Του Γεωργίου Ιωάννου Καραλή
Έχουν γραφτεί κατά τον παρελθόν πολλά έργα ορθοδόξων Πατέρων, συγγραφέων κατά αυτής της θέσεως. Το πρώτο βιβλίο δημοσιεύθηκε το 1964 (δευτέρα έκδοση) από το περιοδικό Εκκλησία και είναι έργο του αειμνήστου Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου († 1938) με τίτλο: «Το πρωτείον του επισκόπου Ρώμης» Εξαίρετη επιστημονική μελέτη που ο κάθε ορθόδοξος θα πρέπει να διαβάσει. Οι Ρωμαιοκαθολικοί δεν θέλησαν να το εκδώσουν στην Ιταλική, αν και το μετέφρασα. Στην σελίδα 4 ο συγγραφέας αναφέρει: «Καγώ δε σοι λέγω συ ει Πέτρος και επί ταύτη τη πέτρα οικοδομήσω μου την Εκκλησίαν». Είναι προφανές ότι ο Κύριος μετεχειρίσθη συμβολικήν έκφρασιν σχετικήν με το πρόσωπο του Πέτρου, αλλ’ αναφερομένην εις την πράξιν του Πέτρου, εις την ομολογίαν αυτού. Αν έτερος Απόστολος εποιείτο την ομολογίαν, άλλην ηδύνατο να μεταχειρισθή έκφρασιν ο Κύριος. Η ομολογία του Πέτρου υπήρξε αιτία των λόγων του Κυρίου, ουχί το πρόσωπον του Πέτρου, ασχέτως προς την ομολογίαν, διότι ευθύς αμέσως ο Απ. Πέτρος, επειδή απέτρεψεν τον Κύριον από του απολυτρωτικού θανάτου, ήκουσε παρ’ Αυτού ‘ύπαγε οπίσω μου Σατανά, σκάνδαλον ει εμού, ότι ου φρονείς τα του Θεού αλλά τα των ανθρώπων’. Εν τη περιπτώσει ταύτη ωμίλει ο Πέτρος ως ‘σάρξ και αίμα’ ανθρώπινον εκφράζων φρόνημα, ενώ δια της ομολογίας της θεότητος του Ιησού Χριστού εξεδήλου το φρόνημα πάντων των Αποστόλων, όθεν διάφοροι υπήρξαν αι αποκρίσεις του Κυρίου σχετικαί ουχί απλώς προς το πρόσωπον του Πέτρου αλλά προς τα λεχθέντα υπ’ αυτού. Εκεί εμακαρίσθη ο Πέτρος υπό του Κυρίου, ενταύθα ωνομάσθη σατανάς. Εκεί ‘σύ ει Πέτρος’, ενταύθα συ ει ‘σατανάς’. Προύκειτο περί του αυτού προσώπου αλλά περί διαφόρου φρονήματος. Επί του φρονήματος του της ομολογίας περί της θεότητος του Ιησού Χριστού και ουχί επί του προσώπου του Πέτρου έμελλε να οικοδομηθεί η Εκκλησία…” Και συνεχίζει: “ Επομένως ουδεμίαν ιδίαν εξουσίαν ο Κύριος παρέδωσεν εις τον Πέτρον δια της επαγγελίας αυτού περί ιδρύσεως της Εκκλησίας επί της καλής ομολογίας αυτού. Ουδέν δικαίωμα εμφανίζεται έχων ο Πέτρος υπέρ τους λοιπούς Αποστόλους, τούτο δε ετόνισαν πάντες οι αρχαίοι Πατέρες και Διδάσκαλοι της Εκκλησίας εν τη ερμηνεία των ανωτέρω χωρίων.” Και μπορούμε να αναφέρουμε πάμπολλα, αλλά ο χώρος είναι περιορισμένος.
Ο «μεταπατερικός» ορθόδοξος θεολόγος(;), που γράφει για το ίδιο θέμα
είναι ο Αρχιμ. Παντελεήμων Μανουσάκης. Το σχετικό πρόσφατο βιβλίο έχει
τίτλο “Υπέρ της των πάντων ενώσεως» με πρόλογο του Αρχιεπισκόπoυ
Κωσταντινουπόλεως και Νέας Ρώμης κ. Βαρθολομαίου, και κυκλοφόρησε
προσφάτως στην Ιταλία από τις εκδόσεις του Μπόζε. Το βιβλίο υπάρχει σε
αγγλική και ιταλική έκδοση, και δεν είναι τυχαίο που το Μπόζε αμέσως το
μετάφρασε και το εξέδωσε. Ο αναγνώστης θα καταλάβει καλύτερα όταν
διαβάσει την μετάφραση ορισμένων παραγράφων. Στην σελίδα 52 διαβάζουμε:
“Το φαινόμενο του αντιπαπισμού, που γίνεται αντιληπτό από την άρνηση να δεχθούμε ένα πρώτον στην καθολική εκκλησία, και η ανύψωση αυτής της άρνησης σε σημείο που δήθεν χαρακτηρίζει όλη την ορθόδοξη εκκλησία, είναι καθαρα αιρετικό. (Δηλαδή, κατά τον π. Μανουσάκη όποιος δεν δέχεται το πρωτείο του επισκόπου Ρώμης είναι αιρετικός). Λέω κάτι τέτοιο για να ανταποδώσω την χάριν, ούτως ειπείν, σε όλους αυτούς που βάλθηκαν να προστατέψουν την ορθοδοξία από κάθε αίρεση. Και αίρεση είναι μόνο αυτό που αυτοί βλέπουν. Οποιαδήποτε διαφορά, όχι μόνο του δόγματος αλλά και της λειτουργίας, της γλώσσας, των ενδυμάτων, της όψης, σίγουρα κατανοείται ως αίρεση. Για να προλάβω την αντίδραση από αυτή την επικίνδυνη διατύπωση, ερωτώ αν είναι δυνατόν ο αντιπαπισμός να συγχέεται με την ορθοδοξία …Το φαινόμενο όμως του αντιπαπισμού εμφανίσθηκε μέσα στους κόλπους της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Αυτοί που θέλουν να υπερυψώσουν την αντίδρασή τους στον πάπα σαν ορισμό της Ορθοδόξου Εκκλησίας δεν καταλαβαίνουν ότι, αν βρισκόντουσαν σε σωστό δρόμο, η δική τους κατανόηση για την Εκκλησία θα ήταν καταδικασμένη να θεωρηθεί σαν ένα θρησκευτικό κλαμπ (σύλλογο), που δεν θα μπορούσε να ενωθεί με την εκκλησία την προ του σχίσματος, ένα κλαμπ που θα είχε λόγο ύπαρξης αυτό ειδικά, στο οποίο αντιτίθεται. Γιατί δεν μπορούμε να ορίσουμε Ορθοδοξία όλα αυτά τα πράγματα τα οποία αντιτίθενται στην πίστη της Καθολικής Εκκλησίας”.
Ο π. Μανουσάκης συνεχίζοντας υποστηρίζει ότι η Ορθόδοξη εκκλησία έχει επιτακτική ανάγκη ενός πρωτείου, αν θέλει να μη είναι κλαμπ η σύλλογος η παραεκκλησιαστική οργάνωση: «Η Ορθόδοξη Εκκλησία έχει ανάγκη ενός πρώτου σε παγκόσμιο επίπεδο» (σ. 54) και συνεχίζει «Μια εμπειρία (αναφέρεται στο 2005) με ανάγκασε να καταλάβω το παράδοξο ότι οι Ορθόδοξες Εκκλησίες δεν μπορούν να ενωθούν στην Ρώμη αν δεν είναι ενωμένες με την Ρώμη. Θέλω να πω με αυτό το παράδοξο ότι η έλλειψη εξουσίας ενός πρώτου σε πανορθόδοξο επίπεδο είναι αυτό που εμποδίζει τους αγώνες μας να βρούμε μία διέξοδο σ’ αυτήν την ίδια την θεσμική έλλειψη. Με άλλες λέξεις, το γεγονός ότι σήμερα οι Ορθόδοξες Εκκλησίες αρνούνται να δε-χθουν το πρωτείο μεταξύ τους, όπως αυτό εξασκείται στην Καθολική Εκκλησία είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα στον διάλογο με την Ρώμη».
Γιατί όμως για τον π. Μανουσάκη ο αντιπαπισμός είναι μία καθαρή αίρεση; Γιατί αντιτίθεται στην “υπέρτατη αλήθεια» του χριστιανισμού που είναι το πρόσωπο, γιατί απορρίπτει τη θεολογία του προσώπου. Από την άλλη μεριά, ο παπισμός και το πρωτείο είναι η ενσάρκωση της υπέρτατης αυτής αλήθειας, γιατί το πρωτείο του επισκόπου Ρώμης είναι καθαρά προσωπικό! Κατά συνέπεια όποιος δεν δέχεται αυτήν την αλήθεια είναι αιρετικός! “Η άρνηση αναγνώρισης της ανάγκης να επενδύσει κανείς στο συγκεκριμένο πρόσωπο του αποστολικού λειτουργήματος του καθολικού πρωτείου οδήγησε μερικούς ορθόδοξους μελετητές, όπως τον Αντώνιο Αλεβιζόπουλο, Στέργιο Σάκκο και άλλους, στην προσπάθεια να ερμηνεύσουν το χωρίο του πρωτείου του Πέτρου στον Ματθαίο 16,18-19 (Καγώ δε σοι λέγω συ ει Πέτρος και επί ταύτη τη πέτρα οικοδομήσω μου την Εκκλησίαν») ως αναφερόμενο στην ομολογία του Πέτρου και όχι στο πρόσωπο του Πέτρου. Σ’ αυτήν την περίπτωση πέφτουμε αναπόφευκτα στο ίδιο θεολογικό λάθος της αποπροσωποποίησης που παρατηρούμε, όταν κάθε φορά προσπαθούμε να αποδώσουμε το πρωτείο σε ένα κανόνα πίστεως, η μία κοινή λατρεία η μία Οικουμενική Σύνοδο, για να αναφέρουμε μόνο λίγα παραδείγματα. Αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι δεν ήταν αυτός ο τρόπος κατανόησης των ανατολικών Πατέρων της Εκκλησίας». (Παρατηρήστε την προσπάθεια αλλοίωσης της Πατερικής θεολογίας. Από όλους τους Πατέρες αναφέρει ένα κείμενο του Στουδίτου, και τα υπόλοιπα έργα του Στουδίτου που αναφέρονται σε διάφορες επιστολές με τον ίδιο τίτλο και σε άλλους Πατριάρχες της Πενταρχίας τα αποκρύπτει).
“Από τα πολλά παραδείγματα», λέει ο Μανουσάκης. Που ευρίσκονται τα άλλα; Εδώ ξεχνά να μας πει την γνώμη άλλων Πατέρων για την ερμηνεία αυτού του χωρίου, και τι πίστευε στην Δύση ο ίδιος ο Αυγουστίνος, ο οποίος λέει: «Ο Κύριος είπε. Επί ταύτη τη πέτρα οικοδομήσω μου την εκκλησίαν, επειδή ο Πέτρος είπε, Συ ει ο Χριστός, ο Υιός του Θεού του ζώντος, τουτέστιν επί ταύτη τη πέτρα, ην συ ωμολόγησας, οικοδομήσω μου την Εκκλησίαν, η δε πέτρα ην ο Χριστός». Την ίδια γνώμη με τον Αυγουστίνο είχαν και άλλοι Πατέρες, όπως ο Γρηγόριος Νύσσης, ο Αμβρόσιος Μεδιολάνων, ο Ιωάννης Χρυσόστομος, ο Γρηγόριος ο Μέγας, ο Ιερώνυμος, ο Ιλάριος Πικταβίου, ο Κυπριανός, καθώς και μεγάλοι συγγραφείς όπως ο Τερτυλλιανός και ο Ωριγένης, ο Θεοδώρητος. Το δε έτος 1895, τον Αύγουστο, ο οικουμενικός μας Πατριάρχης Άνθιμος μαζί με την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της ΚΠολεως απαντά εξ ονόματος της Καθολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας και, αφού ελέγχει τους Παπικούς για τις καινοτομίες τους, αναιρεί την δοξασίαν αυτών περί του πρωτείου. Μεταξύ των άλλων πολλών αναγράφει: “Συ ει Πέτρος και επί ταύτην την πέτραν οικοδομήσω μου την Εκκλησίαν, γνωστόν και αυτοίς τοις παπικοίς τυγχάνει ότι κατά τους πρώτους της Εκκλησίας αιώνας η τε παράδοσις και πάντες ανεξαιρέτως οι θείοι και Ιεροί Πατέρες πάντη αλλοίως και εν πνεύματι ορθοδόξω ερμηνεύουσιν, πέτραν θεμελιώδη και ασάλευτον, εφ’ η ο Κύριος ωκοδόμησε την εαυτού Εκκλησίαν, ης Πύλαι άδου ου κατισχύνουσιν, εννοούντες μεταφορικώς την ορθήν του Πέτρου ομολογίαν περί του Κυρίου, ότι αυτός εστίν ο Χριστός ο υιός του Θεού του ζώντος” Αναφέρει ο Μανουσάκης (σ. 66) μία επιστολή του Θεοδώρου του Στουδίτη στον πάπα της Ρώμης: “Δεδομένου ότι ο Χριστός παρέδωσε τας κλείδας του παραδείσου στον μεγάλο Πέτρο, της ποιμνηαρχίας το αξίωμα, στον Πέτρο, δηλαδή στον διάδοχό του, θα πρέπει κανείς να προσφύγει για κάθε προσπάθεια απομάκρυνσης από την ορθόδοξο πίστη» (PG 99, 1017).
Ο Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος Παπαδόπουλος παρατηρεί, αναφερόμενος στον Θεόδωρο Στουδίτη: «Μόνον εκ παρερμηνείας ηδύνατό τις να υπολάβη ότι τ’ ανωτέρω έχουσιν κυριολεκτικήν έννοιαν και ότι αντιπροσωπεύουσιν πραγματικήν κατάστασιν. Ο μελετών την βυζαντινήν επιστολογραφίαν θα εύρη παρομοίας υπερβολικάς εκφράσεις και παρόμοια κοσμητικά επίθετα. Αλλ’ επί πλέον ο μελετών αυτού του Θεοδώρου Στουδίτου τας επιστολάς θα εύρη και προς άλλους απευθυνομένας παρομοίας εκφράσεις. Λ.χ. τον αυτοκράτορα ονομάζει «χριστομίμητον», «θεώνυμον», «θεόσεπτον», προς τον λογοθέτη Παντολέοντα γράφων μεταχειρίζεται την φράσιν «σου το πνευματοκίνητον στόμα». Προς τον Ιωάννην Μονεμβασίας και ηγούμενον Μεθόδιον τους «θεοτιμήτους» γράφων λέγει ότι «ενεργούσιν θεοβούλως», προς τον Εφέσου Θεόφιλον «η συ ιερά κορυφή πρωτοπάτωρ». Τον Πατριάρχην Νικηφόρον τιτλοφορεί «κεφαλή ημών» «κορυφή της καθ’ ημάς Εκκλησίας», «αρχιποίμην» «θεία και κορυφοτάτη κάρα», «κορυφαιότατος αρχιερεύς», «μέγας ήλιος της ορθοδοξίας πνευματοκινήτως φθεγγόμενος». Τους Πατριάρχας της Ανατολής χαρακτηρίζει δια παρομοίων κοσμητικών επιθέτων «αγία αποστολική θειοτάτη κορυφή», «μεγάλη και θεία κεφαλή». Προς δε των Ιεροσολύμων έγραφε. «Τω τα πάντα αγιωτάτω Πατρί Πατέρων, φωστήρι φωστήρων, κυρίω μου Δεσπότη, Πατριάρχη Ιεροσολύμων, Θεόδωρος ελάχιστος Πρεσβύτερος και ηγούμενος Στουδίου … Συ πρώτος Πατριαρχών καν πεντάζεις τω αριθμώ. Οι γαρ ο Επίσκοπος των ψυχών και των όλων αρχιερεύς και εγεννήθη και έδρασε και ανέστη και έζησε, και ανελήφθη, εκεί δηλονότι το υπεραίον απάντων αξίωμα… Γενού ημίν εις των δώδεκα Αποστόλων, ω Μακαριώτατε».
Ώστε ο Θεόδωρος Στουδίτης επικαλούμενος την κατά της εικονομαχίας συνδρομήν του πάπα Ρώμης μεταχειρίζεται κοσμητικά επίθετα οία και προς άλλους μετεχειρίσθη, δεν αναγνωρίζει δε πρωτείον αυτού εξουσίας επί της όλης Εκκλησίας. Ονομάζει τον ΚΠολεως ως «θεία και κορυφαία των κεφαλών ακρότης», ως Οικουμενικόν, τον Ιεροσολύμων «πρώτον Πατριαρχών» και τον Ρώμης ομοίως, αλλά θεωρεί τους πέντε Πατριάρχας «ομοταγείς ως τους Αποστόλους», υπό κεφαλήν τον Ιησούν Χριστόν (Επιστολή β,66) Εις τους πέντε Πατριάρχας κατά τον Θεόδωρον τον Στουδίτη ανήκει η κρίσις των θείων δογμάτων (επιστολή β, 129) προς συγκρότησιν Οικουμενικής Συνόδου είναι απαραίτητος η παρουσία πάντων (επιστολή Α, 38, Β, 129) Εν τοιαύτη εννοία ονομάζει την Εκκλησίαν «το πεντακόρυφον εκκλησιαστικόν σώμα» και την αγιοτάτην αυτής αρχήν «το πεντακόρυφον κράτος» (επιστολή Β, 62, 63, 129) … Επομένως είναι εντελώς αβάσιμα τα εξ αυτών συμπεράσματα των Λατίνων θεολόγων (και του π. Μανουσάκη, καθώς και του Μητροπολίτου Περγάμου) περί του ότι δήθεν ο Θεόδωρος ανεγνώριζε το πρωτείον εξουσίας του Πάπα της Ρώμης”.
Εκείνο όμως που δεν τόλμησαν να κάνουν οι Ρωμαιοκαθολικοί θεολόγοι
είναι να συνδέσουν την εκκλησιολογία του πρωτείου του πάπα με την
τριαδολογία. Αυτό το επεχείρησε πρώτος ο Μητρ. Περγάμου και μας το
αναφέρει ο π. Μανουσάκης στο βιβλίο του «Υπέρ της των πάντων ενώσεως». Ο
Μητροπολίτης Περγάμου βλέπει πρωτείο και στην Αγία Τριάδα και αυτό
είναι το πρωτείο του Πατρός! Σύμφωνα με την σκέψη του, ο Πατήρ είναι
αυτός που δίνει την ενότητα στην Παναγία Τριάδα, και την ονομάζει
Μοναρχία του Πατρός. Οι ακοινώνητες διακρίσεις, σύμφωνα με την ορολογία
των Καππαδοκών, βρίσκονται σε προσωπική κοινωνία κατά τον Ζηζιούλα, και
το πρόσωπο του Πατρός είναι αυτό που δίνει την ενότητα των τριών.
Επομένως ο Πατήρ έχει ένα πρωτείο προσωπικό και είναι αυτό το πρωτείο
που θα δώσει την ενότητα των ακοινωνήτων διακρίσεων (σύμφωνα με την
ορολογία των Καππαδοκών και Ανατολικών Πατέρων), όταν αυτά θα βρεθούν σε
προσωπική κοινωνία και σχέση! Η ουσία δεν έχει να κάνει τίποτε. Είναι
μία αναγκαιότητα που έχει καταργηθεί. Παρακολουθείστε τι μας λέει ο π.
Μανουσάκης στην σελίδα 64: “ Ο Μητρ. Ζηζιούλας αφιέρωσε πολλά άρθρα πάνω
σ’ αυτό το θέμα (δύο έχουν δημοσιευθεί προσφάτως στο επίσημο περιοδικό
της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος), στα οποία μας λέει ότι το
πρωτείο είναι πάντοτε συνδεδεμένο με το πρόσωπο … Η εξέχουσα προσφορά
του Ζηζιούλα στο ζήτημα του πρωτείου είναι η άρνησή του να χωρίσει το
πρωτείο από την αληθινή και σωστή θεολογία [δηλαδή αυτή του προσώπου]
τοποθετώντας το πρωτείο της εκκλησιολογίας μέσα στο μυστήριο της Αγίας
Τριάδος που είναι ετερότητα σε κοινωνία. Γράφει λοιπόν ότι η δημιουργία
του επισκοπικού αξιώματος είναι σε τελευταία ανάλυση δεμένη με την
τριαδικότητα του Θεού, στην οποίαν η κοινωνία των προσώπων γίνεται
ενότης [Προσέξτε, στην Παναγία Τριάδα η ενότης γίνεται, δηλαδή
επιτυγχάνεται, δεν υπάρχει σαν ουσία η φύση] μόνο στο πρόσωπο του
Πατρός. Καλό θα ήταν να αναφερθεί το γράμμα του Μαξίμου Βεργόπουλου,
γιατί αυτό περιγράφει καλύτερα την διαλεκτική μεταξύ του ενός και των
πολλών, μεταξύ πρωτείου και συνοδικότητος: ‘Το γενικό πλαίσιο στο οποίο
θα πρέπει να τοποθετηθεί η σχέση μεταξύ πρωτείου και συνοδικότητος είναι
αυτό της Αγίας Τριάδος, δηλαδή η κοινωνία της ζωής των τριών προσώπων
της Αγίας Τριάδος. Ειδικά η ύπαρξη του διακονήματος του πρωτείου είναι
αντανάκλαση της Αγίας Τριάδος, γιατί όπως είδαμε ο Ζηζιούλας λέει ότι το
πρόσωπο δια του οποίου η κοινωνία της Αγίας Τριάδος γίνεται ενότης
είναι ο Πατήρ’.”
Με άλλα λόγια ο π. Μανουσάκης και ο Μητρ. Περγάμου μας λένε ότι όποιος δεν δέχεται το πρωτείο του πάπα είναι όχι μόνο αιρετικός, αλλά και δεν δέχεται την ενότητα στην Παναγία Τριάδα!!! Είναι εξωφρενική μία τέτοια τοποθέτηση, δεν έχει ειπωθεί από κανένα θεολόγο η Πατέρα σε Δύση και Ανατολή. Αιρετικοί και αρνητές της Αγίας Τριάδος λοιπόν είναι, κατά τον Μανουσάκη, όλοι αυτοί που δεν δέχονται την θεολογία του πρωτείου που εξασφαλίζει την ενότητα. Άνευ πρωτείου δεν υπάρχει ενότης ούτε φύσεως ούτε ουσίας ούτε ενεργειών. Αιρετικός και ο Παλαμάς που δεν δέχεται την θεολογία του πρωτείου και ονομάζει την Εκκλησία κοινωνία θεώσεως. Γιατί κατά τον π. Μανουσάκη “Δεν μπορεί να γίνει δεχτό, όπως πολύ συχνά λέγεται, ότι η ενότης των Ορθοδόξων Εκκλησιών επιτυγχάνεται από τον κοινό κανόνα της πίστεως και λατρείας καθώς και από την οικουμενική σύνοδο σαν θεσμό. Όλα τα προαναφερθέντα είναι παράγοντες απρόσωποι, ενώ στην ορθόδοξο θεολογία η αρχή ενότητος είναι πάντα ένα πρόσωπο” (σ. 64, βλ. κείμενο του Μητρ. Ελπιδοφόρου). Κατά συνέπεια, σύμφωνα με αυτή την θεώρηση, η θέωση, η πίστη, το δόγμα είναι απρόσωποι παράγοντες, καθώς και η οικουμενική σύνοδος άνευ πρωτείου του πάπα!!! Αιρετικός λοιπόν ο Μάξιμος ο Ομολογητής και οι Ανατολικοί Πατέρες που μιλάνε για θέωση!!! Κατά συνέπεια, απρόσωπες και χωρίς την ενότητα οι πανορθόδοξοι σύνοδοι της εποχής του Γρηγορίου Παλαμά, οι ομολογίες των Πατέρων, και ο κάθε διδάσκαλος και άγιος της Εκκλησίας εκφέρει μόνο προσωπικές απόψεις που δεν οδηγούν στην ενότητα, αν δεν έχει την έγκριση του πρώτου, δηλαδή του πάπα της Ρώμης!
Ας δούμε όμως πως ορίζουν την ενότητα στην Τριάδα οι Πατέρες. Είδαμε ότι τα πρόσωπα ορίζονται από τους Καππαδόκες ως διακρίσεις ακοινώνητες και εξηγήσαμε ότι η κοινωνία δεν είναι των προσώπων, αλλά της ουσίας και των ενεργειών αυτής. Ο Θεός είναι ένας, όχι γιατί οι διακρίσεις, δηλαδή τα πρόσωπα, προηγούνται των ενώσεων, δηλαδή της φύσεως. Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, ο Θεός δεν θα ήταν ένας αλλά τρεις, και θα πέφταμε στην τριθεΐα. Για τους Καππαδόκες τα πρόσωπα είναι διακρίσεις ακοινώνητες της μιας φύσεως και δεν προηγούνται ούτε έπονται αυτής. Τα πρόσωπα, από τη μία μεριά, έχουν μία Πηγή που είναι ο Πατήρ. Ο Υιός γεννιέται και το Πνεύμα εκπορεύεται, δηλαδή και τα δύο έχουν την αρχή στον Πατέρα (μοναρχία του Πατρός). Δεν σημαίνει όμως ότι αυτό αρκεί, για να έχουμε ένα Θεό. Στην ελληνική μυθολογία ο Ζευς είναι η αρχή των δώδεκα θεών και έχουμε μοναρχία του Διος. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι υπάρχει ένας Θεός, αλλά δώδεκα. Και στον άνθρωπο παρατηρούμε ότι όλοι μας προερχόμαστε από τον Αδάμ που τον κατασκεύασε ο Θεός, αλλά δεν έχουμε τον ένα άνθρωπο, αλλά τους πολλούς. Αν παρατηρήσουμε και την Τοπική Εκκλησία, ο Επίσκοπος είναι ο πρώτος, σύμφωνα με την θεολογία του Ζηζιούλα, αλλά δεν μου προκύπτει ότι το εκκλησιαστικό σώμα, παρ’ ότι έχει ένα πρώτο, είναι ο ένας άνθρωπος, αλλά οι πολλοί. Αυτό το ήξεραν οι Πατέρες, και μαζί με την μοναρχία του Πατρός προσέθεσαν την Μοναρχία της θείας ουσίας. Δηλαδή ο Θεός είναι ένας, όχι μόνο γιατί οι δύο έχουν την αρχή στον Πατέρα, αλλά κυρίως γιατί και οι τρεις έχουν μία ουσία και μία ενέργεια. Γι’ αυτό “ει γαρ και τριλαμπεί, μοναρχεί το θείον».
Καιρός να σταματήσουμε να παρερμηνεύουμε και το σύμβολο της πίστεως της Νικαίας/Κωσταντινουπόλεως. Ο π. Μανουσάκης ισχυρίζεται ότι: “όπως δείχνει και το σύμβολο της πίστεως που απαγγέλλουμε σε κάθε ευχαριστιακή σύναξη, ο ένας Θεός που πιστεύουμε είναι το πρόσωπο του Πατρός: Πιστεύω εις ένα Θεόν Πατέρα Παντοκράτορα. Η ενότης του Θεού δεν σώζεται από την ουσία που είναι απρόσωπος, αλλά από το πρόσωπο του Πατρός” (σ. 62). Δηλαδή, ο Υιός και το Πνεύμα δεν είναι ένας Θεός; Τι είναι, ημίθεοι, δεύτερος και τρίτος Θεός, κατώτεροι, κτίσματα; Ξεχνά όμως ο π. Μανουσάκης ότι η Οικουμενική σύνοδος της Νικαίας δεν μας μίλησε για τον Πατέρα, αλλά για το ομοούσιον. Ο ένας Θεός δεν είναι μόνο ο Πατήρ, αλλά και ο Υιός και το Πνεύμα, καθότι ομοούσια του Πατρός. Και το σύμβολο της πίστεως αρχίζει με το Πιστεύω εις ένα Θεόν. Ο Θεός είναι η ουσία. Επειδή όμως η ουσία δεν είναι απρόσωπος, μετά προσθέτει στην ουσία το ιδιάζον και λέει, Πιστεύω εις ένα Θεό Πατέρα. Και πάλι, Πιστεύω εις ένα Θεόν (δεν το επαναλαμβάνει, το συνδέει με το και) Υιόν, και πάλι, πιστεύω εις ένα Θεόν Πνεύμα Άγιον. Για όποιον θα είχε αμφιβολίες, ας διαβάσει το επόμενο κείμενο του Μεγάλου Βασιλείου, και ας σταματήσουμε να δεχόμαστε αρειανικές ομολογίες.
“Δια τούτο ουσίαν μεν μίαν επί της θεότητος ομολογούμεν, ώστε τον του είναι λόγον μη διαφόρως αποδιδόναι, υπόστασις δε ιδιάζουσαν, ίν’ ασυγχύτως ημίν και τετρανωμένη η περί Πατρός και Υιού και Αγίου Πνεύματος, έννοια ενυπάρχη μη γαρ νοούντων ημών τους αφορισμένους περί έκαστον χαρακτήρας, οίον πατρότητα και υιότητα και αγιασμόν, αλλ’ εκ της κοινής εννοίας του είναι ομολογούντων Θεόν, αμήχανον υγιώς τον λόγον της πίστεως αποδίδοσθαι, χρη ουν τω κοινώ το ιδιάζον προστιθέντας, ούτω την πίστιν ομολογείν: κοινόν η θεότης ίδιον η πατρότης, συνάπτοντος δε λέγειν: πιστεύω εις ένα Θεόν Πατέρα και πάλιν εν τη του Υιού ομολογία το παραπλήσιον ποιείν, τω κοινώ συνάπτειν το ίδιον και λέγειν: Πιστεύω εις ένα Θεόν Υιόν, ομοίως και επί του Πνεύματος του Αγίου κατά το ακόλουθον της εκφωνήσεως την προφοράν σχηματίζοντας λέγειν: Πιστεύω εις τον Θεόν Πνεύμα το άγιον. Ώστε δι’ όλου και την ενότητα σώζεσθαι εν τη της μιας θεότητος ομολογία και το των προσώπων ιδιάζον ομολογείσθαι εν τω αφορισμώ των περί έκαστον νοουμένων ιδιωμάτων (Μέγας Βασίλειος, Επιστολή 236,6. PG 32,884).
Το πρωτείον
Οι Ρωμαιοκαθολικοί πιστεύουν ότι το πρωτείο είναι προσωπικό. Δηλαδή,
στο πρόσωπο του Πέτρου ο Χριστός στήριξε την Εκκλησία Του. Αυτό σημαίνει
ότι ο Πέτρος, επειδή προσωπικά πήρε από τον Χριστό αυτή την εξουσία,
δεν δύναται πλέον να πέσει στην αίρεση. Αυτό ισχύει όχι μόνο για τον
Πέτρο αλλά και για κάθε διάδοχό του. Δηλαδή ο Πέτρος μετέδωσε αυτήν την
εξουσία, προσωπικά σε κάθε επίσκοπο της Ρώμης. Το πρόσωπο του κάθε
διαδόχου του αποστόλου Πέτρου, σύμφωνα με τους Ρωμαιοκαθολικούς, δηλαδή
το πρόσωπο του κάθε πάπα της Ρώμης, δεν μπορεί πλέον να πέσει σε καμιά
αίρεση. Αν γινότανε ένα τέτοιο πράγμα, αν δηλαδή το πρόσωπο κάποιου
επισκόπου Ρώμης έπεφτε σε αίρεση, τότε η Εκκλησία θα βρισκόταν σε κρίση
και πύλαι Άδου θα την κατίσχυαν, γιατί θα είχε καταργηθεί η Καθολική
Εκκλησία, που είναι η προσωπική κοινωνία των επισκόπων με τον πρώτο,
δηλαδή με τον εκάστοτε επίσκοπο της Ρώμης. Το πρόσωπο λοιπόν του
εκάστοτε επισκόπου της Ρώμης είναι αυτό που καθορίζει την υπέρτατη
αλήθεια και διαφυλάττει την Παπική «Εκκλησία» από τις αιρέσεις και τα
σφάλματα.Έχουν γραφτεί κατά τον παρελθόν πολλά έργα ορθοδόξων Πατέρων, συγγραφέων κατά αυτής της θέσεως. Το πρώτο βιβλίο δημοσιεύθηκε το 1964 (δευτέρα έκδοση) από το περιοδικό Εκκλησία και είναι έργο του αειμνήστου Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου († 1938) με τίτλο: «Το πρωτείον του επισκόπου Ρώμης» Εξαίρετη επιστημονική μελέτη που ο κάθε ορθόδοξος θα πρέπει να διαβάσει. Οι Ρωμαιοκαθολικοί δεν θέλησαν να το εκδώσουν στην Ιταλική, αν και το μετέφρασα. Στην σελίδα 4 ο συγγραφέας αναφέρει: «Καγώ δε σοι λέγω συ ει Πέτρος και επί ταύτη τη πέτρα οικοδομήσω μου την Εκκλησίαν». Είναι προφανές ότι ο Κύριος μετεχειρίσθη συμβολικήν έκφρασιν σχετικήν με το πρόσωπο του Πέτρου, αλλ’ αναφερομένην εις την πράξιν του Πέτρου, εις την ομολογίαν αυτού. Αν έτερος Απόστολος εποιείτο την ομολογίαν, άλλην ηδύνατο να μεταχειρισθή έκφρασιν ο Κύριος. Η ομολογία του Πέτρου υπήρξε αιτία των λόγων του Κυρίου, ουχί το πρόσωπον του Πέτρου, ασχέτως προς την ομολογίαν, διότι ευθύς αμέσως ο Απ. Πέτρος, επειδή απέτρεψεν τον Κύριον από του απολυτρωτικού θανάτου, ήκουσε παρ’ Αυτού ‘ύπαγε οπίσω μου Σατανά, σκάνδαλον ει εμού, ότι ου φρονείς τα του Θεού αλλά τα των ανθρώπων’. Εν τη περιπτώσει ταύτη ωμίλει ο Πέτρος ως ‘σάρξ και αίμα’ ανθρώπινον εκφράζων φρόνημα, ενώ δια της ομολογίας της θεότητος του Ιησού Χριστού εξεδήλου το φρόνημα πάντων των Αποστόλων, όθεν διάφοροι υπήρξαν αι αποκρίσεις του Κυρίου σχετικαί ουχί απλώς προς το πρόσωπον του Πέτρου αλλά προς τα λεχθέντα υπ’ αυτού. Εκεί εμακαρίσθη ο Πέτρος υπό του Κυρίου, ενταύθα ωνομάσθη σατανάς. Εκεί ‘σύ ει Πέτρος’, ενταύθα συ ει ‘σατανάς’. Προύκειτο περί του αυτού προσώπου αλλά περί διαφόρου φρονήματος. Επί του φρονήματος του της ομολογίας περί της θεότητος του Ιησού Χριστού και ουχί επί του προσώπου του Πέτρου έμελλε να οικοδομηθεί η Εκκλησία…” Και συνεχίζει: “ Επομένως ουδεμίαν ιδίαν εξουσίαν ο Κύριος παρέδωσεν εις τον Πέτρον δια της επαγγελίας αυτού περί ιδρύσεως της Εκκλησίας επί της καλής ομολογίας αυτού. Ουδέν δικαίωμα εμφανίζεται έχων ο Πέτρος υπέρ τους λοιπούς Αποστόλους, τούτο δε ετόνισαν πάντες οι αρχαίοι Πατέρες και Διδάσκαλοι της Εκκλησίας εν τη ερμηνεία των ανωτέρω χωρίων.” Και μπορούμε να αναφέρουμε πάμπολλα, αλλά ο χώρος είναι περιορισμένος.
Εδώ ο "πατήρ"φωτιζόμενος υπο της πίπας ! |
“Το φαινόμενο του αντιπαπισμού, που γίνεται αντιληπτό από την άρνηση να δεχθούμε ένα πρώτον στην καθολική εκκλησία, και η ανύψωση αυτής της άρνησης σε σημείο που δήθεν χαρακτηρίζει όλη την ορθόδοξη εκκλησία, είναι καθαρα αιρετικό. (Δηλαδή, κατά τον π. Μανουσάκη όποιος δεν δέχεται το πρωτείο του επισκόπου Ρώμης είναι αιρετικός). Λέω κάτι τέτοιο για να ανταποδώσω την χάριν, ούτως ειπείν, σε όλους αυτούς που βάλθηκαν να προστατέψουν την ορθοδοξία από κάθε αίρεση. Και αίρεση είναι μόνο αυτό που αυτοί βλέπουν. Οποιαδήποτε διαφορά, όχι μόνο του δόγματος αλλά και της λειτουργίας, της γλώσσας, των ενδυμάτων, της όψης, σίγουρα κατανοείται ως αίρεση. Για να προλάβω την αντίδραση από αυτή την επικίνδυνη διατύπωση, ερωτώ αν είναι δυνατόν ο αντιπαπισμός να συγχέεται με την ορθοδοξία …Το φαινόμενο όμως του αντιπαπισμού εμφανίσθηκε μέσα στους κόλπους της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Αυτοί που θέλουν να υπερυψώσουν την αντίδρασή τους στον πάπα σαν ορισμό της Ορθοδόξου Εκκλησίας δεν καταλαβαίνουν ότι, αν βρισκόντουσαν σε σωστό δρόμο, η δική τους κατανόηση για την Εκκλησία θα ήταν καταδικασμένη να θεωρηθεί σαν ένα θρησκευτικό κλαμπ (σύλλογο), που δεν θα μπορούσε να ενωθεί με την εκκλησία την προ του σχίσματος, ένα κλαμπ που θα είχε λόγο ύπαρξης αυτό ειδικά, στο οποίο αντιτίθεται. Γιατί δεν μπορούμε να ορίσουμε Ορθοδοξία όλα αυτά τα πράγματα τα οποία αντιτίθενται στην πίστη της Καθολικής Εκκλησίας”.
Ο π. Μανουσάκης συνεχίζοντας υποστηρίζει ότι η Ορθόδοξη εκκλησία έχει επιτακτική ανάγκη ενός πρωτείου, αν θέλει να μη είναι κλαμπ η σύλλογος η παραεκκλησιαστική οργάνωση: «Η Ορθόδοξη Εκκλησία έχει ανάγκη ενός πρώτου σε παγκόσμιο επίπεδο» (σ. 54) και συνεχίζει «Μια εμπειρία (αναφέρεται στο 2005) με ανάγκασε να καταλάβω το παράδοξο ότι οι Ορθόδοξες Εκκλησίες δεν μπορούν να ενωθούν στην Ρώμη αν δεν είναι ενωμένες με την Ρώμη. Θέλω να πω με αυτό το παράδοξο ότι η έλλειψη εξουσίας ενός πρώτου σε πανορθόδοξο επίπεδο είναι αυτό που εμποδίζει τους αγώνες μας να βρούμε μία διέξοδο σ’ αυτήν την ίδια την θεσμική έλλειψη. Με άλλες λέξεις, το γεγονός ότι σήμερα οι Ορθόδοξες Εκκλησίες αρνούνται να δε-χθουν το πρωτείο μεταξύ τους, όπως αυτό εξασκείται στην Καθολική Εκκλησία είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα στον διάλογο με την Ρώμη».
Γιατί όμως για τον π. Μανουσάκη ο αντιπαπισμός είναι μία καθαρή αίρεση; Γιατί αντιτίθεται στην “υπέρτατη αλήθεια» του χριστιανισμού που είναι το πρόσωπο, γιατί απορρίπτει τη θεολογία του προσώπου. Από την άλλη μεριά, ο παπισμός και το πρωτείο είναι η ενσάρκωση της υπέρτατης αυτής αλήθειας, γιατί το πρωτείο του επισκόπου Ρώμης είναι καθαρά προσωπικό! Κατά συνέπεια όποιος δεν δέχεται αυτήν την αλήθεια είναι αιρετικός! “Η άρνηση αναγνώρισης της ανάγκης να επενδύσει κανείς στο συγκεκριμένο πρόσωπο του αποστολικού λειτουργήματος του καθολικού πρωτείου οδήγησε μερικούς ορθόδοξους μελετητές, όπως τον Αντώνιο Αλεβιζόπουλο, Στέργιο Σάκκο και άλλους, στην προσπάθεια να ερμηνεύσουν το χωρίο του πρωτείου του Πέτρου στον Ματθαίο 16,18-19 (Καγώ δε σοι λέγω συ ει Πέτρος και επί ταύτη τη πέτρα οικοδομήσω μου την Εκκλησίαν») ως αναφερόμενο στην ομολογία του Πέτρου και όχι στο πρόσωπο του Πέτρου. Σ’ αυτήν την περίπτωση πέφτουμε αναπόφευκτα στο ίδιο θεολογικό λάθος της αποπροσωποποίησης που παρατηρούμε, όταν κάθε φορά προσπαθούμε να αποδώσουμε το πρωτείο σε ένα κανόνα πίστεως, η μία κοινή λατρεία η μία Οικουμενική Σύνοδο, για να αναφέρουμε μόνο λίγα παραδείγματα. Αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι δεν ήταν αυτός ο τρόπος κατανόησης των ανατολικών Πατέρων της Εκκλησίας». (Παρατηρήστε την προσπάθεια αλλοίωσης της Πατερικής θεολογίας. Από όλους τους Πατέρες αναφέρει ένα κείμενο του Στουδίτου, και τα υπόλοιπα έργα του Στουδίτου που αναφέρονται σε διάφορες επιστολές με τον ίδιο τίτλο και σε άλλους Πατριάρχες της Πενταρχίας τα αποκρύπτει).
“Από τα πολλά παραδείγματα», λέει ο Μανουσάκης. Που ευρίσκονται τα άλλα; Εδώ ξεχνά να μας πει την γνώμη άλλων Πατέρων για την ερμηνεία αυτού του χωρίου, και τι πίστευε στην Δύση ο ίδιος ο Αυγουστίνος, ο οποίος λέει: «Ο Κύριος είπε. Επί ταύτη τη πέτρα οικοδομήσω μου την εκκλησίαν, επειδή ο Πέτρος είπε, Συ ει ο Χριστός, ο Υιός του Θεού του ζώντος, τουτέστιν επί ταύτη τη πέτρα, ην συ ωμολόγησας, οικοδομήσω μου την Εκκλησίαν, η δε πέτρα ην ο Χριστός». Την ίδια γνώμη με τον Αυγουστίνο είχαν και άλλοι Πατέρες, όπως ο Γρηγόριος Νύσσης, ο Αμβρόσιος Μεδιολάνων, ο Ιωάννης Χρυσόστομος, ο Γρηγόριος ο Μέγας, ο Ιερώνυμος, ο Ιλάριος Πικταβίου, ο Κυπριανός, καθώς και μεγάλοι συγγραφείς όπως ο Τερτυλλιανός και ο Ωριγένης, ο Θεοδώρητος. Το δε έτος 1895, τον Αύγουστο, ο οικουμενικός μας Πατριάρχης Άνθιμος μαζί με την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της ΚΠολεως απαντά εξ ονόματος της Καθολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας και, αφού ελέγχει τους Παπικούς για τις καινοτομίες τους, αναιρεί την δοξασίαν αυτών περί του πρωτείου. Μεταξύ των άλλων πολλών αναγράφει: “Συ ει Πέτρος και επί ταύτην την πέτραν οικοδομήσω μου την Εκκλησίαν, γνωστόν και αυτοίς τοις παπικοίς τυγχάνει ότι κατά τους πρώτους της Εκκλησίας αιώνας η τε παράδοσις και πάντες ανεξαιρέτως οι θείοι και Ιεροί Πατέρες πάντη αλλοίως και εν πνεύματι ορθοδόξω ερμηνεύουσιν, πέτραν θεμελιώδη και ασάλευτον, εφ’ η ο Κύριος ωκοδόμησε την εαυτού Εκκλησίαν, ης Πύλαι άδου ου κατισχύνουσιν, εννοούντες μεταφορικώς την ορθήν του Πέτρου ομολογίαν περί του Κυρίου, ότι αυτός εστίν ο Χριστός ο υιός του Θεού του ζώντος” Αναφέρει ο Μανουσάκης (σ. 66) μία επιστολή του Θεοδώρου του Στουδίτη στον πάπα της Ρώμης: “Δεδομένου ότι ο Χριστός παρέδωσε τας κλείδας του παραδείσου στον μεγάλο Πέτρο, της ποιμνηαρχίας το αξίωμα, στον Πέτρο, δηλαδή στον διάδοχό του, θα πρέπει κανείς να προσφύγει για κάθε προσπάθεια απομάκρυνσης από την ορθόδοξο πίστη» (PG 99, 1017).
Ο Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος Παπαδόπουλος παρατηρεί, αναφερόμενος στον Θεόδωρο Στουδίτη: «Μόνον εκ παρερμηνείας ηδύνατό τις να υπολάβη ότι τ’ ανωτέρω έχουσιν κυριολεκτικήν έννοιαν και ότι αντιπροσωπεύουσιν πραγματικήν κατάστασιν. Ο μελετών την βυζαντινήν επιστολογραφίαν θα εύρη παρομοίας υπερβολικάς εκφράσεις και παρόμοια κοσμητικά επίθετα. Αλλ’ επί πλέον ο μελετών αυτού του Θεοδώρου Στουδίτου τας επιστολάς θα εύρη και προς άλλους απευθυνομένας παρομοίας εκφράσεις. Λ.χ. τον αυτοκράτορα ονομάζει «χριστομίμητον», «θεώνυμον», «θεόσεπτον», προς τον λογοθέτη Παντολέοντα γράφων μεταχειρίζεται την φράσιν «σου το πνευματοκίνητον στόμα». Προς τον Ιωάννην Μονεμβασίας και ηγούμενον Μεθόδιον τους «θεοτιμήτους» γράφων λέγει ότι «ενεργούσιν θεοβούλως», προς τον Εφέσου Θεόφιλον «η συ ιερά κορυφή πρωτοπάτωρ». Τον Πατριάρχην Νικηφόρον τιτλοφορεί «κεφαλή ημών» «κορυφή της καθ’ ημάς Εκκλησίας», «αρχιποίμην» «θεία και κορυφοτάτη κάρα», «κορυφαιότατος αρχιερεύς», «μέγας ήλιος της ορθοδοξίας πνευματοκινήτως φθεγγόμενος». Τους Πατριάρχας της Ανατολής χαρακτηρίζει δια παρομοίων κοσμητικών επιθέτων «αγία αποστολική θειοτάτη κορυφή», «μεγάλη και θεία κεφαλή». Προς δε των Ιεροσολύμων έγραφε. «Τω τα πάντα αγιωτάτω Πατρί Πατέρων, φωστήρι φωστήρων, κυρίω μου Δεσπότη, Πατριάρχη Ιεροσολύμων, Θεόδωρος ελάχιστος Πρεσβύτερος και ηγούμενος Στουδίου … Συ πρώτος Πατριαρχών καν πεντάζεις τω αριθμώ. Οι γαρ ο Επίσκοπος των ψυχών και των όλων αρχιερεύς και εγεννήθη και έδρασε και ανέστη και έζησε, και ανελήφθη, εκεί δηλονότι το υπεραίον απάντων αξίωμα… Γενού ημίν εις των δώδεκα Αποστόλων, ω Μακαριώτατε».
Ώστε ο Θεόδωρος Στουδίτης επικαλούμενος την κατά της εικονομαχίας συνδρομήν του πάπα Ρώμης μεταχειρίζεται κοσμητικά επίθετα οία και προς άλλους μετεχειρίσθη, δεν αναγνωρίζει δε πρωτείον αυτού εξουσίας επί της όλης Εκκλησίας. Ονομάζει τον ΚΠολεως ως «θεία και κορυφαία των κεφαλών ακρότης», ως Οικουμενικόν, τον Ιεροσολύμων «πρώτον Πατριαρχών» και τον Ρώμης ομοίως, αλλά θεωρεί τους πέντε Πατριάρχας «ομοταγείς ως τους Αποστόλους», υπό κεφαλήν τον Ιησούν Χριστόν (Επιστολή β,66) Εις τους πέντε Πατριάρχας κατά τον Θεόδωρον τον Στουδίτη ανήκει η κρίσις των θείων δογμάτων (επιστολή β, 129) προς συγκρότησιν Οικουμενικής Συνόδου είναι απαραίτητος η παρουσία πάντων (επιστολή Α, 38, Β, 129) Εν τοιαύτη εννοία ονομάζει την Εκκλησίαν «το πεντακόρυφον εκκλησιαστικόν σώμα» και την αγιοτάτην αυτής αρχήν «το πεντακόρυφον κράτος» (επιστολή Β, 62, 63, 129) … Επομένως είναι εντελώς αβάσιμα τα εξ αυτών συμπεράσματα των Λατίνων θεολόγων (και του π. Μανουσάκη, καθώς και του Μητροπολίτου Περγάμου) περί του ότι δήθεν ο Θεόδωρος ανεγνώριζε το πρωτείον εξουσίας του Πάπα της Ρώμης”.
εδώ ο ζηζιούλας προσκυνών το θηρίον |
Με άλλα λόγια ο π. Μανουσάκης και ο Μητρ. Περγάμου μας λένε ότι όποιος δεν δέχεται το πρωτείο του πάπα είναι όχι μόνο αιρετικός, αλλά και δεν δέχεται την ενότητα στην Παναγία Τριάδα!!! Είναι εξωφρενική μία τέτοια τοποθέτηση, δεν έχει ειπωθεί από κανένα θεολόγο η Πατέρα σε Δύση και Ανατολή. Αιρετικοί και αρνητές της Αγίας Τριάδος λοιπόν είναι, κατά τον Μανουσάκη, όλοι αυτοί που δεν δέχονται την θεολογία του πρωτείου που εξασφαλίζει την ενότητα. Άνευ πρωτείου δεν υπάρχει ενότης ούτε φύσεως ούτε ουσίας ούτε ενεργειών. Αιρετικός και ο Παλαμάς που δεν δέχεται την θεολογία του πρωτείου και ονομάζει την Εκκλησία κοινωνία θεώσεως. Γιατί κατά τον π. Μανουσάκη “Δεν μπορεί να γίνει δεχτό, όπως πολύ συχνά λέγεται, ότι η ενότης των Ορθοδόξων Εκκλησιών επιτυγχάνεται από τον κοινό κανόνα της πίστεως και λατρείας καθώς και από την οικουμενική σύνοδο σαν θεσμό. Όλα τα προαναφερθέντα είναι παράγοντες απρόσωποι, ενώ στην ορθόδοξο θεολογία η αρχή ενότητος είναι πάντα ένα πρόσωπο” (σ. 64, βλ. κείμενο του Μητρ. Ελπιδοφόρου). Κατά συνέπεια, σύμφωνα με αυτή την θεώρηση, η θέωση, η πίστη, το δόγμα είναι απρόσωποι παράγοντες, καθώς και η οικουμενική σύνοδος άνευ πρωτείου του πάπα!!! Αιρετικός λοιπόν ο Μάξιμος ο Ομολογητής και οι Ανατολικοί Πατέρες που μιλάνε για θέωση!!! Κατά συνέπεια, απρόσωπες και χωρίς την ενότητα οι πανορθόδοξοι σύνοδοι της εποχής του Γρηγορίου Παλαμά, οι ομολογίες των Πατέρων, και ο κάθε διδάσκαλος και άγιος της Εκκλησίας εκφέρει μόνο προσωπικές απόψεις που δεν οδηγούν στην ενότητα, αν δεν έχει την έγκριση του πρώτου, δηλαδή του πάπα της Ρώμης!
Ας δούμε όμως πως ορίζουν την ενότητα στην Τριάδα οι Πατέρες. Είδαμε ότι τα πρόσωπα ορίζονται από τους Καππαδόκες ως διακρίσεις ακοινώνητες και εξηγήσαμε ότι η κοινωνία δεν είναι των προσώπων, αλλά της ουσίας και των ενεργειών αυτής. Ο Θεός είναι ένας, όχι γιατί οι διακρίσεις, δηλαδή τα πρόσωπα, προηγούνται των ενώσεων, δηλαδή της φύσεως. Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, ο Θεός δεν θα ήταν ένας αλλά τρεις, και θα πέφταμε στην τριθεΐα. Για τους Καππαδόκες τα πρόσωπα είναι διακρίσεις ακοινώνητες της μιας φύσεως και δεν προηγούνται ούτε έπονται αυτής. Τα πρόσωπα, από τη μία μεριά, έχουν μία Πηγή που είναι ο Πατήρ. Ο Υιός γεννιέται και το Πνεύμα εκπορεύεται, δηλαδή και τα δύο έχουν την αρχή στον Πατέρα (μοναρχία του Πατρός). Δεν σημαίνει όμως ότι αυτό αρκεί, για να έχουμε ένα Θεό. Στην ελληνική μυθολογία ο Ζευς είναι η αρχή των δώδεκα θεών και έχουμε μοναρχία του Διος. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι υπάρχει ένας Θεός, αλλά δώδεκα. Και στον άνθρωπο παρατηρούμε ότι όλοι μας προερχόμαστε από τον Αδάμ που τον κατασκεύασε ο Θεός, αλλά δεν έχουμε τον ένα άνθρωπο, αλλά τους πολλούς. Αν παρατηρήσουμε και την Τοπική Εκκλησία, ο Επίσκοπος είναι ο πρώτος, σύμφωνα με την θεολογία του Ζηζιούλα, αλλά δεν μου προκύπτει ότι το εκκλησιαστικό σώμα, παρ’ ότι έχει ένα πρώτο, είναι ο ένας άνθρωπος, αλλά οι πολλοί. Αυτό το ήξεραν οι Πατέρες, και μαζί με την μοναρχία του Πατρός προσέθεσαν την Μοναρχία της θείας ουσίας. Δηλαδή ο Θεός είναι ένας, όχι μόνο γιατί οι δύο έχουν την αρχή στον Πατέρα, αλλά κυρίως γιατί και οι τρεις έχουν μία ουσία και μία ενέργεια. Γι’ αυτό “ει γαρ και τριλαμπεί, μοναρχεί το θείον».
Καιρός να σταματήσουμε να παρερμηνεύουμε και το σύμβολο της πίστεως της Νικαίας/Κωσταντινουπόλεως. Ο π. Μανουσάκης ισχυρίζεται ότι: “όπως δείχνει και το σύμβολο της πίστεως που απαγγέλλουμε σε κάθε ευχαριστιακή σύναξη, ο ένας Θεός που πιστεύουμε είναι το πρόσωπο του Πατρός: Πιστεύω εις ένα Θεόν Πατέρα Παντοκράτορα. Η ενότης του Θεού δεν σώζεται από την ουσία που είναι απρόσωπος, αλλά από το πρόσωπο του Πατρός” (σ. 62). Δηλαδή, ο Υιός και το Πνεύμα δεν είναι ένας Θεός; Τι είναι, ημίθεοι, δεύτερος και τρίτος Θεός, κατώτεροι, κτίσματα; Ξεχνά όμως ο π. Μανουσάκης ότι η Οικουμενική σύνοδος της Νικαίας δεν μας μίλησε για τον Πατέρα, αλλά για το ομοούσιον. Ο ένας Θεός δεν είναι μόνο ο Πατήρ, αλλά και ο Υιός και το Πνεύμα, καθότι ομοούσια του Πατρός. Και το σύμβολο της πίστεως αρχίζει με το Πιστεύω εις ένα Θεόν. Ο Θεός είναι η ουσία. Επειδή όμως η ουσία δεν είναι απρόσωπος, μετά προσθέτει στην ουσία το ιδιάζον και λέει, Πιστεύω εις ένα Θεό Πατέρα. Και πάλι, Πιστεύω εις ένα Θεόν (δεν το επαναλαμβάνει, το συνδέει με το και) Υιόν, και πάλι, πιστεύω εις ένα Θεόν Πνεύμα Άγιον. Για όποιον θα είχε αμφιβολίες, ας διαβάσει το επόμενο κείμενο του Μεγάλου Βασιλείου, και ας σταματήσουμε να δεχόμαστε αρειανικές ομολογίες.
“Δια τούτο ουσίαν μεν μίαν επί της θεότητος ομολογούμεν, ώστε τον του είναι λόγον μη διαφόρως αποδιδόναι, υπόστασις δε ιδιάζουσαν, ίν’ ασυγχύτως ημίν και τετρανωμένη η περί Πατρός και Υιού και Αγίου Πνεύματος, έννοια ενυπάρχη μη γαρ νοούντων ημών τους αφορισμένους περί έκαστον χαρακτήρας, οίον πατρότητα και υιότητα και αγιασμόν, αλλ’ εκ της κοινής εννοίας του είναι ομολογούντων Θεόν, αμήχανον υγιώς τον λόγον της πίστεως αποδίδοσθαι, χρη ουν τω κοινώ το ιδιάζον προστιθέντας, ούτω την πίστιν ομολογείν: κοινόν η θεότης ίδιον η πατρότης, συνάπτοντος δε λέγειν: πιστεύω εις ένα Θεόν Πατέρα και πάλιν εν τη του Υιού ομολογία το παραπλήσιον ποιείν, τω κοινώ συνάπτειν το ίδιον και λέγειν: Πιστεύω εις ένα Θεόν Υιόν, ομοίως και επί του Πνεύματος του Αγίου κατά το ακόλουθον της εκφωνήσεως την προφοράν σχηματίζοντας λέγειν: Πιστεύω εις τον Θεόν Πνεύμα το άγιον. Ώστε δι’ όλου και την ενότητα σώζεσθαι εν τη της μιας θεότητος ομολογία και το των προσώπων ιδιάζον ομολογείσθαι εν τω αφορισμώ των περί έκαστον νοουμένων ιδιωμάτων (Μέγας Βασίλειος, Επιστολή 236,6. PG 32,884).
1 σχόλιο:
Η υψηλη αυτη θεολογια πηγαζει σιγουρα απο μια γεναια φαγκροαστακοφαγια στις οχθες του βοσπορου βεβαιωνοντας το γραφικον´´εξηρευσατο η κοιλια μου λογον παπικον´´
ASLAN
Δημοσίευση σχολίου