Γέρων Ιωαννίκιος Διονυσιάτης, κατά κόσμον Αλέξανδρος Ανθίμου του Ανθίμου και της Παναγιώτας, εγεννήθη την 22-7-1942 στην Κύπρο, στο χωριό Αγριδάκι της κατεχόμενης από τους Τούρκους Επαρχίας της Κυρήνειας. Οι γονείς του ήσαν άνθρωποι με φόβον Θεού, εγέννησαν έξι παιδιά (πρώτος κατά σειράν).
Μετά το Δημοτικό εφοίτησε στην Αμερικανική Ακαδημία Λάρνακος και αργότερα εργάσθηκε επί ετη σε Αγγλική Τράπεζα. Φλεγόμενος όμως κυριολεκτικώς από θείον έρωτα και έφεση για την απράγμονα και ησύχιον ζωήν των μοναχών, ανεχώρησε για το Άγιον Όρος την 1-9-1967.
Τον Γέροντα μας εγνώρισε στην Δάφνη, καθώς επήγαινε από την Νέα Σκήτη, όπου εγκαταβιούσε, στην Μονή Χιλανδαρίου, για να εγγράψη εις το Μοναχολόγιό της ως δόκιμο έναν αδελφό. Ήδη ο Γέροντας σε λίγες ημέρες θα εγκατέλιπε την Νέα Σκήτη και θα μεταφερόταν με την συνοδεία του προς επάνδρωση του Χιλανδαρινού Κελλίου του Αγίου Νικολάου (Μπουραζέρι) στις Καρυές. Τότε και ο νεαρός Αλέξανδρος του είπε: «Γίνεται να ρθω και εγώ να γραφτώ δόκιμος;». Ο Γέροντας τον εδέχθηκε μετά χαράς, και έτσι πήγε στο Χιλανδάρι να γράψει όχι ένα αλλά δύο αδελφούς.
Στο Μπουραζέρι έλαβε το μέγα και αγγελικό σχήμα την 15-8-1968 και μετονομάσθηκε Ιωαννίκιος εις μνήμην του τελευταίου ηλικιωμένου Ρώσσου που είχε απομείνει στο Κελλί, Γέροντος Ιωαννικίου Ιεροδιακόνου. Την 15-9-1979 ακολούθησε τον Γέροντα Χαράλαμπο και την εικοσαμελή συνοδεία του στην Ιερά Μονή του Αγίου Διονυσίου και την επομένη ημέρα εξελέγη προϊστάμενος της Γεροντικής Συνάξεως της Μονής. Διετέλεσε τέσσερεις φορές Πρωτεπιστάτης, κατά τα έτη 1984-1985 (28-1 έως 31-5-1985), 1994-1995, 1999-2000, 2004-2005. Στην Μονή υπηρέτησε επί έτη στο Αρχονταρίκι και επέδειξε μεγάλο ζήλο και σπουδή για την ανάπαυση, ψυχική και σωματική των πολυαρίθμων προσκυνητών της Μονής μας. Ιδιαιτέρως δε προσπάθησε να βοηθήσει τους αλλοδαπούς και ετεροδόξους προσκυνητάς, συζητώντας μαζί τους, ξεναγώντας τους στο Καθολικό της Μονής, όπου, εξηγώντας τους τα μαρτύρια και τους βίους των Αγίων πού ήσαν στις τοιχογραφίες, τους εισήγαγε χωρίς να το καταλάβουν απλά και εποπτικά στην ορθόδοξη πίστη και θεολογία. Ο ύπνος του ήταν λίγος και τα μάτια του σχεδόν πάντοτε ήταν μαυρισμένα από την εν κρυπτώ αγρυπνία του. Διέθετε ισχυρή σωματική δύναμη και αντοχή, παρά το ότι φαινομενικά έδινε την εντύπωση ότι επρόκειτο περί αδυνάτου και εξαντλημένου.
Μετά το 1987 ασχολήθηκε και πάλιν επιτυχώς με την αγιογραφία, πού την είχε εξασκήσει στο Μπουραζέρι. Δούλευε πολλές ώρες στο ιερό αυτό εργόχειρο, σαν να ήξερε πώς θα μας φύγει γρήγορα, και μας αγιογράφησε πάρα πολλές Ιερές εικόνες για τις λατρευτικές ανάγκες της Μονής, αλλά και πάρα πολλές για πολλούς γνωστούς και φίλους, πνευματικούς αδελφούς μας.
Επίσης από της ελεύσεώς του στην Μονή αλλά και σχεδόν έως του τέλους του είχε το υπεύθυνο διακόνημα του Τυπικάρη, και διακρίθηκε για την ακρίβεια του στην τήρηση του περιώνυμου Τυπικού της Μονής μας μέχρι και της τελευταίας λεπτομέρειας.
Ήταν φιλακάλουθος εις το έπακρον και ουδέποτε έλειψε από την ακολουθία ακόμα και σε ώρες ασθενειών μεγάλων. Επίσης μεγάλη σπουδή επέδειξε και για την τήρηση του μοναχικού του κανόνος. Καθημερινώς δε εδιάβαζε επί αρκετή ώρα το ιερόν Ευαγγέλιον. Πάντοτε δε, από την αρχή της αφιερώσεώς του, ήταν αφοσιωμένος στον μακαριστό μας Γέροντα Χαράλαμπο, ο οποίος πολύ τον αγαπούσε, γιατί τον ανέπαυε με την υπακοή του και την διακριτική του διαγωγή. Στενή επίσης ήταν η σχέσις του με τον μακαριστό Γέροντα Αρσένιο.
Υποδειγματική όμως ήταν η συμπεριφορά του και απέναντι εις τον νέον μας Γέροντα Πέτρο. Από την αρχή της ηγουμενίας του στάθηκε στο πλευρό του, στηρίζοντας τον στις δυσκολίες της ηγουμενικής διακονίας, αλλά και σε όλα τα προβλήματα πού παρουσιάζονταν με την διακριτική του και ήσυχη συμπεριφορά εβοηθούσε τον Γέροντα για την επίλυσή τους.
Την τάξιν του όσον αφορά στις ακολουθίες, στους κανόνας και στον εν γένει πνευματικό του αγώνα, ετηρούσε απαρεγκλίτως και κατά την εν Καρυαίς διαμονή του, είτε ως Πρωτεπιστάτης είτε ως Αντιπρόσωπος της Μονής μας, χωρίς να υπολογίζει κούραση, παρά την πολλές φορές ολοήμερη και κοπιαστική διακονία στην Ιερά Κοινότητα. Δεν έχανε ακολουθία στο Πρωτάτο και εκοινωνούσε συχνότατα είτε εκεί είτε στις πολλές Πανηγύρεις των διαφόρων Κελλίων των Καρυών, όπου παρίστατο, αλλά τακτικώς και στο Γρηγοριάτικο Κελλίον των Παχωμαίων, το γειτονικό στο Αντιπροσωπείο μας, όπου επήγαινε και ξελειτουργούσε τον καθημερινώς ιερουργούντα προσφιλή του Παπα-Ακάκιον. Ο μακαριστός Γέρο-Παΐσιος μιλούσε για το πρόσωπο του με τα καλύτερα λόγια και τον εχαρακτήριζε ως «ένα εκ των παλαιών Πρώτων του Αγίου Όρους».
Όταν επεράτωσε την τετάρτη κατά σειράν Πρωτεπιστασία του στις Καρυές, επέστρεψε στο Μοναστήρι, όπου οι πάντες από τον Γέροντα έως και τον τελευταίον δόκιμον τον εδεχθήκαμε με ιδιαίτερη χαρά. Όμως ο Γέροντας διέκρινε μία ιδιαίτερη κόπωση, η οποία αποτυπωνόταν στην έκφραση του προσώπου του και στην βραδύτητα των κινήσεών του. Ο ίδιος δε ο πατήρ Ιωαννίκιος μας έλεγε ότι αισθανόταν έντονη κόπωση και κατάπτωση, την οποία απέδιδε στο ότι κρυολόγησε στις Καρυές καθώς επέστρεφε ιδρωμένος από την Ιερά Κοινότητα στο Κονάκι μας. Ο Γέροντας ανήσυχος και υποπτευόμενος ότι κάτι σοβαρό του συμβαίνει τον έστειλε επειγόντως την Δευτέρα της Πεντηκοστής στην Θεσσαλονίκη, όπου οι ιατροί διέγνωσαν όγκο στον εγκέφαλο και μάλιστα σε προχωρημένο στάδιο, μη επιδεχόμενο καμμία χειρουργική επέμβαση. Το έμαθε από την αρχή και εψέλισεν αμέσως: «Του Θεού εσμέν. Και η μάνα μου έτσι έφυγε». Σε λίγο διάστημα άρχισε να μη μπορεί να βαδίζει, ούτε να στέκει όρθιος, και καθηλώθηκε στο κρεβάτι. Παραδόξως δεν είχε πόνους στον εγκέφαλο, αλλά εδοκίμασε αφόρητους πόνους από άλλα συμπτώματα και παρενέργειες πού εδημιούργησε στο υπόλοιπο σώμα του η νόσος.
Σε όλες τις δυσκολίες πού συναντούσε (αιμορραγίες, αναρίθμητους εμετούς κ.λπ.) μας συμπαραστάθηκε με μοναδική αγάπη και ανύστακτο ενδιαφέρον και επιμέλεια, ο ευλογημένος Παπα-Δημήτριος Γρηγοριάτης. Ο αδελφός αυτός πολλές ευλογίες πήρε από αυτή την διακονία του στον Γερο-Ιωαννίκιο, όπως και πριν, από την διακονία του στον Γέροντά μας π. Χαράλαμπο και στον Γερο-Θεόκλητο.
Πάντοτε ενώπιον του μαρτυρίου πού διήνυε προσευχόταν εντόνως και θερμώς και, όταν τον ρωτούσαν τί κάνει, απαντούσε συχνά: «Δόξα σοι ο Θεός».
Ενώ οι γνώμες των ιατρών από Ελλάδα, Αμερική, Γερμανία, Αυστρία και άλλων συνέκλιναν στο ότι θα ζούσε το πολύ τρεις μήνες, έζησε σχεδόν ένα χρόνο. Κοινωνούσε τακτικώς τα Άχραντα Μυστήρια. Τα μάτια του είχαν γίνει δύο πηγές άφθονων δακρύων και η σιωπή, την οποία επιμελώς ασκούσε εφ’ όρου ζωής, αυξήθηκε ιδιαιτέρως. Μιλούσε όμως σ’ όλους μας με τα μάτια και την ευχάριστη και ευπροσήγορη έκφρασή του.
Κατ’ εντολήν του Γέροντος τον υπηρετούσαν οι αδελφοί εναλλάξ όλο το εικοσιτετράωρο και αυτό το έκαναν όχι απλώς αγογγύστως αλλά με μεγάλη χαρά, διότι θεωρούσαν ευλογία να υπηρετούν έναν τέτοιο χαριτωμένο ασθενή, ο οποίος παρά την φοβερή του ασθένεια δεν απέκτησε την παραμικρά ιδιοτροπία και ήταν παροιμιωδώς συνεργάσιμος με όλους τους διακονητάς του. Δοξάζομε τον Θεόν, πού μας αξίωσε να του προσφέρομε ένα ποτήρι νερό, ως μικρό αντίδωρο για τα όσα έκαμε εκείνος για μας και κυρίως για το μοναδικό παράδειγμα ανθρώπου και μονάχου πού μας άφησε.
Σε κάποιο αδελφό εκμυστηρεύτηκε ότι ποθούσε το μαρτύριο, και φαίνεται πως ο Θεός του έδωκε αυτήν την μαρτυρική ασθένεια για να δοκιμάσει την προαίρεσή του. Μάλιστα προτού αναχωρήσει για εξετάσεις στην Θεσσαλονίκη ανέφερε σε πνευματικό της Μονής μας, ότι από την αρχή της διακονίας του ως Πρωτεπιστάτου είχε την διαίσθηση ότι, τελειώνοντας την διακονία του, ο Θεός θα παραχωρούσε έναν μεγάλο πειρασμό για να τον ταπεινώσει.
Την 26-5-2006, Τρίτη των Μυροφόρων, η κατάστασίς του επιδεινώθηκε και περιήλθε σχεδόν σε κώμα, εμφανίζοντας και επιθανάτιο ρόγχο για λίγη ώρα. Αμέσως ο Γέροντας κατέβηκε στο κελλί του και του εδιάβασε την ευχή εις ψυχορραγούντα, και σε λίγα λεπτά ξεψύχησε ήσυχα και ειρηνικά, περικυκλωμένος από τους θρηνούντας αδελφούς, οι οποίοι κατασπάζονταν το καρτερικό λείψανό του ραίνοντας το με τα δάκρυα των επί πολλήν ώρα. Στην κηδεία του προσήλθαν άγιοι Καθηγούμενοι και η Ιερά Επιστασία, εκ μέρους της οποίας ο Πρωτεπιστάτης Γέρων Παύλος Λαυριώτης εξεφώνησε θερμόν επικήδειον λόγον.
Όπως καταλαβαίνει κανείς από τα όσα ουσιαστικώς επιγραμματικά αναφέραμε για τον ευλογημένο αυτό άνθρωπο, το κενό πού δημιουργεί η εκδημία του είναι μεγάλο για την αδελφότητά μας. Όμως έχομε ακράδαντη την πίστη ότι είναι «εν χειρί Θεού», του έχοντος «τας κλεις της ζωής και του θανάτου», του μόνου γινώσκοντος γιατί «ηρπάγη» τόσον απροσδόκητα και νωρίς, ίνα «μη κακία αλλάξη σύνεσιν αυτού ή δόλος απατήση ψυχήν αυτού». Πιστεύομε λοιπόν ότι, όπως όταν ήταν κοντά μας φρόντιζε για την αδελφότητα και τα διάφορα προβλήματα της και την βοηθούσε αθορύβως αλλά πολυειδώς, αψηφώντας κόπους και θυσίες γι’ αυτήν, πολύ περισσότερο τώρα μας βοηθεί με την θερμή προς τον Χριστόν προσευχή του. Αυτό του ζητούμε να κάνει πάντοτε και να εύχεται να αξιοποιήσουμε όσα μας εδίδαξε, όχι με το λόγο τόσο όσο με το έμπρακτο παράδειγμά του, το οποίο θα παραμένει ανεξίτηλο στις καρδιές μας.
(Από την Ιερά Μονή Αγίου Διονυσίου Αγίου Όρους).
Πηγή: Ετήσια Έκδοσις της Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους «Ο Όσιος Γρηγόριος» περίοδος β΄, έτος 2006, αριθμ. 31.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου