Κυριακή 26 Ιουνίου 2016

Το θρυλικό έπος των δρεπανηφόρων Μανιατισσών, το 1826!

Όταν οι γυναίκες  «γεγόνασι άνδρες» και ρεζίλεψαν τον Ιμπραήμ το 1826, στη μάχη της Βέργας, και στη νίκη του Διρού


Τούτες τις μέρες, έρχεται στη μνήμη των Μανιατών οι αφηγήσεις των παλαιοτέρων που μιλούσαν για το κατόρθωμα  πριν από 190 χρόνια, ακριβώς σαν σήμερα 26-6-1826, των θρυλικών ηρωίδων  δρεπανηφόρων γιαγιάδων τους, που ταπείνωσαν το ασκέρι του Ιμπραήμ όταν επιτέθηκε να τις καθυποτάξει. Με  ψυχή δυναμική κι αλύγιστη, ορμή ασυγκράτητη, οι χαροκαμένες εκείνες γυναίκες  που γεννούσαν ήρωες, δεν μπορούσε παρά και οι ίδιες να ήταν ηρωίδες. Άρπαξαν τα δρεπάνια και όρμησαν στο ασκέρι του Ιμπραήμ για να υπερασπίσουν την τιμή τους.

Το πρωί της 22-6-1826, αρχίζει ο τιτάνιος αγώνας των Μανιατών, να σώσουν τα ιερά τους χώματα. Ο Ιμπραήμ Πασάς με 15.000 άνδρες επιτίθεται εναντίον της Μάνης από στεριά και θάλασσα. Βομβαρδίζει με τον στόλο του τις θέσεις των αμυνομένων και εξαπολύει κατά κύματα, γιουρούσια με 8.000 πεζούς και ιππείς εναντίον 2.400  Μανιατών και στέλνει με αναίδεια και έπαρση τελεσίγραφο: Να παραδοθεί αμαχητί, άλλως θα την περάσει όλη από το σπαθί του, χωρίς ν’ αφήσει  «ίχνος οσπιτίου». Και ο Γεωργάκης Μαυρομιχάλης απαντά από τη Βέργα στο ιταμό τελεσίγραφο ως άλλος Λεωνίδας: «Σε περιμένουμε με όσας δυνάμεις διαθέτεις…»
Τρείς μέρες κράτησε η μάχη, μα η Βέργα δεν λύγισε, γιατί  οι Μανιάτες έστησαν άπαρτο ταμπούρι με τα ατσάλινα στήθη τους σαν αληθινοί  απόγονοι των αρχαίων Σπαρτιατών :«τοίς κείνων ρήμασι πειθόμενοι». Βλέποντας ο Ιμπραήμ να μην κάμπτονται οι Μανιάτες, σε αντιπερισπασμό ανοίγει  άλλο μέτωπο στην καρδιά της Μάνης, στο Διρό, όπου οι γυναίκες έμειναν πίσω με τα παιδιά και τους γέροντες για τον θερισμό. Δεν υπολόγισε όμως καλά ο… μέγας στρατηλάτης Ιμπραήμ. Οι γυναίκες εκείνες μετέτρεψαν τα δρεπάνια του θερισμού σε όπλα και με πέτρες, ξύλα, δόντια και νύχια ξέσχισαν τις σάρκες των Τούρκων και σκόρπισαν τον θάνατο και τον πανικό στο ασκέρι.
Οι Τουρκοαιγύπτιοι  σε επιδρομή τους σε Αερόπολη, Πύργο και Χαργιά, έπιασαν μερικούς γέρους και γερόντισσες στα αλώνια, όπου εφύλαγαν τις θημωνιές και τους κατέσφαξαν, αποβίβασαν τη νύχτα δυνάμεις  στο Διρό και περιέζωσαν τα γύρω χωριά. Οι πρωτοσύγκελοι Ρηγανάκος στο Διρό και  Παπα - Πουλάκος στον Άγιο Νίκωνα Χαργιάς,  χτύπησαν  τις καμπάνες και ξεσήκωσαν όλα τα χωριά.  Ιερείς, άνδρες , γυναίκες, γέροντες και παιδιά, έτρεξαν για να αμυνθούν. Η λαϊκή μούσα μας διαφύλαξε τον ανεπανάληπτο θρύλο των Μανιατισσών, που  αντί για νέο Ζάλογγο, έκαναν κάτι το πρωτόγνωρο, αδιανόητο, ηρωϊκό, και μεγαλειώδες :
«Οι γυναίκες εν τω άμα, 
κάμανε μεγάλο θάμα. 
Ανασκουμπώνουν τις ποδιές 
και βάνουν πέτρες στρογγυλές.
Καύκαλα ανοίγουμε πολλά 
ή σκορπούνε τα μυαλά
και αρπάζουν τα τρυπάνια 
και τους κόβουν τα κεφάλια…»
Η Πανωραία, κόρη του γερο-Βοζίκη, πηγαίνοντας στο χωράφι ψωμί, είδε δύο τουρκοαιγύπτιους να δένουν τον πατέρα της. Απέκοψε τον λάρυγγα του ενός με το δρεπάνι και  ξέκαμε με την βοήθεια του πατέρα της τον άλλο !
Η γυναίκα του Γερακαράκου που πήγαινε ψωμί και τυρί στον άνδρα της, που πολεμούσε στη Βέργα, νηστικός τρία μερόνυχτα, μπλέχτηκε στον πόλεμο μαζί με άλλες γυναίκες στα Ξεπαπαδιάνικα. Κι ενώ το παιδί της πολεμούσε με το όπλο, εκείνη πετροβολούσε τους Τούρκους. Κι όταν έπεσε νεκρό,  έκλεισε τα ματάκια του, άρπαξε το όπλο του και πήρε τη θέση σου ! Το ίδιο έκανε και η Θερασέρη στο Φλομοκότρωνα της Χαριάς. Πηγαίνοντας ψωμί και νερό στους πολεμιστές, βρήκε το παιδί της σκοτωμένο στο ταμπούρι του. Δεν είπε μιλιά σε κανέναν. Έκανε πέτρα την καρδιά της, πήρε το καριοφίλι του και  άρχισε να  βάζει κατά του εχθρού, λέγοντας κάθε τόσο στο νεκρό παιδί της:  «Κοιμήσου, ξεκουράσου, παιδάκι μου. Είμαι εγώ στη θέση σου!…»
Ντροπιασμένος και ηττημένος καθώς έφευγε ο Ιμπραήμ, οι γενναίοι Μανιάτες και οι ηρωικές Μανιάτισσες κυνηγούσαν το ασκέρι του. Μια Σπαρτιάτισσα, πήδηξε στη θάλασσα άρπαξε έναν Αλβανό  που κολυμπούσε να σωθεί και του ζητούσε το λόγο που της έκαψε τις θημωνιές!
Ο άφθαστος ηρωισμός και η απαράμιλλη ανδρεία των Μανιατισσών, πρέπει να γίνει συνείδηση ιερού χρέους, ιστορικής δικαίωσης και απόδοσης οφειλόμενης εθνικής τιμής. Αλλά στη σημερινή εποχή που οι θυσίες για την πατρίδα, η προσφορά και  η αγάπη προς αυτήν, λοιδορούνται ως αναχρονιστικές και μάλιστα με την ανοχή, αν όχι την παρότρυνση του επισήμου κράτους, τι μπορεί να περιμένει κανείς;
 Του Τάσου Κ. Κοντογιαννίδη

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Να πω και κάτι διαφορετικό αλλά εξίσου αδιανόητο για μας σήμερα.Ο Μακρυγιάννης αρχίζει τα "Απομνημονεύματα" λέγοντας ότι η μητέρα του πήγε στο βουνό να μαζέψει ξύλα, της ήρθαν οι πόνοι της γέννας, γέννησε μόνη της, τύλιξε το μωρό, φορτώθηκε στην πλάτη το δέμα με τα ξύλα και πάνω το μωρό και γύρισε σπίτι(!!)..