08.23΄08΄΄7/7/2016
Γροθιά τρανή στόν ἄνεμο, στό κῦμα καί στά ξένα,
καβάλα στό κατάστρωμα καί στήν τρελή μου ζήση,
μέ τό πανί ὀρθάνοιχτο, στήν ρότα μου γιά σένα,
γαλήνια κι ἄγρια θάλασσα, πού μ’ ἔχεις πυρπολήσει,
καί πῆρες καί ταξείδεψες, στόν Ἥλιο τήν ψυχή μου
καί σ’ ἄλλες ρότες ἄγνωστες, μέ πῆγες καί πελάγη
καί σάν Γοργόνα Θάλασσα, κατάρα καί εὐχή μου,
ἔγινες σύ ἡ ζήση μου καί ζήσης μου ἁρπάγη.
Κι ἄν Κύκλωπες στό διάβα μου, ἤ καί οἱ Λαιστρυγόνες,
σταθοῦν ποτέ δέν πρόκειται, ἐμένα νά φοβίσουν,
ὅτι Ὀδύσσειες γίνηκαν, τά χρόνια μου κι αἰῶνες,
καί δέν μποροῦν μέ τίποτα, στοιχειά νά μέ νικήσουν.
Βουνό θεριό τό πέλαγος, τοῦ πειρατή τ’ ἀνέμου
κι οἱ Συμπληγάδες γύρω μου, ὑψώνονται ἐμπόδιο,
μά δέν λογιάζω κίνδυνο, ὅταν Ἐσέ Θεέ μου,
πάνω ψηλά στό ἄλμπουρο, Σέ ἔχω κατευόδιο.
Κουπί πανί καί πέλαγος, θολό καί ἀφρισμένο
καί μιά γοργόνα Μάγισσα, νά μελωδεῖ στήν πλώρη
κι ἐγώ ‘να κῦμα Θάλασσας, στό ἄλμπουρο δεμένο
νά μήν σαλτάρω μέσα της, νά μέ κρατοῦν μέ ζόρι.
Μύρισε Ἅγιο πέλαγος κι εὐώδιασαν ἀνέμοι
καί τό ταξεῖδι ἔγειρε, στό πλάι νά ξαποστάσει
καί τῶν στοιχειῶν γαλήνεψαν, οἱ τρομεροί πολέμοι,
μιά καλημέρα Θάλασσα, λιακάδας πιά ἡ πλάση.
Γροθιά τρανή στόν ἄνεμο, στό κῦμα καί στά ξένα,
καβάλα στό κατάστρωμα καί στήν τρελή μου ζήση,
μέ τό πανί ὀρθάνοιχτο, στήν ρότα μου γιά σένα,
γαλήνια κι ἄγρια θάλασσα, πού μ’ ἔχεις πυρπολήσει,
καί πῆρες καί ταξείδεψες, στόν Ἥλιο τήν ψυχή μου
καί σ’ ἄλλες ρότες ἄγνωστες, μέ πῆγες καί πελάγη
καί σάν Γοργόνα Θάλασσα, κατάρα καί εὐχή μου,
ἔγινες σύ ἡ ζήση μου καί ζήσης μου ἁρπάγη.
Κι ἄν Κύκλωπες στό διάβα μου, ἤ καί οἱ Λαιστρυγόνες,
σταθοῦν ποτέ δέν πρόκειται, ἐμένα νά φοβίσουν,
ὅτι Ὀδύσσειες γίνηκαν, τά χρόνια μου κι αἰῶνες,
καί δέν μποροῦν μέ τίποτα, στοιχειά νά μέ νικήσουν.
Βουνό θεριό τό πέλαγος, τοῦ πειρατή τ’ ἀνέμου
κι οἱ Συμπληγάδες γύρω μου, ὑψώνονται ἐμπόδιο,
μά δέν λογιάζω κίνδυνο, ὅταν Ἐσέ Θεέ μου,
πάνω ψηλά στό ἄλμπουρο, Σέ ἔχω κατευόδιο.
Κουπί πανί καί πέλαγος, θολό καί ἀφρισμένο
καί μιά γοργόνα Μάγισσα, νά μελωδεῖ στήν πλώρη
κι ἐγώ ‘να κῦμα Θάλασσας, στό ἄλμπουρο δεμένο
νά μήν σαλτάρω μέσα της, νά μέ κρατοῦν μέ ζόρι.
Μύρισε Ἅγιο πέλαγος κι εὐώδιασαν ἀνέμοι
καί τό ταξεῖδι ἔγειρε, στό πλάι νά ξαποστάσει
καί τῶν στοιχειῶν γαλήνεψαν, οἱ τρομεροί πολέμοι,
μιά καλημέρα Θάλασσα, λιακάδας πιά ἡ πλάση.
Γ.Μ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου