοποι καί ψευδοκληρικοί, οἱ ὁποῖοι
προσπαθοῦν νά ἀλλοιώσουν, νά διαστρέψουν τήν ἑνιαία Πίστη τῆς Μιᾶς
Ἐκκλησίας, εἰσάγοντας δικές τους αἱρετικές διδασκαλίες, οὐσιαστικά
κηρύσσοντας ἄλλο εὐαγγέλιο, «ἕτερον εὐαγγέλιον»[11],
καί δημιουργώντας αἱρετικές παρασυναγωγές πού τίς ὀνομάζουν ἐκκλησίες.
Μέ πολλή αὐστηρότητα οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι καί οἱ Ἅγιοι Πατέρες
καταπολεμοῦν τίς αἱρέσεις καί τίς καταδικάζουν, διότι ὅσοι ἐμπλέκονται
εἰς αὐτές χάνουν τήν σωτηρία τους, στερούμενοι τῆς σωτηριώδους Χάριτος, ἡ
ὁποία ἐνεργεῖ μόνον ἐντός τῆς Ἐκκλησίας· ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας δέν
ὑπάρχει σωτηρία (extra Ecclesiam nulla salus), κατά τήν ἀποφθεγματική
καί κοινά παραδεκτή ρήση τοῦ Ἁγίου Κυπριανοῦ. Σέ ὅλες τίς περιόδους τῆς
ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας καί στό σύνολο τῆς πατερικῆς γραμματείας, ὅπως καί
στά ὑμνολογικά μας κείμενα, βλέπει κανείς τό ἀνύστακτο, τό ἄγρυπνο
ἐνδιαφέρον τῆς Ἐκκλησίας γιά τήν καταπολέμηση τῶν αἱρέσεων, καί τούς
κοπιώδεις καί μαρτυρικούς ἀγῶνες τῶν Ἁγίων Πατέρων, πολλοί τῶν ὁποίων
ἔγιναν μάρτυρες καί ὁμολογηταί, στύλοι τῆς Ὀρθοδοξίας, προκειμένου νά
διασωθεῖ ἡ ὀρθότης τῶν δογμάτων, ἡ Ὀρθοδοξία, καί νά μή κυριαρχήσουν ἡ
αἵρεση καί ἡ πλάνη. Ἀρκεῖ νά διαβάσει κανείς τό «Συνοδικόν τῆς Ὀρθοδοξίας»,
ὅπου κατονομάζονται καί ἀναθεματίζονται ὅλοι οἱ αἱρετικοί. Γιά νά μή
μείνει δέ καμμία αἵρεση χωρίς καταδίκη, στό τέλος ἀναθεματίζει ἡ
Ἐκκλησία γενικῶς ὅλους τούς αἱρετικούς: «Πᾶσι τοῖς αἱρετικοῖς ἀνάθεμα».
Δέν
θά μποροῦσε κανείς ἀπό τούς Ἁγίους Ἀποστόλους καί τούς Ἁγίους Πατέρες
νά σκεφθεῖ, ὅτι θά φθάναμε σήμερα ὡς Ἐκκλησία ἐκ τῶν ἔνδον διά πολλῶν
ἐπισκόπων, ἄλλων κληρικῶν καί θεολόγων, νά γκρεμίσουμε τά σύνορα τῆς
Ἐκκλησίας, «τά ὅρια ἅ ἔθεντο οἱ Πατέρες ἡμῶν»[12], καί
νά εἰσαγάγουμε μέσα στήν Ἐκκλησία ὅλες τίς πλάνες καί τίς αἱρέσεις,
θεωρώντας καί ὀνομάζοντας τίς αἱρέσεις ὡς ἐκκλησίες, ὅπως ἔκανε ἡ
ψευδοσύνοδος τῆς Κρήτης. Αὐτό ἀποτελεῖ ἀνατροπή τοῦ Εὐαγγελίου καί τῶν
Ἁγίων Συνόδων, πού κατεδίκασαν τίς αἱρέσεις, καί προσβολή τῶν Ἁγίων
Μαρτύρων καί Ὀμολογητῶν.
Ἄν
μάλιστα προσθέσει κανείς καί τήν συνοδική ἀποδοχή τῶν κοινῶν κειμένων
τῶν Θεολογικῶν Διαλόγων, στά ὁποῖα ἀναγνωρίζουμε στούς αἱρετικούς
Μονοφυσῖτες, Παπικούς καί Προτεστάντες ἔγκυρο Βάπτισμα καί Ἀποστολική
Διαδοχή, ὅπως καί τήν συνοδική ἔγκριση νά συμφυρόμαστε μέ τούς
Προτεστάντες στό λεγόμενο «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν», εὐτελίζοντας
τήν Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία καί καθιστώντας την μία
μικρή ψηφίδα στό κακότεχνο ψηφιδωτό τῶν αἱρέσεων, δέν θά δυσκολευθεῖ νἀ
συμπεράνει, ὅτι ἡ ψευδοσύνοδος τῆς Κρήτης προσέβαλε τό ἐκκλησιολογικό
δόγμα καί εἰσήγαγε νέα αἱρετική ἐκκλησιολογία.
3. Ἐπίκαιρα ἐρωτήματα καί προβλήματα
Ὑπάρχει
λοιπόν καί παραϋπάρχει κατεγνωσμένη αἵρεση στίς ἡμέρες μας, ὁ ἐπάρατος
Οἰκουμενισμός, τόν ὁποῖο πολύ σύντομα περιγράψαμε, ἔστω καί ἄν πολλοί
προσποιοῦνται ὅτι δέν τόν βλέπουν, γιατί ἡ ἀντιμετώπισή του συνεπάγεται
κόπους, θυσίες, συκοφαντίες, διωγμούς, ξεβόλεμα. Μέχρι τήν ψευδοσύνοδο
τοῦ Κολυμπαρίου τῆς Κρήτης τόν Οἰκουμενισμό ἐκήρυσσαν «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ»
μεμονωμένοι κληρικοί καί θεολόγοι, μεταξύ τῶν ὁποίων κορυφαῖοι καί
ἐπιφανεῖς οἱ δύο πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως Ἀθηναγόρας καί
Βαρθολομαῖος. Εἶναι πολλές οἱ αἱρετίζουσες, οἰκουμενιστικές πλάνες καί
ρήσεις τοῦ Πατριάρχου Ἀθηναγόρα, οἱ ὁποῖες δκαιολογημένα ὁδήγησαν τίς
περισσότερες Μονές τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἀλλά καί κελλιῶτες μοναχούς, μεταξύ
τῶν ὁποίων καί τόν Ἅγιο Παΐσιο, κατά τήν τριετία 1969-1972,στήν διακοπή
τοῦ μνημοσύνου του, ὡς οἰκείου ἐπισκόπου, κατά τόν 15ο Κανόνα
τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου (861). Ἀπείρως περισσότερες εἶναι οἱ
οἰκουμενιστικές ἐκτροπές τοῦ πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου, συλλογές τῶν
ὁποίων κατά καιρούς ἔχουν δημοσιευθῆ σέ καταγγελτικά ἐναντίον του
κείμενα, ὅπως π.χ. τό κείμενο τῆς «Συνάξεως Ὀρθοδόξων Κληρικῶν καί
Μοναχῶν», μέ τίτλο «Ἡ νέα ἐκκλησιολογία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου», τό
ὁποῖο ἐκτός ἀπό τά μέλη τῆς Συνάξεως ὑπέγραψαν ἑκατοντάδες κληρικῶν καί
μοναχῶν καί χιλιάδες πιστῶν, ἀλλά πρωτίστως ἐννέα ἀρχιερεῖς, οἱ
Καλαβρύτων καί Αἰγιαλείας Ἀμβρόσιος, Δρυϊνουπόλεως Ἀνδρέας, Ἀντινόης Παντελεήμων, Πειραιῶς Σεραφείμ, Γλυφάδας Παῦλος, Ζιχνῶν καί Νευροκοπίου Ἱερόθεος, Κυθήρων Σεραφείμ, Αἰτωλίας καί Ἀκαρνανίας Κοσμᾶς καί Γόρτυνος Ἱερεμίας[13].
Σημαντική εἶναι ἡ συλλογή πού δημοσίευσε ἐσχάτως ὁ Ἀρχιμανδρίτης
Χρυσόστομος Πῆχος, Καθηγούμενος τῆς Ἱ.Μ. Ζωοδόχου Πηγῆς Λογγοβάρδας
Πάρου μέ τίτλο «Κατάγνωσις ἑτεροδιδασκαλιῶν τῆς Α.Θ.Π. τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου, ἐνώπιον τῆς Ἱ. Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος»[14]. Ἀρκετοί
κληρικοί, μοναχοί καί λαϊκοί ἔχουν συγκεντρώσει ἐπίσης πλῆθος πολύ
οἰκουμενιστικῶν λεχθέντων καί πραχθέντων τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ.
Βαρθολομαίου, τά ὁποῖα, ὅταν δημοσιευθοῦν καί σχολιασθοῦν, θά ἐκπλήξουν
τούς ἀπληροφόρητους ὑποστηρικτές του.
Ἔπρεπε
λοιπόν ἡ διακοπή μνημονεύσεως τοῦ πατριάρχου Βαρθολομαίου νά εἶχε γίνει
ἐδῶ καί πολλά χρόνια ἀπό τά Ἁγιορειτικά Κοινόβια καί τούς Κελλιῶτες
ἱερεῖς πού τόν μνημονεύουν καθημερινά στίς ἀκολουθίες ὡς οἰκεῖο
ἐπίσκοπο, σύμφωνα μέ τήν κανονική καί πατερική παράδοση, ἀλλά καί τήν
ἁγιορειτική, παλαιά καί πρόσφατη. Τό ἴδιο ἔπρεπε νά ἔχουν πράξει καί οἱ
ἀρχιερεῖς τῶν λεγομένων «Νέων Χωρῶν», ἀκολουθώντας τήν ὁμολογητική,
θαρραλέα στάση τῶν τριῶν Ἀρχιερέων τῶν «Νέων Χωρῶν», πού διέκοψαν μαζί
μέ τίς Ἁγιορειτικές Μονές κατά τά ἔτη 1969-1972 τό μνημόσυνο τοῦ
Ἀθηναγόρα, δηλαδή τῶν μακαριστῶν Ἐλευθερουπόλεως Ἀμβροσίου, Φλωρίνης Αὐγουστίνου καί Παραμυθίας Παύλου.
Ἄν
αὐτό εἶχε γίνει, οἱ προοπτικές γιά τήν ψευδοσύνοδο τῆς Κρήτης θά ἦσαν
διαφορετικές. Ὁ πατριάρχης θά ἐδίσταζε νά συγκαλέσει τήν «Σύνοδο» ἤ καί
θά ἀπέφευγε νά τήν συγκαλέσει, διότι θά ἐμφανιζόταν ὠς ὑπέυθυνος τῆς
ἀναταραχῆς στό ἐκκλησιαστικό πλήρωμα καί οὐσιαστικῶς ὡς κατηγορούμενος,
καί ἔτσι ὁ Οἰκουμενισμός θά παρέμενε προσωπική ἐπιλογή καί πλάνη κάποιων
κληρικῶν καί θεολόγων. Τώρα, μετά τήν ἀτολμία, τούς δισταγμούς, τίς
δῆθεν ποιμαντικές δυσκολίες καί συνέπειες ὁ αἱρετίζων πατριάρχης ἔμεινε
στήν πράξη ἄτρωτος καί ἀλώβητος, καί μέ τήν ἐξουσιαστικότητα καί δύναμη
πού ἔχει συνεκάλεσε, χωρίς πολλά ἐμπόδια, τήν ψευδοσύνοδο καί, ἐνῶ
ἔπρεπε νά ἐμφανισθεῖ ὡς κατηγορούμενος σέ μία ὀρθόδοξη σύνοδο,
ἐμφανίσθηκε ὡς κατήγορος ὅσων ἀγωνιζόμαστε ἐναντίον τοῦ Οἰκουμενισμοῦ,
ἔχοντας μάλιστα τώρα μεγαλύτερο θράσος στήν ἄσκηση διωγμῶν καί στήν
σπίλωση καί συκοφάντηση τῶν ἀγωνιστῶν, ἐφ΄ ὅσον ὅσα πλανεμένα ἔλεγε καί
ἔπραττε, ἔχουν τώρα καί συνοδική κατοχύρωση. Ἐμεῖς δέν εἴμαστε πλέον οἱ
ἀμφισβητοῦντες ἁπλῶς τίς προσωπικές του γνῶμες, ὅπως ἔχουμε ὑποχρέωση
καί δικαίωμα, ἀλλά εἴμαστε οἱ «ἀπείθαρχοι, οἱ σχισματικοί, οἱ ἀντάρτες,
οἱ ἐγωιστές καί ἀλάθητοι, πού δέν δεχόμαστε αὐτά πού ἀποφασίζει ἡ
Ἐκκλησία ἐν συνόδῳ», ὅπως ἐπαναλαμβάνουν τά παπαγαλάκια τοῦ Φαναρίου,
ἀμαθεῖς καί ἡμιμαθεῖς ἐπίσκοποι καί νεοχειροτόνητοι θεολόγοι, πού ὡς
ἄγρια θηρία κατασπαράσσουν τόν λόγο τῆς ἀληθείας, κατά τήν εἰκόνα τοῦ
Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου[15].
Ξεχνοῦν ὅτι ἡ ἐγκυρότητα τῆς συγκλήσεως καί λειτουργίας μιᾶς συνόδου
δέν ἐξαρτᾶται ἀπό τό ὅτι συνάγονται πατριάρχες καί ἐπίσκοποι καί
συζητοῦν, ἀλλά ἀπό τήν ὀρθότητα τῶν δογμάτων καί τῶν ἀποφάσεων καί ἀπό
τήν κατακολούθηση τῶν προηγουμένων συνόδων[16].
Ἡ Ἐκκλησία εὑρίσκεται στίς συνόδους τῶν ἐπισκόπων, ὅταν αὐτοί
ἀκολουθοῦν τήν ἀλήθεια καί τήν Ὀρθοδοξία. Ὅταν ἀκολουθοῦν καί
ὑποστηρίζουν τήν αἵρεση καί τή πλάνη, ἡ Ἐκκλησία ἀπουσιάζει, δέν
εὑρίσκεται ἐκεῖ[17].
Εὑρίσκεται ἐκεῖ πού φυλάσσεται καί κηρύσσεται ἡ ἀλήθεια, καί ἑπομένως
εἶναι σαφές ποιοί εἶναι ἐντός καί ποιοί ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας. Πολυάριθμες
Σύνοδοι στήν ἐκκλησιαστική ἱστορία ἀποκηρύχθηκαν καί καταδικάσθηκαν ὡς
ληστρικές, ὡς ψευδοσύνοδοι καί ὡς συνέδρια παρανόμων. Μεταξύ αὐτῶν θά
συναριθμηθεῖ καί ἡ ψευδοσύνοδος τῆς Κρήτης.
Δώσαμε,
λοιπόν, μέ τήν ἀπραγία, τήν δειλία, τήν ποιμαντική δῆθεν φροντίδα, καί
φοβία, τήν δυνατότητα στόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη καί στούς ὁμοφρονές του
Προκαθημένους καί ἐπισκόπους νά συγκαλέσουν τήν «Σύνοδο», νά
κατοχυρώσουν τόν Οἰκουμενισμό μέ συνοδική βούλα καί συνοδικές ὑπογραφές.
Αὐτό κάνει τά πράγματα χειρότερα, πολύ χειρότερα, διότι τώρα ὁ
Οἰκουμενισμός κηρύσσεται «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ», ὄχι μόνον ἀπό πέντε-δέκα ἤ
εἴκοσι πατριάρχες καί ἐπισκόπους, ἀλλά ἀπό ὅσους ἔλαβαν μέρος στήν
«Σύνοδο» καί ἐπεκύρωσαν μέ τίς ὐπογραφές τους τίς ἀποφάσεις, ὅπως καί
ἀπό ὅσους ἀποδέχονται τίς ἀποφάσεις καί τίς ἀνακοινώνουν στό ποίμνιο,
ἀκόμη καί ἀπό ὅσους σιωποῦν καί οὔτε τίς καταδικάζουν οὔτε τίς
ἀποδέχονται. ἀλλά «ποιοῦν τήν νῆσσαν», κατά τό λεγόμενον. Ἡ ἐνδεδειγμένη
στάση τῶν ἐπισκόπων, ἀπέναντι τῆς «Συνόδου» εἶναι ἕνα ξεκάθαρο «ναί» ἤ
ἕνα ξεκάθαρο «ὄχι». Οὔτε «ναί καί ὄχι», ἀλλά οὔτε σιωπή, διότι ἐκτός τοῦ
ὅτι ἡ σιωπή σημαίνει συγκατάθεση[18] καί ἀποτελεῖ κατά τόν Ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ τό τρίτο εἶδος τῆς ἀθεΐας[19],
ἤδη τό βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως μᾶς λέγει ὅτι στά θέματα τῆς Πίστεως
δικαιολογεῖται νά εἶναι κανείς εἴτε ψυχρός εἴτε θερμός· ἀκόμη καί τούς
ψυχρούς τούς ἀνέχεται ὁ Θεός, τούς ἀντέχει τό «στομάχι» Του· τούς
χλιαρούς, τούς προσαρμοσμένους, τούς διπλωμάτες, τούς «ναί καί ὄχι», δέν
τούς ἀντέχει· τούς ἀποβάλλει, τούς ξερνᾶ: «Οἶδά
σου τά ἔργα, ὅτι οὔτε ψυχρός εἶ, οὔτε ζεστός· ὄφελον ψυχρός ἦς ἤ
ζεστός· οὕτως ὅτι χλιαρός εἶ, καί οὔτε ζεστός οὔτε ψυχρός μέλλω σε
ἐμέσαι ἐκ τοῦ στόματός μου»[20].
Καί
ἐπειδή καί οἱ Οἰκουμενιστές δέν ἀρνοῦνται τό ὑψηλό ἐπίπεδο αὐθεντίας
τῆς «Συνόδου», ἐπί τῇ βάσει τοῦ ὁποίου θεωροῦν τίς ἀποφάσεις της
δεσμευτικές γιά ὅλους, εἶναι ὑποχρεωμένοι νά δεχθοῦν ὅτι ἐπάνω σ’ αὐτό
τό ὑψηλό ἐπίπεδο τῆς «Συνόδου», «ἐπ΄ ὄρους ὑψηλοῦ καί ἐπῃρμένου», ἐπί
παγκοσμίου, πανορθοδόξου ἐπιπέδου, κηρύχθηκε καί ἐπικυρώθηκε ὁλοφάνερα ἡ
παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ». Ἐξακολουθητικά δέ
κηρύσσεται πάλιν καί πολλάκις ἀπό ὅσους ἀποδέχονται καί προβάλλουν τίς
ἀποφάσεις τῆς «Συνόδου». Κατά συνέπειαν, τώρα, δέν εἶναι μόνον ὁ
Βαρθολομαῖος πού ὑπόκειται στήν διακοπή τῆς μνημονεύσεως τοῦ ὀνόματός
του στίς ἱερές ἀκολουθίες, ἀλλά καί ὅσοι ἐπίσκοποι συνήργησαν καί
συνεργοῦν στήν ἀποδοχή, διάδοση καί ἐφαρμογή τῶν ἀποφάσεών της.
Γιά
τόν λόγο αὐτό ἔπραξαν ἄριστα οἱ Ἁγιορεῖτες Κελλιῶτες Μοναχοί, δυστυχῶς
ὄχι οἱ μεγάλες Μονές, οἱ ὁποῖοι διορθώνοντας τήν προηγούμενη ἀπραγία καί
διστακτικότητα καί διασώζοντας τό κῦρος τοῦ Ἁγίου Ὄρους ὡς κιβωτοῦ τῆς
Ὀρθοδοξίας, διέκοψαν σχεδόν ἀμέσως μετά τήν «Σύνοδο» τό μνημόσυνο τοῦ
πρωτεργάτη τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί τῆς συνοδικῆς του ἐπικύρωσης
ἀρχι-οικουμενιστῆ Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίου. Ἡ «Σύναξις Ὀρθοδόξων
Κληρικῶν καί Μοναχῶν» σέ κείμενό της μέ τίτλο «Ἀνοικτή Ἐπιστολή - Ὁμολογία γιά τή “Σύνοδο” τῆς Κρήτης»,
πού ὑπογράφτηκε ἀπό πολλούς πού συμφωνοῦσαν κληρικούς, μοναχούς καί
λαϊκούς, ἐστήριξε καί ἐπῄνεσε τούς Ἁγιορεῖτες Κελλιῶτες γιά τήν ἐνέργειά
τους αὐτή, ἐπειδή, ὅπως γράφαμε, «ἐκεῖ
ἄμεσος ἐπίσκοπός των εἶναι ὁ πρωτεργάτης κάι κήρυξ τῆς παναιρέσεως τοῦ
Οἰκουμενισμοῦ, “γυμνῇ τῇ κεφαλῇ”, Οἰκουμενικός Πατριάρχης κ.
Βαρθολομαῖος, τοῦ ὁποίου τό ὄνομα δέν θέλουν νά μνημονεύεται στίς ἱερές
ἀκολουθίες. Διαπράττουν μεγάλο κανονικό καί ἐκκλησιολογικό λάθος ὅσοι,
ἀντί νά ἐπαινοῦν, καταδιώκουν τούς μοναχούς πού τηροῦν τήν πατερική,
ἱεροκανονική καί ἁγιορειτική Παράδοση»[21].
Ὁ
ἔπαινος αὐτός τῆς δικαιολογημένης ἀπόλυτα πράξεως τῶν Ἁγιορειτῶν
Κελλιωτῶν, δέν ἄρεσε καί σέ πολλούς παραδοσιακούς κληρικούς καί
θεολόγους, ἀκόμη καί σέ μέλη τῆς «Συνάξεώς» μας, διότι ὅ,τι ἐπαινεῖς
πρέπει καί σύ νά τό ἐφαρμόσεις· ἀπό τήν θεωρία ὅμως καί τά λόγια μέχρι
τήν πράξη ὑπάρχει μεγάλη ἀπόσταση. Μέχρι τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης οἱ
δικοί μας ἐπίσκοποι, τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, στήν πλειονότητά τους
δέν ἐνέπιπταν στόν 15ο Κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου (861), γιατί δέν
ἐκήρυσσαν «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ» καί φανερά τήν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ,
ὅπως ἔπρατταν ὁ Βαρθολομαῖος καί οἱ σύν αὐτῷ. Φάνηκε μάλιστα μέ τίς
ἀποφάσεις τῆς Ἱεραρχίας τοῦ Μαΐου τοῦ 2016, πρό τῆς «Συνόδου», ὅτι οἱ
ὁμόφωνες προτάσεις τῶν Ἱεραρχῶν ἦσαν ἱκανές νά ἀποδομήσουν τόν
οἰκουμενιστικό χαρακτῆρα τῆς «Συνόδου» καί νά ἀναπαύσουν τίς συνειδήσεις
τῶν Ὀρθοδόξων. Δυστυχῶς, ὁ ἀρχιεπίσκοπος καί ἡ εἰκοσιτετραμελής (24)
ἀντιπροσωπία στήν «Σύνοδο» δέν φάνηκαν ἀντάξιοι τῶν ἀποφάσεων τῆς
ὁλομελείας, οὔτε τῶν προσδοκιῶν τοῦ πληρώματος· ὑπανεχώρησαν στά οὐσιώδη
καί ἱκανοποιήθηκαν μέ ἐλάχιστες ἀλλαγές στά ἐπουσιώδη, οἱ ὁποῖες δέν
τραυμάτισαν θανάσιμα τό σῶμα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, τοῦ προκάλεσαν ἁπλῶς
κάποιες ἀνώδυνες ἀμυχές, ἐπιφανειακά γρατσουνίσματα.
Μεταθέσαμε
τίς ἐλπίδες μας καί πάλι στήν ὁλομέλεια τῆς Ἱεραρχίας πού συνῆλθε τόν
Νοέμβριο τοῦ 2016, γιά νά διαψευσθοῦμε τρανότατα καί τραγικά. Δέν ἔγινε
καμμία ἀποτίμηση τῆς «Συνόδου», οὔτε ψηφοφορία γιά τήν ἀποδοχή ἤ
ἀπόρριψή της, ἁπλῶς ἔγινε συζήτηση καί ἐνημέρωση μέ βάση τήν θετικώτατη
εἰσήγηση τοῦ Μητροπολίτου Σερρῶν κ. Θεολόγου, τοῦ ὁποίου τίς θετικές
ἐκτιμήσεις καί προτάσεις γιά τήν ποιμαντική ἀξιοποίηση τῶν ἀποφάσεων τῆς
«Συνόδου» ὁμοφώνως ἔκαναν ἀποδεκτές ὅλα τά μέλη τῆς Ἱεραρχίας σύμφωνα
μέ τό «Ἀνακοινωθέν» τῆς Ἐπιτροπῆς Τύπου. Οὐδείς ἔλεγχος γιά τήν
ἀνατροπή, τήν ὑπαναχώρηση, τήν ἐγκατάλειψη τῶν ἀποφάσεων τοῦ Μαΐου.
Ἐλάχιστοι ἀρχιερεῖς διαμαρτυρήθηκαν ὅτι τό «Ἀνακοινωθέν» εἶναι
ἀνακριβές, ὅτι δέν ἐλήφθη καμμία ἀπόφαση θετική ἤ ἀρνητική, ὅπως οἱ
Κυθήρων κ. Σεραφείμ καί Αἰγιαλείας κ. Ἀμβρόσιος. Οἱ διαμαρτυρίες ἔφθασαν
εἰς ὦτα μή ἀκουόντων· ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἱεροκρυφίως, χωρίς σχετική
συζήτηση καί ψηφοφορία, ἀποδέχθηκε θετικά τήν «Σύνοδο» τῆς Κρήτης.
Ὑπάρχει μήπως κανείς πού νά νομίζει καί νά ἰσχυρίζεται, ὅτι ἡ Ἐκκλησία
τῆς Ἑλλάδος πρέπει νά συναριθμηθεῖ μεταξύ τῶν Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν πού
ἀπορρίπτουν τήν «Σύνοδο» καί νά αὐξηθοῦν αὐτές εἰς πέντε (5) μέ
ἀντίστοιχη μείωση τῶν Ἐκκλησιῶν πού τήν δέχονται σέ ἐννέα (9) ;
Καί
δέν φθάνει πού οὐσιαστικά ἔγινε ὑφαρπαγή τῆς θετικῆς στάσης τῆς
Ἱεραρχίας ἔναντι τῆς «Συνόδου», ἀκολούθησε τό γνωστό κείμενο τῆς Ἱερᾶς
Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος «Πρός τόν Λαό», μέ τίτλο «Γιά τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο τῆς Κρήτης»,
μνημεῖο ψεύδους καί παραπληροφόρησης, μέ φερόμενο συντάκτη τόν συνοδικό
Μητροπολίτη Ἐδέσσης, Πέλλης καί Ἀλμωπίας κ. Ἰωήλ, ἄν δέν ἀλλοιώθηκε
μετά τήν σύνταξή του, χωρίς πάντως νά διαμαρτυρηθεῖ ὁ συντάξας, ὅπου
«ἡλίου φαεινότερον» γίνεται ἀποδεκτή ἡ ψευδοσύνοδος τῆς Κρήτης, ἁπλῶς
παραπληροφοροῦν καί κοροϊδεύουν τόν Λαό, γιά νά μειώσουν τίς
ἀντιδράσεις. Δέν θά ἀσχοληθοῦμε μέ τό κείμενο αὐτό· τό ἔχουν κάνει ἤδη
πολλοί, ἀλλά καί ἐμεῖς σέ μάθημά μας στό «Ἀρχονταρίκι» τοῦ Ἁγίου
Ἀντωνίου, πού μεταδόθηκε καί στό διαδίκτυο, ἑτοιμάζουμε δέ τώρα καί τήν
γραπτή διευρυμένη μορφή τῆς κριτικῆς του. Ἐστάλη τό συνοδικό κείμενο
στίς μητροπόλεις μέ τήν ἐντολή νά ἀναγνωσθεῖ στούς ναούς, τέλη
Ἰανουαρίου τοῦ 2017· ἀναγνώσθηκε καί διανεμήθηκε, ὄχι σέ ὅλες τίς
μητροπόλεις, ἀρχές Φεβρουαρίου.
Ἑπομένως
τώρα, ὅπως εἴπαμε, κατά ἀναγκαστική λογική ἀκολουθία, τόν Οἱκουμενισμό
δέν κηρύσσει «γυμνῇ τῆ κεφαλῇ» μόνον ὁ πατριάρχης Βαρθολομαῖος, ἀλλά «ἐπάνω ὄρους κειμένη» καί
ἡ ψευδοσύνοδος τῆς Κρήτης, τό ἀνώτατο ὄργανο διοικήσεως καί
διαποιμάνσεως τῆς Ἐκκλησίας καί ὅλοι οἱ ὑπογράψαντες καί οἱ συμφωνοῦντες
μέ τίς ἀποφάσεις της, δηλαδή ἡ συντριπτική πλειοψηφία τῶν ἐπισκόπων τῆς
Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Τώρα δέν εἶναι μόνον οἱ Ἁγιορεῖτες πού
δικαιοῦνται νά διακόψουν τό μνημόσυνο τοῦ οἰκείου ἐπισκόπου, δηλαδή τοῦ
Βαρθολομαίου, ἀλλά ὅλοι οἱ κληρικοί τῆς ἑλλαδικῆς ἐπικρατείας. Μεταξύ
αὐτῶν μάλιστα ἐλπίζαμε, περιμέναμε, προσδοκούσαμε, ἀλλά διαψευσθήκαμε,
ὅτι καί κάποιοι ἐπίσκοποι τῆς παλαιᾶς, τῆς «Κάτω Ἑλλάδος», θά διέκοπταν
τό μνημόσυνο τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, ὥστε νά μή ψεύδονται ἐνώπιον τοῦ Ἱεροῦ Θυσιαστηρίου λέγοντες κατά τήν Θεία Λειτουργία «τῆς Ἱερᾶς ἡμῶν Συνόδου τῆς ὀρθοτομούσης τόν λόγον τῆς ἀληθείας». Πολύ περισσότερο, κατά μείζονα λόγον, αὐτό ἔπρεπε νά πράξουν οἱ ἀρχιερεῖς τῶν Νέων Χωρῶν, οἱ ὁποῖοι ψεύδονται διπλᾶ, λέγοντες: «Τοῦ Πατριάρχου ἡμῶν Βαρθολομαίου καί τῆς Ἱερᾶς ἡμῶν Συνόδου, τῶν ὀρθοτομούντων τόν λόγον τῆς ἀληθείας».
Ἐφαρμόζοντας λοιπόν τόν 15ο κανόνα
τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου (861) ὁρισμένοι κληρικοί διακόψαμε τήν
μνημόνευση τῶν ὀνομάτων τῶν οἰκείων ἐπισκόπων, οἱ ὁποῖοι μετασχόντες τῆς
ψευδοσυνόδου, ὅπως οἱ Σιδηροκάστρου κ. Μακάριος καί Λαγκαδᾶ κ. Ἰωάννης,
ἤ ὑποστηρίξαντες φανερά τήν «Σύνοδο», ὅπως ὁ Θεσσαλονίκης κ. Ἄνθιμος
καί διανείμαντες τό φυλλάδιο «Πρός τόν Λαό», ἐκήρυξαν καί αὐτοί «γυμνῇ
τῇ κεφαλῇ» τήν αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Δέν ἐξαιρεῖται ὁ μητροπολίτης
Φλωρίνης κ. Θεόκλητος, τοῦ ὁποίου διέκοψαν τό μνημόσυνο εὐάριθμοι
κληρικοί, ἐν πρώτοις διότι καί αὐτός, παρά τίς ἀρχικές ἐπιφυλάξεις γιά
τήν συμμετοχή του στήν «Σύνοδο» καί τήν ἄρνησή του νά μετάσχει, τελικῶς
ἀποδέχθηκε τίς ἀποφάσεις της καί διένειμε τό φυλλάδιο «Πρός τόν Λαό». Οἱ
κληρικοί του καί μεγάλο μέρος τοῦ πιστοῦ λαοῦ τῆς ἐπαρχίας του τόν
ἤθελαν νά ἀκολουθεῖ τά βήματα τοῦ προκατόχου του ἀγωνιστοῦ ἐπισκόπου Αὐγουστίνου Καντιώτη καί
νά δώσει πρῶτος αὐτός τό σύνθημα τῆς ὀρθοδόξου ἀντιστάσεως, πολύ
περισσότερο, διότι γαλουχηθέντες ἐπί μακρόν μέ τά ὀρθόδοξα φλογερά
κηρύγματα τοῦ μακαριστοῦ ἱεράρχη δέν ἀνέχονταν, ἀπό ἀγάπη καί σεβασμό,
νά τόν ἀκούουν ὡς ἀρχιερέα τῶν «Νέων Χωρῶν», νά ψεύδεται μνημονεύοντας τόν πατριάρχη Βαρθολομαῖο ὡς «ὀρθοτομοῦντα τόν λόγον τῆς ἀληθείας».
Δέν
ἰσχυριζόμαστε ὅτι ὅλοι οἱ ἀρχιερεῖς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος εἶναι ἐξ
ἴσου ὑπεύθυνοι γιά τήν ἀποδοχή τῆς ψευδοσυνόδου καί ὅτι ἔλειψαν παντελῶς
οἱ ὀρθοδόξου φρονήματος ἀντι-οικουμενιστές ἱεράρχες, οἱ ὁποῖοι γιά
διαφόρους λόγους δειλιοῦν καί σιωποῦν ἀδικαιολογήτως. Οὔτε πολύ
περισσότερο, ὅτι πρέπει νά προχωρήσουμε σέ γενική ἀκοινωνησία μέ ὅλους
τούς ὀρθοδόξους ἐπισκόπους, ἀφοῦ ἀκόμη καί οἱ μή μετασχοῦσες στήν
«Σύνοδο» τέσσαρες ἐκκλησίες (Ἀντιοχείας, Ρωσσίας, Βουλγαρίας, Γεωργίας)
ἐξακολουθοῦν νά μνημονεύουν διά τῶν Προκαθημένων τους τόν Οἰκουμενικό
Πατριάρχη κ. Βαρθολομαῖο. Ἡ Ἐκκλησία πέρασε στήν ἱστορία της παρόμοιες
καταστάσεις μέ εὔθραυστα τά ὅρια καί μή δακρινόμενα μεταξύ ὀρθοδόξων καί
αἱρετικῶν ἐπισκόπων, πολλοί ἐκ τῶν ὁποίων μεταμεληθέντες προσχώρησαν
στήν ὀρθόδοξη παράταξη, πρό παντός μέ σύγχυση καί ἀγνωσία τοῦ ποιμνίου,
τό ὁποῖο δέν πρέπει νά ἀφεθεῖ ἀπροστάτευτο καί ἀκαθοδήγητο στά χέρια τῶν
Οἰκουμενιστῶν αἱρετικῶν, νά μή χάσουμε τήν ἐπικοινωνία μαζί του. Γι΄
αὐτό οἱ Πατέρες δέχονται ὅτι ὑπάρχουν στήν Ἐκκλησία δύο εἴδη
κυβερνήσεως, ἡ ἀκρίβεια καί ἡ οἰκονομία. Ἀκόμη καί μεγάλοι ζηλωτές
Ἅγιοι, ὅπως ὁ Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, σέ παρόμοιες κρίσιμες καταστάσεις
ἄφηναν προσωρινά «πρός καιρόν» τήν ἀκρίβεια καί ἐφήρμοζαν τήν οἰκονομία,
πρός ἀποφυγήν μείζονος κακοῦ[22].
Δέν
ἔχει μολυνθῇ ὅλη ἡ Ἐκκλησία ἀπό τήν αἵρεση, καί δέν εἶναι ἄκυρα τά
μυστήρια, ἐκεῖ ὅπου μνημονεύονται αἱρετίζοντες ἐπίσκοποι, ὅπως
ἰσχυρίζονται κάποιοι ἀδιάκριτα καί διασπαστικά. Ἡ ποιμαντική διάκριση
καί φροντίδα πρός τό παρόν καί κατ΄ οἰκονομίαν ἀποτυπώνονται εἰς αὐτά
πού συμφωνήσαμε μέ τούς Ἁγιορεῖτες Πατέρες λίγες ἡμέρες πρίν τήν Ἡμερίδα
τοῦ Ὡραιοκάστρου πού ἔγινε στίς 4 Ἀπριλίου τοῦ 2017, τήν ὁποία δυστυχῶς
ἐκεῖνοι παρέβησαν τήν τελευταία στιγμή, ταχθέντες ἀποκλειστικά ὑπέρ τῆς
ἀκριβείας, ὑπέρ τοῦ νά ἐκκλησιάζονται δηλαδή οἱ πιστοί ἀποκλειστικά καί
μόνο ἐκεῖ ὅπου οἱ ἱερεῖς ἔχουν διακόψει τό μνημόσυνο, πρᾶγμα πού
δημιουργεῖ πολύπλοκα ποιμαντικά, ἐκκλησιολογικά, ἀλλά καί δογματικά
προβλήματα, διότι προϋποθέτει ὅτι ὁ αἱρετίζων ἐπίσκοπος καί πρό τῆς
συνοδικῆς καταδίκης του ὡς αἱρετικοῦ τελεῖ ἄκυρα καί ἀνυπόστατα
μυστήρια. Δέν θά ἐπιχειρηματολογήσουμε τώρα ὑπέρ τοῦ ἀντιθέτου· ἀρκεῖ
μόνον νά ποῦμε ὅτι ἐπί αἰῶνες ἡ Ἀνατολή βρισκόταν σέ κοινωνία μέ τήν
Δύση, ἐνῶ ἐκεῖ ὑπῆρχε ἡ αἵρεση τοῦ Filioque, καί τό πιό ἁπλό, ὅτι τά
μυστήρια ὅσων διακόψαμε τό μνημόσυνο τῶν ἐπισκόπων δέν ἦσαν ἄκυρα τήν
προηγούμενη Κυριακή πού μνημονεύαμε τούς ἐπισκόπους. Λέγει μήπως κάτι
τέτοιο ὁ 15ος κανών,
ὅτι δηλαδή διακόπτουμε τό μνημόσυνο, διότι, ὅταν μνημονεύουμε, τά
μυστήρια εἶναι ἄκυρα; Ἠ συμφωνία πού κάναμε μέ τούς Ἁγιορεῖτες Πατέρες, ἡ
ὁποία δυστυχῶς ἀθετήθηκε, γι΄ αὐτό καί ἐμεῖς δέν λάβαμε μέρος στήν
Ἡμερίδα τοῦ Ὡραιοκάστρου (4 Ἀπριλίου τοῦ 2017), ἔλεγε τά ἑξῆς: «Συνιστᾶται
στούς πιστούς νά ἀποφεύγουν νά ἐκκλησιάζονται ὅπου λειτουργοῦν ἤ
μνημονεύονται φανεροί αἱρετικοί οἰκουμενιστές, ἐπίσκοποι καί ἱερεῖς. Νά
προτιμοῦν νά πηγαίνουν ἐκεῖ πού λειτουργοῦν ὀρθόδοξοι στό φρόνημα
ἐπίσκοποι καί ἱερεῖς, ἔστω καί ἄν γιά κάποιους λόγους δέν ἔχουν κόψει τό
μνημόσυνο, καί αὐτό κατ’ οἰκονομίαν. Τό ἄριστο καί ἐπαινούμενο κατά τήν
κανονική ἀκρίβεια εἶναι νά ἐκκλησιάζονται ἐκεῖ πού δέν μνημονεύονται οἱ
αἱρετίζοντες, ἐκεῖ δηλαδή πού οἱ ἱερεῖς ἔχουν προχωρήσει σέ διακοπή
μνημοσύνου».
4. Δέν ἔχουμε σχισματικά σχέδια. Τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας στήν Ὀρθόδοξη Πίστη προφυλάσσουμε.
Συμπερασματικά
καί πρός ἀναίρεση τῶν κακόβουλων συκοφαντιῶν καί ἐφησυχασμό ὅσων
καλοπροαίρετα ἀνησυχοῦν καί θέλουν ἐπίσημα νά μάθουν, δηλώνουμε, ὅτι
γνωρίζοντας πόσο μεγάλο κακό εἶναι τό σχίσμα, τό ὁποῖο οὔτε τό αἷμα τοῦ
μαρτυρίου μπορεῖ νά διορθώσει, ἀλλά ἐπίσης καί πόσο μεγαλύτερο
ἐκκλησιολογικά κακό εἶναι ἠ αἵρεση, ἡ ὁποία στερεῖ τήν σωτηρία, μέ τήν
διακοπή τῆς μνημονεύσεως τῶν αἱρετιζόντων ἐπισκόπων προφυλασσόμαστε καί
προφυλάσσουμε τούς πιστούς ἀπό τήν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, χωρίς νά
δημιουργοῦμε σχίσμα, ὑπαγόμενοι σέ ἄλλη ἐκκλησιαστική διοίκηση, μή
κανονική, καί μνημονεύοντας στίς ἀκολουθίες ἄλλους ἐπισκόπους. Ὅπως
ἔχουμε δηλώσει, προχωρήσαμε μέ πόνο καί θλίψη εἰς αὐτήν τήν ἐνέργεια,
γιατί οἱ ἐπίσκοποί μας δέν κατενόησαν εἴτε ἀπό ἄγνοια εἴτε ἀπό πρόθεση,
τά ἱεροκανονικά καί ἀπολύτως ἐκκλησιολογικά κατοχυρωμένα κίνητρα τῆς
διακοπῆς μνημοσύνου, μᾶς ἔδιωξαν ἀπό τούς Ναούς πού λειτουργούσαμε καί
διεσκόρπισαν τό μικρό μας ποίμνιο, πού εἶναι κυρίως δικό τους, στούς
τέσσερις ἀνέμους, ἀπογοητευμένο, καί προβληματισμένο γιά τήν ἀγάπη τῶν
«ποιμένων» του.
Ἐμεῖς
κάναμε τό καθῆκον μας καί ἔχουμε τήν συνείδησή μας ἀναπαυμένη, γιατί
ἀκολουθοῦμε τήν ἀσφαλῆ ὁδό τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καί τῶν Ἁγίων Πατέρων,
ἀγωνιζόμενοι ἐναντίον τῶν αἱρέσεων, ὅπως Ἐκεῖνοι. Θά ἐπαναλάβουμε τήν
μνημόνευση τῶν ἐπισκόπων, ὅταν δημοσίως καταδικάσουν τήν παναίρεση τοῦ
Οἰκουμενισμοῦ καί ἀποκηρύξουν τήν ψευδοσύνοδο τῆς Κρήτης. Ἐδῶ στεκόμαστε
καί δέν κάνουμε βῆμα οὔτε δεξιά οὔτε ἀριστερά. Μένουμε μέσα στά ἀσφαλῆ
τείχη τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, ὅπως τά
ὅρισαν καί τά οἰκοδόμησαν διαχρονικά οἱ Ἅγιοι Πατέρες, καί γκρεμίζουμε
τά τείχη τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Οἱ πρόμαχοι καί ὑποστηρικτές
του δημιουργοῦν παρα-εκκλησίες μέσα στήν Ἐκκλησία, μέ τήν ὑποστήριξη
τῶν αἱρέσεων καί αὐτοί εἶναι ὑπόλογοι ἔναντι τοῦ συνόλου τῶν Ἁγίων
Πατέρων καί Ὁμολογητῶν, πού ἔχουν ἤδη στήσει γι΄ αὐτούς στόν οὐρανό
ἐπισκοπικά καί συνοδικά δικαστήρια.
Τήν
Ἐκκλησία δέν τήν ἐκφράζουν οὔτε ὁ Βαρθολομαῖος οὔτε ὁ Ἱερώνυμος· τήν
ἐκφράζει ἡ συμφωνία τῶν Πατέρων (consensus Patrum) καί ὅσοι συμφωνοῦν μέ
αὐτούς, καί ὄχι ὅσοι στήνουν ψευδοσυνόδους, νεωτεριστικές, ὡσάν τῆς
Κρήτης, ἐναντίον τῶν Ἁγίων Πατέρων. Ἐπαναλαμβάνουμε αὐτά πού εἶπε ὁ
Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, ὅταν πρώην συμμοναστής καί φίλος του τόν
κατηγοροῦσε ὅτι προκαλεῖ σχίσμα. Τοῦ γράφει λοιπόν ὅτι δέν σχίζει τό
σῶμα τῆς Ἐκκλησίας μέ κανένα τρόπο. Καί μολονότι δέν εἶναι ἀναμάρτητος,
ἐν τούτοις εἶναι ὁμόσωμος καί τρόφιμος τῆς Ἐκκλησίας καί φυλάσσει τά
δόγματα καί τούς ἱερούς κανόνες. Τήν Ἐκκλησία ταράσσουν καί σχίζουν ὅσοι
διαστρέφουν τήν πίστη, καί ὁ βίος τους εἶναι ἀκανόνιστος καί ἄθεσμος: «Οὐκ
ἐσμέν ἀποσχίσται, ὦ θαυμάσιε, τῆς τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησίας, μήποτε τοῦτο
πάθοιμεν· ἀλλ’ εἰ καί ἄλλως ἐν πολλοῖς ἁμαρτήμασι τυγχάνομεν, ὁμόσωμοι
αὐτῆς καί τρόφιμοι μετά τῶν θείων δογμάτων καί τούς κανόνας αὐτῆς καί
διατυπώσεις γλιχόμενοι φυλάττεσθαι. Τό δέ ταράττειν αὐτήν καί ἀποσχίζειν ἀπ΄ αὐτῆς, τῆς μηδεμίαν κηλῖδα ἤ ῥυτίδα κατά τε τόν τῆς πίστεως λόγον καί τόν τῶν κανόνων ὅρον ἀπ’ ἀρχῆς αἰῶνος καί μέχρι τοῦ δεῦρο, ἐκείνων ἐστίν, ὧν ἡ πίστις τό ἐνδιάστροφον ἔχει καί ὁ βίος τό ἀκανόνιστον καί ἄθεσμον»[23].
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ – ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΤΕΛΟΥΣ
[]. 15ος Κανών Πρωτοδευτέρας Συνόδου (861): «Οἱ
γάρ δι΄ αἵρεσίν τινα, παρά τῶν Συνόδων ἤ Πατέρων κατεγνωσμένην, τῆς
πρός τόν πρόεδρον κοινωνίας ἑαυτούς διαστέλλοντες, ἐκείνου δηλονότι τήν
αἵρεσιν δημοσίᾳ κηρύττοντος καί γυμνῇ τῇ κεφαλῇ ἐπ’ Ἐκκλησίας
διδάσκοντος, οἱ τοιοῦτοι οὐ μόνον τῇ κανονικῇ ὑποτιμήσει οὐχ ὑπόκεινται,
πρό συνοδικῆς διαγνώσεως ἑαυτούς τῆς πρός τόν καλούμενον Ἐπίσκοπον
κοινωνίας ἀποτειχίζοντες, ἀλλά καί τῆς πρεπούσης τιμῆς τοῖς Ὀρθοδόξοις
ἀξιωθήσονται. Οὐ γάρ Ἐπισκόπων, ἀλλά ψευδεπισκόπων καί ψευδοδιδασκάλων
κατέγνωσαν καί οὐ σχίσματι τήν ἕνωσιν τῆς Ἐκκλησίας κατέτεμον, ἀλλά
σχισμάτων καί μερισμῶν τήν Ἐκκλησίαν ἐσπούδασαν ρύσασθαι».
[2]. Βλ. σχετικῶς ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΗΣΗΣ, «Ἀποτείχιση ἀπό τήν αἵρεση, ὄχι ἀπό τήν Ἐκκλησία», Θεοδρομία 19 (2017) 3-13.
[3]. Α΄ Κορ. 1, 11-17
[4]. Ματθ. 28, 19
[5]. Λουκ. 22, 20
[6]. Α΄Τιμ. 6, 5
[7]. Πράξ. 4, 12
[8]. Α΄ Ἰω. 2, 23: «Πᾶς ὁ ἀρνούμενος τόν Υἱόν οὐδέ τόν Πατέρα ἔχει». Ἰω. 5, 22-23: «Ἵνα πάντες τιμῶσι τόν Υἱόν καθώς τιμῶσι τόν Πατέρα. Ὁ μή τιμῶν τόν Υἱόν οὐ τιμᾷ τόν Πατέρα τόν πέμψαντα αὐτόν».
[9]. Ἰω. 15,
26: «Ὅταν δέ ἔλθῃ ὁ Παράκλητος ὅν ἐγώ πέμψω ἡμῖν παρά τοῦ Πατρός, τό
Πνεῦμα τῆς ἀληθείας ὅ παρά τοῦ Πατρός ἐκπορεύεται, ἐκεῖνος μαρτυρήσει
περί ἐμοῦ».
[0]. Ἐφ. 4, 5
[1]. Β΄Κορ. 11,
4: «Εἰ μέν γάρ ὁ ἐρχόμενος ἄλλον Ἰησοῦν κηρύσσει ὅν οὐκ ἐκηρύξαμεν ἤ
πνεῦμα ἕτερον λαμβάνετε ὅ οὐκ ἐλάβετε, ἤ εὐαγγέλιον ἕτερον ὅ οὐκ
ἐδέξασθε». Γαλ. 1,
6: «Θαυμάζω, ὅτι οὕτω ταχέως μετατίθεσθε ἀπό τοῦ καλέσαντος ὑμᾶς ἐν
χάριτι Χριστοῦ εἰς ἕτερον εὐαγγέλιον, ὅ οὐκ ἔστιν ἄλλο, εἰ μή τινές
εἰσιν οἱ ταράσσοντες ὑμᾶς καί θέλοντες μεταστρέψαι τό εὐαγγέλιον τοῦ
Χριστοῦ».
[2]. Παροιμ. 22, 28: «Μή μέταιρε ὅρια αἰώνια, ἅ ἔθεντο οἱ πατέρες σου».
[3]. Βλ. τό κείμενο εἰς Θεοδρομία 16 (2014) 557-570.
[4]. Βλ. ἐπίσης τό κείμενο εἰς Θεοδρομία 19 (2017) 18-29.
[5]. Λόγος 28, Θεολογικός 2,
2, PG 36, 28, ΕΠΕ 4, 36: «Εἰ δέ τις θηρίον ἐστί πονηρόν καί ἀνήμερον
καί ἀνεπίδεκτον πάντη λόγων θεωρίας καί θεολογίας μή ἐμφωλευέτω ταῖς
ὕλαις κακούργως καί κακοήθως, ἵνα τινός λάβηται δόγματος ἤ ρήματος,
ἀθρόως προσπηδῆσαν, καί σπαράξῃ τούς ὑγιαίνοντας λόγους ταῖς ἐπηρείαις·
ἀλλ΄ ἔτι πόρρωθεν στηκέτω καί ἀποχωρείτω τοῦ ὄρους· ἤ λιθοβοληθήσεται
καί συντριβήσεται καί ἀπολεῖται κακῶς κακός· λίθοι γάρ τοῖς θηριώδεσιν
οἱ ἀληθεῖς λόγοι καί στερροί».
[6]. ΑΓΙΟΣ ΜΑΞΙΜΟΣ Ο ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ, Περί τῶν πραχθέντων ἐν τῇ πρώτῃ ἐξορίᾳ, 12, PG 90, 148: «Ἐκείνας οἶδεν ἁγίας καί ἐγκρίτους συνόδους ὁ εὐσεβής τῆς Ἐκκλησίας κανών, ἅς ὀρθότης δογμάτων ἔκρινεν». ΑΓΙΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ Ο ΣΤΟΥΔΙΤΗΣ, Ἐπιστολή 24, Θεοκτίστῳ Μαγίστρῳ, G. Fatouros (Ed.), Theodori Studitae Epistulae, τόμ.
1, σελ. 66: «Ἀλλ΄ἡ τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησία μεμένηκεν ἀπήμαντος, κἄν πολλοῖς
ἐβλήθη τοξεύμασι, καί πύλαι ᾍδου κατισχῦσαι αὐτῆς οὐ δεδύνηνται. Οὐδέ
παρά τούς κειμένους ὅρους καί νόμους πράττειν τι καί λέγειν ἀνέχεται,
κἄν πολλοί πολλαχῶς ποιμένες ἠφρονεύσαντο καί ἐκκλησίας Θεοῦ ἑαυτούς
ὠνομάκασιν καί ὑπέρ κανόνων ἐφρόντισαν τό δοκεῖν, κατά κανόνων τό ἀληθές
κινούμενοι ... Σύνοδος
τοίνυν, δέσποτα, οὐ τό ἁπλῶς συνάγεσθαι ἱεράρχας τε καί ἱερεῖς, κἄν
πολλοί ὦσιν (κρείσσων γάρ, φησίν, εἷς ποιῶν τό θέλημα τοῦ Κυρίου ἤ
μύριοι παραβαίνοντες), ἀλλά τό ἐν ὀνόματι Κυρίου ἐν τῇ ἐρεύνῃ καί φυλακῇ
τῶν κανόνων ... Οὐκ
ἔστιν οὖν, οὐκ ἔστιν, ὦ δέσποτα, οὔτε τήν καθ’ ἡμᾶς ἐκκλησίαν οὔτε
ἑτέραν παρά τούς κειμένους νόμους καί κανόνας ποιεῖν τι. Ἐπεί εἰ τοῦτο
δοθείη, κενόν τό εὐαγγέλιον, εἰκῇ οἱ κανόνες, καί ἕκαστος κατά τόν
καιρόν τῆς οἰκείας ἀρχιερωσύνης, ἐπειδή ἔξεστιν αὐτῷ ὡς δοκεῖ μετά τῶν
σύν αὐτῷ πράσσειν, ἔστω νέος εὐαγγελιστής, ἄλλος ἀπόστολος, ἕτερος
νομοθέτης. Ἀλλ΄ οὐδαμῶς· παραγγελίαν γάρ ἔχομεν ἐξ αὐτοῦ τοῦ ἀποστόλου,
παρ΄ ὅ παρελάβομεν, παρ΄ ὅ οἱ κανόνες τῶν κατά καιρούς συνόδων καθολικῶν
τε καί τοπικῶν ἐάν τις δογματίζῃ ἤ προστάσσῃ ποιεῖν ἡμᾶς, ἀπαράδεκτον
αὐτόν ἔχειν μηδέ λογίζεσθαι αὐτόν ἐν κλήρῳ ἁγίων».
[7]. ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ, Ἀναίρεσις Γράμματος Ἰγνατίου Ἀντιοχείας 3,
ΕΠΕ 3, 608: «Καί γάρ οἱ τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας τῆς ἀληθείας εἰσί καί
οἱ μή τῆς ἀληθείας ὄντες οὐδέ τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας εἰσί, καί
τοσοῦτον μᾶλλον, ὅσον ἄν καί σφῶν αὐτῶν καταψεύδοιντο, ποιμένας καί
ἀρχιποίμενας ἱερούς ἑαυτούς καλοῦντες καί ὑπ΄ ἀλλήλων καλούμενοι· μηδέ
γάρ προσώποις τόν Χριστιανισμόν, ἀλλ΄ ἀληθείᾳ καί ἀκριβείᾳ πίστεως
χαρακτηρίζεσθαι μεμνήμεθα».
[8]. ΑΓΙΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ Ο ΣΤΟΥΔΙΤΗΣ, Ἐπιστολή 43, Ἰωσήφ ἀδελφῷ καί ἀρχιεπισκόπῳ, ἔνθ’ ἀνωτ. (Fatouros), τόμ. 1, σελ. 125: «Ἡ δέ σιωπή μέρος συγκαταθέσεως».
[9]. Πρός τόν εὐλαβέστατον ἐν Μοναχοῖς κύρ Διονύσιον 5, ἐν Γρηγορίου Παλαμᾶ Συγγράμματα, ἔκδ. Π. Χρήστου,
τόμ. 2, Θεσσαλονίκη 1966, σελ. 482: «Τρίτον δέ εἶδος (ἀθεΐας), οὐ πόρρω
τῆς ἀνωτέρω πονηρᾶς ξυνωρίδος, τό παραιτεῖσθαι τι λέγειν τῶν δεδογμένων
περί Θεοῦ ὑπ’ ἀνευλαβοῦς εὐλαβείας ... ».
[20]. Ἀποκ. 3, 15-16
[21]. Βλ. Θεοδρομία 18 (2016) 478-487. Τό παράθεμα στή σελ. 485.
[22]. Βλ. π.χ. τήν Ἐπιστολή 49, Ναυκρατίῳ τέκνῳ,
ἔνθ’ ἀνωτ. (Fatouros) , τόμ. 1, σελ. 142: «Οὕτω κἀν τοῖς ἁγίοις ἐν ταῖς
οἰκονομίαις, ὡς καί Κυρίλλῳ τῷ μεγάλῳ ἐν τῷδε· μικρόν γάρ πάντως
ἀνέμενε τῶν Ἀνατολικῶν τό βραδύνουν ἤ προσπαθές πρός τό αἱρετικόν μή
ὑπολαμβάνειν τόν ὄντως αἱρετικόν. Τί γάρ ἦν ἄλλο τό μεσολαβοῦν, ἐπάν
ὀρθοδόξως ἐκήρυττον τήν πίστιν κἀν τούτῳ αὐτόν τόν μνημονευόμενον αὐτοῖς
ἀναθεματίζοντες; Ἐπειδή πᾶς ὀρθοδοξῶν κατά πάντα, πάντα αἱρετικόν
δυνάμει, κἄν οὐ ρήματι, ἀναθεματίζει».
[23]. Ἐπιστολή 28, Βασιλείῳ μονάζοντι,ἔνθ’ ἀνωτ., (Fatouros), τόμ. 1, σελ. 76.
1 σχόλιο:
όταν κάποιος ιερέας τελεί κάποιο μυστήριο δεν αναφέρει το όνομα του επισκόπου για να δείξει ότι γίνεται στο όνομα του αρχιερέα το μυστήριο αλλά ότι υπάρχει αποστολική διαδοχή.
άρα νομίζω είναι λάθος το συγκεκριμένο σημείο του σχολιασμού
βεβαίως θα ήθελα μία καλοπροαίρετη τοποθέτηση στον συγκεκριμένο προβληματισμό μου από γνώστες του αντικειμένου
σίγουρα οι κανόνες της Εκκλησίας δίνουν την δυνατότητα διακοπής της μνημόνευσης του επισκόπου αλλά αυτό που έγραψα έχει μία λεπτή διαφορά
Δημοσίευση σχολίου