Γεννήθηκε το 1296 στην αγιοτόκο Κωνσταντινούπολη σε μια οικογένεια αξιοζήλευτη. Σπάνιο πράγμα η αγιότης. Μα και να βρεθεί ολόκληρη οικογένεια αγία, ακόμη πιό σπάνιο! Ο πατέρας Κωνσταντίνος Παλαμάς ήταν αξιωματούχος της Αυτοκρατορικής Αυλής και βαθιά εντρυφούμενος την καρδιακή προσευχή, βυθιζόταν στην επανάληψη της ευχής, ακόμη και κατά τις συνεδριάσεις με τον Αυτοκράτορα. Συνέβη όμως και ο Θεός τον κάλεσε νωρίς αφήνοντας τη σύζυγό του Καλή, τους γιούς του Γρηγόριο, Θεοδόσιο και Μακάριο και τις θυγατέρες του Επίχαρη και Θεοδότη, απροστάτευτους.
Μετά
από τις σπουδές του ο Γρηγόριος, που δέν ήταν καθόλου ευκαταφρόνητες,
διότι έγιναν υπό την επίβλεψη του αυτοκράτορα, μαζί με τους δύο αδελφούς
του έφυγε για το Αγιον Όρος. Εκεί ο Αγιος έγινε ασκητής στην περιοχή
του Βατοπεδίου κι αργότερα στη Μεγίστη Λαύρα κοινοβίασε μέσα στη Μονή.
Μετά έξι χρόνια πάλι αγάπησε την ησυχία και ξαναγύρισε σε ασκηταριά για
δύο χρόνια. Δέν ησύχασε όμως κι εκεί, γιατί πάλι βρέθηκαν πειρατές που
του τάραζαν συνεχώς τη γαλήνη.
Το 1325 πήρε απόφαση να φύγει για τα Ιεροσόλυμα, και για το λόγο αυτό έφθασε στη Θεσσαλονίκη και μαζί τον συνόδευσαν μια δωδεκάδα μαθητών. Είχε πια προκόψει στην αρετή κι ήταν γνωστός. Την επιβράβευση έφερε κι η πρόταση για χειροτονία που του κάμανε, κι εκείνος ταπεινά, γνωρίζοντας πως ήταν θέλημα του Υψίστου, την αποδέχτηκε και σύντομα χειροτονήθηκε παπάς.
Το 1325 πήρε απόφαση να φύγει για τα Ιεροσόλυμα, και για το λόγο αυτό έφθασε στη Θεσσαλονίκη και μαζί τον συνόδευσαν μια δωδεκάδα μαθητών. Είχε πια προκόψει στην αρετή κι ήταν γνωστός. Την επιβράβευση έφερε κι η πρόταση για χειροτονία που του κάμανε, κι εκείνος ταπεινά, γνωρίζοντας πως ήταν θέλημα του Υψίστου, την αποδέχτηκε και σύντομα χειροτονήθηκε παπάς.
Εμενε
τώρα να βρεί τόπο ήρεμο και ήσυχο για να χαίρεται τις πνευματικές του
αναβάσεις. Κι έφθασε στη Σκήτη, για να διαπιστώσει αυτό που πολλοί
έλεγαν στη Θεσσαλονίκη, πως δηλαδή ήταν φροντιστήριο ψυχών, ο χώρος, και
πολλούς ανάπαυε η κοιλάδα. Ήταν το 1326 πού έκτισε ένα παράπηγμα κοντά
στο ποτάμι του Αλιάκμονα. Εκεί βέβαια, άν ήθελε συναντιόταν με τους
άλλους μοναχούς, γιατί δέν ήταν μακρυά. Μα εκείνος έκανε το πάν για να
βρεθεί μόνος και να σκύψει το πρόσωπο στο στήθος, να χαλαρώσει τις
αισθήσεις του σαρκίου και να αρχίσει την ρυθμική βύθιση στην ευχή
«Κύριε, Ιησού, Χριστέ, Υιέ Θεού, ελέησόν με τον αμαρτωλό». Και μέσα από
την επανάληψη αυτή, άρχιζαν να φεγγοβολούν τα πάντα τριγύρω και το
σκοτεινό και υγρό της σπηλιάς γινόταν καταδεκτικό και θερμό. Ποιός θα
διέκοπτε την γαλήνη της επαφής με τα Θεία για να μιλήσει αργολογίες και
κουταμάρες!
Το
αρχικό σπήλαιο με τα παραπήγματα τα κατέστρεψαν ο εκσυγχρονισμός όταν
κατασκευάστηκε απρόσεκτα η παραποτάμια οδός. Μαζί και μια πηγή ιαματική
με θερμό νερό που το λέγανε «χλιο νερό» κι είχε αναβλύσει με την
προσευχή του Αγίου. Ένα άλλο σπήλαιο που αποδίδεται τώρα στον Αγιο κοντά
στη Μονή Προδρόμου, δηλώνει τον πόνο για τον χαμό του πρώτου.
Με
προσοχή ο Αγιος, το Σαββατόβραδο έβγαινε από το ασκηταριό του, και
πήγαινε με το κεφάλι σκυφτό, στα Μοναστήρια. Εκεί λειτουργούνταν ή
λειτουργούσε και έπαιρνε μέρος στην Κυριακάτικη τράπεζα. Μετά
συνομιλούσε, με φόβο Θεού, χωρίς πολλά-πολλά λόγια και το απόγευμα
ξαναγύριζε να κρυφτεί στα ίδια.
Κάποια
Κυριακή ξανοίχτηκε στη συζήτηση με ένα ενάρετο παπούλη, τον γέροντα
Ιώβ, που΄χε χρόνια στην άσκηση. Ο Αγιος τότε μόλις ξεπερνούσε τα τριάντα
του, βέβαια δέν ήταν μικρός καθώς τότε ωρίμαζαν ταχύτερα, αλλά ούτε και
ήταν κανένας πολιός γέρων.
Ο Αγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς διατείνονταν πως η προσευχητική εργασία και μάλιστα η συνεχής επανάληψη της ευχής, είναι πράγμα κατορθωτό σε όλους. Ακόμη κι οι λαϊκοί όταν εργάζονται κι όταν ταξιδεύουν και σε κάθε στιγμή της ζωής τους, μπορούν να λέγουν συνεχώς αυτή την απλή προσευχή, και να αξιωθούν της καθάρσεως και των πνευματικών καταστάσεων, όπως οι μοναχοί.
Ο γέροντας Ιώβ πάλι αντέλεγε πως η πολυμεριμνησία και τα άγχη της καθημερινής ζωής δεν επιτρέπουν στον νού να συγκεντρώνεται για να τελέσει θερμή και ακατάπαυστη προσευχή. Ήρθε η ώρα να χωρίσουν και κανείς δεν έκανε πίσω στον λογισμό του. Κατευθύνθηκαν κι οι δυό στα ασκηταριά τους, ο καθένας προσευχόμενος να φωτίσει τον άλλο. Σαν κλείστηκε στο ασκηταριό του ο Ιώβ και κατανύχτηκε και γονάτισε και προσευχήθηκε, του φανερώθηκε Αγγελος του Θεού και κάπως τον επέπληξε:
Ο Αγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς διατείνονταν πως η προσευχητική εργασία και μάλιστα η συνεχής επανάληψη της ευχής, είναι πράγμα κατορθωτό σε όλους. Ακόμη κι οι λαϊκοί όταν εργάζονται κι όταν ταξιδεύουν και σε κάθε στιγμή της ζωής τους, μπορούν να λέγουν συνεχώς αυτή την απλή προσευχή, και να αξιωθούν της καθάρσεως και των πνευματικών καταστάσεων, όπως οι μοναχοί.
Ο γέροντας Ιώβ πάλι αντέλεγε πως η πολυμεριμνησία και τα άγχη της καθημερινής ζωής δεν επιτρέπουν στον νού να συγκεντρώνεται για να τελέσει θερμή και ακατάπαυστη προσευχή. Ήρθε η ώρα να χωρίσουν και κανείς δεν έκανε πίσω στον λογισμό του. Κατευθύνθηκαν κι οι δυό στα ασκηταριά τους, ο καθένας προσευχόμενος να φωτίσει τον άλλο. Σαν κλείστηκε στο ασκηταριό του ο Ιώβ και κατανύχτηκε και γονάτισε και προσευχήθηκε, του φανερώθηκε Αγγελος του Θεού και κάπως τον επέπληξε:
«Γιατί
Ιώβ δυσπιστείς στα λόγια του Γρηγορίου; Η προσευχή είναι εντολή εις
πάντας παραδεδομένη, ανεξαρτήτως του τόπου και της καταστάσεως που ζούν.
Αυτό δέν περιγράφουν κι οι πατέρες, λέγοντας, καλύτερα να προσεύχεσαι
παρά να αναπνέεις;». Ο γέροντας Ιώβ γνώρισε πως το όραμα ήταν αληθινό κι
από Θεού, και παρά την ηλικία του και το περασμένο της ώρας έτρεξε στο
ασκηταριό του Αγίου Γρηγορίου για να βάλει μετάνοια και να ζητήσει
συγγνώμη.
Εκείνο
το διάστημα κοιμήθηκε η μητέρα του Αγίου, ως μοναχή, στην
Κωνσταντινούπολη. Κι οι αδελφές του, ήδη μοναχές κι αυτές, ζήτησαν να
τις συμπαρασταθεί. Εκείνος έκανε τον κόπο να πάει στην βασιλεύουσα και
να τις συνοδεύσει πάλι, μαζί του, στη Βέροια. Εκεί σε μοναστήρι, που
βρίσκονταν μέσα στην πόλη, τις άφησε να ασκούνται σε ενάρετη συνοδεία
μοναζουσών.
Η
Βέροια τιμήθηκε από την παραμονή εκεί των εναρέτων μοναζουσών, της
Επίχαρης και της Θεοδότης. Περισσότερο κοσμήθηκε από την κοίμηση της
πρώτης και δέχθηκε στα φιλόξενα χώματά της το σκήνος της. Η Επίχαρις
είχε προαισθανθεί το τέλος της και συναντήθηκε με τον Αγιο αδελφό της.
Του προφήτευσε μάλιστα πως γρήγορα θα εγκατέλειπε αυτό τον τόπο, για να
επιστρέψει, αυτός, στο Αγιον Όρος.
Μετά
παρέλευση λίγων ετών, πέντε (κατά τον μαθητή του Αγίου Φιλόθεο Κόκκινο)
ή δέκα (κατά τον Αυτοκράτορα Ιωάννη Κατακουζινό χρονογράφο της
Βέροιας), άρχισαν οι επιδρομές των Σέρβων. Αυτοί δέν είχαν
εκχριστιανιστεί ακόμη και ζούσαν με άγρια και πολεμοχαρή ένστικτα. Οι
νέοι μοναχοί ήταν καλή λεία, γιατί θα τους πουλούσαν στα σκλαβοπάζαρα,
κι έτσι κατέφθασαν και σχεδόν κατέλαβαν την Σκήτη. Στη Βέροια μπήκαν το
1347.
Μέχρι
τότε όμως, ο Αγιος συναισθανόταν τον κίνδυνο, και γι’ αυτό μάζεψε τους
μαθητές του κι έφυγε άρον-άρον για την Θεσσαλονίκη, κι από κεί για το
Αγιον Όρος.
Ο
Αγιος Γρηγόριος έπαιξε σπουδαίο ρόλο στην εκκλησιαστική ιστορία της
Ορθοδοξίας. Κι αυτό, γιατί κάποιος Βαρλαάμ, Καλαβρός στην καταγωγή
προερχόμενος από τους καθολικούς και στην ιδέα φιλόσοφος, ήρθε από τη
Δύση και προσπάθησε να επηρεάσει τις θεολογικές τάσεις της Ανατολής.
Πολλούς κατατρόπωσε στις συζητήσεις, κι ήταν τόσο λογικοφανής, που
κανείς δε τολμούσε να τον αντικρούσει, μάλλον δε, αποκτούσε συνεχώς
οπαδούς. Στη δύσκολη αυτή στιγμή, που απειλούνταν με νόθευση τα δόγματα
της Εκκλησίας, που γελοιοποιούνταν η νοερά προσευχή και οι πνευματικές
καταστάσεις που είχαν σχέση μ’αυτήν, ο Αγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς
προσέτρεξε και αναχαίτισε τον αιρετικό Καλαβρό. Τα γεγονότα εκείνης της
περιόδου έμειναν γνωστά με την ονομασία «Ησυχαστικές έριδες», γιατί το
επίμαχο ζήτημα ήταν άν πρέπει να μονώνεται κανείς και να πιέζει τον
εαυτό του στην τέλεση της ευχής ή να κάθεται στις αίθουσες διδασκαλίας
και να φιλοσοφεί. Πολλά από τα συγγράμματα του Αγίου είχαν αποδέκτες και
τους μοναχούς της Σκήτης της Βέροιας.
Όταν
έχασε το παιχνίδι ο Βαρλαάμ έφυγε πίσω στην Ιταλία, αλλά άλλοι
συνεχιστές του δημιούργησαν προβλήματα με πρώτο τον Ακίνδυνο. Και σε
αυτές όμως τις προστριβές και συνοδικώς ο Αγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς και
οι θεολογικές και ορθές απόψεις του επικράτησαν. Ο δε Αγιος, καταξιώθηκε
να γίνει αρχιερέας και μητροπολίτης της Θεσσαλονίκης. Αφού μετά από
περιπέτειες και ομηρεία στην Μικρά Ασία από τους Τούρκους, επέστρεψε στη
Θεσσαλονίκη, εκεί λίγα χρόνια μόλις μετά, το 1359 άφησε την τελευταία
του πνοή.
Τις
τελευταίες του στιγμές κοίταξε πρός τα πάνω και φώναξε «Στα επουράνια,
στα επουράνια...», δεικνύων την οδό που θα πορεύονταν λίγες στιγμές
αργότερα. Κι εκεί «στα επουράνια» έλαβε τις πρέπουσες τιμές για τους
αγώνες του και τους άμετρους κόπους του.
Το
τίμιο σώμα του, μετά από την εκταφή, υπήρξε άφθαρτο, δηλαδή δέν σάπισε,
αλλά ευωδίαζε και θαυματουργούσε. Στούς λατίνους όμως, τους υποτελείς
του Πάπα, ήταν χονδρό αγκάθι η ενθύμιση του Αγίου και μάλιστα ολόσωμου.
Γι αυτό πολλες φορές τον συκοφαντούσαν λέγοντας, πως για τα αμαρτήματά
του έμεινε «άλυωτος», δέν δέχθηκε από απέχθεια η γή να τον διαλύσει «στα
εξ ων συνετέθη»! Τον 19ο αιώνα ο ναός του Αγίου καταστράφηκε από φωτιά και το τίμιο σκήνωμά του κάηκε αφήνοντας μόνον τα οστά ανέπαφα!
Εορτάζεται η μνήμη της κοίμησής του στις 14 Νοεμβρίου, αλλά και την 2η εβδρομάδα της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, οπότε τιμούμε τους αγώνες του υπέρ της Ορθοδοξίας.
πηγή(από το βιβλίο «Ξενάγηση στη Μονή Προδρόμου)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου