Γερτός Ρωμηός στά μνήματα, στόν τάφο τῶν γονιῶν του
καί στ’ ἄδειο κενοτάφιο, τῆς κόρης καί τοῦ γυιοῦ του,
Ραγιᾶς ἀξιολύπητος, πού ὡς καί τῶν παιδιῶν του,
τήν μοῖρ(α) ἄλλος καθόριζε, καθώς τοῦ ἑαυτοῦ του.
Ἡ κόρη στά χαρέμια τους, γενίτσαρος ὁ γυιός του
κι ὁ πιό μικρός του ἄνεμος κι ἀγρίμι στά λαγκάδια
-πάει καιρός πού ἅρπαξε, τήν κλεφτουριά γιά βιός του-
καί μέ γυμνή τήν μάχαιρα, Τούρκους χαλᾶ τά βράδυα.
Καί δίπλα κεῖ τῆς ἄμοιρης, γυναῖκας του τό μνῆμα,
π’ ἄλλ’ ἡ φτωχή δέν ἄντεξε, τῆς πίκρας τήν χολή της
κι ὁ λυτρωτής ὁ θάνατος, τῆς ἔκοψε τό νῆμα
κι αὐτοῦ τοῦ δόλιου τοὔμεινε, μιά τούφα ‘π’ τό μαλλί της,
πού ἄφησε ξοπίσω της, γιά τόν χαμένο γυιό της,
μήν καί μιά μέρα κάποτες, μπορέσει καί γυρίσει,
μαζί μέ ἕνα ξύλινο, μοναστηριοῦ σταυρό της,
ἔστω καί ἔτσι πάνω του, σά μάνα ν’ ἀκουμπήσει.
Κι ὅπως ὁ ἕρμος στέκονταν, χτυπήσανε καμπάνες
κι ὁ Οὐρανός τραντάχτηκε καί ὁ Ρωμηός μαζί του,
ἕνας λαός ὁλόκληρος -παιδιά πατέρες μάνες,
γριές καί γέροι- γίνηκαν, τῆς πυρκαγιᾶς πνοή του.
Κι ὁ γυιός ὁ κλέφτης ἔφτασε, μ’ ἄλλους μαζί μέ πάλες
καί πέσανε στόν τύραννο, μέ πάθος μανιασμένοι
κι ὅπου τόν βρίσκαν χτύπαγαν κι ἦταν μαζί τους κι ἄλλες,
ψυχές αἰώνων πού (ἤ)τανε, αἰῶνες… κολασμένοι.
Κι αὐτό τό δέντρο σήμερα, πού λέν Ἐλευθερία,
μ’ αἷμα ποτάμια τράφηκε καί σάρκες π’ ἀποσπάσαν,
μέ βία κι ἐξισλάμισαν καί γίναν Ἱστορία,
δύο γραμμές… π’ ἀλλοίμονο, πολλοί δέν τίς διαβάσαν.
Κι ἡ Παναγιά ἡ Μάνα μας, διπλά ἀπόψε χαίρει…
ἠ μιά π(ού) Εὐαγγελίζεται καί δίνει τήν καρδιά Της,
Στόν Κύριο καί Πλάστη μας καί πού σταυρό μέ χέρι,
ἡ ἄλλη, κάνουν λεύτερο, ἀπόψε τά παιδιά Της.
Γ.Μ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου