Ἀποσπάσματα ἀπὸ τὸν «Πρῶτο Θεολογικὸ Λόγο»
τοῦ ἁγίου Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου
(Ἡ μετάφραση)
Τὸ νὰ λέγει κάποιος περὶ Θεοῦ, καὶ νὰ ἐρευνᾶ τὰ κατ’ αὐτόν, καὶ νὰ ζητᾶ νὰ φανερώνει τὰ ἀφανέρωτα, καὶ νὰ δείχνει ὡς καταληπτὰ τὰ ἀκατάληπτα εἰς ὅλους, τοῦτο εἶναι ἴδιον ἀνθρώπου τολμηροῦ καὶ αὐθάδους.
Καὶ τοῦτο παθαίνουν, ὄχι μόνον ὅσοι τολμοῦν νὰ λέγουν κάτι περὶ Θεοῦ ἀφ’ ἑαυτοῦ τους· ἀλλὰ καὶ ὅσοι ἐξετάζουν μὲ περιέργειαν, καὶ ἀποστηθίζουν ἐκεῖνα ποὺ εἶπαν καὶ ἔγραψαν κατὰ τῶν αἱρετικῶν οἱ θεολόγοι τῆς Ἐκκλησίας μας, μέ σκοπὸν ὄχι νὰ λάβουν κάποια πνευματικὴ ὠφέλειαν, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἐπαινοῦνται ἀπὸ ἐκείνους ποὺ τοὺς ἀκούουν σὲ συμπόσια καὶ συνέδρια, καὶ νὰ ὀνομάζονται θεολόγοι.
Καὶ ποιά εἶναι ἐκεῖνα ποὺ ἀποτολμοῦν ἐναντίον τῶν θείων; Λέγουν, ὅτι κατὰ τοῦτο μόνον εἶναι μεγαλύτερος ὁ Πατὴρ ἀπὸ τὸν Υἱόν, καθὸ εἶναι αἴτιος τῆς ὑπάρξεως τοῦ Υἱοῦ. Κι ἂν κανεὶς τοὺς προβάλλει τὴν ἔνσταση: Μὲ ποιά λογικὴ χαρακτηρίζεις μεγαλύτερο τὸν Πατέρα ἀπὸ τὸν Υἱόν; Ἀποκρίνονται, ὅτι ὁ Πατὴρ εἶναι μεγαλύτερος ἀπὸ τὸν Υἱόν, δηλ. πρῶτος τοῦ Υἱοῦ, διότι ἐκ τοῦ Πατρὸς γεννᾶται ὁ Υἱός. Αὐτὰ εἶναι τὰ συμπεράσματα τῆς καινούργιας τους μωρολογίας καὶ ἀσυνέτου
θεολογίας τους. Καὶ τὰ λέγουν αὐτὰ ἐπειδὴ δὲν γνωρίζουν τὴν αἰτίαν διὰ
τὴν ὁποίαν εἶπαν αὐτὰ οἱ θεολόγοι εἰς τοὺς αἱρετικούς. Διότι, μὲ τὸ νὰ
μὴ ἔχουν τὴν ἱκανότητα νὰ ἐννοήσουν τὸ βάθος καὶ τὸν σκοπὸν τῶν
γεγραμμένων, ματαιολογοῦν, καὶ ἐκεῖνα ποὺ λέγουν τὰ ἔχουν ὡς βέβαια καὶ
ἀληθινά, καὶ διαβεβαιώνουν καὶ τοὺς ἄλλους ὅτι ἔτσι ἔχουν τὰ πράγματα.
Πρὸς αὐτοὺς θὰ ποῦμε τὰ ἑξῆς: Ποῖος ἐδίδαξεν, ἢ ποῖος ἐπεννόησεν μέτρα καὶ βαθμούς εἰς τὴν Ἁγίαν Τριάδα; Δηλ. πρῶτον καὶ δεύτερον;
Μεγαλύτερον καὶ μικρότερον; Ποῖος παρουσίασε (ἀναλυτικά), αὐτὰ ποὺ
εἶναι ἀθέατα καὶ ἄγνωστα καὶ τελείως ἀνερμήνευτα καὶ ἀκατανόητα; Διότι
ἐκεῖνα ποὺ εἶναι πάντοτε ἑνωμένα, καὶ ἀεὶ ὡσαύτως ὄντα, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ εἶναι πρῶτα ἀναμεταξύ τους τὸ ἕνα τοῦ ἄλλου...
(Διότι
μὲ τὸ νὰ τοποθετεῖς πρῶτον τὸν Πατέρα ἀπὸ τὸν Υἱόν) δημιουργεῖς τὴν
ὑποψίαν ὅτι δὲν ὑπῆρχε ὁ Υἱὸς πρὶν γεννηθεῖ· καὶ ὅτι ἐγεννήθη ὁ Υἱὸς
ἤθελε δὲν ἤθελε καὶ ὅτι ὁ Πατὴρ τὸν ἐγέννησε ἤθελε δὲν ἤθελε· καὶ ὅτι
ἐγνώριζε ἢ δὲν ἐγνώριζε ὅτι ἐγεννήθη ὁ Υἱός, καὶ πῶς ἐγεννήθη; Βλέπεις
σὲ πόσα ἄτοπα πράγματα, γιὰ νὰ μὴν πῶ βλάσφημα, περιπίπτουμε
προσπαθώντας νὰ ἐξετάσουμε τέτοια ζητήματα (περὶ πρώτου, δευτέρου καὶ
τρίτου στὴν Ἁγ. Τριάδα).
Γιατὶ ἐκεῖνα ποὺ εἶναι πάντα ἑνωμένα, καὶ ἀεὶ ὡσαύτως ὄντα δὲν δύνανται νὰ εἶναι ἀναμεταξύ τους αἴτια τὸ ἕνα τοῦ ἄλλου. Λοιπὸν μὴν ἐννοήσεις ὅτι κάποτε προϋπῆρξε ὁ Πατὴρ τοῦ Υἱοῦ, καὶ οὔτε πρῶτον οὔτε μεγαλύτερον νὰ ὀνομάσεις τὸν Πατέρα
τοῦ Υἱοῦ. Διότι ἐκεῖνο ποὺ προϋπῆρξε μπορεῖ νὰ ὀνομασθεῖ πρῶτον
ἐκείνου ποὺ αὐτὸ ἐγέννησε, ἢ ποὺ ἐξ αὐτοῦ προῆλθε, ἢ δημιούργησε· ὅμως, ὁ Πατὴρ οὔτε προϋπῆρξε τοῦ Υἱοῦ, οὔτε ἔγινε κάποτε ἢ ἔγινε πρῶτος
ἀπὸ τὸν Υἱό, ὁ ὁποῖος εἶναι συναΐδιος καὶ συνάναρχος μὲ τὸν Πατέρα, καὶ
ὅλος ὁ Πατὴρ εἶναι ἐν ὅλῳ τῷ ὁμοτίμῳ αὐτοῦ Υἱῷ, ὅπως καὶ ὁ Υἱὸς εἶναι
ἐν ὅλῳ τῷ ὁμοουσίῳ αὐτοῦ Πατρί· πῶς λοιπόν, εἶναι δυνατὸν νὰ ὀνομασθῇ πρῶτος ὁ Πατὴρ τοῦ συναϊδίου αὐτοῦ Υἱοῦ;
Λέμε,
βέβαια, ὅτι ὁ Πατὴρ εἶναι αἴτιος τοῦ Υἱοῦ, ἀλλ’ ἐπὶ τῆς σωματικῆς
γεννήσεως. Ἀλλὰ εἰς τὴν θείαν καὶ ἀνύπαρκτον ὕπαρξη, καὶ ἀγέννητη
γέννηση, καὶ ἀνυπόστατη ὑπόσταση, καὶ ὑπερούσιο οὐσίωση, ἢ τί ἄλλο νὰ πῶ
δὲν γνωρίζω, ἐκεῖνος ποὺ θὰ πεῖ πρῶτον, ἀναγκαστικὰ θὰ πρέπει νὰ ὀνομάσει καὶ δεύτερον καὶ τρίτον, πρᾶγμα τὸ ὁποῖον εἶναι τελείως ἄτοπον νὰ λέγεται γιὰ τὴν Ἁγία Τριάδα. Λοιπόν, τὸ νὰ μετρᾶ κάποιος τὰ ἀμέτρητα καὶ νὰ ὁμιλεῖ γιὰ τὰ ἄρρητα ...εἶναι σφαλερὸν καὶ ἐπικίνδυνον.
Λοιπόν,
εἰς τὴν ἀνεκλάλητον καὶ θείαν γέννηση τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ,
λέγομεν τὸν Πατέρα αἴτιον τοῦ Υἱοῦ, καθὼς λέγομεν τὸν νοῦ αἴτιον τοῦ
λόγου, καὶ τὴν πηγὴ αἴτιον τοῦ ποταμοῦ, καὶ τὴν ρίζαν τῶν κλάδων· ἀλλὰ
πρῶτον δὲν λέγομεν καθόλου, γιὰ νὰ μὴν πλεονάσομεν τὸν ἀριθμὸ τοῦ ἑνὸς
Θεοῦ, διαιροῦντες τὴν ἀδιαίρετον καὶ μίαν Θεότητα εἰς τρεῖς Θεούς. Διότι
δὲν εἶναι δυνατὸν οὔτε νὰ ἐννοήσει, οὔτε νὰ ὀνομάσει κάποιος πρῶτον καὶ δεύτερον καὶ τρίτον,
ἢ μεγαλύτερον καὶ μικρότερον εἰς τὴν ἀδιαίρετον καὶ ἀσύγχυτον Τριάδα.
Διότι εἶναι ὅλως διόλου ἀνεκλάλητα, καὶ ἄφθεγκτα, καὶ ἀκατανόητα τὰ τῆς
θείας καὶ ὑπερουσίου φύσεως καὶ γιὰ τὸν ἀνθρώπινο νοῦν ἀκατάληπτα.
Λέγει
ὁ Κύριος, “Πνεῦμα ὁ Θεὸς” (δηλ. ὁ Πατήρ). Καὶ πάλιν (ὁ ἀπ. Παῦλος),
“Πνεῦμα ὁ Κύριος”, δηλ. ὁ Υἱός. Λοιπόν, ἂν εἶναι Πνεῦμα ὁ Θεός, καὶ τὸ
Πνεῦμα εἶναι ὁ Κύριος, ποῦ εἶναι ἐδῶ ἡ Πατρότης καὶ ἡ Υἱότης, γιὰ νὰ
ὀνομάζεις ἐσύ, μάταιε θεολόγε, πρῶτον καὶ μεγαλύτερον εἰς τὴν θείαν καὶ ἀκατάληπτον φύσιν, τὸ ὁποῖον σὺ ἀποδίδεις εἰς αὐτὴν τὴν θείαν φύσιν καὶ τὴν ἀριθμεῖς;
Καὶ
ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης θεολογῶν εἶπεν, “ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος” καὶ ὄχι ὁ
Πατήρ. Ἐσὺ δέ, ὡσὰν νὰ ἐδιδάχθης ἀπὸ τὴν αὐτοσοφίαν, τὸν Ἰησοῦν, ἀκόμα
βαθύτερα μυστήρια καὶ ἀπὸ αὐτὸν τὸν Εὐαγγελιστὴν Ἰωάννην, ἀποκαλύπτεις
σὲ μᾶς καὶ σὲ ὅλο τὸν κόσμο τὸ πρωτεῖον τοῦ Πατρός,
μὲ σκοπὸν νὰ ἀποδείξεις τὸν Υἱὸν δεύτερον τοῦ Πατρὸς καὶ στὴ συνέχεια
τὸ Ἅγιο Πνεῦμα τρίτον· καὶ ἔτσι νὰ μᾶς διδάξεις ὡς ἕνας ἄλλος (νέος)
θεολόγος, βαθύτερος τοῦ Εὐαγγελιστὴ Ἰωάννη καὶ ποιό οἰκεῖος τοῦ Υἱοῦ τοῦ
Θεοῦ ἀπὸ τὸν Ἰωάννη, καινούργιο Εὐαγγέλιο; Ὤ τῆς βλασφημίας σου! Ἐσὺ ποὺ δογματίζεις σὲ μᾶς ὑπούλως καὶ δολερῶς τὴν τριθεΐαν, πές μου, γιατί ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης δὲν εἶπε ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Πατήρ, ἀλλὰ εἶπε ”ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος”;
Καὶ ἀλλοῦ λέγει: ”Ἐγώ καὶ ὁ Πατὴρ ἕν ἐσμεν”, καὶ ἔβαλε τὸν ἑαυτό του ὁ Υἱός, πρῶτον τοῦ Πατρός. Διατί τὸ ἔκανε αὐτό; Διὰ νὰ δείξῃ τὸ ἰσότιμον, καὶ ὁμόδοξον τοῦ ἑαυτοῦ του μὲ τὸν Πατέρα· καὶ ὅτι οὔτε ὁ Πατὴρ εἶναι πρῶτος, ἂν καὶ εἶναι αἴτιος τοῦ Υἱοῦ· οὔτε ὁ Υἱὸς δεύτερος, ἂν καὶ ἐγεννήθη ἀπὸ τὸν Πατέρα· οὔτε τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον τρίτον,
ἂν καὶ ἐκπορεύεται ἀπὸ τὸν Πατέρα. Διότι, ἐπειδὴ ἐξ ἀρχῆς εἶναι ἓν ἡ
Ἁγία Τριάς, καὶ αὐτὸ τὸ ἓν ὀνομάζεται Τριάς κατὰ τὰς ὑποστάσεις, ἄρα τὸ
ἕν, οὔτε εἶναι δυνατὸν νὰ εἶναι πρῶτον ἑαυτοῦ, οὔτε τῶν σὺν αὐτῷ
ὑποστάσεων. Διότι δὲν προϋπῆρξε τὸ ἕνα τοῦ ἄλλου, ὥστε νὰ γίνει ἐκεῖνο
ποὺ ὑπῆρξε πρωτύτερα, πρῶτο ἀπὸ ἐκεῖνο ἐκ τοῦ ὁποίου προῆλθε. Μία
Θεότης εἶναι ἡ μία Ἁγία Τριάς, καὶ τοῦτο διὰ τὰ πρόσωπα, ὅπως ἔχει
λεχθεῖ, καὶ διὰ τὰς ὑποστάσεις ὀνομάζεται.
Εἰπέ
μου λοιπόν, ἀδελφέ μου, ἐσὺ ποὺ δὲν συστέλλεσαι νὰ ἐρευνᾶς· πιστεύεις
ὅτι ὑπάρχει Θεὸς τρισυπόστατος, ἄναρχος, ἄκτιστος, ἀκατάληπτος,
ἀνεξιχνίαστος; (Ἂν πιστεύεις) γιατί δὲν σιωπᾶς καὶ γιατί καὶ σὺ δὲν
προσκυνᾶς μὲ φόβον τὸν δημιουργόν...; ἀλλὰ περιεργάζεσαι μὲ τόλμην καὶ
αὐθάδη ψυχὴν τὴν ἀκατάληπτον φύσιν τοῦ Θεοῦ; Δὲν τρομάζεις ἄνθρωπε, νὰ
μὴ κατέβη κανένα ἀστροπελέκι ἀπὸ τὸν οὐρανὸν καὶ σὲ κατακαύσει;...
Διότι πές μου, τί ἄλλο εἶναι ἀκαθαρτότερον ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ ἐπεχειρεῖ νὰ διδάσκει μὲ ὑπερηφάνειαν καὶ οἴηση τὰ τοῦ Πνεύματος, χωρὶς τὸ Πνεῦμα;
Καὶ τί ἄλλο εἶναι μιαρώτερον ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ δὲν ἔχει μετανοήσει...
ἀλλὰ θέλει νὰ θεολογεῖ μὲ μόνη τὴν ψευδώνυμον γνῶσιν, καὶ τὴν ἔξω
σοφίαν, καὶ νὰ διαλέγεται μὲ τόλμη καὶ αὐθάδεια περὶ τῶν ἀεὶ ὡσαύτως
ὄντων;
Καὶ (ὁ ὁποῖος) δὲν θέλησεν νὰ ἀναβῇ εἰς τὸ ὕψος τῆς πνευματικῆς γνώσεως μὲ ταπείνωση καὶ χριστομίμητη πολιτεία, ἀλλὰ ἐμάζωξε μὲ μεγάλη ὑπερηφάνεια,
ὡσὰν πλίνθους, λόγους τῆς ψευδωνύμου γνώσεως, ἄλλους λόγους ἀπὸ ἄλλο
μέρος, καὶ ἄλλους ἀπὸ τὸ ἄλλο, καὶ τοὺς ἀποστήθισε μὲ τὴν συχνὴ καὶ
παντοτινὴ μελέτη, καὶ τοὺς ἔκτισε μὲ φιλοδοξία, καὶ ἀνθρωπαρέσκεια, καὶ οἴηση, καὶ ἐνόμισε πὼς ἀπέκτησε πύργον θεολογίας...
Ὅμως,
πές μου, ἐσὺ ὅποιος κι ἂν εἶσαι, ποὺ δὲν θέλεις νὰ διδάσκεσαι περὶ Θεοῦ
καὶ τῶν θείων πραγμάτων, ἀλλὰ ἐπιχειρεῖς νὰ διδάσκεις· διαβεβαίωσέ με,
ἂν ἔχεις ἀνεβῆ πρῶτον ἀπὸ τὸν ᾅδην (δηλ. ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν)... Καὶ ὅταν
ἀνέβεις, ὢν βρωμερὸς καὶ ἀναβρύων φθορᾶς..., πές μου, μὲ τί τρόπο
ἐλευθερώθηκες ἀπὸ τὴν φθορά, καὶ μὲ ποιά πτερὰ πέταξες καὶ ἀνέβηκες
στοὺς οὐρανούς; Φανέρωσέ μας αὐτὰ καὶ δίδαξέ μας γι’ αὐτά, καὶ τότε θὰ
δεχθοῦμε νὰ μᾶς ὁμιλήσεις περὶ Θεοῦ ἐν μέτρῳ καὶ μὲ φόβο καὶ τρόμο.
Διαφορετικά, χωρὶς αὐτὲς τὶς προϋποθέσεις, θὰ σὲ ἀποστραφοῦμεν, ὡς μανιασμένο, καὶ ἔκφρονα, καὶ δαιμονισμένον.
(Ἀλλὰ καὶ μὲ διάφορες ἐνέργειές του ὁ Κύριος μᾶς ἐδίδαξε) νὰ μὴν ἀπατώμεθα καὶ ἡμεῖς μὲ λόγια μοναχά, καὶ νὰ πιστεύωμεν κάθε ἄνθρωπον ποὺ λέγει τὸν ἑαυτόν του πνευματικό, ἀλλὰ νὰ βεβαιωνόμαστε πρωτύτερα ἀπὸ τὴ ζωή του, καὶ ἀπὸ τὰ ἔργα του· καὶ μάλιστα ἂν οἱ λόγοι του καὶ τὰ ἔργα του συμφωνοῦν μὲ τὶς διδασκαλίες τῶν Ἁγίων Πατέρων· ...διαφορετικά, ἀκόμα κι ἂν νεκροὺς ἀνασταίνει, κι ἂν μύρια ἄλλα θαύματα ἐπιτελεῖ» (νὰ μὴ τὸν δεχώμεθα), ἀλλὰ νὰ τὸν ἀποστρεφόμεθα καὶ νὰ τὸν μισοῦμε ὡσὰν δαίμονα·
καὶ μάλιστα (νὰ τὸν μισοῦμε), ὁπόταν βλέπομεν, πὼς δὲν καταδέχεται νὰ
τὸν νουθετεῖ κανένας διὰ νὰ ἀλλάξει τὸ φρόνημά του, ἀλλὰ μένει ἀκόμη
στὴν πεπλανημένη γνώση του, καὶ νομίζει πὼς ἔχει τὸ πολίτευμά του καὶ
τὴν διαγωγήν του εἰς οὐρανούς.πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου