Δευτέρα 2 Μαΐου 2016

Μεγαλοβδομαδιάτικες παρατυπίες και θεατρινισμοί

Anaparastasi Pathon 2012.22
 apokathilosi12


 

Απόσπασμα σχετικού άρθρου
Επιμέλεια έρευνας:: πρωτοπρεσβύτερος Δημήτριος Αθανασίου
Η Μεγάλη Εβδομάδα αποτελεί για την Εκκλησία μας την καρδιά και το κέντρο της πνευματικής ζωής της. Μέσω της υμνογραφίας της Αγίας και Μεγάλης Εβδομάδας η Εκκλησία βιώνει το λυτρωτικό δόγμα και την πνευματικότητά της, εορτάζει την ολοκλήρωση της οικονομίας του Θεού για τον άνθρωπο με το μέλος και την ανθρώπινη γλώσσα, συμμετέχει μυστικά στο σωτήριο πάθος του Χριστού, θρηνεί την κάκωση και τον θάνατο του μεγάλου της Νεκρού, ο Οποίος με το θάνατο και τον ενταφιασμό Του συνέτριψε τον διάβολο, κατάργησε την αμαρτία, έπαυσε τον θάνατο, τον οποίο έσπειρε αλόγιστα η παρακοή των πρωτοπλάστων στην Εδέμ και άνοιξε το δρόμο της ουράνιας βασιλείας.
Η προσεκτική  λειτουργική μελέτη της Μεγάλης Εβδομάδας, ως περιόδου κορύφωσης της προσφοράς του Σωτήρα μας Ιησού, επιτρέπει την περιγραφή της λατρευτικής ζωής της Ορθόδοξης Εκκλησίας και βοηθά τους πιστούς να γνωρίσουν, να συμμετάσχουν και να βιώσουν την δογματική και πνευματική ζωή της.
Οι ύμνοι της Μεγάλης Εβδομάδας είναι ανεπανάληπτης σπουδαιότητας κείμενα, επειδή έχουν θεολογικό, δοξολογικό, αλλά και κατηχητικό περιεχόμενο. Οι υμνογράφοι υμνούν και δοξάζουν, ενώ ταυτόχρονα διδάσκουν και κηρύττουν. Γιʹ αυτό και δεν μπορούμε να τα θεωρήσουμε απλώς ως φιλολογικά κείμενα, αλλά ως αναπόσπαστα στοιχεία της λειτουργικής ζωής και πράξης της Εκκλησίας μας, με τα οποία υμνείται ο Θεός και διαγγέλλονται τα μεγαλεία του.
Eπίσης και  στο τυπικό, η τήρηση του οποίου είναι συνώνυμη της ευταξίας, αποτυπώνεται η πίστη και η λατρευτική εμπειρία γενεών και γενεών του πληρώματος της Εκκλησίας. Ως εκ τούτου οι όποιες αλλαγές πρέπει να υπαγορεύονται από κάποιο σοβαρό λόγο και όχι να ικανοποιούν τον συναισθηματισμό και τις νοσηρές πολλές φορές αντιλήψεις του ποιμνίου. Αν καταπιαστεί κανείς με την ιστορική διαμόρφωση του τυπικού θα διαπιστώσει ότι όλα είναι καλώς καμωμένα από τους Πατέρες και έχουν και πρακτικό αντίκρισμα, ενώ οι σύγχρονες παρατυπίες οφείλονται πολλές φορές σε βαθιά άγνοια και σοβαρές παρανοήσεις ή ακόμη και στην επιδίωξη του εντυπωσιασμού με κοσμικά κριτήρια.
«Οι μέρες της Μεγάλης Εβδομάδος είναι πλούσιες σε λειτουργικά γεγονότα και βιώματα. Είναι επίσης πλούσιες σε συναισθήματα και συγκινήσεις ιερές, τόσο για τους λαϊκούς, όσο και για τους κληρικούς μας, οι οποίοι καλούνται μέσα από επάλληλες ακολουθίες να βιώσουν ξανά τα σωτήρια γεγονότα της θείας οικονομίας, του σταυρικού πάθους και της ενδόξου Αναστάσεως του Κυρίου μας, και να τα προβάλλουν στους πιστούς, με σκοπό την μέθεξη στο Πάθος και στην Ανάσταση, και δι’ αυτής την επίτευξη της ψυχικής ανάτασης και της ψυχικής σωτηρίας μας».(καθηγητής Μ.Βαρβούνης)
Δυστυχώς, όμως, μέσα στη λειτουργική ζωή παρεισφρέουν πολλές φορές στοιχεία τα οποία όχι μόνο είναι καινοφανή και καινοτόμα αλλά, πράγματι, αποδεικνύουν ότι η παραμικρή αλλαγή αλλοιώνει το Ορθόδοξο βίωμα.  Βέβαια μερικά από αυτά έχουν τόσο πολύ εδραιωθεί που η απομάκρυνσή τους θα δημιουργούσε μεγάλη αναστάτωση και αντιδράσεις. Καλό είναι όμως να τα γνωρίζουμε έτσι, ώστε αφενός μεν να μην τα επεκτείνουμε, να μην τα διογκώνουμε ακόμα περισσότερο και αφετέρου, όπου και όποτε είναι δυνατόν, να τα απομακρύνουμε με διάκριση, κατήχηση και υπομονή.
Αξιοσημείωτο επίσης είναι ότι διάφορα καινοφανή γεγονότα τείνουν να αντικαταστήσουν την ορθόδοξη ευσέβεια, επειδή η εκκλησιαστική πραγματικότητα και ιδιαιτέρως οι αγιαστικές πράξεις της Εκκλησίας γίνονται «εργαλείο» στην υπηρεσία τοπικών αρχόντων, οι οποίοι έχουν την άποψη ότι η Εκκλησία είναι μουσείο νεκρών αποθεμάτων και αποτελεί τσιφλίκι τους, το οποίο μπορούν να ελέγχουν για το δικό τους συμφέρον. Η αλλοτρίωση αυτή του εκκλησιαστικού γεγονότος στον ελλαδικό χώρο πραγματοποιείται πολλές φορές μάλιστα και με τις ευλογίες κληρικών.
Οι λειτουργικές υπερβολές στις οποίες αναφερόμαστε στη συνέχεια , μπορούν να ενταχθούν σε δύο βασικές κατηγορίες:
Α. Σε εκείνες που προέρχονται από υπερβάλλοντα λειτουργικό ζήλο ευλαβών και καλοπροαίρετων – δεν αμφιβάλω γι’ αυτό – κληρικών.
Β. Σε εκείνες που δήθεν οφείλονται σε λαϊκά έθιμα. Γράφω «δήθεν», επειδή στην πραγματικότητα πρόκειται για νέες και καινοφανείς μορφές «εθίμων», δεδομένου ότι τα παραδοσιακά ελληνορθόδοξα έθιμα είναι και λιτά και ευσεβή.
Στη συνέχεια καταγράφονται ορισμένες από τις παρατυπίες, που δυστυχώς έχουν καθιερωθεί όχι μόνο στο ενοριακό αλλά και στο μοναστικό τυπικό. Ό,τι δημοσιεύεται είναι απόσπασμα μακροχρόνιας έρευνας και αφορά πρακτικές που δεν χρειάζονται ιδιαίτερες γνώσεις για να γίνουν κατανοητές από τους περισσότερους. Ο γράφων πιστεύει ότι κύριο μέλημα  των κληρικών δεν πρέπει να είναι η εύκολη και υπερβολική συγκίνηση, ούτε η θεατροποίηση των λειτουργικών πράξεων, αλλά η καλλιέργεια της προσευχητικής κατάνυξης, εντός των ορίων που η αγία μας Εκκλησία θέσπισε, χωρίς υπερβολές, ούτε προσθήκες αλλά ούτε και απλουστευτικές παραλείψεις. Τα «κόκκινα γράμματα» των λειτουργικών βιβλίων υπάρχουν για να διαβάζονται και να εφαρμόζονται, όχι για να τροποποιούνται κατά το δοκούν. Επίσης είναι καιρός να ξαναρχίσει η κατηχητική ενημέρωση του χριστεπωνύμου πληρώματος για τα γεγονότα που προβάλλονται την Μεγάλη Εβδομάδα, ώστε η λειτουργική αυτή περίοδος της Εκκλησίας να ξεφύγει από την εθιμοτυπική παράδοση και να αποτελέσει πραγματική πύλη εισαγωγής στην Ορθόδοξη πνευματικότητα. Να ξεφύγουμε από την τυπική παρακολούθηση των ακολουθιών από την σύνοψη. Είναι γεγονός ότι  στους περισσότερους, λόγω της ιδιάζουσας υμνογραφικής γλώσσας,  είναι ακατανόητα τα νοήματα των ύμνων, οπότε πέφτει σε αχρηστία η κατηχητική διάσταση των ύμνων.
Για να συμβεί όμως αυτό θα πρέπει:
Α. Να ενεργοποιηθεί ο κηρυκτικός – κατηχητικός άμβωνας όλη την διάρκεια της Μ. Εβδομάδος με σύντομα κηρύγματα με αφορμή τα εκάστοτε προβαλλόμενα γεγονότα.
Β. Να υπάρξουν τολμηρές παρεμβάσεις ώστε να περιφρουρηθεί το τυπικό της Εκκλησίας από εξωτερικές αυθαίρετες παρεμβάσεις. Να σταματήσουν οι πρακτικές που αποσκοπούν άλλες στην προσωπική κοινωνική επιβεβαίωση – καταξίωση  των εφημερίων και άλλες για να προσελκύσουμε τον κόσμο στην Εκκλησία. Μην ξεχνάμε ότι «ο σκοπός δεν αγιάζει τα μέσα».
Γ. Να σταματήσει να καλλιεργείται (δυστυχώς και από τους κληρικούς) ο θρησκευτικός συναισθηματισμός της Μεγάλης Εβδομάδος. Την Μεγαλοβδομάδα δεν θρηνούμε για τον «καημένο Χριστούλη» , πού ανέβηκε στον σταυρό και πέθανε και θάφτηκε σαν νικημένος και αδικημένος άνθρωπος. Έχει έναν πένθιμο – χαρμόσυνο χαρακτήρα το ορθόδοξο ήθος.
Τις ημέρες αυτές σταυρώνουμε τις επιθυμίες και τα πάθη μας. Μπαίνουμε σε πνευματικό χωνευτήρι για να τα μεταμορφώσουμε.
Ζητάμε και προπανηγυρίζουμε την ανάσταση. Δεν υπάρχει στιγμή στην εορτολογία και την υμνογραφία της μεγάλης Εβδομάδας πού να μην αναφέρεται ο σταυρός συναπτά με την ανάσταση και η αλήθεια πως ο Χριστός είναι ο Κύριος της ιστορίας, των παθών και του θανάτου Του.
Δ. Να αναμορφωθεί όσο είναι δυνατόν και εφικτό το ωράριο των ιερών ακολουθιών.
«Ταπεινώς φρονούμε ότι δεν είναι αδύνατη η επιστροφή στην τάξη και μάλιστα θα βοηθούσε πολύ αν οι όρθροι των πρώτων ημερών τελούνταν κανονικά το πρωΐ και οι εσπερινοί το απόγευμα, μαζί με την Προηγιασμένη, ενώ η ακολουθία των Παθών, κατά το τυπικό, αργά το βράδυ της Μ. Πέμπτης, οι Ώρες το πρωί της Μ. Παρασκευής, ο εσπερινός της Αποκαθηλώσεως, χωρίς τα θέατρα και τα δρώμενα φυσικά, το μεσημέρι της Μ. Παρασκευής, ο όρθρος του Μ. Σαββάτου ξημερώματα της ημέρας , ο εσπερινός του Πάσχα με τη λειτουργία του Μ. Βασιλείου το μεσημέρι του Σαββάτου, γεγονός που θα απέτρεπε, σε συνδυασμό με την απαίτηση για νηστεία, την αθρόα προσέλευση εντελώς απροετοίμαστων ανθρώπων που κοινωνούν για «το καλό», ενώ η παννυχίδα της Αναστάσεως, ο Όρθρος του Πάσχα και η Θεία Λειτουργία τα ξημερώματα της Κυριακής όπως συνέβαινε πριν από μερικά χρόνια σε όλη την επαρχία» (π.Β. Σπηλιόπουλος)
Ας έχουμε λοιπόν υπόη το πόσο ξένα προς την ορθόδοξη λειτουργική παράδοση και την εν γένει ορθόδοξη πνευματικότητα είναι πολλά από τα τελούμενα την Μ. Εβδομάδα  και ας προσπαθήσουμε αν όχι να διορθώσουμε τουλάχιστον να μην τα  αναπαράγουμε, προσθέτοντας και άλλα, μεγαλώνοντας  την απόσταση από το γνήσιο ορθόδοξο λειτουργικό βίωμα.  Ας τελούνται απλά και αθόρυβα.

Η εικόνα του Νυμφίου και η λιτάνευσή της.
Στις λειτουργικές υπερβολές περιλαμβάνεται και η εικόνα του Νυμφίου Χριστού και η λιτάνευσή της.
Κανένα λοιπόν παλαιό τυπικό,  δεν αναφέρεται σε λιτάνευση της εικόνας του νυμφίου. Ο π. Δοσίθεος, ηγούμενος της Μονής Παναγίας Τατάρνης και λάτρης της τάξεως της Εκκλησίας, σχετικά με την εικόνα αυτή του νυμφίου σημειώνει :

«Τα εν τοις ενοριακοίς Ναοίς τελούμενα, καθ’ α ψαλλομένου του Ιδού ο Νυμφίος, εισοδεύει ο ιερεύς κρατών εικόνα του „Νυμφίου” ή και ολόσωμον „Νυμφίον” φορούντα χλαμύδα κοκκίνην, έχοντα εμπεπαρμένον ακάνθινον στέφανον και βαστάζοντα κάλαμον και μονονουχί γοερώς κράζοντα, ξένα όντα παντάπασι προς την λογικήν λατρείαν, ου δεί τελείσθαι και εν ταις ιεραίς Μοναίς.  Οίμαι δε ουδ’ εν τοις ενοριακοίς Ναοίς.  Η εικών αύτη του πάθους προέρχεται από το Ecce homo των Λατίνων. Εξ’ άλλου το Ιδού ο νυμφίος έρχεται ολίγην σχέσιν έχει προς το πάθος του Κυρίου.  Αναφέρεται εις την παραβολήν του πιστού και φρονίμου οικονόμου (Λουκά ΙΒ, 35-48) και προτρέπει εις εγρήγορσιν τους πιστούς.  Ως εκ τούτου το Ιδού ο νυμφίος λέγεται εις τα μεσονυκτικά παντός του ενιαυτού και ουχί μόνον κατά τας πρώτας ημέρας της Μ. Εβδομάδος.  Γίνεται ούτω πως σύγχυσις μεταξύ του νυμφίου της παραβολής και του Νυμφίου της Εκκλησίας του ιε΄αντιφώνου της ακολουθίας των αγίων Παθών (όρθρος της αγίας και Μεγάλης Παρασκευής).  Υπάρχει δε και ανακολουθία.  Δεδεμένος και εν πορφύρα και μετά ακανθίνου στεφάνου ωράθη ο Κύριος εις το πραιτώριον το πρωί πρωί της Μεγ. Παρσκευής και ουχί τη Μεγ. Δευτέρα.  Τότε εισήρχετο και εξήρχετο της Ιερουσαλήμ καταρώμενος άμα και ξηραίνων την άκαρπον συκήν.  Όθεν ξένα ταύτα και αλλότρια των αρχαίων τυπικών διατάξεων, αλλά γε και του πνεύματος των ημερών» (Τυπικόν του οσίου και θεοφόρου πατρός ημών Σάββα του ηγιασμένου, διορθωθέν μεθ’όσης επιμελείας και υπομνηματισθέν το κατά δύναμιν υπό αρχιμ. Δοσιθέου ηγουμένου της Ιεράς Σταυροπηγιακής Μονής Παναγίας Τατάρνης, έκδοσις Ιεράς Μονής της Παναγίας Τατάρνης, σελ. 380, υποσημείωση 4)
Θα μπορούσε  να αναφερθεί στο συγκεκριμένο σημείο η περίπτωση εκείνη κατά την οποία σε ενορία των Αθηνών αντικαταστάθηκε  η εικόνα του Νυμφίου Χριστού με ολόσωμο ομοίωμά του.

Β. Η ακολουθία του Νιπτήρος
Είναι γνωστό ότι αυτή η ακολουθία  τελείται σε συγκεκριμένα μόνο μέρη (Ιεροσόλυμα, Πάτμος κ.λπ.), με συγκεκριμένο τυπικό. Δυστυχώς και αυτή η ακολουθία εισέρχεται σταδιακά και στα ενοριακά τυπικά. Σε ενορία των Αθηνών έγγαμος κληρικός διάβασε το ευαγγέλιο του όρθρου της Μεγάλης Τετάρτης κρατώντας χασάνιο, ενώ κοπέλα της ενορίας έπλυνε τα πόδια του ομοιώματος του Χριστού, δραματοποιώντας την ευαγγελική αναφορά της γυναικός που άλειψε μύρο τα πόδια του Ιησού. Και το ερώτημα παραμένει. Βοηθά αυτή η καθιέρωση νέων «καθ’ υπερβολήν» λειτουργικών λεπτομερειών και μορφών αλλά και η διασπορά των τοπικών λειτουργικών ιδιαιτεροτήτων την ευσέβεια των πιστών;
Ή απλά δραματοποιεί και θεατροποιεί το γνήσιο βίωμα της κατάνυξης, τονίζοντας το θεαματικό στοιχείο έναντι της πνευματικής βίωσης των γεγονότων του θείου πάθους, την οποία διδάσκει η Εκκλησία μας

Ο Εσταυρωμένος
Πρόβλημα είναι αυτός ο ίδιος ο Εσταυρωμένος, που υπάρχει στις περισσότερες ενορίες και Μονές, ο οποίος περισσότερο θυμίζει άγαλμα και πολύ λιγότερο εικόνα οπότε, όπως είναι ευνόητο, ήδη παραβιάζει και διδάσκει λανθασμένα περί των ιερών εικόνων, περί ζητήματος δηλαδή δογματικού. Είναι εντελώς νέο εφεύρημα που ήλθε να αντικαταστήσει τον Σταυρό με τον ζωγραφισμένο όμως και όχι αποσπώμενο Σώμα του Κυρίου.  Είναι καλό να τα γνωρίζουμε αυτά, ακόμη κι αν δεν έχουμε την τόλμη να τα διορθώσουμε, ακριβώς διότι εσχάτως τον Εσταυρωμένο Κύριο ακολούθησε το άγαλμα του Νυμφίου, ή της Θεοτόκου και άλλων αγίων αποδεικνύοντας ότι το ένα λάθος πατά πάνω στο προηγούμενο.

Η έξοδος  του Εσταυρωμένου.
Όσο κι αν ακουστεί περίεργο ένα από αυτά τα στοιχεία είναι η συνηθισμένη έξοδος του Εσταυρωμένου Κυρίου κατά τον Όρθρο της Μ. Παρασκευής που είθισται να τελείται στους ενοριακούς ναούς, κατ’ άκραν οικονομίαν και κατά παράβαση της τάξεως, το βράδυ της Μ. Πέμπτης.
Η έξοδος αυτή και περιφορά του Εσταυρωμένου, που γίνεται μετά το πέμπτο ευαγγελικό ανάγνωσμα τελέσθηκε για πρώτη φορά το 1864 στον πατριαρχικό ναό και, όσο κι αν σήμερα θεωρείται δεδομένη, ασφαλώς χρειάστηκε πολλά χρόνια για να γενικευθεί ενώ στις περισσότερες Ιερές Μονές δεν τελείται μέχρι και σήμερα.
Ας δούμε όμως μερικές διατάξεις τυπικών και γνώμες σοβαρών λειτουργών επί του θέματος:
Στο ισχύον τυπικό του Βιολάκη, ένα από τα πιο καινοτόμα και λιγότερα αυστηρά, αναφέρεται ασφαλώς το τυπικό της εξόδου του Εσταυρωμένου αλλά σε υποσημείωση αναφέρονται τα παρακάτω:

«Εν τω πατιαρχικώ ναώ (ως και εν Αγίω Όρει μέχρι τούδε) η έξοδος αύτη του Εσταυρωμένου ουκ εγίνετο μέχρι της πατριαρχείας Σωφρονίου του από Αμασείας (1864), καθόσον ούτε το Τριώδιον σημειοί τοιαύτην τινά τάξιν, ούτε το αρχαίον Τυπικόν ήδη όμως καθιερώθη, ούτως ειπείν, και ο λαός φαίνεται ποθών ίνα ευλαβώς προσκυνήση τη ώρα ταύτη τον διά τας ημετέρας αμαρτίας αναρτηθέντα επί ξύλου του Σταυρού Θεάνθρωπον» (τυπικόν της του Χριστού Εκκλησίας, Γεωργίο Βιολάκη, σελ. 404, υποσημείωση 1).
Ευνόητο, όμως, τυγχάνει και το γεγονός ότι κανένα παλιό τυπικό δεν αναφέρει το παραμικρό για την έξοδο του Εσταυρωμένου και κανένα παλαιό λειτουργικό βιβλίο.  Ειδικότερα το πρώτο τυπικό του αγίου Σάββα δε θα μπορούσε να γνωρίζει την λιτανεία αυτή.  Ας δούμε όμως τον υπέροχο σχολιασμό του π. Δοσιθέου, ηγουμένου της μονής Τατάρνης και ακραιφνή γνώστη του τυπικού αλλά και τηρητού , σχετικώς με το θέμα:

«…Εις τας ιεράς Μονάς δέον όπως παραφυλάττητται η αρχαία τάξις.  Μία ιερά εικών της Σταυρώσεως εις το προσκυνητάριον ή εις το μέσον του Ναού αρκεί.  Εξ’ άλλου εις τας ιεράς Μονάς δεν πρέπει ίνα υπάρχη Εσταυρωμένος όπισθεν της αγίας Τραπέζης, ει μη μόνον λιτανευτικός Σταυρός. Σημείωσαι δ’ ότι η κοπή του Σώματος εις το περίγραμμα αυτού δεν αντέχει εις ορθόδοξον κριτικήν, διότι ολίγον απέχει του αγάλματος, εγγίζον το είδωλον.  Άφες, συ ο τυπικάρης, διά τους του κόσμου ενοριακούς Ναούς τους εξ’ ανθέων (πολλάκις πλαστικών) στεφάνους, την οχλοβοήν των ανασταυρούντων και τους ψευδείς και επίπλαστους συναισθηματισμούς, τους στεναγμούς και τα δάκρυα των γυναικαρίων των αεί ποτέ μανθανόντων και ουδέποτε εις ευσέβειαν ελθείν δυναμένων.  Ημείς αρκούμεθα εις την θεολογίαν των τροπαρίων, εις την χαρμολύπην των κανόνων και εις τας εεμηνείας των αναγνώσεων» (Τυπικόν του οσίου και θεοφόρου πατρός ημών Σάββα του ηγιασμένου, έκδοσις Ιεράς Σταυροπηγιακής Μονής Παναγίας Τατάρνης, σελ. 402).
Τέλος ας δούμε τι αναφέρει σχετικώς το Αγιορείτικο Τυπικόν της εκκλησιαστικής ακολουθίας, που εξέδωσαν για λογαριασμό του Ιερού Κελλίου Ευαγγελισμού Καρυών Αγίου Όρους οι εκδόσεις «Καστανιώτη».
«Ἐκ τοῦ 1864 ἔτους τῆς Πατριαρχείας Σωφρονίου τοῦ ἀπό Ἀμασείας, εἰσήχθη ἡ ἔξοδος „Ἐσταυρωμένου” εἰς τό Πατριαρχεῖον Κωνσταντινουπόλεως καί εἰς τάς κατά τόπους Ἐκκλησίας – κατά μίμησιν ἴσως τῶν Δυτικῶν Λιτανειῶν Ἐσταυρωμένων ἀγαλμάτων.  Αὕτη ἡ τάξις ἐπικρατεῖ ἐσχάτως εἰς πολλάς μονάς, ὡς εἰς τό Πρωτάτον.  Πλήν ὅμως ἡ συνήθεια αὕτη τῆς ἐξαιρετικῶς πομπώδους καί δραματικῆς ἐξόδου τοῦ Ἐσταυρωμένου σώματος, ἰδιαίτατα ὡς γίνεται σήμερον εἰς τάς ἐνορίας, ἀπάδει πρός τήν λιτότητα καί ἡγιασμένην ἁπλότητα τῆς Ὀρθοδοξίας». (σελ.216, υποσημείωση 32).  Καί βέβαια το ίδιο τυπικό τονίζει ότι, τουλάχιστον, σε όποιες μονές τελείται – κακώς – η  έξοδος του Εσταυρωμένου τελείται με σεβασμό και λιτότητα και δεν τελείται, ή δεν θα έπρεπε να τελείται, η αποκαθήλωση και τα υπόλοιπα δρώμενα.
«Ας σημειωθεί εδώ ότι τα ιστορικά γεγονότα που αναφέρει η υποσημείωση είναι αναμφισβήτητα, ας μας επιτραπεί όμως να αμφισβητήσουμε το κατά πόσον είναι αδύνατη η επαναφορά στην κανονική τάξη και το κατά πόσο ο πιστός λαός επιθυμεί «ἵνα εύλαβῶς» προσκυνήσει. Δάκρυα συναισθηματικά που διαρκούν μερικά λεπτά και δεν οδηγούν στη μετάνοια και σε αλλαγή του βίου είναι πλάνη.  Ας σημειωθεί επίσης ότι, όπως είναι ευνόητο, παλαιότερες εκδόσεις του ιδίου τυπικού δεν αναφέρουν τίποτα απολύτως για την καινοφανή αυτή τελετή». (π. Β. Σπηλιωτόπουλος)
………………………………………………………………………….
Η Αποκαθήλωση.
Με την έξοδο του Εσταυρωμένου  έχουμε πιστή αναπαράσταση γεγονότων «εν είδει θεάτρου» γεγονός που απάδει προς την ορθόδοξη παράδοση.  Και φυσικά και εδώ δεν λείπει η φαντασία ώστε την έξοδο του Εσταυρωμένου να ακολουθήσει η τελετή της Αποκαθηλώσεως, την οποία ακολούθησε ο ενταφιασμός του Σώματος, πολλές δε φορές με χέρια που κλείνουν προς τα μέσα, στον επιτάφιο αντί του κεντητού υφάσματος, που ακολούθησε η τέλεση της αποκαθήλωσης σε Όρη και σε βουνά ως παράσταση, που ακολούθησε ακόμη και η αναπαράσταση των Παθών στις στάσεις της λιτανείας του επιταφίου.  Όλα τα παραπάνω, και άλλα που δεν γνωρίζουμε ή που αύριο θα εφεύρουν «ευρηματικοί» ιερείς προς συγκέντρωση πλήθους, γίνονται σε ορθόδοξους Ναούς, ακόμη και μονές, από Ορθοδόξους ιερείς που διδάσκουν μη ορθόδοξα τους πιστούς.

Η περιφορά Επιταφίων
Σύμφωνα με το Ορθόδοξο Τυπικό προβλέπεται   η ασματικη λιτή στο πέρας της δοξολογίας μετα του Ευαγγελίου τυλιγμένου σε σινδονη-αντιμηνσιο. Εξέλιξη αυτής της πραξεως ειναι η κατασκευή «αέρα» μετα σώματος του κυρίου και κατάλοιπο η παράθεση και του ευαγγελίου επι του «κουβουκλιου» και η περιφορά αμφοτέρων (αέρος και ευαγγελίου). Το κουβουκλιο  αποτελεί μεταγενέστερη «προσθήκη». Λιτανευόταν μόνον ο «αήρ επ ώμων μετά του ευαγγελίου», όπως γίνεται κατά τον εσπερινό πριν τοποθετηθεί στο μέσον του ναού.
Η περιφορά του Επιταφίου γίνεται γύρω από τον ναό ή  στους κεντρικούς δρόμους της ενορίας.Η συνήθεια που υπάρχει σήμερα να λιτανεύονται επιτάφιοι στους κεντρικούς δρόμους πόλεων, αποτελεί δυτικής προέλευσης έθιμο που ήρθε στην ηπειρωτική Ελλάδα από τα Επτάνησα κυρίως.Εκεί το δυτικής προέλευσης έθιμο το έφεραν οι Ενετοί.

Η περιφορά Επιταφίων στην υπηρεσία της εκκοσμίκευσης
Ο θεολόγος Ι. Μπουγάς σημειώνει σχετικά
«Από πολλούς, κατ’ όνομα πιστούς, αλλά και από αυτοδιοικητικούς παράγοντες και παραγοντίσκους, η Ορθόδοξος Τοπική Ευχαριστιακή Σύναξη θεωρείται ως ένας σύλλογος μεταξύ των πολλών, τον οποίο μπορούν να χρησιμοποιήσουν προς ίδιον όφελος, για να αποκτήσουν οι διάφοροι επαγγελματίες πελατεία, να συγκεντρώσουν ψήφους για την ανάδειξή τους ως τοπικών δημοτικών συμβούλων ή βουλευτών ή ως μελών σε συνδικαλιστικούς ή κομματικούς φορείς, να προσπορίσουν δόξα και προβολή.
Δυστυχώς η συμπεριφορά αυτή γίνεται ασυνειδήτως αποδεκτή τις περισσότερες φορές από το χριστεπώνυμο πλήρωμα, το οποίο εκφράζεται με αρκετή θρησκοληψία, συμφέρον οικονομικό και διακατέχεται από ιδεοληψίες, εκφράσεις οι οποίες γενικότερα εντάσσονται στο αλλοτριωμένο εκκλησιαστικό ήθος γιατί θεωρούν ότι η θρησκεία προηγείται της Εκκλησίας, ως γεγονότος πίστης και ζωής και ότι η θρησκεία μπορεί να αποτελεί παράγοντα ελέγχου του λαού.
…Μέλη τοπικών πολιτιστικών και δημοτικών συλλόγων και φορέων σε συνεργασία πολλές φορές με ιερείς αντιλαμβάνονται τις λατρευτικές συνάξεις της ενοριακής κοινότητος ως ευκαιρία προβολής τους με το να υποτάσσουν τον ιερέα και την κοινότητα σε φολκλορικές εκδηλώσεις διαστρέφοντας τις ιερές ακολουθίες
Συνιστά αλλοτριωτικό γεγονός του εκκλησιαστικού σώματος η υποταγή σε διαθέσεις αρχόντων, γιατί αρκεί να γνωρίσει εκ του σύνεγγυς τους πολιτευομένους «αυλοκόλακες» των εκκλησιαστικών χώρων και θα καταλάβει αμέσως ότι κριτήριο όλων αυτών είναι το συμφέρον.
Συμφέρον το οποίο γίνεται γνωστό με λόγους και πράξεις, όπως για παράδειγμα η επιμονή τους να αναμειγνύονται στα εκκλησιαστικά πράγματα, ως και στην επιλογή του ιερέως για την κάθε ενορία, ενώ στην πραγματικότητα είναι άγευστοι και παντελώς άσχετοι με το ευχαριστιακό ήθος της Εκκλησίας. Ιδιαιτέρως οι όποιοι τοπικοί άρχοντες με την υποκριτική παρουσία τους κατά την τέλεση των λειτουργικών πράξεων φανερώνουν την αγνωσία τους για το εκκλησιαστικό γεγονός και για τη θεολογία της Εκκλησίας. Για όλους αυτούς η Εκκλησία δεν είναι η μεταμορφωτική δύναμη των ανθρώπων και του κόσμου αλλά ο χώρος για συναισθηματική ηρεμία, ψυχολογική ανακούφιση ή ηθική βελτίωση στην καλύτερη περίπτωση, αλλά κυρίως όμως χώρος για αύξηση της πελατείας τους.
Αυτονόητο είναι ότι η περιφορά του Επιταφίου αποτελεί λατρευτική πράξη της Ορθοδόξου Εκκλησίας και ως λατρευτική πράξη έχει την αναφορά της στη Θεία Ευχαριστία. Για τα μέλη της Εκκλησιαστικής Συνάξεως ο «νεκρός» Χριστός δεν είναι θέαμα αλλά συμμετοχικό κοινωνικό γεγονός όπως είναι η Θεία Ευχαριστία και αυτό για τους παρακάτω λόγους.
Οι θεατές χτίζουν τη ζωή τους σε έναν πολιτισμό εικόνων, φαντασίας, στην επίπλαστη εφήμερη γνώση, στην έμμεση επικοινωνία της μαζικής πληροφόρησης και του χρήματος και όχι στην άμεση ανθρώπινη αλληλοσυμπλήρωση, στην καλλιέργεια του αμαρτωλού εαυτού, στην κοινωνία, στις γιορτές των αδελφών τους. Οι θεατές στηρίζουν απρόσωπες διεργασίες, αρκούνται στην ασφάλεια σαν αυτή που προσφέρουν τα σούπερ μάρκετ και οι καταναλωτικές εταιρείες, τις οποίες μιμούνται και οι καταστηματάρχες των επαρχιακών πόλεων οδηγούμενοι με μαθηματική ακρίβεια στον εσώτερο θάνατο. Ο εύκολος πλουτισμός παράγει εξάρτηση αλλά και στο τέλος μιζέρια, ας μην ξεχνάμε την περίπτωση του χρηματιστηρίου.
Στην περίπτωση του θεάματος των Επιταφίων τα τελούμενα στην Εκκλησία θεωρούνται, από τους παρακολουθούντες την περιφορά με εγωκεντρική χρηστική διάθεση, ως μία ωραία φαντασιακή εικόνα.
Όμως την Μεγάλη Παρασκευή βλέπουμε τον Χριστό «νεκρό» και η θέαση αυτή διαλύει κάθε εμμονή, άμυνα και αντιπαλότητα μέσα μας και προς τους άλλους. Τα λάθη διαλύονται γιατί δεν μας κρίνει ο Χριστός και έτσι η διαίρεση μας φανερώνεται μπροστά στα μάτια μας χωρίς δικαιολογίες και ωραιοποιήσεις, αυτοκρινόμαστε ενώπιον ενός αδικημένου Νεκρού μόνοι μας. Άρχοντας αγάπης και σεβασμού ο Νυμφίος, μας προτείνει να κάνουμε και εμείς το ίδιο.
Εκείνος που συμμετέχει στο πάθος του Χριστού καθίσταται πρόσωπο, όχι θεατής, υπερβαίνει την διαιρετική λογική των εμπόρων, λειτουργεί στην κοινότητά του με πραγματική ευθύνη ως μέλος ενός ζωντανού σώματος που δεν έχει σκοπό την καθυπόταξη των ανθρώπων μέσω του κέρδους. Μαθητεύουμε στην Εκκλησία για την ταπείνωση, για την κένωση του εαυτού μας προς χάριν του πλησίον, για την θυσία, μαθητείες τις οποίες δεν μπορεί να πράξει ο θεατής διότι στέκεται μακρόθεν του Άλλου.
Ο ρεμβασμός των κοιταζόντων το «θέαμα» του Επιταφίου δίνει αποσπασματική αίσθηση του μυστηρίου του Επιταφίου, η οποία συνδέεται με το πάθος της περιέργειας, το οποίο συνδέεται με το αίσθημα απουσίας, το αίσθημα του κενού. Βλέπουν μια φαντασιακή πραγματικότητα, η οποία υποκαθιστά την άμεση σχέση, κείνται αντί -απέναντι του Χριστού και έτσι δεν μπορεί να υπάρξει σχέση, συνάντηση, ενότητα, κοινωνία. Σε αντίθεση όμως οι συμμετέχοντες εγκαταλείπουν την αίσθηση της περιέργειας και κινούνται στο πέλαγος της γυμνότητας του εαυτού τους, ορφανοί από τα πάθη και με ταπείνωση συναντούν το μυστήριο της ελευθερίας του θανάτου του Θεού.
Στην εκκλησιαστική σύναξη δεν είναι διαχωρισμένος αυτός που συμμετέχει από αυτόν που παρατηρεί, αλλά ο καθένας συλλειτουργεί κοντά στον Αρχιερέα Χριστό, συμμετέχει όλη η ύπαρξη, όλη η δημιουργία, αναλαμβάνοντας ο καθένας συγκεκριμένο διακόνημα.
Αυτό που προτείνει ο «νεκρός» Χριστός είναι η Ανάσταση κάθε σταυρωμένου ανθρώπου, αυτό που ακολουθούν οι συμμετέχοντες πιστοί δεν είναι ένα νεκρό σώμα αλλά ένα ζωοποιό, για όλους τους ανθρώπους της γης, γι’ αυτό και σε καμία περίπτωση δεν είναι θέαμα.
Συμπερασματικά: «Ο μόνος τρόπος για να προσέλθη κανείς αληθινά στην Εκκλησία είναι ένας αυστηρός ασκητισμός… Οχι το folklore, οι λαϊκές παραδόσεις της καθημερινής ζωής, αλλ’ η νηστεία και η μετάνοια…» (π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, Θέματα Εκκλησιαστικής Ιστορίας, Θεσσαλονίκη 1979, σ. 220).

Τα λουλούδια και οι λαμπάδες του  επιταφίου και Εσταυρωμένου
Ευσεβής συνήθεια ήταν τις λαμπάδες αυτές να μοιράζονται σε κομμάτια οι πιστοί ως φυλακτήρια για τις δύσκολες ώρες των ασθενειών ή των ξαφνικών καταιγίδων. Ωστόσο αυτό δεν δικαιολογεί το συνεχές σύρσιμο της σκάλας για να αλλάξουν τα μόλις πριν λίγο αναφθέντα κεριά, ώστε να ικανοποιηθούν φίλοι, γνωστοί και συγγενείς που φέρνουν τις λαμπάδες αυτές, και επιζητούν την εξατομίκευση της χάριτος που έχει η ιερή ακολουθία, και μάλιστα με τρόπο που είναι κατά το μάλλον ή ήττον μαγικής υφής και έμπνευσης.

Το κάψιμο του Ιούδα

Σε ετήσια έκθεση του Υπουργείου Εξωτερικών των Η.Π.Α. για τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων παγκοσμίως, κατονομάζουν την Ελλάδα ως μια χώρα στην οποία, κατά κάποιο τρόπο, θίγονται και προσβάλλονται τα ανθρώπινα δικαιώματα μιας μερίδας συμπολιτών μας, των Εβραίων Ελλήνων. Έτσι, η πατρίδα μας στιγματίζεται γιατί ένα από τα Πασχαλινά της έθιμα, στρέφεται, όπως λένε, κατά του Εβραϊκού λαού προκαλώντας κλίμα αντισημιτικό. Το έθιμο αυτό είναι το γνωστό «κάψιμο του Ιούδα».
Η Ιερά Σύνοδος με αλλεπάλληλες εγκυκλίους της τα έτη 1891, 1910 και 1918, προέτρεπε τον Ελληνικό λαό να εγκαταλείψει το έθιμο της καύσης του Ιούδα. Έλεγε χαρακτηριστικά: «Η Ιερά Σύνοδος θεωρεί καθήκον Αυτής, όπως φέρει εις γνώσιν πάντων των Χριστιανών, ότι η τήρησις τοιούτων εθίμων αντιβαίνει προς την βάσιν και το θεμέλιον της πίστεως ημών, ήτις είναι η αρετή της αγάπης προς εν γένει πάντα άνθρωπον…» (Εγκύκλιος 13/4/1918).

Ποία είναι όμως η στάση των ανθρώπων από την εποχή του Ιησού μέχρι σήμερα απέναντι στην συμπεριφορά του Iούδα; Ασφαλώς δεν υπάρχει άνθρωπος να επαινέσει αυτή τη διαγωγή αλλά δυστυχώς ο άνθρωπος δεν περιορίζεται μέχρι εδώ. Αντί με το παράδειγμα του ολισθήματος του Ιούδα να συνετισθεί προσέχοντας μήπως διαπράξει το ίδιο λάθος, κρίνει κατακρίνει, δικάζει και καταδικάζει χωρίς να έχει καν το δικαίωμα. Ο Κύριος είναι ο κριτής και ο μισθαποδότης πάντων.
Αλλά και εάν εγώ κρίνω, η κρίσις η εμή είναι αληθής, διότι μόνος δεν είμαι, αλλ’ εγώ και ο Πατήρ ο πέμψας με. (Ιωάννης 8:16)

Η θεαματική πρόκληση  θορύβων  στην Πρώτη Ανάσταση.
Ο καθηγητής Μ. Βαρβούνης σχολιάζει σχετικά:
«Η πρόκληση των θορύβων εντός του ναού κατά τον εσπερινό του Μεγάλου Σαββάτου, στο «Ανάστα ο Θεός» είναι πράγματι λαϊκό έθιμο, που αποσκοπεί στην τελετουργική εκδίωξη του κακού δια των θορύβων, και σε μια δευτερογενή ερμηνεία αναπαριστά τον θόρυβο που έκανε ο άγγελος όταν κύλισε «τον λίθον εκ της θύρας του μνημείου». Το ίδιο και τα βεγγαλικά και οι θόρυβοι την ώρα του «Χριστός Ανέστη». Από το σημείο όμως αυτό μέχρι του να διακόπτεται η ακολουθία με συνεχείς και εκκωφαντικούς θορύβους ή να υπάρχουν τραυματισμοί και θύματα, η απόσταση είναι τεράστια, και το τελικό αποτέλεσμα αγγίζει τα όρια της ασέβειας.
Αλλά και οι υπερβολικά θεατρικές κινήσεις κάποιων κληρικών την ώρα του «Ανάστα ο Θεός», η υπερβολή χειρονομιών, εκφράσεων και κινήσεων, συχνά επιφέρει την υπονόμευση όσων οι ίδιοι και τα τελούμενα δηλώνουν και εκπροσωπούν. Σε κάθε περίπτωση οι μετρημένες κινήσεις και φωνές και η αυτοσυγκράτηση ενισχύουν την ιεροπρέπεια και τονώνουν την ευσέβεια και την ευλάβεια. Και αυτό είναι το ζητούμενο, όχι η δραματοποίηση και ο εντυπωσιασμός, αλλά η πνευματική βίωση, η μετάνοια, η ταπείνωση και η ψυχική ηρεμία, που πάντα σταλάζει στις ψυχές ως «δρόσος Αερμών» κατά την ορθή τέλεση της θείας λατρείας. Αρκεί αυτή να είναι ορθή, δηλαδή κατά τις τυπικές διατάξεις της Εκκλησίας μας».

Η επί του Επιταφίου τέλεση της Θ. Λειτουργίας του Μ. Σαββάτου
Σύμφωνα με τον καθηγητή Ι. Φουντούλη το κουβούκλιο  είναι ο λίθος που ακούμπησαν το Σώμα του Κυρίου προκειμένου να εκτελέσουν τα νεκρικά έθιμα (μύρα, σάβανο κ.λπ.) προ της ταφής. Όσοι έχουν πάει στα Πανάγια Προσκυνήματα βλέπουν με την είσοδο στο Ναό της Αναστάσεως αυτόν ακριβώς τον λίθο (επί του εδάφους), που τον αποκαλούν «Αποκαθήλωση» και εκεί τελείται η ακολουθία του όρθρου του Μ. Σαββάτου. Ο Τάφος (συμβολικά) είναι η Αγία Τράπεζα για τα καθ᾿ ημάς και αφού έχουν επικρατήσει οι «αναπαραστάσεις» πρέπει μετά την περιφορά να εναποτεθεί επί της Αγίας Τραπέζης ο «επιτάφιος», για να ολοκληρωθεί η ταφή. Το τραπέζι, λοιπόν, ή το κουβούκλιον δεν είναι ο τάφος.
Το κεντημένο ύφασμα με την αναπαράσταση της ταφής ή με μόνον το Σώμα του Κυρίου («επιτάφιος») είναι απλά η εικόνα του θέματος της ημέρας, που μεταγενέστερα —αρχικά ως το αντιμήνσιο— εισοδεύεται μαζί με το Ευαγγέλιον στη μεταγενέστερη περιφορά κατά τα απόστιχα του εσπερινού του Μ. Σαββάτου (εσπερινός «Αποκαθηλώσεως»), προκειμένου να τεθεί εις προσκύνησιν, αναγκαστικά σε τραπέζι και όχι σε δισκέλιον (προσκυνητάριον). Το Ευαγγέλιον είναι η παρουσία του «Σωματικού Χριστού». Έτσι εκλαμβάνεται εξ αρχής, γι᾿ αυτό υποχρεωτικά περιφέρεται (εισοδεύεται) κι αυτό και υποχρεωτικά βρίσκεται στο κουβούκλιον. Και πάλι εισοδεύεται (φράση των αρχαίων τυπικών) μετά την μεγάλη δοξολογία του όρθρου του Μ. Σαββάτου ψαλλομένου του ασματικού τρισαγίου, για να επανέλθει στην Αγία Τράπεζα.
Η επί του κουβουκλίου μετά του «επιταφίου» (που δεν εναποτέθηκε στην Αγία Τράπεζα στο τέλος του όρθρου του Μ. Σαββάτου, κατά απαράδεκτον νεώτερον έθος) τέλεση της εσπερινής θ. λειτουργίας του Μ. Βασιλείου είναι «άλλο και τούτο ιερατικόν κατασκεύασμα προς εντυπωσιασμόν γυναικαρίων», όπως εύστοχα επισημαίνει ο π. Δοσίθεος στο ΤΑΣ 2010 (σ. 415). Αν θέλουν να μιμηθούν την κατ᾿ ενώπιον τέλεση της θ. λειτουργίας επί του Λίθου του Παναγίου Τάφου κάθε νύκτα, αυτή η ημέρα και αυτός ο τρόπος είναι άστοχος ευκαιρία. Πιστεύω ότι τα κάνουν αυτά, επειδή δεν γνωρίζουν και δεν έχουν εμβαθύνει στο νόημα των σημαινομένων, ήτοι του κουβουκλίου, «επιταφίου» κ.λπ..

Συμπέρασμα
Όσα προηγήθηκαν αποτελούν μόνο διαπιστώσεις εμπειρίας και γνώσης. Ας προσπαθήσουμε λοιπόν όλοι να επιστρέψουμε στην ανόθευτη λειτουργική παράδοση που αποτελεί και συνέχεια αλλά και βάση της όλης πνευματικής ζωής.  Ας μη νοθεύουμε με αλλότριο πυρ το καθαρό πυρ της Θεοπατροπαράδοτης Παραδόσεως.  Δεν είναι τα καινοτόμα εφευρήματα αυτά που κάτι έχουν να δώσουν στους πιστούς, δεν είναι η γαρνιτούρα αυτή που χορταίνει, αλλά η βίωση της λιτότητος, της απλότητος, της ταπείνωσης.
Είθε το φως που πήγασε από τον Πανάγιο Τάφο του Κυρίου μας να φωτίζει τις ζωές, τις πράξεις και τις επιλογές μας.
ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ
ΠΗΓΕΣ.
  1. Τυπικόν του οσίου και θεοφόρου πατρός ημών Σάββα του ηγιασμένου, έκδοσις Ιεράς Σταυροπηγιακής Μονής Παναγίας Τατάρνης
  2. Μοναστική υποτύπωσις των ιερών ακολουθιών 2016.Έκδόσεις Παπαδημητρίου.
  3. Η Αγία και Μεγάλη Εβδομάδα. Έκδοση Αποστολικής Διακονίας.
  4. Η Αγία και Μεγάλη Εβδομάδα. Εκδόσεις Ρηγόπουλου.
  5. Ο Νυμφίος στους Νυμφίους-Εγκωμίων Εγκώμιον – Συσταυρούμενοι ή ανασταυρούντες. Άρθρα του π. Β. Σπηλιόπουλου.
  6. Μεγαλοβδομαδιάτικες Λειτουργικές Υπερβολές. Άρθρο του καθηγητή του Πανεπιστημίου Θράκης Μ. ΒΑΡΒΟΎΝΗ.
  7. Η περιφορά Επιταφίων στην υπηρεσία της εκκοσμίκευσης. Άρθρο του θεολόγου Ι. Σιδερά.
Πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια: