Ἐμπρός μου κακομοίρης ἰδιοκτήτης ταβέρνας, μὲ ὀφειλὴ σχετικὰ μικρή, τοῦ ὁποίου τοῦ εἶχαν στείλη δικαστικὸ ἐπιμελητή, γιὰ νὰ καταγράψῃ τὰ πέντε τραπέζια καὶ τὶς εἴκοσι καρέκλες.
Εἶχε ἔλθη μὲ τὸν λογιστή του, ἐξ ὅσων κατάλαβα.
Κάθονταν ὄρθιοι, ἐμπρὸς στὸν ὀρισμὸ τοῦ μπετόβλακα δημοσίου ὑπαλλήλου, γκομενίτσας ἀπὸ αὐτὲς ποὺ ὀνομάζουμε «τσουτσουνομεζέδες». Μαλλὶ ὀξυζενέ, νῦχι μισὸ μέτρο, βαμμένο σὲ χρώματα παραλλαγῆς γιὰ ἀπόκρυψη, ἀνάμεσα σὲ πολυχρώμους κλόουν, μάτι κουμπότρυπα καὶ δόντια …γάμησέ τα!!!
Ξέρετε, ἀπὸ αὐτὲς ποὺ ὁ θεῖος τοῦ μπαμπᾶ τῆς γιαγιᾶς τοῦ γκόμενου, πῆρε τηλέφωνο τὸν κολλητὸ τοῦ τάδε βουλευτοῦ καὶ τὴν ἔλβαναν νὰ βοσκῇ κατσαρίδες!!!
Τὴν παρακαλοῦν νὰ βάλῃ τὸ φάκελλο λίγο πιὸ κάτω, στὴν στοίβα τῶν φακέλλων ποὺ εἶχε ἐμπρός της, οὔτως ὥστε νὰ τοῦ δοθοῦν λίγες ἡμέρες προθεσμία, μήπως καὶ μαζέψῃ μερικὰ χρήματα, γιὰ νὰ ἀρχίσῃ νὰ πληρώνῃ. Ὁ ἀνθρωπάκος φαινόταν ἀγανακτισμένος καὶ μὲ μάτι ἀποφασισμένου ὅτι δὲν εἶχε πλέον κάτι νὰ χάσῃ!
Τὴν ἀκούω κάποιαν στιγμὴ νὰ τοῦ φωνάζῃ: «Χρωστᾶς, χρωστᾶς… Δέν ντρέπεσαι; Ἅμα χρωστς εἶσαι ἀπατεώντας!!!»
Ἄρχισα νὰ πιστεύω πὼς θὰ δῶ ἀπόπειρα ἀνθρωποκτονίας (ζωοκτονίας ἐὰν μὲ ῥωτήσετε…!!!)>
Εὐτυχῶς ὁ λογιστὴς παρενέη, τὴν πλάκωσε στὶς χριστοπαναγίες, τὴν ἔφερε στὰ ἴσα της καὶ ὁ ἀνθρωπάκος πῆγε στὴν εὐχὴ τοῦ θεοῦ.
Ζαμπέτας Ἐμμανουὴλ