Ἱερομονάχου
Ἰσαὰκ «Βίος Ὁσίου Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου»
Ὁ Γέροντας ἦταν μοναχὸς μὲ ἐκκλησιαστικὸ
φρόνημα καὶ ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση. Οἱ ἐκκλησιολογικὲς του ἀπόψεις ἦταν ὀρθοδοξότατες.
Πίστευε ὅτι ἡ Ἐκκλησία κατέχει τὸ πλήρωμα τῆς ἀποκαλυφθείσης Ἀλήθειας. Ἔλεγε: «Ὅ,τι
ἔχει ἡ Ἐκκλησία εἶναι λαμπικαρισμένο». Ἡ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων κατορθώνεται στὴν
Ἐκκλησία. Αἰσθανόταν ὅτι ἀποτελεῖ μέλος της. Ὑπέτασσε τὸ θέλημά του καὶ
θυσιαζόταν γιὰ τὸ καλό της. Ἀκόμη καὶ ἡ ἄσκησή του εἶχε ἐκκλησιαστικὴ ἀναφορά.
Πίστευε ὅτι, «ὅταν διορθώσω τὸν ἑαυτό μου, διορθώνεται ἕνα κομμάτι τῆς Ἐκκλησίας».
Ἡ ἀγάπη του γιὰ αὐτὴν ἦταν πολὺ μεγάλη. Γιὰ τὴν εὐστάθειά της ὑπέμεινε κόπους
καὶ θυσίες, γιὰ τὴν δόξα της προσευχόταν συνεχῶς. Γιὰ τὴν ἑνότητά της ἀγωνίστηκε
πολυτρόπως. Ἔγραφε: «Δὲν εἶμαι ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἔχουν κάνει τὴν Ὀρθόδοξον τοῦ
Χριστοῦ Ἐκκλησίαν κόμμα. Ἀγαπῶ τοὺς καλοὺς ἐργάτας τοῦ Χριστοῦ καὶ βοηθῶ ὅσο
μπορῶ».
Βοήθησε πολλοὺς νέους νὰ γίνουν
καλοὶ κληρικοί, ἐργάτες στὸν ἀμπελώνα τοῦ Κυρίου. Τοὺς συμβούλευε: «Ἐργασθεῖτε
ταπεινὰ μέσα στὴν Ἐκκλησία καὶ ὁ Κύριος θὰ σᾶς προδώσει (ἀναδείξει, φανερώσει)
στὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων». Κάποιοι ἀπὸ αὐτοὺς σήμερα κοσμοῦν τὴν Ἱεραρχία.
Ἤθελε οἱ κληρικοὶ νὰ ἑτοιμάζουν τὸν
λαὸ μὲ τὴν μετάνοια, γιὰ νὰ ἀποφύγουμε τὴν δικαία ὀργὴ τοῦ Θεοῦ. Ἡ διακονία
τους νὰ ἀποβλέπη στὴν σωτηρία τῶν πιστῶν καὶ στὴν δόξα τῆς Ἐκκλησίας, ὄχι στὴν
αὐτοπροβολή. Ἔλεγε γιὰ κληρικὸ ποὺ ἐπετέλεσε ἔργο ἀξιόλογο, ὅτι «θὰ εἶχε...
ἀξία τό
ἔργο του, ἂν δὲν ἦταν κάτι τὸ προσωπικό».
Ὁ ἴδιος ἀθόρυβα ἀπὸ τὸ ἀσκητήριό
του παρακολουθοῦσε τὴν ἐκκλησιαστικὴ κατάσταση μὲ ἐνδιαφέρον. Προσευχόταν, μιλοῦσε,
ἔγραφε καί, ὅταν τὸ ἔκρινε ἀναγκαῖο, ἐξερχόταν στὸν κόσμο γιὰ κάποια ἐκκλησιαστικὴ
ὑπόθεση.
…Πονοῦσε πολύ, ὅταν ὑπῆρχαν
σκάνδαλα καὶ ἐκκλησιαστικὲς κρίσεις. Τότε προσευχόταν περισσότερο. «Σᾶς ἔγραψα
τὸ βαθὺ πόνο μου», ἔγραφε σὲ ἐπιστολή του σὲ μία τέτοια περόδο (12-4-75), καὶ ἐξηγοῦσε
γιατί συμβαίνουν αὐτά: «Λείπει ἡ πατερικὴ πνευματικὴ ἀρχοντιὰ καὶ ἑπόμενο εἶναι
νὰ μαλώνουμε σὰν τοὺς γύφτους».
Τηροῦσε τοὺς ἱεροὺς κανόνες καὶ τὴν
τάξη τῆς Ἐκκλησίας. Σεβόταν τὶς ἀρχὲς καὶ τὰ θέσμια τοῦ Ἁγίου Ὅρους. Χωρὶς
γραπτὴ ἄδεια ἐξόδου δὲν ἔβγαινε ἀπὸ τὸ Ὅρος.
…Εἶχε εὐλάβεια στοὺς ἐπισκόπους.
…Ἰδιαιτέρως σεβόταν τὸν Οἰκουμενικὸ
θρόνο. Ἀναγνώριζε τὴν πανορθόδοξη ἀποστολή του καὶ κατανοῦσε τὴν δύσκολη θέση
ποὺ βρίσκεται. Προσευχόταν πολὺ καὶ τὸν ὑπερασπίστηκε δημόσια σὲ πολλὲς περιπτώσεις.
Ἀπὸ τὸ Στόμιο εἴδαμε τὸν Γέροντα
σφοδρὸ πολέμιο τῶν αἱρέσεων. Στὰ θέματα τῆς πίστεως ἦταν ἀκριβὴς καὶ ἀσυγκατάβατος.
Εἶχε μεγάλη ὀρθόδοξη εὐαισθησία,
γι΄ αὐτὸ δὲν δεχόταν συμπροσευχὲς καὶ κοινωνία μὲ πρόσωπα μὴ ὀρθόδοξα. Τόνιζε:
«Γιὰ νὰ συμπροσευχηθοῦμε μὲ κάποιον, πρέπει νὰ συμφωνοῦμε στὴν πίστη». Διέκοπτε
τὶς σχέσεις του ἢ ἀπέφευγε νὰ δῆ κληρικοὺς ποὺ συμμετεῖχαν σὲ κοινὲς
προσευχὲς μὲ ἑτεροδόξους. Τὰ «μυστήρια» τῶν ἑτεροδόξων δὲν τὰ ἀναγνώριζε καὶ
συμβούλευε οἱ προσερχόμενοι στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, νὰ κατηχοῦνται καλὰ πρὶν
βαπτισθοῦν.
Καταπολέμησε τὸν οἰκουμενισμὸ καὶ
μιλοῦσε γιὰ τὸ μεγαλεῖο καὶ τὴν μοναδικότητα τῆς Ὀρθοδοξίας, τὴν πληροφορία του
ἀρυόμενος ἀπὸ τὴν ἐν καρδία του θεία χάρι. Ὁ βίος του ἀποδείκνυε τὴν ὑπεροχὴ τῆς
Ὀρθοδοξίας.
Γιὰ ἕνα διάστημα εἶχε διακόψει
μαζὶ μὲ ὅλο σχεδὸν τὸ ὑπόλοιπο Ἅγιον Ὅρος, τὸ μνημόσυνο τοῦ πατριάρχου Ἀθηναγόρα
γιὰ τὰ ἐπικίνδυνα ἀνοίγματά του πρὸς τοὺς Ρωμαιοκαθολικούς. Ἀλλὰ τὸ ἔκανε μὲ
πόνο: «Κάνω προσευχή», εἶπε σὲ κάποιον, «γιὰ νὰ κόβη ὁ Θεὸς μέρες ἀπὸ μένα καὶ
νὰ τὶς δίνη στὸν πατριάρχη Ἀθηναγόρα, γιὰ νὰ ὁλοκληρώση τὴν μετάνοιά του».
Γιὰ τοὺς Ἀντιχαλκηδονίους
(μονοφυσίτες) εἶπε: «Αὐτοὶ δὲν λένε ὅτι δὲν κατάλαβαν τοὺς ἁγίους Πατέρες, ἀλλ΄
ὅτι οἱ ἅγιοι Πατέρες δὲν τοὺς κατάλαβαν. Δηλαδὴ σὰν νὰ ἔχουν αὐτοὶ δίκαιο καὶ
τοὺς παρεξηγήσανε». Χαρακτήρισε ὡς βλασφημία κατὰ τῶν ἁγίων Πατέρων τὴν
προτεινόμενη κάθαρση τῶν Λειτουργικῶν βιβλίων ἀπὸ τὸν χαρακτηρισμὸ τοῦ αἱρετικοῦ
γιὰ τὸν Διόσκορο καὶ Σεβῆρο. Εἶπε: «Τόσοι ἅγιοι Πατέρες ποὺ εἶχαν θεῖο φωτισμὸ
καὶ ἦταν σύγχρονοι δὲν τοὺς κατάλαβαν καὶ τοὺς παρεξήγησαν καὶ ἐρχόμαστε ἐμεῖς
μετὰ ἀπὸ τόσους αἰῶνες νὰ διορθώσουμε τοὺς ἁγίους Πατέρες; Ἀλλὰ καὶ τὸ θαῦμα τῆς
ἁγίας Εὐφημίας δὲν τὸ ὑπολογίζουν; Καὶ αὐτὴ παρεξήγησε τὸν τόμο τῶν αἱρετικῶν;».
Χωρὶς νὰ ἐπιδιώκει νὰ φαίνεται ὁμολογητής,
μὲ τὸν τρόπο του, ἀντιδροῦσε, μιλοῦσε καὶ ἔγραφε σὲ ἐκκλησιαστικὰ πρόσωπα. Ἡ «Ἐκκλησία»,
ἔλεγε, «δὲν εἶναι καράβι τοῦ κάθε ἐπισκόπου νὰ κάνη ὅ,τι θέλει». Οἱ ἀντιδράσεις
τους αὐτὲς συνωδεύονταν ἀπὸ πολλὴ προσευχὴ καὶ ἀγάπη γιὰ τὴν Ἐκκλησία, ἀλλὰ καὶ
γιὰ τοὺς παρεκτρεπομένους, καὶ προϋπέθεταν ἀπάθεια, διάκριση καὶ ἄνωθεν
φωτισμό.
Ἕνα ἄλλο θέμα ποὺ ἀπασχόλησε τὸν
Γέροντα ἦταν τὸ θέμα τοῦ ἡμερολογίου. Πονοῦσε γιὰ τὸν χωρισμὸ καὶ προσευχόταν.
Λυπόταν γιὰ τὶς παρατάξεις τῶν παλαιοημερολογιτῶν ποὺ εἶναι ξεκομμένες σὰν τὰ
κλήματα ἀπὸ τὴν Ἄμπελο, καὶ δὲν ἔχουν κοινωνία μὲ τὰ Ὀρθόδοξα Πατριαρχεῖα καὶ τὶς
κατὰ τόπους αὐτοκέφαλες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες. Μερικὲς τέτοιες ἐνορίες στὴν Ἀθήνα
καὶ στὴν Θεσσαλονίκη ἑνώθηκαν καθ΄ ὑπόδειξή του μὲ τὴν Ἐκκλησία κρατώντας τὸ
παλαιὸ ἡμερολόγιο.
Ἔλεγε: «Καλὸ ἦταν νὰ μὴν ὑπῆρχε αὐτὴ
ἡ ἐορτολογικὴ διαφορά, ἀλλὰ δὲν εἶναι θέμα πίστεως». Στὶς ἐνστάσεις ὅτι τὸ νέο ἡμερολόγιο
τὸ ἔκανε Πάπας, ἀπαντοῦσε: «Τὸ νέο ἡμερολόγιο τὸ ἔκανε Πάπας καὶ τὸ παλιὸ εἰδωλολάτρης»,
ἐννοώντας τὸν Ἰούλιο Καίσαρα.
…Μὲ τὴν ἀγάπη, τὴν προσευχὴ καὶ τὴν
διακρισή του, γνώριζε πότε νὰ μιλᾶ, πῶς νὰ ἐνεργῆ καὶ νὰ βοηθᾶ ἀθόρυβα τὴν
μητέρα Ἐκκλησία, ἀποφεύγοντας τὰ ἄκρα καὶ θεραπεύοντας πληγὲς ποὺ ταλαιπωροῦν τὸ
σῶμα τῆς Ἐκκλησίας καὶ σκανδαλίζουν τοὺς πιστούς.
Ἁγιογραφία
καὶ κεντρικὴ διάθεση βιβλίου:
Ἱερὸν Ἡσυχαστήριον «Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος»
Μεταμόρφωσις Χαλκιδικῆς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου