Σάββατο 1 Ιουλίου 2017

ΘΕΡΟΣ – ΕΡΟΣ: ένα τολμηρό διήγημα του Παπαδιαμάντη

 

ΘΕΡΟΣ – ΕΡΟΣ


ΕΙΔΥΛΛΙΟΝ ΤΗΣ ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑΣ


Περὶ τὴν χαραυγήν, ἡ γραῖα Φωτεινὴ ἐξύπνισε τὰ παιδία, καὶ ἀφοῦ τὰ ἔνιψε καὶ τὰ ἐκτένισε ἐπιμελῶς τοὺς ἔδωσε παξιμαδάκια νὰ μασήσουν, «γιὰ νὰ μὴν τὰ μπουκώσ᾽ ὁ γάδαρος». Εἶτα ἔλαβε τὸ κομψόν, εὔπλεκτον καλάθιόν της, ἔθεσε ἐντὸς τὴν ρόκαν, τὴν μανδήλαν της καὶ ὀλίγα τρόφιμα διὰ πρωινὸν πρόγευμα, καὶ ἐξῆλθε μετὰ τῆς συνοδίας της.
Δὲν ἦτο ἡ πρώτη φορὰ καθ᾽ ἣν ἡ γραῖα Φωτεινὴ ἐξύπνα τόσον πρωί. Ἡ μόνη διαφορὰ ἦτο ὅτι σήμερον, ἕνεκα τοῦ ἐξαιρετικοῦ τῆς ἡμέρας, ὡδήγει μαζί της τὰ μικρὰ παιδία, καὶ ὄχι μόνον αὐτά. Ἀλλ᾽ ἡ καλὴ γραῖα ἦτο πάντοτε ἀγροδίαιτος, καὶ ἂν διενυκτέρευε συνήθως εἰς τὴν πόλιν, ποτέ, οὔτε μίαν ἡμέραν δὲν ἔλειπεν ἀπὸ τὴν ἐξοχήν. Εἶχε τὴν ἀμνάδα της, τὴν ὁποίαν ἔτρεφε φιλοστόργως καὶ αἱ ἀγαθαὶ γειτόνισσαι διηγοῦντο ὅτι ἐκοιμᾶτο μετ᾽ αὐτῆς ἀγκαλιαστά, διὰ νὰ ζεσταίνεται. Ἀλλὰ καὶ ἂν δὲν ἐκοιμᾶτο μὲ τὴν ἀμνάδα, ἐκοιμᾶτο ὅμως εἰς τὸ αὐτὸ ὑπόστεγον, ὅπου καὶ ἡ ἀμνάς, μικρὸν ὑπόστεγον μὴ διαφέρον ὀρνιθῶνος εἰς τὸν μυχὸν τῆς αὐλῆς. Καὶ τὴν ἡμέραν ἡ μὲν ἀμνὰς εἶχε τὰ ἀρνία της, ἡ δὲ Φωτεινὴ τὰ παιδία της, τὰ τέκνα τῆς κυρίας της καὶ τῆς ἀδελφῆς αὐτῆς, ἡμίσειαν δωδεκάδα μικρῶν διαβόλων, οἵτινες ἐκρεμῶντο ἀπὸ τὰ φουστάνια της, προσεκολλῶντο εἰς τὰ σπηλαιώδη στέρνα της καὶ ἐπήδων εἰς τοὺς κυρτοὺς ὤμους της. Τὴν δὲ νύκτα ἡ μὲν ἀμνὰς εἶχε τὰ μηρυκάσματά της, δι᾽ ὧν ἐκράτει ἔξυπνον τὴν σύνοικον, ἡ δὲ γραῖα εἶχε τὰ ὄνειρά της, ἄλλα μηρυκάσματα τῆς φαντασίας καὶ αὐτά, ὑφ᾽ ὧν ἐστέναζεν ἐνίοτε ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός, ἐξυπνοῦσα τὴν προβατίναν, ἥτις διὰ μικροῦ βελασμοῦ ἀπήντα συμπαθῶς εἰς τοὺς στεναγμούς της.
Σήμερον ὅμως, ἐπειδὴ ἦτο ἑλληνικὴ ἑορτή, ἡ ἑορτὴ τῆς Ἀνθοῦς, ἡ πομπὴ συνωδεύετο καὶ ἀπὸ τὴν μεγάλην κόρην τῆς κυρίας της, τὴν περικαλλῆ Ματήν. Τούτου ἕνεκα, ἡ γραῖα ἀνέλαβεν ἐνώπιον ταύτης τὴν ἡμιαληθῆ ἐκείνην σοβαρότητα, τὴν ὁποίαν ὅλαι αἱ γραῖαι ὑπηρέτριαι ὁπλίζονται ἐνώπιον τῶν νεαρῶν θυγατέρων τῶν δεσποινῶν των. Δὲν ἐπέτρεπε πλέον εἰς τὰ παιδία νὰ πιάνωνται ἀπὸ τὰ φουστάνια της νὰ τὰ τραβοῦν, ἀδιακόπως τὰ ἐμάλωνε, κ᾽ ἐκεῖνα ἔτρεχαν ἄλλα ἐμπρός, ἄλλα εἰς τὰ πλάγια, χωρὶς νὰ δίδωσι προσοχὴν εἰς τὰς φωνάς της.
Ἡ Ματὴ ἐβάδιζε δεξιόθεν παρὰ τὸ πλευρὸν τῆς γραίας, ὑψηλή, εὐσταλής, καλλίζωνος. Εἶχε ξενικὰ διευθετημένην τὴν κόμην της, ἔμενε πάντοτε ἀσκεπὴς οἴκοι. Μόνον τὴν πρωίαν ἐκείνην, ἐπειδὴ ἐπήγαινεν εἰς τὴν ἐξοχήν, ἐφόρει λεπτὸν λευκὸν μανδήλιον περὶ τοὺς κροτάφους καὶ τὸ ἰνίον, τόσον βραχὺ καὶ τόσον ἐντέχνως διπλωμένον, ὥστε ἦτο ὡς νὰ μὴν τὸ ἐφόρει, καὶ ἡ πλουσία ξανθὴ κόμη της ἐφαίνετο σχεδὸν ὅλη, μέχρι τῆς ὀσφύος κατερχομένη εἰς δύο παχείας πλεξίδας, ὡς σταλακτίτας χρυσοῦς, καὶ ὁ λαιμός της ἦτο ὁρατὸς ὅλος κάτω τοῦ βρόχθου εἰς τὸν λάκκον τῆς σφαγῆς καὶ μέχρι τῆς ρίζης τῶν ὠμοπλατῶν.
Ἐφόρει μικρὰν πόλκαν κανελόχρουν καὶ λευκὸν μεσοφούστανον πολὺ κοντὸν διὰ τὸ ἀνάστημά της. Ἀλλὰ φαίνεται ὅτι ἡ μήτηρ ὑπελόγισε πολὺ κακῶς διὰ τὴν μέλλουσαν ἀνάπτυξιν τῆς κόρης, καὶ ὅσον ἐκείνη τῆς ἔκαμνε κοντὰ φορέματα, τόσον ἡ νέα ηὔξανε καὶ ἐπέτα ἀνάστημα ἀποτόμως. Ἦτο ἤδη δεκαεπταέτις, κ᾽ ἐφαίνετο νὰ εἶναι εἴκοσιν ἐτῶν, ἐν ὑπερακμῇ ρώμης καὶ καλλονῆς, ὁμοία μὲ τὴν Πρωτομαγιάν, τὸ κορύφωμα τοῦτο τῆς ἀνοίξεως, τὴν ἑτοίμην νὰ παραδώσῃ τὰ σκῆπτρα εἰς τὸ ἀδυσώπητον καὶ δρεπανοφόρον θέρος-ἔρος.
Μόλις ἐξῆλθον τῆς πολίχνης, καὶ ἡ κόρη ἔβγαλε τὴν πόλκαν της, εἰποῦσα ὅτι αἰσθάνεται ζέστην, κ᾽ ἔμεινεν μόνον μὲ τὸ μεσοφούστανον, μὲ τὸ ὁλοβρόχινον* ὑποκάμισον καὶ μὲ τὴν λευκὴν βαμβακερὴν φανέλαν. Τότε ἀνεδείχθη ἐξαισιώτερον τὸ ραδινὸν τῆς μέσης, ἡ χάρις τοῦ ἀναστήματος καὶ τὸ γλαφυρὸν τῶν κόλπων της. Ὑπὸ τὴν λεπτὴν φανέλαν, ὅπου ἐφαίνοντο ἀνατέλλουσαι αἱ σάρκες της, θὰ ἔλεγέ τις ὅτι εἶχεν ἀποταμιευμένα νεοδρεπῆ, δροσερὰ ὠχρόλευκα κρίνα, μὲ φλεβιζούσας ἀποχρώσεις λευκοῦ ρόδου. Ἡ κόμη ἐπέστεφε τὸ μέτωπόν της ὡς ἐρυθραινόμενον νέφος μὴ ἐπαρκοῦν νὰ συστείλῃ τὴν αἴγλην τοῦ φωτός, καὶ αἱ ὀφρύες συστελλόμεναι ἐσκίαζον τοὺς βαθεῖς γλαυκοὺς ὀφθαλμούς της ὡς λευκὴ ὁμίχλη ἐπιπολάζουσα τὴν πρωίαν ἐπὶ τοῦ ἀνταυγάζοντος αἰγιαλοῦ, καὶ τὰ χείλη μὲ τὴν ψίθυρον φωνὴν ἐφαίνοντο μορμυρίζοντα: φίλησέ με!
Ἀφοῦ ἐβάδισαν χίλια βήματα ἔξω τῆς πολίχνης, καὶ ἡ ἐξοχὴ ἤρχισε νὰ μεθύσκῃ τὰς αἰσθήσεις των μὲ τὰς ἀπείρους εὐωδίας της, εἰσῆλθον εἰς στένωμά τι μεταξὺ δύο φρακτῶν, βαίνουσαι ἐπὶ τῆς χλόης, πατοῦσαι τὰ χαμαίμηλα, συλλαμβανόμεναι ἐνίοτε ὑπὸ τῶν βάτων, ἐνῷ τὰ παιδία ἔτρεχαν ἐμπρός, καὶ πότε εἰσέβαλλον εἰς ἄμπελον κ᾽ ἔκοπτον βλαστούς, πότε ἀνερριχῶντο εἰς ἄγρια δένδρα ἐν μέσῳ τῶν φρακτῶν ὑψούμενα, κ᾽ ἐζήτουν φωλεὰς στρουθίων, ἐνῷ ἡ γραῖα Φωτεινὴ δὲν ἔπαυε νὰ φωνάζῃ:
― Φρόνιμα, παιδιά! Τίνος τὸ λέω; Μὴν τρέχῃς, σὰν ἀγριοκάτσικο, Μανώλη! Τί θέλεις ἐκεῖ πάνω, Γιάννη; Σταθάκη, θὰ ξεσχίσῃς τὸ ροῦχό σου. Κάτω, ἐσὺ μικρέ!
Ἡ δὲ Ματή, διακόπτουσα τὸν ρεμβασμόν της, ἠπείλει τὰ παιδία μὲ τὴν παλάμην, κράζουσα:
―Ἡσυχία, παιδιά! Θὰ φᾶτε ξύλο!
Ὅλα αὐτὰ ἐπέφεραν μικρὰν βραδύτητα εἰς τὴν πορείαν, καὶ ἄλλαι γυναῖκες ὄπισθεν ἐρχόμεναι, μὲ τὰ καλαθάκια των, ταχυποροῦσαι τὰς ἐκαλημέριζαν κ᾽ ἐπροσπερνοῦσαν.
Ἐκεῖ συναντῶσιν ἕνα νέον, ὅστις, ἐνῷ ὅλοι ἐπήγαιναν εἰς τὴν ἐξοχήν, αὐτὸς ἐφαίνετο ἐπιστρέφων ἤδη καὶ διευθύνετο εἰς τὴν πόλιν. Ἦτο ὑψηλός, μὲ ἀρρενωπὴν ὄψιν, μὲ γλυκεῖς μέλανας ὀφθαλμοὺς καὶ μ᾽ ἐκφραστικοὺς χαρακτῆρας. Τὸ βάδισμά του ἦτο ὑπερήφανον, μετά τινος ἐπιτηδεύσεως, οἱονεὶ συρτόν, καὶ εἶχε λεπτὸν μαῦρον μύστακα στριμμένον. Θὰ ἦτο ἕως εἰκοσιτεσσάρων ἐτῶν.
Ἅμα εἶδεν ἀντικρύ του τὰς δύο γυναῖκας, θὰ ἔλεγέ τις ὅτι ἐβράδυνε τὸ βῆμα, ὡς νὰ ἤθελε ν᾽ ἀπολαύσῃ ἐπί τινας στιγμὰς περισσότερον τῆς θέας των.
Μόλις ἰδοῦσα τοῦτον, ἡ γρια-Φωτεινὴ τὸν ἐκοίταξε μὲ ἦθος φιλύποπτον, ὡς νὰ ἤξευρε κάτι τι περὶ τοῦ ἀτόμου του, καὶ ἀδιοράτως ἔσεισε τὴν κεφαλήν.
Ἡ Ματή, ἅμα τὸν εἶδε, συνεστάλη ἐγγύτερον εἰς τὸ πλευρὸν τῆς γραίας συνοδοῦ της, οἱονεὶ διὰ νὰ τοῦ κάμῃ τόπον νὰ περάσῃ διὰ τῆς στενῆς παρόδου μεταξὺ τῶν δύο φρακτῶν.
Ὁ νέος ἐπλησίασε μὲ βραδὺ βῆμα, ἔρριψε μακρὸν βλέμμα εἰς τὴν Ματήν, ἥτις ἐχαμήλωσε τὰ ὄμματα, ἔβγαλε τὸ καπέλο του, ἐχαιρέτισε τὰς δύο γυναῖκας, καὶ ἀπεμακρύνθη, οἱονεὶ μετὰ δυσκολίας καὶ κόπου. Εἰς τὴν κομβιοδόχην του ἔφερε ρόδον, μικρὰν δὲ ἀνθοδέσμην ἐκράτει εἰς τὴν ἀριστερὰν χεῖρα, τὴν ὁποίαν, ἐνῷ ἐχαιρέτιζε διὰ τῆς δεξιᾶς, ἀκουσίως βέβαια ἐπρότεινε μικρὸν πρὸ τοῦ στέρνου, ὡς νὰ ἐπεθύμει νὰ προσφέρῃ τὴν ἀνθοδέσμην εἰς τὴν Ματὴν καὶ δὲν ἐτόλμα.
Ἡ γραῖα ἀπήντησε ψυχρῶς εἰς τὸν χαιρετισμόν του, ἡ νέα μόλις ἔνευσε διὰ τῆς κεφαλῆς.
Μετ᾽ ὀλίγας στιγμὰς ἔγινεν ἄφαντος, ὄπισθεν μικρᾶς καμπῆς τῆς παρόδου.
Ἡ γραῖα Φωτεινὴ ἔστρεψε ἐταστικὸν βλέμμα πρὸς τὴν Ματήν.
― Ποῦ νὰ ἦτον αὐτὸς ὁ Ἔρωτας; εἶπε· καὶ γιατί γυρίζει τόσο πρωὶ ἀπ᾽ τὴν ἐξοχή;
Ἡ Ματὴ ἐκοίταξε μὲ ἀπορίαν τὴν γραῖαν θεράπαιναν.
―Ἐμένα ρωτᾷς; εἶπε· καὶ τί ξέρω ἐγώ;
―Ὅλοι πᾶνε, ἐπανέλαβε μὴ δοῦσα προσοχὴν εἰς τὴν ἀπάντησιν ἡ γραῖα, ὅλοι τώρα πᾶνε, κι αὐτὸς ἔρχεται. Ὁ ἥλιος τώρα ἀκόμη θὰ βγῇ.
Τῷ ὄντι ὁ ἥλιος τὴν στιγμὴν ἐκείνην προέκυψεν ἀνερχόμενος ἐκ τοῦ ἀπέναντι βουνοῦ.
Ἡ Ματὴ δὲν ἀπήντησεν ἐκ δευτέρου. Μόνον ἐφαίνετο σύννους.
― Ξέρω ἐγώ, Ματή μου, ἐπανέλαβεν ἡ γραῖα, ξέρω ἐγὼ γιατί γυρίζει τόσο γλήγορα.
― Ἀφοῦ τὸ ξέρεις, πῶς ἐρωτᾷς; εἶπεν ἡ Ματή.
― Δὲ θὰ πῆγε πολὺ μακριά, καθὼς πᾶν ἄλλοι, θὰ ἔκαμε πάνου ἀπὸ τὰ Πηγάδια κ᾽ ἔστρεψε δεξιὰ ἀπὸ κεῖ ποὺ πᾶν οἱ λιμεναρχαῖοι κ᾽ οἱ τελώνηδες καὶ ὁ νεροδίκης* περίπατο καὶ γιὰ αὐτὸ γυρίζει γλήγορα πίσω.
― Θὰ ἔχῃ κανέναν κῆπο ἐδῶ σιμά, φαίνεται, κ᾽ ἐπῆγε νὰ κόψῃ λουλούδια καὶ ἐγύρισε, παρετήρησεν ἡ Ματή.
― Δὲν ἔχει κανένα κῆπο ἐδῶ σιμά, ἀντέκρουσεν ἡ γραῖα, καὶ δὲν πῆγε νὰ κόψῃ λούλουδα, Ματή μου, καὶ νὰ γυρίσῃ, μόνο ἤθελε νὰ μᾶς εὑρῇ στὸ δρόμο ἐμᾶς, καὶ γι᾽ αὐτὸ ἐγύρισε γλήγορα.
―Ἐμᾶς; Στὸ δρόμο; ἐπανέλαβεν ὡς νὰ μὴν ἐνόει ἡ Ματή.
― Αὐτὸ π᾽ σ᾽ λέω ᾽γώ, ἐπέμεινεν ἡ γραῖα.
― Καλέ, μὴ μὲ σκοτίζῃς, Φωτεινή, ἔκραξεν ἡ νέα. Καὶ τί μὲ μέλει ἐμέ;
Ἡ γραῖα δὲν ἐτόλμησε πλέον νὰ γρύξῃ.[.........]


ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΤΟ ΔΙΗΓΗΜΑ

Θέρος-Ἔρος (1891) - Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Δεν υπάρχουν σχόλια: