Σενέρ Λεβέντ
Κάποτε ένας φίλος μας δημοσιογράφος πήρε συνέντευξη από έναν διοικητή της ΤΜΤ. Πριν περίπου τέσσερα χρόνια. Αλλά δεν δημοσίευσε ποτέ αυτήν τη συνέντευξη, λέει. Ή πιο σωστά, σχεδιάζει να γράψει ένα βιβλίο. Σκέφτηκε να τη συμπεριλάβει εκεί, λέει. Ακόμα δεν εκδόθηκε το βιβλίο. Ίσως εκδοθεί. Ο φίλος μας χρησιμοποίησε και κασετόφωνο κατά τη συνέντευξη. Αλλά άκουσε τέτοιες ιστορίες από τον διοικητή, λέει, που για μακρό χρονικό διάστημα δεν έβρισκε το θάρρος να πάρει ξανά το κασετόφωνο και να ακούσει αυτά που του είπε. Ανατρίχιαζε ακόμα και να τα ακούει αυτά. Ο διοικητής διηγήθηκε χωρίς ενδοιασμούς αυτά που έκανε. Έκοβε, λέει, τα αφτιά των Ελληνοκυπρίων που σκότωνε και τα έφερνε στην γυναίκα του. Και η γυναίκα του τα τοποθετούσε στο σχοινί σαν γιασεμί. Τα σχοινιά ξεχείλισαν, λέει. «Μην φέρνεις πια, βαρέθηκα», του είπε η γυναίκα του μια μέρα. Και εκείνος σταμάτησε να κόβει αφτιά.
Ήταν γεμάτος με το αίσθημα της εκδίκησης, λέει. Μια φορά έστησε ενέδρα σε Ελληνοκύπριους, λέει. Σταμάτησε έναν οδηγό ταξί. Μόλις ο Ελληνοκύπριος οδηγός ταξί κατάλαβε ότι θα τον σκότωνε, άρχισε να τον ικετεύει. (Δυσκολεύτηκε πολύ καθώς διηγείτο αυτήν την σκηνή στον φίλο μας δημοσιογράφο. Δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί και άρχισε να κλαίει, λέει). Ο ταξιτζής τον κοίταξε μέσα στα μάτια. Δεν ξέχασε ποτέ αυτό το βλέμμα, λέει. Κατά τη διάρκεια της ζωής του έγινε εφιάλτης που τον ακολουθεί. Από τον φόβο του ποτέ δεν περνούσε τη νύκτα μόνο σε ένα κρεβάτι. Πάντα ξάπλωνε σε τρία διαφορετικά κρεβάτια. Ξημερωνόταν σε τρία διαφορετικά κρεβάτια. Από τότε που ήταν στην ΤΜΤ μέχρι τώρα δεν είχε ποτέ ήρεμο ύπνο χωρίς διακοπή. Είναι ένας ηλικιωμένος 85 ετών. Τα διηγήθηκε αυτά στον φίλο μας ένα ήσυχο καλοκαιρινό πρωινό. Τα διηγήθηκε κλαίγοντας. Αναπολώντας έναν ύπνο χωρίς διακοπή. Γι’ αυτό, ο φίλος μου μόλις τελείωσε την αφήγηση, με ρώτησε: «Μήπως ο θάνατος είναι μια καλή πλατφόρμα για έναν συνεχή και ήσυχο ύπνο;»
Ανατριχιάζουμε. Όλοι μας ανατριχιάζουμε από αυτές τις ιστορίες. Ξέρουμε ότι έξω από τη χώρα μας, σε άλλες χώρες, συντελείται θηριωδία όμοια και χειρότερη από αυτήν. Αλλά αυτό συνέβη στη δική μας χώρα, όχι στο εξωτερικό. Εδώ. Σε αυτό το μικρό νησί το οποίο αποκαλούμε παράδεισο. Είδαμε πώς θα μπορούσε να μετατραπεί σε κόλαση ένας παράδεισος. Και το ζήσαμε. Εκείνοι πέθαναν. Εμείς βγήκαμε ζωντανοί από την κόλαση. Δεν θέλουμε να επιστρέψουμε ξανά εκεί, έτσι δεν είναι; Είμαι περίεργος. Πόσοι ανάμεσά μας το συνειδητοποιούν αυτό;
Δεν ξέρω αν είναι ακόμα ζωντανός εκείνος ο πρώην διοικητής, ο οποίος τα διηγείτο αυτά κλαίγοντας ένα ήσυχο καλοκαιρινό πρωινό. Αν έχει πεθάνει, σημαίνει ότι κατάφερε να κοιμηθεί τον αδιάκοπο ύπνο. Κάθε αφτί που έκοβε τον κυνηγούσε για χρόνια, λέει. Κάθε μάτι το οποίο πυροβολούσε τον παρακολουθούσε. Δεν είναι δάκρυα ήρωα τα δάκρυα που έτρεχαν από τα μάτια του, καθώς ετοιμαζόταν να αποχαιρετίσει τον κόσμο στο τελευταίο σκαλοπάτι της ζωής του και παρέθετε τις παραδοχές του. Ουσιαστικά είναι ένας ξεσηκωμός κατά του δολοφόνου που βρισκόταν μέσα στην ψυχή του. Δεν είχε γλυκές αναμνήσεις, για να παρηγορηθεί όταν γέρασε. Από τις αναμνήσεις του έσταζε αίμα. Μια ζωή που πέρασε από θάλασσα αίματος. Δεν θέλουμε να επιστρέψουμε ξανά σε αυτήν την κόλαση, έτσι δεν είναι; Να μένουν μακριά από εμάς και οι σημαίες και τα εμβατήρια και τα ιδεώδη. Πάρτε αυτά τα ιδεώδη που αποκαλείτε ιερά και βάλτε τα στον πισινό σας. Να μένουν μακριά από εμάς όσοι καυχιόνται, επειδή είναι Τούρκοι ή Έλληνες και όχι επειδή είναι άνθρωποι. Να ξέρετε ότι όσοι καυχιόνται γι’ αυτό το κάνουν, επειδή δεν έχουν άλλες επιτυχίες και ικανότητες για να καυχηθούν. Ούτε καλοί γιατροί έγιναν, ούτε καλοί μηχανικοί ούτε καλοί αρχιτέκτονες. Κρύβουν τις αποτυχίες και τις ανικανότητές τους πάντα με σημαίες και εμβατήρια.
Υπάρχουν πολλοί άλλοι όπως τον διοικητή που δεν ξέχασε καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του το τελευταίο βλέμμα του θύματός του. Μου είχε πει κάποιος. Για τον πατέρα του που κοιμόταν και ξυπνούσε κάθε βράδυ καταϊδρωμένος μέσα σε εφιάλτες και πέθανε στο κρεβάτι του μέσα στις τύψεις. Του τα είχε διηγηθεί όλα ο πατέρας του, όταν ήταν στα τελευταία του. Για τους ανθρώπους που σκότωσε. Τις γυναίκες που βίασε. Ποιος ξέρει τι ιστορίες έχουν τα κομματάκια των οστών που βγάζουμε τώρα μετά από χρόνια από το χώμα και από πηγάδια και τα βάζουμε μέσα σε μικρά φέρετρα. Τις τελευταίες τους στιγμές. Τις τελευταίες του ματιές στη ζωή. Κλάψε γέρο κλάψε. Κλάψε διοικητή. Και προσευχήσου. Να μην υπάρχει κόλαση όπως λένε στον άλλο κόσμο…
Πηγή: Πολίτης Κύπρου
Κάποτε ένας φίλος μας δημοσιογράφος πήρε συνέντευξη από έναν διοικητή της ΤΜΤ. Πριν περίπου τέσσερα χρόνια. Αλλά δεν δημοσίευσε ποτέ αυτήν τη συνέντευξη, λέει. Ή πιο σωστά, σχεδιάζει να γράψει ένα βιβλίο. Σκέφτηκε να τη συμπεριλάβει εκεί, λέει. Ακόμα δεν εκδόθηκε το βιβλίο. Ίσως εκδοθεί. Ο φίλος μας χρησιμοποίησε και κασετόφωνο κατά τη συνέντευξη. Αλλά άκουσε τέτοιες ιστορίες από τον διοικητή, λέει, που για μακρό χρονικό διάστημα δεν έβρισκε το θάρρος να πάρει ξανά το κασετόφωνο και να ακούσει αυτά που του είπε. Ανατρίχιαζε ακόμα και να τα ακούει αυτά. Ο διοικητής διηγήθηκε χωρίς ενδοιασμούς αυτά που έκανε. Έκοβε, λέει, τα αφτιά των Ελληνοκυπρίων που σκότωνε και τα έφερνε στην γυναίκα του. Και η γυναίκα του τα τοποθετούσε στο σχοινί σαν γιασεμί. Τα σχοινιά ξεχείλισαν, λέει. «Μην φέρνεις πια, βαρέθηκα», του είπε η γυναίκα του μια μέρα. Και εκείνος σταμάτησε να κόβει αφτιά.
Ήταν γεμάτος με το αίσθημα της εκδίκησης, λέει. Μια φορά έστησε ενέδρα σε Ελληνοκύπριους, λέει. Σταμάτησε έναν οδηγό ταξί. Μόλις ο Ελληνοκύπριος οδηγός ταξί κατάλαβε ότι θα τον σκότωνε, άρχισε να τον ικετεύει. (Δυσκολεύτηκε πολύ καθώς διηγείτο αυτήν την σκηνή στον φίλο μας δημοσιογράφο. Δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί και άρχισε να κλαίει, λέει). Ο ταξιτζής τον κοίταξε μέσα στα μάτια. Δεν ξέχασε ποτέ αυτό το βλέμμα, λέει. Κατά τη διάρκεια της ζωής του έγινε εφιάλτης που τον ακολουθεί. Από τον φόβο του ποτέ δεν περνούσε τη νύκτα μόνο σε ένα κρεβάτι. Πάντα ξάπλωνε σε τρία διαφορετικά κρεβάτια. Ξημερωνόταν σε τρία διαφορετικά κρεβάτια. Από τότε που ήταν στην ΤΜΤ μέχρι τώρα δεν είχε ποτέ ήρεμο ύπνο χωρίς διακοπή. Είναι ένας ηλικιωμένος 85 ετών. Τα διηγήθηκε αυτά στον φίλο μας ένα ήσυχο καλοκαιρινό πρωινό. Τα διηγήθηκε κλαίγοντας. Αναπολώντας έναν ύπνο χωρίς διακοπή. Γι’ αυτό, ο φίλος μου μόλις τελείωσε την αφήγηση, με ρώτησε: «Μήπως ο θάνατος είναι μια καλή πλατφόρμα για έναν συνεχή και ήσυχο ύπνο;»
Ανατριχιάζουμε. Όλοι μας ανατριχιάζουμε από αυτές τις ιστορίες. Ξέρουμε ότι έξω από τη χώρα μας, σε άλλες χώρες, συντελείται θηριωδία όμοια και χειρότερη από αυτήν. Αλλά αυτό συνέβη στη δική μας χώρα, όχι στο εξωτερικό. Εδώ. Σε αυτό το μικρό νησί το οποίο αποκαλούμε παράδεισο. Είδαμε πώς θα μπορούσε να μετατραπεί σε κόλαση ένας παράδεισος. Και το ζήσαμε. Εκείνοι πέθαναν. Εμείς βγήκαμε ζωντανοί από την κόλαση. Δεν θέλουμε να επιστρέψουμε ξανά εκεί, έτσι δεν είναι; Είμαι περίεργος. Πόσοι ανάμεσά μας το συνειδητοποιούν αυτό;
Δεν ξέρω αν είναι ακόμα ζωντανός εκείνος ο πρώην διοικητής, ο οποίος τα διηγείτο αυτά κλαίγοντας ένα ήσυχο καλοκαιρινό πρωινό. Αν έχει πεθάνει, σημαίνει ότι κατάφερε να κοιμηθεί τον αδιάκοπο ύπνο. Κάθε αφτί που έκοβε τον κυνηγούσε για χρόνια, λέει. Κάθε μάτι το οποίο πυροβολούσε τον παρακολουθούσε. Δεν είναι δάκρυα ήρωα τα δάκρυα που έτρεχαν από τα μάτια του, καθώς ετοιμαζόταν να αποχαιρετίσει τον κόσμο στο τελευταίο σκαλοπάτι της ζωής του και παρέθετε τις παραδοχές του. Ουσιαστικά είναι ένας ξεσηκωμός κατά του δολοφόνου που βρισκόταν μέσα στην ψυχή του. Δεν είχε γλυκές αναμνήσεις, για να παρηγορηθεί όταν γέρασε. Από τις αναμνήσεις του έσταζε αίμα. Μια ζωή που πέρασε από θάλασσα αίματος. Δεν θέλουμε να επιστρέψουμε ξανά σε αυτήν την κόλαση, έτσι δεν είναι; Να μένουν μακριά από εμάς και οι σημαίες και τα εμβατήρια και τα ιδεώδη. Πάρτε αυτά τα ιδεώδη που αποκαλείτε ιερά και βάλτε τα στον πισινό σας. Να μένουν μακριά από εμάς όσοι καυχιόνται, επειδή είναι Τούρκοι ή Έλληνες και όχι επειδή είναι άνθρωποι. Να ξέρετε ότι όσοι καυχιόνται γι’ αυτό το κάνουν, επειδή δεν έχουν άλλες επιτυχίες και ικανότητες για να καυχηθούν. Ούτε καλοί γιατροί έγιναν, ούτε καλοί μηχανικοί ούτε καλοί αρχιτέκτονες. Κρύβουν τις αποτυχίες και τις ανικανότητές τους πάντα με σημαίες και εμβατήρια.
Υπάρχουν πολλοί άλλοι όπως τον διοικητή που δεν ξέχασε καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του το τελευταίο βλέμμα του θύματός του. Μου είχε πει κάποιος. Για τον πατέρα του που κοιμόταν και ξυπνούσε κάθε βράδυ καταϊδρωμένος μέσα σε εφιάλτες και πέθανε στο κρεβάτι του μέσα στις τύψεις. Του τα είχε διηγηθεί όλα ο πατέρας του, όταν ήταν στα τελευταία του. Για τους ανθρώπους που σκότωσε. Τις γυναίκες που βίασε. Ποιος ξέρει τι ιστορίες έχουν τα κομματάκια των οστών που βγάζουμε τώρα μετά από χρόνια από το χώμα και από πηγάδια και τα βάζουμε μέσα σε μικρά φέρετρα. Τις τελευταίες τους στιγμές. Τις τελευταίες του ματιές στη ζωή. Κλάψε γέρο κλάψε. Κλάψε διοικητή. Και προσευχήσου. Να μην υπάρχει κόλαση όπως λένε στον άλλο κόσμο…
Πηγή: Πολίτης Κύπρου
1 σχόλιο:
Ο πόλεμος ήταν και είναι πάντα η καλύτερη ευκαιρία, τα αρρωστημένα και διεστραμμένα μυαλά να εκτονώνονται, βγάζοντας στην επιφάνεια τα ζωώδη ένστικτά τους,αφού στο προβληματικό μυαλό τους και στον τυφλό φανατισμό τους δεν χωράνε κανενός είδους φραγμοί - απλούστατα γιατί δεν έχουν ΟΥΤΕ ΙΕΡΟ ΟΥΤΕ ΟΣΙΟ ποτέ. Θα λέγαμε πως η διαστροφή τους φτάνει σε τέτοιο βαθμό που ηρωοποιούν οι ίδιοι τους εαυτούς τους για τα "κατορθώματά" τους.
Αναρωτιέται κάνεις αν μπορούν να έχουν ποτέ ήσυχο ύπνο τα βράδια.
Δημοσίευση σχολίου