Πουλιά γαλάζια κύματα κι ἀστέρια φλογισμένα,
Μαρτιοῦ βροχές κι ἀρώματα καί Ἄνοιξης λιακάδες,
στά καφενεῖα πέλαγα, σέ μιά τζούρα κλεισμένα,
σ’ ἕνα τσιγάρο ἄφιλτρο καί θαλασσῶν Ἑλλάδες.
Κι ἐσύ Ἅγιε Νικόλα μου, μέ τό παληό κασκέτο,
ἀκόμα δέν τό χώνεψες, νά στέκεις γερασμένος,
μονάχος σου καπνίζοντας καί τόν καφέ σου σκέτο,
τά πλοῖα ἀτενίζοντας, πιά ξεμπαρκαρισμένος.
Κι ἄσπρα τ’ ἀγέρα ὄνειρα, νά κλώθουν γύρω γλάροι,
σά νά σοῦ φέρνουν μήνυμα, ἀγάπης πελαγίσιας
καί νά χυμοῦν στήν σκέψη σου, ρεσάλτο σάν κουρσάροι
καί σάν γοργόνες ὅμοιες, μέ κεῖνες τῆς Ὀδύσσειας.
Κι ἐκεῖ ἀπάνω ἔσβησες καί μπάρκαρες καί πάλι,
γι ἄλλες τοῦ κόσμου θάλασσες, πού ναυτικούς αἰώνια,
στίς ἀγκαλιές τους παίρνουνε κι ἔχουν μπαρκάρει κι ἄλλοι,
μυριάδες πρίν ‘πό σένανε, στά περασμένα χρόνια.
Ἅγιε Νικόλα φίλε μου, Σταῦρο, Κυριάκο, Κώστα,
Καπτάν Λευτέρ(η) Ἀπόστολε, Μαρῖνο Κάπτεν Γιάννη,
αὐτό ‘ν’ τό τελευταῖο μας, ἀπ’ ὅλα μας τά πόστα
κι ἕνα ταξεῖδι π’ ἄπειρα, λιμάνια πιά θά πιάνει.
Γ.Μ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου