Τετάρτη 14 Ιουνίου 2017

Η ΘΗΒΑΙΔΑ ΤΗΣ ΓΑΛΑΤΕΙΑΣ.

ΟΙ ΆΓΙΟΙ ΡΩΜΑΝΟΣ ΚΑΙ ΛΟΥΠΙΣΙΝΟΣ. 

ΟΙ ΟΙΚΙΣΤΕΣ ΤΗΣ ΕΡΗΜΟΥ ΤΗΣ ΓΙΟΥΡΑ . ΓΑΛΛΙΚΟ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ.



TΟ ΕΤΟΣ 444 (πού αποτελεί τήν μοναδική ακριβή χρονολογία στόν Βίο των Πατέρων τής Πουρά), ό Αγ. Ιλαρίων τής Άρλ (μαθητής ό ίδιος του Άγ. Όνοράτου του Λεράν) ταξίδεψε στη Μπεζανσόν, στήν άκρη τής Γιούρα, σχετικά με τήν πασίγνωστη διαμάχη πού άναφέρθηκε νωρίτερα σέ αύτήν τήν εισαγωγή (ό συγγραφέας του Βίου παίρνει τό μέρος του Πάπα Αγ. Λέοντος σέ αύτήν τήν διαμάχη). Επειδή είχε μάθει γιά τήν φήμη των Αγίων Ρωμανού καί Λουπισίνου, «κάλεσε τόν μακάριο Ρωμανό, ό όποιος δέν βρισκόταν μακριά άπό την πόλη τής Μπεζανσόν, μέσω κληρικών πού στάλθηκαν γιά αύτόν τον σκοπό. Εξυμνώντας, μέ ένα μεγαλοπρεπές έγκώμιο τήν πρωτοβουλία του καί τόν τρόπο τής ζωής του, του άπένειμε τήν τιμή τής ίερωσύνης και αφού τόν γέμισε τιμές, τόν άφησε νά επιστρέφει στήν μονή» (κεφ. 18).

Αυτό συνέβη ίσως περίπου δεκαπέντε χρόνια άπό τόν καιρό της άνάληψης άπό τόν 'Άγ. Ρωμανό τής έρημιτικής ζωής, όταν πρέπει να ήταν περίπου πενήντα χρόνων. Οί Ρωμαιοκαθολικοί λόγιοι έν γένει ύποθέτουν ότι πρέπει νά ύπήρχαν ήδη άρκετοί ιερείς στό άκμάζον κοινόβιο, έχοντας ύπόψη τους τήν μεταγενέστερη Λατινική πρακτική.

Αλλά, πρέπει νά θυμόμαστε ότι ή μοναστική έμπνευση των Πατέρων της Γιούρα προέρχεται άπό τήν Ανατολή, όπου ύπήρχαν πολλά μοναστήρια χωρίς κανέναν ιερέα- τό όνομαστό μοναστήρι του Άγ. Σάββα του Ηγιασμένου, γιά παράδειγμα, είχε πάνω άπό 150 μοναχούς προτού να άποκτήσει ένα καί μοναδικό ιερέα, καί ό ίδιος ό Άγ. Σάββας, νεαρότερος σύγχρονος του Άγ. Ρωμανού, ονομάζεται ό «Ηγιασμένος» ή «Χειροτονημένος» διότι, κατέχοντας τόν ιερατικό βαθμό, αποτελούσε άξιοσημείωτη εξαίρεση άνάμεσα στίς τάξεις των μοναχών, καί μάλιστα και τών ήγουμένων. ("Όπως καί ό Άγ. Ρωμανός, ήταν περίπου 50 ετών όταν ό έπίσκοπός του τόν άνάγκασε νά χειροτονηθεί ώς ό πρώτος ιερέας στο κοινόβιό του).



 Περίπου σαράντα χρόνια άργότερα, ό Άγ. Εύγενδος, άκόμη καί αφού είχε γίνει ήγούμενος, ηρνείτο πεισματικά νά ανέλθει στήν ιεροσύνη: «Συχνά μου έκμυστηρευόταν ότι ήταν πολύ καλύτερα για έναν ήγούμενο, εξ αιτίας τής φιλοδοξίας τών νέων, νά κατευθύνει τους αδελφούς χωρίς νά έχει ενδυθεί τήν ιεροσύνη, χωρίς νά είναι δεσμευμένος από αύτό τό άξίωμα τό όποιο δεν θά πρέπει να άναζητούν άνθρωποι πού έχουν ορκιστεί τήν αυταπάρνηση καί την απομάκρυνση άπό τόν κόσμο. «Έξ άλλου», πρόσθετε, «γνωρίζουν έπίσης, ότι πολλοί πατέρες, αφού έξάσκησαν στόν τέλειο βαθμό την ταπείνωση τής κατάστασής τους, στό βάθος τους καί μυστικά γέμισαν | ύπερηφάνεια άπό τό ιερατικό άξίωμα...» (κεφάλαια 13 3. 134)· Ό άγιος Λουπισίνος δέν έλαβε ποτέ τό αξίωμα τής ιεροσύνης, άκόμη καί μετά το θάνατο τού Άγ. Ρωμανού, όταν ήταν ήγούμενος των άδελφών γιά είκοσι περίπου χρόνια. Κατά πάσα πιθανότητα, λοιπόν, ό 'Άγ. Ρωμανός, σε πλήρη συμφωνία μέ τήν Ανατολική παράδοση, ήταν ό πρώτος ιερέας της κοινότητας, καί πρίν τήν χειροτονία του ή Λειτουργία γινόταν στο παρεκκλήσιο, μόνον στίς άρκετά σπάνιες περιπτώσεις πού θά είχαν την έπίσκεφη ενός ιερέα κάποιας ένορίας. Ό ίδιος ό 'Άγ. Εύγενδος, ήταν πιθανόν ό γιός τού ιερέα τής πλησιέστερης ένορίας τόν καιρό πού ζούσε  ό Άγ. Ρωμανός, στό Τζερνορ (κεφ. 120). (Οί ιερείς στόν κόσμο την εποχή αυτή στήν Δύση, πρέπει νά σημειωθεί, μπορούσαν νά είναι έγγαμοι, ενώ οί έπίσκοποι έπρεπε, έάν ήταν έγγαμοι όταν έκλέγονταν, να παύουν νά ζούν μέ τίς συζύγους τους μετά τήν χειροτονία).


Ό Άγ. Ρωμανός, λοιπόν, ένδεδυμένος τήν ιεροσύνη, έπέστρεφει στο μοναστήρι· ένθυμούμενος όμως τήν άρχική του ομολογία, προσέδιδε τόση λίγη σημασία, λόγω τής ταπείνωσής του ως μοναχού, στό γόητρο τού κληρικού αξιώματος ώστε παρόλο πού τήν ώρα τής ιεροτελεστίας οι αδελφοί έφθαναν στό σημείο νά τόν ύποχρεώνουν νά καταλάβει υψηλότερη θέση από τήν δική τους γιά τήν θυσία, τίς άλλες μέρες, μοναχός μεταξύ μοναχών, δέν έπέτρεπε νά φανεί στόν έαυτό του όποιοδήποτε ίχνος τού έξαιρετικού αξιώματος τής ιεροσύνης» (κεφ. 20). Τό άπόσπασμα αύτό θά έμοιαζε έπίσης νά δηλώνει ότι ή Λειτουργία, σύμφωνα μέ τήν παράδοση πού είχαν οί λαύρες της  Ανατολής, δέν τελείτο καθημερινά στό Κονταντίσκο, άλλά μόνον (ίσως) τίς Κυριακές καί τίς εορτές.

Μέ τήν αύξηση τών άδελφών ιδρύθηκαν άρκετά νέα μοναστήρια, και όλα από κοινού καθοδηγούνταν από τούς δύο άδελφούς. 'Η τοποθεσία τής κοινότητας τού Κονταντίσκο έκτοτε είχε δυσκολία στό νά συντηρεί, όχι μόνον τά πλήθη πού έφθαναν εκεί, άλλά άκόμη καί τούς άδελφούς. Κρεμασμένη πάνω σέ λόφους ή άκουμπώντας πάνω σέ πλαγιές, στο μέσον προεξοχών τών βράχων, κατεστραμμένη από τά συχνά περάσματα νερού πάνω από ένα πετρώδες έδαφος, ή γεωργία είναι περιορισμένη και δύσκολη, τόσο από τήν σπανιότητα των πεδιάδων όσο καί από την πενιχρότητα των θερισμών καί τήν άβέβαιη σοδειά. 



Έάν, πράγματι, ή δριμύτητα τοΰ χειμώνα δεν καλύπτει άπλά άλλά μάλλον θάβει τήν φύση κάτω από τό χιόνι, τήν άνοιξη, άφ’ ετέρου, άλλά καί τό καλοκαίρι όπως καί τόν φθινόπωρο, είτε τό χώμα, ύπερθερμαινόμενο από την άντανάκλαση τής ζέστης πού άναδίδεται από τούς γειτονικούς βράχους, καίγεται σάν νά έχει πυρποληθεί, ή άλλιώς οί καταρρακτώδεις βροχές παρασύρουν όχι μόνον τήν γή πού έχει ετοιμασθεί γιά καλλιέργεια, αλλά συχνά καί αυτό τό μή καλλιεργήσιμο καί σκληρό έδαφος, μαζί μέ το χόρτο, τά δένδρα καί τούς θάμνους... Έτσι, στήν επιθυμία τους να άποφύγουν αύτήν τήν μάστιγα ως ένα βαθμό, οί άγιώτατοι Πατέρες, έκοβαν έλατα, ξερρίζωναν κούτσουρα... καί δημιουργούσαν χωράφια στα γειτονικά δάση, τά όποια δέν στερούνταν καθόλου από περιοχές με λιγότερη πλαγιά καί πιό εύφορες, έτσι ώστε αυτή ή γή, κατάλληλη για γεωργία, νά μπορέσει νά μειώσει τήν φτώχεια τών κατοίκων του Κονταντίσκο. Τό καθένα από τά δύο μοναστήρια ήταν ύποταγμένο στην εξουσία τών δύο Άββάδων. 'Ο Πατέρας Λουπισίνος, όμως, πιό ειδικά καί συνήθως ζούσε στήν Λωκόν—πού είναι ή ονομασία τού τόπου—και όταν πέθανε ό μακάριος Ρωμανός είχαν άπομείνει τουλάχιστον 150 αδελφοί, τούς οποίους είχε διαπλάσει εκείνος μέ τήν δική του διαπαιδαγώγηση» (κεφάλαια 22-24).

 

Τό σημερινό αυτό δεύτερο μοναστήρι τής Γιούρα, πού βρίσκεται αρκετά μίλια δυτικά του Κονταντίσκο, όπου ξεπροβάλλει ό ίδιος ποταμός Μπιέν μέσα από βαθύ φαράγγι καί χύνεται σέ εύφορη πεδιάδα, είναι τό σημερινό χωριό του Σάν-Λουπισάν, στό όποιο διασώζονται μέχρι καί σήμερα τά λείψανα του Άγ. Λουπισίνου. Στόν βίο του των δύο άγιων, ό Άγ. Γρηγόριος αναφέρει καί ένα άκόμη μοναστήρι πού ίδρυσαν οί αδελφοί «στό έδαφος της Άλαμανίας», τό όποιο συνήθως έρμηνεύεται ώς μονή του Ρομανμουτιέ στήν Ελβετία, κάπου 45 μίλια βορειοδυτικά τής αρχικής μονής. Εκτός από αύτές τις κυρίως μονές, ύπήρχαν πολυάριθμα κελιά καί ερημητήρια διάσπαρτα μέσα στά βουνά, τά όποια είχαν μετατρέψει τήν Γιοΰρα σέ ένα είδος «Θηβαΐδας των Γαλατών» (ή Αγιο Όρος), παρόλο πού τό πλήθος των μοναχών δέν έφθασε ποτέ τίς Αιγυπτιακές άναλογίες, καθώς αριθμείτο σε έκατοντάδες μάλλον καί όχι σέ χιλιάδες.

Στό μέσον όλης αύτής τής ζωηρής μοναστικής δραστηριότητας, άρχισαν νά έλκύονται καί γυναίκες από τήν έρημο καί από τό παράδειγμα των άδελφών-άγίων· ή πρώτη πού έφθασε έκεί ήταν ή άδελφή των άγιων, Γιόλ. Όπως είχαν κάνει κάποτε γιά τίς άδελφές τους οί Αγιοι Αντώνιος καί Παχώμιος (καί άργότερα ό 'Άγ. Καισάριος τής ’Άρλγιά τήν αδελφή του Καισαρία), τό ίδιο έπρεπε τώρα νά ιδρύσουν καί οί μοναστές ιδρυτές τής Γιοΰρα ένα κοινόβιο μοναστριών γιά τήν άδελφή τους καί τις γυναίκες πού τήν είχαν άκολουθήσει μέσα στήν έρημο. «Όχι πολύ μακριά από έκεί καί πάνω στήν κορυφή ενός βράχου, όπου κυριαρχούσε ένας φυσικός βράχος ό όποιος κατέληγε σέ πέτρινη αψίδα, πού μέσα της έκρυβε πελώρια σπήλαια, οί άγιοι, κατά τήν παράδοση— καθοδηγούμενοι στήν εκλογή τους από πατρική στοργή—άνακήρυξαν μία Ήγουμένη γιά ένα κοινόβιο παρθένων, καί άνέλαβαν στόν τόπο αυτό τήν διοίκηση 105 μοναζουσών...


 Έδώ οί μακάριοι Πατέρες άνοικοδόμησαν μία βασιλική, ή όποια ύποδέχτηκε όχι μόνον τά λείψανα των παρθένων, άλλά είχε έπίσης τήν τιμή νά περιέχει καί τόν τάφο του ηρώα του Χριστού, του ίδιου του Ρωμανού. Ήταν τόσο μεγάλη ή αύστηρότητα του τυπικού τής μονής αύτής, ώστε κάθε παρθένος πού έμπαινε σέ αύτήν γιά νά άπαρνηθεί τόν κόσμο δέν ξαναέβγαινε από εκεί παρά μόνον όταν έπρόκειτο νά τήν οδηγήσουν στόν τάφο της» (κεφάλαια 25-26). 'Η γυναικεία αυτή μονή, γνωστή μέ τό όνομα «Λα Μπάλμ», δέν ξανακούστηκε άργότερα, προφανώς διότι έξαφανίστηκε με τίς βαρβαρικές έπιδρομές του 5ου καί 6ου αιώνα. Υπήρξε πιθανόν το πρώτο γυναικείο κοινόβιο τής Δύσης στήν «έρημο», καθώς τά πρώτα κοινόβια είχαν ιδρυθεί μέσα στίς πόλεις ή κοντά σέ αύτές. Αργότερα εκεί κοντά ιδρύθηκε ανδρικό κοινόβιο, καί σήμερα ή περιοχή (τρία περίπου μίλια νοτιοδυτικά του Σάν-Λουπισάν, καί επίσης πάνω στόν ποταμό Μπιέν) βρίσκεται κοντά στήν πόλη του Σάν-Ρομάν-ντε-Ρός, όπου πράγματι τά λείψανα του Άγ. Ρωμανού διασώζονται άκόμη στόν ναό τής ένορίας.

 

 Στους αιώνες πού άκολούθησαν ύπήρξε άλλη μία κοινότητα μοναζουσών στήν Γιούρα, στό Νωβίλ-λε-Ντάμ, πού ήταν μετόχι του Κονταντίσκο καί ίσως ή διάδοχος μονή τής μονής τής Άγ. Γιόλ.  Τό ύπόλοιπο μέρος τού Βίου του Άγ. Ρωμανού—πού αποτελεί το πρώτο από τά τρία μέρη του Βίου των Πατέρων της Γιοΰρα—είναι άφιερωμένο στά θαύματα του Αγίου, στίς δαιμονικές έπιθέσεις κατά των άδελφών καί στίς άδυναμίες καί τόν γογγυσμό ορισμένων από αύτούς, τήν στιγμή πού έφτασαν νά δεχτούν ότι οί θαυμάσιες μονές τής Γιούρα αποτελούσαν τμήμα του εκκλησιαστικού «κατεστημένου» καί έπρεπε επομένως νά θεωρούνται ώς κάτι τό δεδομένο. "Όλα αύτά περιγράφονται μέ όρους πολύ οικείους στούς άναγνώστες τών Βίων τών Πατέρων της Ανατολής, καί ένα μέρος τους άναφέρεται καί από τόν Άγ. Γρηγόριο της Τούρ στόν Βίο πού συνέθεσε γιά τούς άδελφούς, παρόλο πού είναι προφανές, έξ αιτίας τών πολλών διαφορών, ότι δέν χρησιμοποίησε τον Βίο αυτό ώς τήν κύρια πηγή του, καί μήπως καί δέν τόν γνώριζε καν. Σέ ένα άπόσπασμα του Βίου των Πατέρων της Γιούρα, όταν περιγράφεται ότι κάποιος από τούς γεροντότερους μοναχούς διαμαρτύρεται στόν Άγ. Ρωμανό ότι δέχεται πάρα πολλούς δόκιμους στήν κοινότητα καί ότι δεν κάνει μιά προσεκτική έπιλογή τους, ό συγγραφέας δράττεται της εύκαιρίας, δίνοντας τήν άπάντηση του Άγ. Ρωμανού, νά περιγράφει κάτι από τό μοναστικό πνεύμα πού μετέδωσε ό Άγ. Ρωμανός στους άδελφούς, καθώς έπίσης καί κάτι από τίς μοναχικές δοκιμασίες πού πέρασαν οί αδελφοί. 





Ό Άγ. Ρωμανός άπαντά στόν γέροντα: «Πές μου, ώ σύ πού επιθυμείς γιά μάς μία τόσο μικρή κοινότητα: είσαι ικανός, ανάμεσα σέ όλους τούς άδελφούς πού βλέπεις γύρω σου στήν κοινότητά μας, νά κάνεις τήν έπιλογή καί τήν διαίρεση προκειμένου νά σχηματίσεις τίς δύο ομάδες γιά τίς όποιες μιλάς, σάν νά μπορούσες, έξετάζοντας την μία μετά τήν άλλη, νά διαχωρίσεις τέλεια, πρίν τόν θάνατό τους, τους δοκιμασμένους άγιους από τούς άπρόσεκτους; ... Αέν έχεις δει έδώ στην κοινότητά μας ορισμένους μοναχούς νά άφιερώνονται μέ θέρμη σέ ένα κανόνα ζωής, τόν όποιο άργότερα, έπειτα από άργή πτώση από τήν μία χλιαρότητα στήν άλλη, τόν ποδοπάτησαν; Πόσες φορές, έπίσης, αδελφοί δέν έχουν άφήσει τήν κοινότητα κάτω από τό φύσημα μιάς άντίθετης Μπαρόρμησης; Καί από αύτούς τούς τελευταίους, πόσες φορές δεν έχουμε δει τόν ένα ή τόν άλλο νά ξαναεγκαταλείπει τόν κόσμο καί νά επιστρέφει σέ εμάς, μία δύο ή τρεις φορές, καί παρά τό γεγονός αυτό, ξαναβρίσκοντας τό κουράγιο του νά έπιμένει στήν δάφνη της νίκης στην ομολογία πού είχε έγκαταλείψει τόσο καιρό πριν!

 

Ορισμένοι, επίσης, χωρίς νά έπισύρουν τήν άποδοκιμασία, επιστρέφουν, όχι στα έλαττώματά τους, αλλά στήν χώρα προέλευσής τους καί τηρούν εκεί τον κανονισμό μας μέ τέτοια άγάπη καί ζήλο, ώστε, άνερχόμενοι στην ιεροσύνη από τήν άγάπη καί τήν έκλογή των πιστών, κατευθύνουν με μεγάλο αξίωμα μοναστήρια καί έκκλησίες τού Χριστού... Καί δέν είδες, αρκετά πρόσφατα, στό μοναστήρι μας, τί συνέβη στόν Μαξέντιο; Αφού επέβαλε στόν έαυτό του άσκηση καί στερήσεις άνήκουστες στήν Γαλατία, μέ συνεχείς άγρυπνίες άφού έπέδειξε μία άκαταπόνητη επιμέλεια στην άνάγνωση,—έχοντας πειστεί από τό ελάττωμα τής υπερηφάνειας, έγινε λεία τού πλέον ακάθαρτου από τούς δαίμονες, καί ή αφροσύνη καί ή μανία του υπερέβησαν κατά πολύ τήν μανία καί τήν αφροσύνη εκείνων πού τώρα τελευταία μόνο είχε φροντίσει, όταν ήταν ισχυρός στόν καρπό των άξιων του: δεμένος μέ λουριά καί σχοινιά από εκείνους τούς όποιους είχε θεραπεύσει πολύ καιρό πριν μέ τήν χάρη τού Κυρίου, έλευθερώθηκε τελικά από τό θανατηφόρο πνεύμα μέ τήν χρίση τού άγιου έλαίου.

Αναγνώρισε, λοιπόν, ότι αυτή ή ίδια ύπερηφάνεια, πού εμπνέει ό διάβολος, είναι έκείνη πού μυστικά σέ υποκινεί, καί ότι ή περίπτωσή σου δέν διαφέρει πολύ από έκείνη τού Μαξέντιου» (κεφάλαια 29, 32-34)· Ό Βίος των Πατέρων τής Γιούρα—όμοια μέ τόν Βίο τού Αγ.  Γρηγορίου—δείχνει τούς δύο άδελφούς νά είναι διαφορετικοί άλλά να συμπληρώνουν ό ένας τόν άλλον στίς άρετές τους: «Οί δύο Πατέρες ύπερέβαλλαν ό ένας τόν άλλο σέ συμπληρωματικά χαρίσματα, τά όποια είναι άπαραίτητα στήν τέχνη τής καθοδήγησης καί τής διοίκησης. Διότι άν ό μακάριος Ρωμανός ήταν πολύ έλεήμων πρός όλους, μέ μία τέλεια ήρεμία, ό άδελφός του ήταν περισσότερο αύστηρός, καί στήν διόρθωση καί στήν καθοδήγηση των άλλων, καί πρώτα άπ’ όλα πρός τόν έαυτό του.


'Ο Ρωμανός, όταν είχε χαθεί κάθε ελπίδα συγγνώμης, αύθόρμητα έκανε χρήση τής έπιείκιας πρός τούς ένοχους· ενώ ό άλλος, φοβούμενος μήπως τά μικρά άμαρτήματα, έπαναλαμβανόμενα, καταλήξουν σέ μεγάλα, έπιτιμούσε μέ μεγάλη σφοδρότητα. 'Ο Ρωμανός δέν επέβαλλε στους άδελφούς περισσότερες στερήσεις από έκεϊνες πού θά δεχόταν ή ίδια ή θέλησή τους· ένώ ό Λουπισίνος, προσφέροντας σέ όλους τό δικό του παράδειγμα, δεν έπέτρεπε σε κανέναν νά άποφύγει ό,τι έκανε δυνατό ή βοήθεια του Θεού» (κεφ. 17). Οί αύστηρότητες του Άγ. Λουπισίνου περιγράφονται με πολλή μεγαλύτερη λεπτομέρεια (κεφάλαια 63-67) απ’ ό,τι στόν βίο του 'Αγ. Γρηγορίου. Πρός τό τέλος τής ζωής του ό Αγ. Ρωμανός έκανε τό μεγαλύτερο ταξίδι πού έχει καταγράφει στόν Βίο του—ένα προσκύνημα στόν τόπο του μαρτυρίου του Αγ. Μαυρίκιου καί τής Θηβαϊκής Λεγεώνας τον τρίτο αιώνα. «Μέ τήν φλόγα τής πίστης του, άποφάσισε νά πάει στο Αγκόνουμ, στήν βασιλική των άγιων—θά έπρεπε μάλλον νά πω, στο στρατόπεδο των μαρτύρων—σύμφωνα μέ μαρτυρία πού έχει ληφθεί από  τήν άφήγηση των παθών τους» (κεφ. 44).


 Ή πρώτη άφήγηση του μαρτυρίου αύτών τών άγιων είναι ή άφήγηση του Αγ. Εύχερίου της Λυών, τήν όποια προφανώς είχε διαβάσει ό Αγ. Ρωμανός. Σέ αυτό το ταξίδι, κοντά στήν Γενεύη, συνέβη τό περιστατικό μέ τούς λεπρούς πού άναφέρεται από τόν Αγ. Γρηγόριο. 'Η οργάνωση ενός πραγματικού μοναστηριού στό Αγκόνουμ (ώς κάτι ξεχωριστό από τά κελιά του κάθε μοναχού γύρω από τήν βασιλική, όπως αυτή ύπήρχε τόν καιρό του Αγ. Ρωμανού) χρονολογείται από τά πρώτα χρόνια του 6ου αιώνα, όταν είσήχθη εκεί από τήν Κωνσταντινούπολη τό ακοίμητο ψαλτήριο  ή μονή του Κονταντίσκο εκείνο τόν καιρό έστειλε 100  μοναχούς γιά νά σχηματίσουν ένα από τούς εννέα χορούς πού εναλλάσσονταν στήν άνάγνωση του ψαλτηρίου.

Ό θάνατος του Αγ. Ρωμανού συνέβη στήν γυναικεία μονή πού ό ίδιος είχε δημιουργήσει, στήν όποια πήγε γιά νά άποχαιρετήσει την άδελφή του (κεφ. 6θ)· αυτό έγινε γύρω στό έτος 460. 'Ο Αγ. Γρηγόριος στόν Βίο του γιά τούς άδελφούς δεν άναφέρει τήν γυναικεία μονή, πιθανόν διότι αυτή δέν ύφίστατο πλέον στίς ήμέρες του* άναφέρει όμως τήν ταφή του Αγ. Ρωμανού έξω από τήν μονή, όπου οί γυναίκες θά είχαν πρόσβαση στά λείψανά του. Ανάμεσα στούς άδελφούς πού ασκούνταν στόν μοναχισμό από τους δύο άγιους, βασίλευε πάνω άπ’ όλα άπόλυτη ομοψυχία στηριγμένη στην αύτοθυσία—μία άντίληψη ή όποια βρίσκεται στήν καρδιά του Όρθόδοξου μοναχισμού, είτε του Ανατολικού είτε του Δυτικού.



«Σύμφωνα μέ τό έθιμο τών άποστολικών χρόνων, κανείς άπολύτως δεν θά μπορούσε νά διεκδικήσει κάτι καί νά πει: «αυτό είναι δικό μου». Ή διαφορά μεταξύ ενός προσώπου καί ενός άλλου παρέμενε μόνον στην κατοχή του ονόματος του, καί όχι στήν διάκριση λόγω τής περιουσίας του ή της εύγενικής του τάξης. Ικανοποιημένοι μέ τήν ένδειά τους, ασκούσαν τήν ομοψυχία στήν αγάπη καί τήν πίστη μέ τέτοιο ζήλο, ώστε άν κάποιος άδελφός, ενώ είχε λάβει τήν εντολή νά κάνει κάποιο καθήκον, τύχαινε νά βγει έξω στό ψύχος των καιρικών συνθηκών, ή τύχαινε νά έχει μόλις έπιστρέψει βρεγμένος μέχρι τό κόκκαλο άπό μια χειμωνιάτικη βροχή, ό καθένας θά έγκατέλειπε πρόθυμα τό πιό άνετο και στεγνό ένδυμά του ή θά έβγαζε τά παπούτσια του τό συντομώτερο, προκειμένου νά θερμάνει καί νά άνακουφίσει τό σώμα τού αδελφού του μάλλον, παρά νά σκαφθεί τόν εαυτό του» (κεφάλαια 112-11 3)*

'Ο 'Άγ. Λουπισίνος διοίκησε τίς μονές είκοσι χρόνια περίπου μετά τον θάνατο τού 'Αγ. Ρωμανού, καί έν τέλει άναπαύθηκε σέ εξαιρετικά μεγάλη ήλικία, τηρώντας τούς αύστηρότατους άσκητικούς άγώνες μέχρι τό τέλος (άρνούμενος μέχρι τίς τελευταίες στιγμές τής άσθένειάς του την παρηγοριά πού θά τού πρόσφερε λίγο μέλι μέ νερό). Θάφτηκε στήν μονή Λωκόν—όπου τό 1689 άνοίχθηκε τμήμα τών λειψάνων του μέ την πιθανολογούμενη άρχική τους ταφόπετρα—όπου καί παραμένουν μέχρι σήμερα στόν ένοριακό ναό τού 'Αγ. Λουπισίνου.

 ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΕ.....

πηγή: ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΓΙΟΣ ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΤΟΥ ΣΑΡΩΦVita Patrum-Ο Βίος των Πατέρων, του Αγ. Γρηγορίου της Τούρ [Πατερικό της Γαλατίας του 5ου αιώνα]

Δεν υπάρχουν σχόλια: