Τετάρτη 23 Μαρτίου 2016

Αναπάντεχα συναντούμε εδώ τήν εξήγηση τής δογματικής τού Καρμίρη καί τού μαθητού του τού Ζηζιούλα. Γιά όλους αυτούς όπως καί γιά τόν Τρεμπέλα, η μετάνοια καί ο Ησυχασμός είναι ψυχασθένεια, σχιζοφρένεια καί οι πνυματικές τους εμπειρίες συμβολικές πού εκλαμβάνονται σάν πραγματικές. Καί από τήν εποχή τής κυριαρχίας τής ψυχολογίας μέ τόν Γερμανικό ιδεαλισμό προσπαθούν νά απομυθοποιήσουν τήν ζωή τών Αγίων, νά τούς θεραπεύσουν, επαναφέροντάς τους στήν λογική πραγματικότητα. Δέν πιστεύουμε πιά τίποτε. Είμαστε τώρα πιά αξιοπρεπή κρέατα. Πρόσωπα.



Puer aeternus-Τρίτο μέρος (70)

Συνέχεια από:Δευτέρα, 7 Μαρτίου 2016
  Puer aeternus-Τρίτο μέρος
«Το βασίλειο άνευ χώρου» (Bruno Goetz)
8 Σύγκρουση και παράνοια ιδ

Στο επόμενο κεφάλαιο παρουσιάζεται το πλησίασμα του βασιλείου και ο θάνατος των αγοριών. Μια καταιγίδα προμηνύει το πλησίασμα του βασιλείου. Ο Φο λέει: «Είμαστε σπίτι, πεθαίνουμε και με τον τρόπο αυτό μπαίνουμε στο βασίλειο. Βυθιζόμαστε στα μαύρα πηγάδια του, για να ανθίσουμε εκ νέου στον κόσμο!» Και συνεχίζει πανηγυρικά: «Ο χρόνος βυθίζεται. Ο χώρος διασκορπίζεται. Η μορφή σβήνει». Όλο το τσούρμο συγκλονίζεται από τους πόνους και τους σπασμούς. Τα πρόσωπα τους γίνονται γέρικα και μαραμένα, τα μαλλιά άσπρα, τα μάτια τυφλά, τα χέρια λεπτά και γέρικα. Όλοι κοιτάζουν τον Φο, ο οποίος λυγίζει σαν να φέρει μεγάλο βάρος. «Σαν ομίχλη βγήκε μια μορφή από αυτόν, και μια δεύτερη, και τρίτη, όλο και περισσότερες....από κάθε αγόρι έβγαιναν αέρινες μορφές σχηματίζοντας μακρές σειρές: κορίτσια με πετρωμένα χαμόγελα, γέροι με παρανοϊκά βλέμματα, μορφές θωρακισμένες με μαύρους νάρθηκες, άγγελοι με βαριά, ματωμένα φτερά». Όλα όσα υπήρξαν, αγάπησαν και φοβήθηκαν, βγαίνει από τα αγόρια. Τα σώματα τους αδειάζουν από ουσία, οι κινήσεις τους αδυνατίζουν και οι κραυγές τους γίνονται πιο σιγανές. Η σειρά όμως δεν τελείωνε. Χωρίς θέληση παραδίδονταν στην πλημμύρα που έφευγε. Δεν έβλεπαν πως το φως του βασιλείου τους τυλιγόταν από ατμούς και εξαφανίστηκε και ένας εχθρικός αέρας το περιτριγύριζε. Τα σύννεφα πάνω στα οποία αιωρούνταν είχαν κατέβει στη γη. Σε κάποια στιγμή βρέθηκαν μέσα σέ ένα μοντέρνο δάσος. Ο Φο είπε άφωνα και με μεγάλη δυσκολία: «Αυτό...δεν ...είναι... το...βασίλειο...μας». Ξένοι τούς είχαν πλησιάσει και τους αγκάλιαζαν, τα αγόρια όμως τους απώθησαν με την τελευταία δύναμη που είχαν. Μερικά αγόρια παραδόθηκαν στα φιλιά των ξένων. Ο Φο δεν μπορεί πια να τα συγκρατήσει. Τα παίρνουν και τα σώματα τους γίνονται διάφανα σαν γυαλί. Τότε ο Λι διαπιστώνει πως βρίσκεται σε μια πλατιά επιφάνεια πάγου και διερωτάται τι έχει συμβεί. Το τσούρμο σκορπίστηκε και δεν αναγνωρίζει πια ο ένας τον άλλο.
Στο σημείο αυτό έχουμε μια επιπλέον εναντιοδρομία. Όπως δηλαδή και στην στέψη του Μελχιόρ, όπου τα αγόρια τον απομάκρυναν όταν αυτός τα κάλεσε. Τώρα που πλησιάζουν το βασίλειο και ελευθερώνονται από όλες τις προβολές (ελευθερώνονται δηλαδή από το κάρμα, για να το πούμε με την ανατολική σημασία της λέξεως, και από την ανάμειξη με τον κόσμο), για να στραφούν προς τον εαυτό, δηλαδή το βασίλειο, εμφανίζεται ο άλλος πόλος πάλι, και όλα επιστρέφουν πίσω. Προσπέρασαν το σημείο στροφής και έπεσαν πάλι θύματα μιας χωρίς νόημα ταλάντωσης.
Το καλύτερο πρακτικό παράδειγμα για όσα περιγράψαμε είναι η εναλλασσόμενη κατάσταση των σχιζοφρενικών. Αυτοί κατά περιόδους είναι πλήρεις από το συλλογικό ασυνείδητο, και μάλιστα με την μορφή διαρκούς μεταβολής. Την μια λένε πως είναι ο Θεός ή ο Ιησούς, την άλλη πως είναι το δέντρο της ζωής ή το νησί από χρυσό και άργυρο, και μετά είναι «Νάπολη» και πρέπει να «μοιράσουν μακαρόνια σε όλο τον κόσμο». Με τον τρόπο αυτό εκφράζεται η αιώνια μεταλλαγή του συλλογικού ασυνειδήτου. Σε μια σχιζοφρενική κρίση επιδεικνύεται και ο μοιραίος χαρακτήρας τής κατακερματισμένης λογικής του υλικού που έχει ο ασθενής. Όταν για παράδειγμα ο ασθενής προσθέτει στην κατανοητή παράνοια, πως είναι ο Ιησούς Χριστός ή το κοσμικό δέντρο, κάτι το κοινότοπο, πως αυτός και η Νάπολη πρέπει να προμηθεύσουν τον κόσμο  με μακαρόνια, τότε αυτό το κοινότοπο διαταράσσει την αρμονία της εμφάνισης του συλλογικού ασυνειδήτου. Έτσι γίνεται φανερό το υλικό ενός σχιζοφρενούς: κομμάτια διανοητικής κοινοτοπίας είναι σπαρμένα μέσα σε πολύ σημαντικό υλικό. Θα μπορούσαμε να πούμε πως αποσπάσματα του υλικού που προέρχονται από τον von Spät βρίσκονται μέσα στο αρχετυπικό υλικό. Το γυάλινο βασίλειο διαλύθηκε και τα κομμάτια βρίσκονται στο συλλογικό ασυνείδητο. Το να πει κανείς: εγώ και η Νάπολη πρέπει να προμηθεύσουμε τον κόσμο με μακαρόνια δεν έχει κανένα νόημα. Το να πει όμως «εγώ είμαι ο Ιησούς Χριστός και το κοσμικό δέντρο», έχει νόημα, καθώς στον εαυτό έχουμε μια θεϊκή πηγή, και κάθε Χριστιανός πρέπει να το παραδεχθεί κάπως. Αν μπορούσαμε να δούμε το υλικό, η ασθένεια δε θα ήταν  τόσο μοιραία. Αν όμως ο ασθενής βγαίνει από την κατάσταση του με χρήση ναρκωτικών, χωρίς να διακρίνει την ήρα από το στάρι, τότε πέφτει σε μια κανονικότητα, που είναι χαρακτηριστική για την κατάσταση που επέρχεται μετά την ψυχωτική κρίση. Τότε οι άνθρωποι είναι άκαμπτοι, προσαρμοσμένοι και ιδιαίτερα διανοητικοί, και καταριούνται τα βιώματα τους, αλλά δε θέλουν να μιλήσουν περί αυτών. Τα απωθούν και συνεχίζουν να ζουν με την άκαμπτη κανονικότητα της εγκατεστημένης λογικής, που είναι εν γένει η συλλογική συνείδηση, και από διανοητικής πλευράς πολύ φθηνή.
Και στις δυο καταστάσεις λείπουν δυο πράγματα. Κατά πρώτον, ο σχιζοφρενής δεν μπορεί να δει την πραγματικότητα της ψυχής, γιατί την ώρα της κρίσης θεωρεί τα αρχέτυπα και τον εσωτερικό κόσμο ως εντελώς πραγματικά. Για τον λόγο αυτό νομίζει πως είναι ο Ιησούς. Δεν το εκφράζει όμως με την χροιά ενός μυστικιστή, αλλά το εννοεί κυριολεκτικά, καθώς αμέσως μετά προσθέτει, πως για τον λόγο αυτό δεν μπορεί να πάει αύριο στη δουλειά του. Αυτό δείχνει πως δεν το κατανοεί ως έκφραση της ψυχής, αλλά συγκεκριμένα και κυριολεκτικά. Το πιο δύσκολο πράγμα, σύμφωνα με την εμπειρία μου, είναι να καταστήσεις κατανοητό το συμβολικό επίπεδο ερμηνείας, ώστε να βγάλεις τον σχιζοφρενή από την κατάσταση του. Γιατί θεωρεί πως όλα είναι πραγματικά, και με τον τρόπο αυτό εισάγει ένα περίεργο διανοητισμό και υλισμό στην παράνοια του. Δεν βλέπει πως υπάρχει μια πραγματικότητα της ψυχής. Δεν μπορεί να αποδεχθεί την υπόθεση μιας ψυχικής πραγματικότητας, η οποία βρίσκεται απέναντι από την φυσική πραγματικότητα. Αναμιγνύει τα δυο επίπεδα και έτσι προκύπτει η ανοησία. Όταν τέτοιοι άνθρωποι έρχονται στην «κανονική» κατάσταση, του von Spät, πάλι δεν αναγνωρίζουν την πραγματικότητα της ψυχής!   
πηγή

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Ευχαριστούμε τρελογιάννη γιά τον χρησμό της Πυθίας !