Αλέξανδρος
Παπαδιαμάντης
Ο
Αλιβάνιστος
Η
ιστορία αυτή μεταφράστηκε στα γερμανικά
από τον Ludwig
Bürchner
το 1917 με τον τίτλο Der
Kirchenscheue
και πρωτοεκδόθηκε στη Γερμανία, στην
ελληνόφωνη εφημερίδα "Τα νέα του
Γκαίρλιτς". Την εποχή εκείνη
μεταφέρθηκαν και εγκαταστάθηκαν
περίπου 7.000 Έλληνες στρατιώτες του Δ'
Σώματος Στρατού στη μικρή συνοριακή
πόλη του Γκαίρλιτς, στη διάρκεια του
Α' Παγκόσμιου Πολέμου, μ' ένα ιδιότυπο
καθεστώς φιλοξενίας/ αιχμαλωσίας.
Αφού
εβάδισαν επί τινά ώραν, ανά την βαθείαν
σύνδενδρον κοιλάδα, η θειά Μολώτα, κ'
η Φωλιώ της Πέρδικας, κ' η Αφέντρα της
Σταματηρίζενας, τέλος έφθασαν εις το
Δασκαλειό. Αι τελευταίαι ακτίνες του
ηλίου εχρύσωναν ακόμη τας δύο ράχεις,
ένθεν και ένθεν της κοιλάδος. Κάτω,
εις το δάσος το πυκνόν, βαθεία σκιά
ηπλούτο. Κορμοί κισσοστεφείς και
κλώνες χιαστοί εσχημάτιζον ανήλια
συμπλέγματα, όπου μεταξύ των φύλλων
ηκούοντο ατελείωτοι ψιθυρισμοί ερώτων.
Ευτυχώς το δάσος ενομίζετο κοινώς ως
στοιχειωμένον, άλλως θα το είχε
καταστρέψει κι' αυτό προ πολλού ο
πέλεκυς του υλοτόμου. Αι τρεις γυναίκες
επάτουν πότε επί βρύων μαλακών, πότε
επί λίθων και χαλίκων του ανωμάλου
εδάφους. Η ψυχή κ' η καρδούλα των
εδροσίσθη, όταν έφθασαν εις την βρύσιν
του Δασκαλειού.
Το
δροσερόν νάμα εξέρχεται από μίαν
σπηλιάν, περνά από μίαν κουφάλαν
χιλιετούς δένδρου, εις την ρίζαν του
οποίου βαθεία γούρνα σχηματίζεται.
Όλος ο βράχος άνωθεν στάζει ωσάν από
ρευστούς μαργαρίτας, και το γλυκύ
κελάρυσμα του νερού αναμιγνύεται με
το λάλον μινύρισμα των κοσσύφων. Η
θεια Μολώτα, αφού έπιεν άφθονον νερόν,
αφήσασα ευφρόσυνον στεναγμόν αναψυχής,
εκάθισεν επί χθαμαλού βράχου διά να
ξαποστάση. Αι δύο άλλαι έβαλαν εις την
βρύσιν, παρά την ρίζαν του δένδρου,
τις στάμνες και τα κανάτια, τα οποία
έφεραν μαζύ των, διά να τα γεμίσουν.
Είτα, αφού έπιαν και αυταί νερόν,
εκάθισαν η μία παραπλεύρως της γραίας,
η άλλη κατέναντι, κι' άρχισαν να ομιλούν.
– Πώς
αλγεί 'παπάς; είπεν η Θεια Μολώτα.
Η
γραία ήτο ιδιόρρυθμος εις την γλώσσαν
της. Ετραύλιζε και απέκοπτεν όχι μόνον
συλλαβάς, αλλά <και> τα άρθρα και
άλλα μόρια.
– Νύχτωσε,
θα 'πω! προσέθηκεν η Φωλιώ.
– Τα,
τι λογάτε; επέφερεν η Αφέντρα.
Ευρίσκοντο
κ' αι τρεις, από της ημέρας εκείνης του
Μεγάλου Σαββάτου, εις τον Αϊ-Γιάννη,
στον Ασέληνο. Ήτον έρημον παλαιόν
μοναστηράκι. Είχε γνωσθή ότι ο
παπα-Γαρόφαλος ο Σωσμένος, εις εκ των
ιερέων της πόλεως, θα ήρχετο εις τον
Αϊ-Γιάννην, στον Ασέληνον, διά να κάμη
Πάσχα εις τους αιγοβοσκούς των αγρίων
εκείνων μερών. Αι τρεις αυταί, και τινά
άλλα πρόσωπα από την πόλιν, αγαπώντα
την εξοχήν, είχον έλθη, χάριν του Πάσχα,
πριν να ξεκινήση ο παπάς. Αλλ' όμως
ενύκτωνεν ήδη, και ο παπα-Γαρόφαλος
δεν είχε φανή ακόμη.
– Είνε
αργοστόλιστος, θα 'πω, επέφερεν η Φωλιώ
η Πέρδικα.
– Ναι,
είδες πώς αργεί να 'ντυθή; υπέλαβεν
ερμηνεύουσα κατά γράμμα τον λόγον η
Αφέντρα της Σταματηρίζενας. Και καμμιά
φορά βάζει και στραβά την «αλλαή» του.
Ωνόμαζεν
ούτω το φελόνιον. Αι τρεις γυναίκες
είχον έλθη από τον Αϊ-Γιάννην, απέχοντα
ως τετάρτου της ώρας δρόμον, διά να
γεμίσουν τα σταμνιά στο Δασκαλειό,
επειδή η μικρά βρύσις του παλαιού
ησυχαστηρίου, κάτω από τον ναΐσκον,
είχε χαλάσει, και σχεδόν είχε χαθή το
νερόν. Έμελλον δε να επιστρέψουν αμέσως
εις τον Αϊ-Γιάννην. Αλλά, με την ομιλίαν,
αργοπορούσαν.
Τέλος,
αι δύο εσηκώθησαν, έκυψαν διά να
φορτωθούν τ' αγγεία, και ήσαν έτοιμαι
προς αναχώρησιν.
Αλλά
την στιγμήν εκείνην, ζωηρά φωνή ηκούσθη
από το κάτω μέρος, ανάμεσ' από τα δένδρα.
– Σ'
έσκιαξα, θεια Μολώτα! είπεν η φωνή.
Είτα
καγχασμός ήχησε, κ' ευθύς επαρουσιάσθη
εις νέος υψηλός, αμύστακος, ως δεκαέξ
ετών, κρατών κάτω του στέρνου του κάτι
ως διπλωμένον και τυλιγμένον πράγμα.
– Α!
κακό να μην έχης! έκραξεν η Φωλιώ. Εσύ
'σαι, αρέ Σταμάτη;
Δεν
είχε νυκτώσει ακόμη καλά, κ' αι γυναίκες
είδαν τα χαρακτηριστικά του, αφού
πρώτον είχαν γνωρίσει την φωνήν του.
Ήτον ο Σταμάτης το Τρυγονάκι, μάγκας
ορφανός παιδιόθεν, καλόκαρδος, βολικός,
όστις έζη εκτελών θελήματα ανά την
πόλιν. Όταν όμως ήτο πουθενά εξοχικόν
πανηγύρι, άφηνεν όλες τις δουλειές
του, κ' έτρεχε πρώτος μεταξύ όλων των
πανηγυριστών.
– Να,
απ' τον Ασέληνο έρχομαι, είπεν ο νέος...
φορτωμένος πράμματα, θάμματα...
κυττάξετε!
Έθεσε
την δεξιάν χείρα εντός του τυλιγμένου
πανίου, το οποίον εκράτει, έλαβεν ένα
μαύρον πράγμα, και, θέλων να παίξη, το
έρριψεν εις την ποδιάν της Μολώτας,
ήτις εκάθητο ακόμη επί της πέτρας.
– Ά!
φωτιά που σ' ε!... έκαμεν αύτη, αναπηδήσασα
ορθή, και τινάζουσα την ποδιάν της.
Το
πράγμα, το οποίον της είχε ρίψει ο
Σταμάτης, ήτο τεράστιος ζωντανός
κάβουρας. Ο νέος είχε κατέλθη προ δύο
ωρών εις τον Μικρόν Ασέληνον. Ούτως
ωνομάζετο ο δυτικός αιγιαλός, μικρά
αγκάλη, αντικρύζουσα το Πήλιον. Εκεί
είχε γεμίσει το προσόψιον, το οποίον
είχε περιζωσμένον εις την μέσην του,
από κοχύλια, πεταλίδες και καβούρια.
– Αρέ,
ζουρλάθηκες; είπεν αυστηρώς η Αφέντρα.
Να κάμης την οικοκυρά να κόψη το αίμα
της!
Ο
Σταμάτης και πάλιν εκάγχασε.
– Να
με συμπαθάς, θεια Μολώτα, είπε. Σα
χωριάτης πούμαι, έσφαλα. Θέλησα να σου
χαρίσω αυτό το καβούρι, για να κάμης
μεζέ απόψε, και με τον τρόπο που σου
τώρριξα στην ποδιά σου, σ' ετρόμαξα.
– Δεν
τλώου καβούλγια, είπεν η Μολώτα. Θα
μεταλάβου!
– Αλήθεια;
Τότε, το χαρίζω της Πέρδικας.
– Μεγαλοσαββατιάτικα,
καβούρια θα φάω; είπεν η Φωλιώ.
– Τότε,
ας το παρ' η Σταματρίζενα, είπεν ο
Σταμάτης.
– Να
καβουρώσης και κάβουρας να γένης!
απήντησεν η Αφέντρα.
– Μωρέ,
ευχή που μου δίνεις! είπεν ο Σταμάτης.
Ακούς! να ήμουν κάβουρας! Πώς θα
περπατούσα τάχα;
Και
άμα είπεν, έκυψε και άρχισε να κάμνη
λοξά πατήματα, μεταξύ των τριών
γυναικών. Με την κεφαλήν του εκτύπησε
το πλευρόν τής Μολώτας, με την πλάτην
του έπληξε τον αγκώνα τής Φωλιώς, και
με την πτέρναν του επάτησε την γόβα
τής Αφέντρας.
Αι
τρεις γυναίκες, μισοθυμωμέναι, εγέλασαν.
– Ζουρλάθηκες,
βλέπω: δεν είσαι καλά! είπεν η Αφέντρα.
Και
σηκώσασα με την αριστεράν χείρα το
κανάτι της, εκολάφισεν ελαφρά την
κεφαλήν του Σταμάτη, όστις εφάνη να
εγοητεύθη.
– Ω!
τι δροσιά, μωρέ Σταματρίζενα! είπε.
Δώσε μου άλλη μια!
– Πάμε!
νυχτώσαμε, έκαμεν εις απάντησιν η
Αφέντρα.
Και
πάραυτα εξεκίνησαν. Τότε ο Σταμάτης,
αφού έδραξε, χωρίς να είπη τίποτε, την
μεγάλην στάμναν, την οποία άλλως θα
εφορτώνετο η Αφέντρα, εφιλοτιμήθη να
τρέξη πρώτος, ως εμπροσθοφυλακή. Εις
τον δρόμον άρχισε να διηγήται.
– Να
ξέρατε ποιον ηύρα, τώρα, στο δρόμο π'
ανέβαινα... πριν σας ενταμώσω στη βρύσι.
– Ποιον
ηύρες, είπεν η Αφέντρα. Τον Μπαμπάο, ή
τον Αράπη, ή τον Εξαποδώ;
– Ηύρα
τον Αλιβάνιστο!
– Αλήθεια;
για 'πές μας.
Άμα
ήκουσε το όνομα τούτο η θεια Μολώτα,
έκαμεν ακούσιον κίνημα, και με δύο
βήματα ήλλαξε θέσιν εις τον δρόμον,
κ' ετάχθη εξ' αριστερών του Σταμάτη,
διά ν' ακούη καλλίτερα, επειδή ήτο κωφή
από το εν ους. Ο νέος διηγήθη ότι εις
την άκρην του βουνού, όχι μακράν τής
ακτής, είχε περάσει από την κατοικίαν
του αλλοκότου εκείνου ανθρώπου, όστις
από τριάκοντα ετών δεν είχε κατέλθη
εις την πόλιν, κ' εμόναζεν εις μίαν
καλύβην, ή μάλλον σπηλιάν, της οποίας
το στόμιον είχε κτίσει με τας χείρας
του. Έβοσκεν ολίγας αίγας, και δεν
συνανεστρέφετο κανένα άνθρωπον, παρά
μόνον τον Μπαρέκον, τον μέγαν αιγοτρόφον
του βουνού, όστις είχε κοπάδι από χίλια
γίδια. Εις αυτόν έδιδε το ολίγον γάλα
του, λαμβάνων ως αντάλλαγμα ολίγα
παξιμάδια, παστά οψάρια, και πότε κανέν
τρίχινον φόρεμα ή μάλλινον σκέπασμα.
– Άμα
με είδεν, είπεν ο Σταμάτης, έκαμε να
κρυφτή. Εγώ έτρεξα κατόπι του, τον
εχαιρέτισα, και, για να τον φουρκίσω,
άρχισα να τον λιβανίζω μ' αυτήν την
πετσέτα, που κουδούνιζαν μέσα οι
πεταλίδες... Να, πώς του έκαμα!
Και
αποσπάσας την ποδιάν, την περιέχουσαν
τα θαλασσινά είδη, από την μέσην του,
έκαμε πως λιβανίζει μ' αυτό την θειά
Μολώτα, ήτις αφήκεν άναρθρον κραυγήν
διαμαρτυρίας.
– Έλα!
θα ησυχάσης, βρε πειρασμέ; έκραξεν
οργίλη η Αφέντρα.
*
Εις
τον Αϊ-Γιάννην, άμα ενύκτωσε, είχε
φθάσει με όλον το ασκέρι του, γυναίκα,
παιδιά και παραγυιούς του, ο μεγαλοβοσκός
Γιάννης ο Μπαρέκος, καθώς κι ο Κώστας
ο Πηλιώτης, άλλος τσομπάνος με την
φαμίλια του, κι' ο Αγγελής ο Πολύχρονος,
με όλον το όρδινό του. Είχαν ανάψει
μεγάλην φωτιά, κ' εκάθισαν εις το
ύπαιθρον, παρά τον βόρειον τοίχον του
ναΐσκου, και διηγούντο παλαιά χρονικά
του ποιμενικού κόσμου, κ' εκύτταζαν
τους αστερισμούς και την Πούλια, πότε
θα φθάση στην μέσην τ' ουρανού, διά να
είνε μεσάνυχτα, και πότε θα φθάση, εις
εν δυτικόν σημείον, διά να φέξη. Κ'
επερίμεναν τον παπάν, πότε να έλθη,
διά να τους κάμη Ανάστασιν. Ήτον δε
μεσάνυχτα ήδη, και ο παπάς δεν είχεν
έλθη.
– Καθώς
τ' ομολογάει η φλάσκα... έλεγεν ο Αγγελής
ο Πολύχρονος.
– Να
τώξερε κανείς, να πήγαινε στη χώρα,
είπεν ο Κώστας ο Πηλιώτης.
– Ο
παπα-Γαρόφαλος, αν θα 'ρθη με το φεγγάρι,
παρετήρησεν ο Μπαρέκος. Για κυττάξτε!
Έδειχνεν
υψηλά εις το βουνόν, όπου αι κορυφαί
των δένδρων είχαν αρχίσει να καταλάμπωνται
από το αργυρούν φέγγος. Ήτο ήδη περί
το τελευταίον τέταρτον.
Την
ιδίαν στιγμήν έφθασεν ο Σταμάτης.
Ούτος προ ώρας είχε γείνη άφαντος,
χωρίς κανείς να προσέξη εις τούτο. Ο
νέος είχεν αναβή υψηλά εις το βουνόν,
διά να κατοπτεύση και ακροασθή αν θα
ηκούετο ή θα εφαίνετο πουθενά ο παπάς.
Άμα
επέστρεψεν, ένευσεν εις τον Μπαρέκον
και τους άλλους να εξέλθουν μαζύ του
από το περίβολον.
– Τι
τρέχει;
– Ελάτε·
κάτι φωνές ακούω. Βάζω στοίχημα!...
Ο
Μπαρέκος και ο Κώστας ο Πηλιώτης τον
ηκολούθησαν, και απεμακρύνθησαν
διακόσια βήματα, κατά τον ανήφορον.
Εκεί ήκουσαν τω όντι ήχους τινάς να
ανέρχωνται βαθειά από το ρεύμα κάτω,
προς το Δασκαλειό και τον Ασέληνον.
– Τί
να είνε;
– Βάζω
στοίχημα πως ο παπα-Γαρόφαλος έχασε
το δρόμο, είπεν ο Σταμάτης.
– Τί
θέλει αποκεί, κατά τον Ασέληνο;
– Γνώρισα
τη φωνή του, είπεν ο Σταμάτης. Θα ήρθε
από τον άλλον δρόμο, απ' τα χωράφια, κ'
ύστερα έπεσε μέσα στ' ορμάνι, κ' εχάθηκε.
*
Οι
δυο βοσκοί κι' ο Σταμάτης, κι' ο
Πολύχρονος, όστις έτρεξε κατόπιν των,
ανήλθον την οφρύν του βουνού, και
απήντησαν διά φωνών εις τας ηχούς τας
οποίας ήκουον.
– Ελάτε!...
Εδώ είμαστε!... έκραξε με στεντορείαν
φωνήν ο Σταμάτης.
– Μα
πώς, δεν βλέπουν κοτζάμ φωτιά; είπεν
εν απορία ο Πηλιώτης.
– Θα
έχουν πέση μέσα 'σε κακοτοπιά, στον
ήσκιο του βουνού. Το φεγγάρι δεν ψήλωσε
ακόμα.
– Πάω
να φέρω το φανάρι! έκραξεν ο Σταμάτης.
Κ'
έτρεξε κάτω, εις τον περίβολον του
Αϊ-Γιαννιού, οπόθεν επανήλθε μετ'
ολίγον φέρων φανάρι αναμμένον. Ο
Σταμάτης κρατών τούτο, επροπορεύθη,
και οι τρεις άνδρες τον ηκολούθησαν
εν μέσω του δάσους. Μετ' ολίγα λεπτά
αι φωναί ηκούοντο πλησιέστεραι, και
τέλος, εφάνη ο παπάς, ακολουθούμενος
από τον ανεψιόν, τον βοηθόν του, σύροντα
από την τριχιάν ένα γαϊδουράκι, επάνω
εις το οποίον ήσαν φορτωμένα τα «ιερά»
του παπά. Αλλά τελευταία όλων εφάνη
και μία σκιά, ήτις εφαίνετο αποφεύγουσα
ν' αντικρύση το φως του φαναριού.
– Μπα!
έκαμε γελών ο Σταμάτης. Και σιγά προς
τον Μπαρέκον εψιθύρισεν:
– Ο
Αλιβάνιστος!
– Μεγάλο
θάμμα! είπεν ο Μπαρέκος.
*
– Πώς
έκαμες, βλοημένε κ' έχασες τον δρόμο;
ηρώτησε τον παπάν ο Αγγελής ο Πολύχρονος.
– Μη
ρωτάτε... θέλησα να πάω απ' τον άλλο
δρόμο,... απ' τα 'Ρόγγια... είπεν ασθμαίνων
ο παπάς· ήθελα να ιδώ το χωράφι·... είπε
να το σπείρη, κείνος ο Ντανάκιας και
τ' άφησε άσπαρτο... κ' εγώ χαμπάρι δεν
είχα, τόσους μήνες τώρα... Ας είνε καλά
ο άνθρωπος... Είχα και δυο τρεις αγιασμούς
να κάμω, κ' ενύχτωσα... Καλά που έπεσα
κοντά στο καλυβάκι του μπαρμπα-Κόλια
εδώ (δεικνύων τον καλούμενον Αλιβάνιστον),
και μ' εβοήθησε να βρω το δρόμο! ...Ας
έχη την ευχή!
Ο
παπα-Γαρόφαλος εδείκνυεν εκείνον, τον
οποίον απεκάλει μπαρμπα-Κόλιαν, όστις
όμως, ως αληθής σκιά είχεν αρχίσει να
γλιστρά όπισθεν των δένδρων, και ν'
απομακρύνεται.
Ο
Μπαρέκος, τρέξας, τον έδραξεν ισχυρώς
από τον βραχίονα.
– Πού
πας, μπαρμπα-Κόλια; είπε. Τώρα δε σ'
αφήνουμε... τελείωσε! Φέτος θα κάμωμε
Ανάστασι μαζύ!...
Ο
Σταμάτης, μη δυνάμενος να κρατήση τα
γέλοια, άρχισε να κάμνη με το φανάρι
το οποίον εκράτει, κινήματα ως να
ελιβάνιζε, προς το βάθος εις το μέρος
όπου ίστατο το σύμπλεγμα του Μπαρέκου
και του μπαρμπα-Κόλια.
Ο
γέρων εφαίνετο αληθής λυκάνθρωπος.
Εφόρει είδος ράσου, απροσδιορίστου
χρώματος, και μαύρην σκούφιαν, είχε
μακράν κόμην, μαύρην ακόμη, και ψαρά,
σγουρά γένεια. Εδυσανασχέτει διότι
τον εκράτει με την ρωμαλέαν χείρα του
ο Μπαρέκος, κ' ήθελε να φύγη.
– Άφσε
με, να ζήσης! Δεν μπορώ!... τι Ανάστασι
να κάμω 'γω... τι με θέλετ' εμένα... Εσείς
κάμετε Ανάστασι. Με γεια σας, με χαρά
σας!... Πάω στο καλύβι μου, 'γω!
Τότε
ο παπα-Γαρόφαλος έλαβε τον λόγον·
– Νάχης
την ευχή του Χριστού, παιδί μου! Έλα!
... Να πάρης ευλογία! ... Να μοσχοβολήσ'
η ψυχή σου! Έλα ν' απολάψης τη χαρά του
Χριστού μας! Μην αδικής τον εαυτόν
σου! Μην κάνης του εχτρού το θέλημα!
... Πάτα τον πειρασμό! Έλα, Κόλια! Έλα,
Νικόλαε, έλα! Νικόλαε μακάριε! Ο άγιος
Νικόλαος να σε φωτίση!
Ο
μπάρμπα-Κόλιας ήθελε να έλθη, αλλ'
εντρέποντο. Επαραξενεύετο πολύ. Θα
επεθύμει να τον απήγον διά της βίας.
Ο
Μπαρέκος, ως να είχεν εισδύσει εις τα
ενδόμυχα τής ψυχής του, έκραξε τους
δύο άλλους βοσκούς πλησίον του. Ούτοι,
ημιπαίζοντες, ημισπουδάζοντες, έβαλαν
τας χείρας των εις τους βραχίονας και
τας ωμοπλάτας του Κόλια. Εν πομπή και
παρατάξει τον απήγαγον, κάτω νεύοντα,
επιθυμούντα ν' ακολουθήση, και τείνοντα
ν' αποσκιρτήση.
* Όταν
έφθασαν εις τον Αϊ-Γιάννην, παράδοξον
πράγμα συνέβη. Η θεια Μολώτα, καθώς
εκάθητο έξωθεν του ναού, άμα είδε τον
Κόλιαν, εταράχθη νευρικώς, εστράφη
βιαίως προς τον τοίχον του ναού. Η
Αφέντρα, ήτις ήτον στο πλάγι της, την
είδε, και ενόησεν ότι κάτι συνέβαινε·
– Τι
έχεις, θεια Μολώτα;
Η
γραία τής ένευσε να σιωπήση. Εν τοσούτω,
αφού η συνοδία επροχώρησεν εις το
κέντρον του περιβόλου, η Μολώτα έρριψε
πλάγιον βλέμμα προς το σύμπλεγμα των
ανδρών, κ' εκατέβασε χαμηλά την μαύρην
μανδήλαν της, έκρυψε τα οφρύδια, τους
κροτάφους, και με τα τσουλούφια της
κόμης της, και με τα κλωνιά της μανδήλας,
εκάλυψε το κατωσάγονον και τα μάγουλα.
Η
Αφέντρα την εκύτταζε με άπληστον
περιέργειαν.
– Τί
έπαθες, θειά Μολώτα; ηρώτησε και πάλιν.
– Σώπα,
σ' λένε! εψιθύρισεν η Μολώτα.
Ευθύς
τότε ο παπάς εισήλθεν εις τον ναΐσκον,
τον οποίον ο Σταμάτης, από την ημέραν,
πριν να πάγη ακόμα διά πεταλίδας και
καβούρια, είχε στολίσει με δάφνας και
μυρσίνας, και όστις ήστραπτεν από
κοσμιότητα και καθαριότητα.
Ο
ιερεύς έβαλεν Ευλογητόν, και μαζύ με
τον ανεψιόν του άρχισε να ψάλλη το
«Κύματι θαλάσσης». Η Αφέντρα, η Φωλιώ,
κ' αι γυναίκες και τα θυγάτρια των
ποιμένων, εισήλθον εις τον ναόν, κ'
εκόλλησαν πολλά κηρία εις τα μανουάλια.
Η
Μολώτα έμενε παραπίσω. Ήθελε να ιδή
αν ο μπαρμπα-Κόλιας, ο Αλιβάνιστος, θα
εισήρχετο εις τον ναόν ή όχι. Ο Κόλιας
καταρχάς επέμενε να μένη έξω, επί
προφάσει ότι θα εβοήθει τους δύο
παραγυιούς του Μπαρέκου εις το σούβλισμα
και ψήσιμον των αρνίων, διά τα οποία
ετοίμαζαν μεγάλην φωτιάν. Ο Μπαρέκος
όμως εφοβήθη μήπως «το στρίψη», και
τον εβίασε να εισέλθη εις τον ναόν
μαζύ του, λέγων ότι «ο μουσαφίρης δεν
κάνει 'πηρεσία».
Τότε
η Μολώτα έμεινεν απ' έξω, μισοκρυμμένη
εις τον παραστάτην της θύρας του ναού
και κυττάζουσα λαθραίως μέσα. Όταν
εβγήκαν όλοι λαμπαδηφορούντες εις το
ύπαιθρον, διά να κάμουν Ανάστασιν,
αύτη απελθούσα εκρύβη εις την
βορειανατολικήν γωνίαν, σιμά εις την
θυρίδα τής Προσκομιδής. Εκείθεν ήκουσε
κι' αυτή το «Χριστός ανέστη».
Όταν
το πλήθος εισήλθε πάλιν εις τον ναόν,
με το «Αναστάσεως ημέρα», το γοργόν
εμβατήριον, η Αφέντρα της Σταματηρίζενας
έμεινε παραπίσω και ήλθε πλησίον τής
Μολώτας.
– Γιατί
δεν έρχεσαι μέσ' στην εκκλησιά; της
είπε. Λεχώνα είσαι;
– Σύλε,
πιδί μ', ακούσης καλό λόγο· της είπεν
η Μολώτα. Άφσ' εμένα.
– Μα
τί έχεις;
– Τίποτα.
– Επέμεινε.
– Θα
μου πης τί έχεις;
Η
γραία ανένευσε, και απεμακρύνθη απ'
αυτής. Η Αφέντρα ηναγκάσθη ν' απέλθη.
Μετ' ολίγην όμως ώραν, όταν άρχισεν ο
Ασπασμός, η Μολώτα επλησίασεν εις την
θύραν του ναού, κ' ένευσεν εις την
Αφέντραν να εξέλθη. Την έφερεν εις την
ιδίαν και πριν θέσιν, αριστερόθεν του
ναού.
– Τώλα,
εγώ πώς θα μεταλάβου; της λέγει.
– Γιατί;
τί τρέχει;
– Τώλα,
δε φιλούν Βγαγγέλιο κι Ανάστασι;
– Ναι.
– Πώς
να πάω 'γω ν' ανησπαστώ;
– Πώς
θα πας; Με τα ποδάρια σ', είπεν η Αφέντρα.
– Είδες
κείνον άθλωπο;
– Ποιόν;
– Κόλια;
– Τον
Αλιβάνιστο; Ε, τί;
Η
Μολώτα έκυψεν, εταπείνωσε την φωνήν
και είπε:
– Σαν
ήμουν εγώ μικλό κολίτσι, αυτός μ' ήθελε
γυναίκα. Πλιν αλλωστήσω, κι πιαστή
φωνή μου, μ' ηύλε σουλουπώματα, πηγάδι,
στενό σοκάκι, μ' ε... (έκυψεν εις το ους
της Αφέντρας, κ' εψιθύρισε με φωνήν
μόλις ακουομένην) μ' εφίλησε...
Η
Αφέντρα έπνιξε βαθύν, αργυρόηχον
γέλωτα. Η γραία επανέλαβε:
– Πατέλας
δεν τον ήθελε γαμπλό. Πήλα άλλον.
Χήλεψα. Αυτός, είπαν, πήλε καϋμό, πήγε
βουνά, αγλίεψε, δεν πάτησ' εκκλησιά...
Εγώ έχω το κλίμα.
Η
Αφέντρα ενόησεν αμέσως την απλοϊκήν
ευσυνειδησίαν της γραίας.
– Ε,
καλά, είπε· να που τον ηύρες τώρα, στην
Ανάστασι. Ώρα του Ασπασμού, της αγάπης
είναι. Να σχωρεθής, να το πης του παπά,
και θα σ'
αφήση να
μεταλάβης.
*
Η
Μολώτα ηκολούθησε κατά γράμμα την
συμβουλήν τής Αφέντρας. Εισήλθεν εις
τον ναόν, ησπάσθη το Ευαγγέλιον και
την Ανάστασιν, είτα εζήτησε συγχώρησιν
από τον Κόλιαν.
Ακολούθως,
την ώραν του Κοινωνικού, επλησίασε
μαζύ με τας αλλάς γυναίκας εις την
βορείαν πύλην του ιερού, όπου ο ιερεύς
ανέγνωσεν επί των κεφαλών των την
συγχωρητικήν ευχήν, ενώ ο μικρός ψάλτης
εμινύριζε το «Σώμα Χριστού μεταλάβετε».
Μετά
την Απόλυσιν, άμα οι άνδρες εξήλθον,
ο Σταμάτης συναντήσας τον Κόλιαν τον
εχαιρέτισε:
– Χριστός
ανέστη, μπάρμπα-Κόλια! Καλή ώρα ήτον
που σ' ηύρα χτες.
Και
ο γέρων ερημίτης απήντησεν:
– Αληθώς
ανέστη, βρε! Δεν είμαι αλιβάνιστος!
*Κατά
που λέει το χαρτί κι ομολογάει η φλάσκα,
ούτε και πέρυσι Λαμπρή ούτε κι εφέτο
Πάσχα.
Από πού προέρχεται; Ακούστε: Για να
βρίσκουν οι παλιοί αγράμματοι παππάδες
το ευαγγέλιο της Κυριακής, πήγαιναν
στον Δεσπότη και τους έβαζε ένα
χαρτάκι-σημαδούρα στο βιβλίο. Είχε
όμως κι ένα φλασκί με τόσους σπόρους
κολοκύθας (όσες μέρες θα περνούσαν)
όσα φύλλα θα γύριζε για νάβρει το
Ευαγγέλιο της Λαμπρής. Λένε ότι τα
παιδιά για πλάκα του αφαιρέσανε μερικά
χαρτάκια από το βιβλίο του ευαγγελίου
και ταυτόχρονα ρίξανε κι άλλους σπόρους
μέσα στο φλασκί. Έτσι ο παππάς δεν
μπορούσε να εύρη το ευαγγέλιο κι είπε
τα παραπάνω.
**Μια
γυναίκα λεχώνα πρέπει να μείνει στο
σπίτι για σαράντα μέρες, στο τέλος των
οποίων επιτρέπεται να πάει στην
εκκλησία και να την ευλογήσει ο παπάς.
|
The
Church Shirker
(Alivanistos)
By
Alexandros Papadiamantis
Rendered
by Vassilis C. Militsis
The
following story was translated in German by Ludwig
Bürchner
in 1917 with the title Der
Kirchenscheue (The Church Shirker)
and
appeared in the Greek newspaper The
News of Görlitz. During
World War I, 7,000 Greek soldiers of the IV Army were transported
and settled in the small border town of Görlitz in a typical
regime of hosting/captivity.
Having
walked for some time through the deep forested valley, Aunty
Molota, Folio, Perdika’s daughter and Afentra, Stamaterizena’s
daughter finally arrived at Daskaleio. The dying rays of the sun
were lingering with their golden light on the two mountain ridges
on both sides of the valley. Below, in the dense forest a dark
shadow was spreading. Tree trunks, covered with ivy and trellised
branches formed sunless entanglements where amongst the foliage
one could hear interminable love susurrations. Fortunately, the
forest was believed to be haunted; otherwise the woodsman’s axe
would have destroyed it before long. The three women were treading
now on soft moss, now on stones and shingle scattered on the
uneven ground. Their hearts and souls were refreshed on arriving
at the spring of Daskaleio.
The
cool spring water gushes out of a cavern and courses through the
hollow of a thousand-year-old tree, at the root of which a deep
water-hole is formed. The entire cliff above is saturated with
humidity which drips down like pearls, whereas the musical gurgle
of the water blends with the loud whimper of the blackbirds.
Having lavishly drunk and quenching her thirst, Aunty Molota let
out a joyous sigh of relief and sat upon a low boulder to rest.
The other two women immersed their urns and jugs, which they had
been carrying along, into the pond at the root of the tree in
order to fill them. Then they also drank their fill, and one sat
next to the old woman while the other opposite her, and they began
talking.
The
pliest (priest) is vely late! Said Aunty Molota. She lisped and
was also prone to cutting off not only syllables but also
articles and various particles.
Night
has fallen, I’d say! Added Folio.
So,
what do you think? Rejoined Afentra.
The
three had been sojourning at St. John’s monastery, at Aselinos
(Moonless), since Saturday of Passion Week. It was a deserted,
small, old cloister. It had become known that Papa-Garofalos –
the so-called Sosmenos (the Saved) – one of the town priests,
was expected at St, John’s chapel, at Aselinos, to perform the
Easter mass for the herdsmen dwelling in those wild regions. These
three and a few other townsfolk, lovers of the countryside, had
preceded the priest for the Easter celebration. However, it was
already nightfall and Papa-Garofalos had not yet shown up.
He’s
taking long to spiff up! Added Folio, Perdika’s daughter.
Yes,
indeed; have you noticed how long he takes to dress? Rejoined
Afentra, Stamaterizena’s daughter, literally construing Folio’s
words. And sometimes he puts on his “change” askew. Thus she
called the chasuble. The three women had come from St. John’s
cloister, a quarter of an hour journey, to fill their vessels at
Daskaleio, as the small spring of the old retreat had almost run
dry. They were due to return to St. John, but their chat was
delaying them.
Finally,
the two of them stood up and bent down to shoulder their jugs,
being ready for the return trek.
But
at that moment a sharp voice was heard amongst the trees.
I’ve
frightened you, Aunty Molota! Said the voice. Then loud laughter
followed and immediately a youth, tall and still beardless,
around sixteen years old turned up, holding something wrapped and
folded on his chest.
It
was not yet deeply dark, therefore the women discerned the outline
of his face having first heard his voice. It was Stamatis, the
“turtledove”, a sapling youth, orphaned since his early
childhood, goodhearted, easygoing, who made his living doing odd
jobs around the town. However, whenever there was a country
festivity some place, he abandoned all his errands and was the
first to be among the merrymakers.
He
inserted his hand in the folded fabric, which he held, and caught
something black and playfully threw it upon Molota’s apron, who
was still sitting on the boulder.
What
Stamatis had thrown into her apron was a huge, black crab, still
alive. The young man had descended to Little Aselinos before two
hours. This is the appellation given to the beach on the west, a
small gulf, opposite Mount Pelion. It was there that the youth had
filled his kerchief, which girdled his waist, with shells, mussels
and crabs.
Again
Stamatis burst out laughing.
I
apologize, Aunty Molota, he said. Such a hick as I am, I’ve
blundered. I just felt like giving you this crab as a present so
that you may have it as a snack tonight. But the way I threw it
in your apron I must have frightened you.
I
shouldn’t eat clabs (crabs), lisped Molota. I will leceive
(receive) Communion!
Is
that so? Then I’ll give it away to Perdika.
On
such a Holy Saturday should I eat crabs? Said Folio.
Then,
Stamatrizena shall have it, Stamatis suggested.
May
you turn into crab! Replied Afentra.
What
a nice wish for me! Rejoined Stamatis. What an idea! If I were a
crab, how could I possibly walk? And saying thus, he fell on all
fours and began to stride in a sidelong way among the three
women. With his head he struck Molota’s side, with his back he
touched Folio’s elbow, and with his heel he stepped on
Afentra’s pump.
The
three women, simulating anger, laughed.
You’ve
gone completely nuts, I see; you’re out of your mind! Said
Afentra. And at that moment she lifted her jug with her left hand
and softly struck Stamatis’s head with it. Stamatis seemed to
be charmed.
Oh,
how cool is it, Stamatrizena! He said; give me one more!
Well,
we must get going, said Afentra in reply to this. We’ve been
overtaken by the night. Whereupon they started out.
Then
Stamatis, without saying a word, grabbed the biggest jug, which
otherwise would be carried by Afentra, and willingly hurried
forward as forefront. On the way, he began telling them:
Fancy
who I’d just come across on my way up here before I met you at
the fountain!
No
sooner had Aunty Molota heard that name than she unwittingly moved
forward and in two strides she changed her course to Stamatis’s
left so as to hear better, for she was deaf on her left ear. The
young man recounted that at the foot of the mountain, a short
distance from the beach, had gone by the dwelling of that odd man,
who had not come down to town for thirty years, and lived like a
hermit in a hut, rather a cavern, the entrance of which he had
closed with a stone wall he built with his own hands. He tended a
few goats and associated with no one save Barekos, the biggest
goat raiser in the mountain, who owned a herd of one thousand
goats. What little milk he could collect, he gave it to Barekos in
exchange of a few rusks, some salted fish, and occasionally one or
two pieces of sackcloth or a woolen bedcover.
On
seeing me, Stamatis went on, he tried to hide. I ran after him,
greeted him, and to provoke him I began, as it were, to cense him
with this kerchief, wherein the mussels tinkled, using it as a
thurible. Here, like this! And detaching from around his waist
the kerchief containing the sea shells, he made believe to cense
Aunty Molota, who gave out an inarticulate exclamation of
protest.
Cut
it out, you tempter! Cried Afentra furiously.
*
With
the fall of the night, there arrived at St. John’s church Yannis
Barekos, the big stockman, along with his entire kith and kin –
wife children and apprentices, Kostas Piliotis, another goatherd
with his family, and Angelis Polychronos with all his dependents.
They had built a big fire and sat down in the open by the northern
wall of the chapel spinning yarns about the old chronicles of the
pastoral life, gazing meanwhile at the constellations and awaiting
the Seven Sisters to culminate, marking thus midnight, and then to
drift down westwards when it was time for the dawn to break. They
were waiting for the priest to come and say the Mass for the
Resurrection. It was already midnight and there was no sign of the
priest.
The
bookmark and the gourd must have delayed him* … Angelis
Polychronos began talking.
If
one knew, he could go to town, said Kostas Piliotis.
Papa-Garofalos
may come with the moonrise, remarked Barekos. There, look!
He
pointed high to the mountain where the tree tops began to shine
with the silver shimmer of the moon. It was already in its last
quarter.
At
that moment Stamatis showed up, who had for some time disappeared
without being noticed. The youth had climbed up high in the
mountain to listen and keep an eye open in case he heard or saw
the priest’s arrival.
On
descending, he beckoned Barekos and the other men to join him
outside the courtyard.
Barekos
and Kostas Piliotis followed up the acclivity about two hundred
paces. There they really heard sounds coming up from the stream
below towards Daskaleio and Aselinos.
What
is it?
I
bet he’s lost his way, said Stamatis.
What
does he want down there at Aselinos?
I
made out his voice, said Stamatis. He must have come by another
way, over the fields, and then through the forest and lost his
way.
*
The
two herdsmen and Stamatis, followed by Polychronos, who had run
after them, ascended to the brow of the mountain and responded
vociferously to the echoes they could hear.
Ahoy!
Come! … We’re here! Stamatis shouted in a stentorian voice.
How
come they can’t see such a roaring fire? Wondered Piliotis.
They
must have stumbled in an impasse, deep in the shadow of the
mountain. The moon has not climbed up the sky yet.
I’ll
go and fetch a lantern, exclaimed Stamatis.
Whereupon
he hurried down to the courtyard of St. John’s church, whence he
returned after a while carrying a lit lantern. Holding this,
Stamatis proceeded, followed by the three men through the forest.
Some minutes later, the voices could be heard closer, and at last
the priest came in sight, accompanied by his nephew, who was also
his helper and chanter, hauling by the bridle a small donkey, on
which the priest’s holy vessels were loaded. But at the very
last there came into view a shadow, which seemed to avoid facing
the light of the lantern.
Well,
well! Stamatis laughed. And sotto
voce he
whispered to Barekos:
The
Church Shirker!
A
real miracle! Replied Barekos.
*
How
come, your grace, you lost your way? Angelis Polychronos asked
the priest.
Don’t
ask me… I intended to come by another path, … through the
Clearings … the priest panted; I wanted to see my field …
that man, Danakias, promised to have it sown but he left it
fallow … and I hadn’t had the slightest inkling for many
months now … bless his soul… I had also to perform three
house blessings and so night overtook me… I was lucky to come
across Uncle Kolias’ hut here (and pointed to the so-called
Church
Shirker),
who helped me find the way! May God always bless him!
Papa-Garofalos
kept pointing to him, whom he called Uncle Kolias, who however
like a real shadow was slinking behind the trees and bolting away.
Barekos
hurried after him and grabbed his arm forcibly.
Stamatis
could not help his mirth and began to make motions with his
lantern as though he were censing the place where Barekos and
Uncle Kolias stood.
The
old man had the appearance of a true werewolf. He wore a kind of
frock, of indistinct color and a black cap; he had long hair,
still black, and grizzled, curly beard. He resented being held by
the sturdy hand of Barekos and he was fain to leave.
It
was then Papa-Garofalos cut in:
May
you have Jesus Christ’s grace, my child! Come! Let me bless you
so your soul is renewed and fragrant! Come to participate in our
Lord Jesus Christ’s joy! Don’t be so unjust to yourself!
Don’t yield to the Enemy’s will! Resist Temptation! Come,
Kolia, come Nicholas, come, blessed Nicholas! May Saint Nicholas
shine you the right path!
Uncle
Kolias was reluctant because he felt ashamed. On the other hand,
he was also confused. He wished force would be exerted on him so
that he could stay.
As
though he had penetrated into the very sanctum of this poor man’s
soul, Barekos hailed two more herdsmen to his aid. These, half in
jest, half in earnest, grabbed Kolias’ arms and shoulders. In
festive procession they led him on. Poor Kolias, with a downcast
look, let himself be carried on with half a mind to yield and have
a mind to defect.
*
On
arriving at St. John’s chapel, something odd occurred. When
Aunty Molota, who was sitting outside the church, saw Kolias, she
was exceedingly perturbed and turned her face to the church wall.
Afentra, who was also sitting next to her, saw that something was
amiss and asked:
The
old woman gestured her to be silent. However, as the escort
reached the center of the courtyard, Molota took a furtive look at
the group of men and pulling down her black headscarf, she covered
her eyebrows and temples, and with the forelocks of her hair as
well as with the tails of her headscarf she covered her chin and
cheeks.
Afentra
was looking on nonplussed and with great curiosity.
What’s
come over you, Aunty Molota? She asked again.
Quiet,
I’m telling you! Whispered Molota.
At
that moment the priest entered the chapel, which Stamatis on the
day before he went to collect shells and crabs he had bedecked
with boughs of laurel and myrtle, and now the church sparkled
clean and neat.
The
priest began the Benedictus
and along with his nephew took up chanting He,
who with a
sea-wave had buried the tyrant pursuer long ago… Afentra
and Folio as well as the wives and daughters of the herdsmen
entered the church, too, and lit an abundance of candles on the
candelabra.
Molota
was lagging behind. She wanted to see whether Uncle Kolias, The
Church Shirker,
would enter the church, or not. At first Kolias insisted on
staying outside with the pretext of helping Barekos’ two
apprentices with the spitting and roasting of the Easter lambs,
for which another big fire was being built. However, Barekos was
apprehensive of Kolias’ possible escape, and forced him to go
into the church with him saying that “a guest is allowed no
work.”
But
Molota remained outside half concealed by the church door post
glancing furtively inside the church. When the entire congregation
came out of the church, candles in hand, to celebrate the
Resurrection, she receded to hide herself in the northeastern
niche of the church by the window of the Office of Oblation.
Standing there she also heard the joyous hymn Christ
is Risen.
When
the crowd of people reentered the church with the quick chant Day
of the Resurrection,
Afentra, the daughter of Stamaterizena, fell behind and approached
Molota.
Why
don’t you come into the church? She asked. Are you in
confinement?**
Go
in, my child, to listen to the good words of the Easter Mass,
replied Molota. Let me be.
But
what’s going on with you?
Nothing.
Tell
me, will you? She insisted.
The
old woman refused to comply and drew away. Afentra left her alone.
After a while, at the moment of the Osculation
Custom,
the so-called Easter
Kiss,
Molota approached the church door and beckoned Afentra to come
out. She led Afentra to the previous place, to the left of the
church.
Now,
how can I take Communion?
Why
not?
Isn’t
now the moment to kiss the gospel and the Resurrection icon?
Yes.
How
can I go and kiss them?
How
can you go? Just walk, replied Afentra.
Have
you seen that man?
Who?
Kolias.
The
Church
Shirker?
What about him?
Molota
came closer, and lowering her voice said:
When
I was a little gal, she lisped, that man wanted to mally (marry)
me. Before I got sick and lost my voice, one day at dusk he met
me at the well – it was in a nallow (narrow) alley – and he
(bending to Afentra’s ear, she said in a faint whisper) kissed
me…
Afentra
choked down her deep, silver laughter.
Fathah
didn’t want him fo’ my husband. I mallied anothah man. Then I
became a widow. Kolias, they said, was bloken hea’ted, went up
into the mountains, tu’ned wild and he had not since set foot
in a chu’ch … the sin is mine.
Afentra
immediately realized the naive scrupulousness of the old woman.
Well,
she said, now you’ve found him at the Resurrection. It’s time
for the Easter kiss, for Christian love and forgiveness. Confess
to the priest and he’ll let you take Communion.
*
Molota
followed literally Afentra’s advice. She walked into the church,
kissed the gospel and the icon of the Resurrection, and asked
Kolias for forgiveness.
Then,
at the moment of Communion, she approached with the womenfolk the
northern gate of the sanctum, where the priest, his stole on their
heads, read the prayer of forgiveness, while the young chanter in
wailing tones hummed Receive
ye the Body of Christ.
After
the end of the Mass, the men exited the church and Stamatis
meeting Kolias, greeted him:
Christ
is Risen, Uncle Kolias! It was a favorable moment when I met you
yesterday.
And
the old hermit replied:
*Reference
to the proverb: “According to what the bookmark says and the
gourd admits, there was no Resurrection last year and no Easter
this year.” In order for the semi-literate priests of olden
times to find the Sunday gospel, they went to their bishop who put
a scrap of paper as a bookmark in the Book. They also carried with
them a gourd which contained so many pumpkin seed as the pages he
must turn till the Easter gospel. The rumor has it that some
pranksters removed from a priest’s Book some scraps of paper and
put more seeds into the gourd. In this way the poor priest could
not find the right place in the Book and in his despair said the
above proverb.
**A
woman who has recently given birth must be in house confinement
for forty days at the end of which she is allowed to go to church
to be blessed.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου