Έχουν κατά καιρούς διατυπωθή πολλές
απόψεις γύρω από το θέμα αυτό, εγράφησαν εισηγήσεις, κείμενα,
διοργανώθηκαν Συνέδρια, δημοσιεύθηκαν βιβλία, ως προς τα θεωρητικά και
πρακτικά ζητήματα. Αυτόν τον καιρό διάβασα εκατοντάδες και χιλιάδες
σελίδες για να συγκροτήσω την εισήγησή μου με την συγκεκριμένη πρόταση.
Επίσης, έχει συζητηθή επανειλημμένως το
θέμα στην Διαρκή Ιερά Σύνοδο και την Σύνοδο της Ιεραρχίας της Εκκλησίας
της Ελλάδος, όπου έγιναν εισηγήσεις από Ιεράρχες που γνωρίζουν τα θέματα
αυτά. Θέλω να σας ενημερώσω ότι ο Θεοφιλέστατος Αρχιγραμματεύς της
Ιεράς Συνόδου Επίσκοπος Μεθώνης Κλήμης έθεσε υπ’ όψιν μου ογκώδη
φάκελλο, τον οποίον ο ίδιος συνεκρότησε με ενδιαφέρον και ιδιαίτερη
σπουδή, μέσα στον οποίον αποτυπώνεται καθαρά η όλη διεργασία που έγινε
από την Εκκλησία στο θέμα αυτό. Τόν ευχαριστώ θερμότατα. Διάβασα και όλο
αυτό το υλικό.
Νομίζω ότι θα πρέπει να προχωρήσουμε σε
συγκεκριμένες προτάσεις. Αυτός είναι ο σκοπός της παρούσης εισηγήσεως.
Θα τεθή μια συγκεκριμένη πρόταση, μήπως τελικά βρεθή κάποια λύση στο
φλέγον αυτό θέμα του περιεχομένου του μαθήματος των Θρησκευτικών και της
διδασκαλίας του. Παρακαλώ, θα ήθελα την προσοχή σας και την κατανόησή
σας. Δεν επιθυμώ να θίξω κανέναν, ούτε να παραθεωρήσω το έργο που
επιτελούν όλοι στην Εκκλησία και στην Παιδεία, δεν αμφισβητώ την διάθεση
κανενός στο να προσφέρη στην Εκπαίδευση. Ξεκινώ με την ομολογία ότι
όλοι ομιλούν και γράφουν από ιδιαίτερη άποψη ο καθένας, αλλά με τον
βαθύτερο σκοπό να προσφερθή το μάθημα των Θρησκευτικών στα Σχολεία κατά
τον αρτιότερο τρόπο για την ωφέλεια των μαθητών.
Διαιρώ το θέμα μου σε τέσσερεις
ενότητες. Η πρώτη είναι η κατά καιρούς συζήτηση του θέματος στην Ιερά
Σύνοδο, η δεύτερη είναι το περιεχόμενο του μαθήματος των Θρησκευτικών,
κατά το τρέχον Πρόγραμμα Σπουδών και το προτεινόμενο νέο Πρόγραμμα
Σπουδών, η τρίτη είναι η πρότασή μου για την ενδεχόμενη επίλυση του
ζητήματος, και η τέταρτη είναι η απαλλαγή από το μάθημα των Θρησκευτικών
για λόγους συνειδήσεως.
1. Η κατά καιρούς συζήτηση του θέματος στην Ιερά Σύνοδο
Ήδη έχει αναφερθή ότι ανεδίφησα στον φάκελλο που συνεκρότησε ο Θεοφιλέστατος Αρχιγραμματέας Επίσκοπος Μεθώνης κ. Κλήμης και μελέτησα το τί έχει πράξει η Ιερά Σύνοδος την τελευταία πενταετία που γίνεται συζήτηση για το σοβαρό αυτό θέμα. Θα τονισθούν κεντρικά σημεία, χάριν της ιστορίας.
Ήδη έχει αναφερθή ότι ανεδίφησα στον φάκελλο που συνεκρότησε ο Θεοφιλέστατος Αρχιγραμματέας Επίσκοπος Μεθώνης κ. Κλήμης και μελέτησα το τί έχει πράξει η Ιερά Σύνοδος την τελευταία πενταετία που γίνεται συζήτηση για το σοβαρό αυτό θέμα. Θα τονισθούν κεντρικά σημεία, χάριν της ιστορίας.
Η Διαρκής Ιερά Σύνοδος επανειλημμένως
στις Συνεδριάσεις της συνεζήτησε το θέμα του μαθήματος των Θρησκευτικών,
μέσα στα πλαίσια της αρμοδιότητάς της, σύμφωνα με το άρθρο 2 του Νόμου
590/1977 «Περί του Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος» ότι «η
Εκκλησία της Ελλάδος συνεργάζεται μετά της Πολιτείας, προκειμένου περί
θεμάτων κοινού ενδιαφέροντος, ως τα της χριστιανικής αγωγής της
νεότητος…», και ύστερα από εισηγήσεις Συνοδικών Επιτροπών, από
παρεμβάσεις Μελών της, από υπομνήματα των Θεολογικών Σχολών, των
Θεολογικών Συλλόγων και αρμοδίων προσώπων. Κατά την τελευταία
διαρρεύσασα πενταετία (2010-2015) συνεζήτησε το θέμα αυτό και τις
ποικίλες πλευρές του, μεταξύ των άλλων, τον Σεπτέμβριο του 2010, τον
Απρίλιο του 2011, τον Νοέμβριο του 2012, τον Ιανουάριο του 2014, τον
Φεβρουάριο του 2015 και πρόσφατα τον Νοέμβριο και τον Δεκέμβριο του
2015. Όταν διαβάση κανείς τα Πρακτικά των Συνεδριάσεων αυτών, διακρίνει
το ενδιαφέρον και την αγωνία των Αρχιερέων για την διατήρηση του
μαθήματος των Θρησκευτικών προς την κατάλληλη αγωγή των νέων.
Επίσης, κατά την διάρκεια των Συνεδριών
της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου ανεγνώσθησαν εμπεριστατωμένες εισηγήσεις
Ιεραρχών, όπως των Σεβ. Μητροπολιτών Φιλίππων, Νεαπόλεως και Θάσου κ.
Προκοπίου, Αλεξανδρου-πόλεως κ. Ανθίμου και Μεσσηνίας κ. Χρυσοστόμου,
όπως και κατά καιρούς ανεγνώσθησαν γνωμοδοτικά κείμενα των Ειδικών
Συνοδικών Επιτροπών για την Παιδεία και την Νεότητα, και της Συνοδικής
Επιτροπής Εκκλησιαστικής Εκπαιδεύσεως και Επιμορφώσεως Εφημεριακού
Κλήρου.
Ακόμη, πρέπει να μνημονεύσω ότι η
Διαρκής Ιερά Σύνοδος διοργάνωσε επανειλημμένως Συσκέψεις μεταξύ των
Μελών της Ιεράς Συνόδου και Καθη-γητών των Θεολογικών Σχολών και των
Θεολογικών Συλλόγων. Υπενθυμίζω ότι την 16η Μαρτίου 2011 έγινε συζήτηση
μεταξύ της Ιεράς Συνόδου και των εκπροσώπων των Θεολογικών Σχολών Αθηνών
και Θεσσαλονίκης για το μέλλον των Θεολογικών Σχολών και το μάθημα των
Θρησκευτικών. Την 30ή Απριλίου 2011 διοργανώθηκε συνάντηση της Ιεράς
Συνόδου με εκπροσώπους των Θεολογικών Σχολών και των Θεολογικών Ενώσεων
και Συνδέσμων όλης της Χώρας, για τις εξελίξεις σχετικά με το μάθημα των
Θρησκευτικών και ειδικότερα για τις ώρες διδασκαλίας στο Λύκειο. Την 4η
Μαΐου του 2012 έγινε κοινή Συνεδρίαση της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου και
των Σχολικών Συμβούλων, των εκπροσώπων της «Πανελληνίου Ενώσεως
Θεολόγων» και εκπροσώπων του Συνδέσμου Θεολόγων «Καιρός». Την 26η
Ιουνίου του 2014 διοργανώθηκε από την Ιερά Σύνοδο Ημερίδα στην οποία
παρευρέθησαν οι Συνοδικοί Αρχιερείς, ο Υπουργός Παιδείας, ο Γενικός
Γραμματεύς Θρησκευμάτων, η Γενική Διευθύντρια της Διευθύνσεως
Θρησκευμάτων, οι Πρόεδροι της Πανελ-ληνίου Ενώσεως Θεολόγων και του
«Καιρού», οι εκπρόσωποι των Ανωτάτων Εκκλησιαστικών Ακαδημιών, οι
Σχολικοί Σύμβουλοι Θεολόγοι από όλη την Ελλάδα και τα Μέλη της Συνοδικής
Επιτροπής Εκκλησιαστικής Εκπαιδεύσεως και Επιμορφώσεως του Εφημεριακού
Κλήρου. Στην Ημερίδα αυτή, κεντρική εισήγηση έκανε ο Σεβ. Μητροπολίτης
Σύρου, Τήνου, Άνδρου, Κέας και Μήλου κ. Δωρόθεος και ακολούθησε
συζήτηση.
Επί πλέον η Ιερά Σύνοδος έλαβε κατά
καιρούς υπομνήματα των Θεολογικών Σχολών, της Πανελληνίου Ενώσεως
Θεολόγων, του Πανελληνίου Θεολογικού Συνδέσμου «Καιρός», του
Παραρτήματος Θεολόγων Πατρών, της Ενώσεως Θεολόγων Λαρίσης, της
επιτροπής Εμπειρογνωμόνων για την εκπόνηση Νέου Προγράμματος Σπουδών στα
Θρησκευτικά του Δημοτικού και Γυμνασίου του κ. Γεωργίου Κρίππα,
Καθηγητού Ελεύθερου Πανεπιστημίου κ.ά.
Πέραν τούτων είναι σημαντικό το
υπόμνημα-παρέμβαση της Εκκλησίας της Ελλάδος ενώπιον της Ολομελείας της
Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα με θέμα «Νόμιμοι λόγοι
εξαίρεσης από την παρακολούθηση-εξέταση του μαθήματος των Θρησκευτικών
στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση».
Υπάρχουν και άλλες πρωτοβουλίες που
ανελήφθησαν από την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος, αλλά το
ενδιαφέρον είναι ότι παρά ταύτα δεν επιλύεται αυτό το θέμα, ενδεχομένως
γιατί όλες οι πλευρές που ασχολούνται με το θέμα παραμένουν σταθερές
στις απόψεις τους, ή διότι δεν ωρίμασε ακόμη το θέμα, αλλά έπρεπε να
περάση πολύς καιρός για να ωριμάση. Έτσι, η παρούσα συνάντηση φιλοδοξεί
να δώση κάποια αφορμή επιλύσεως του θέματος, τουλάχιστον από την πλευρά
μου θα προσπαθήσω να καταθέσω συγκεκριμένη πρόταση.
2. Το περιεχόμενο του μαθήματος των Θρησκευτικών
Καίριας σημασίας ζήτημα είναι ποιό θα είναι το περιεχόμενο του μαθήματος των Θρησκευτικών, από το οποίο θα εξαρτηθή και ο τρόπος απαλλαγής των μαθητών από αυτό.
Εισαγωγικά πρέπει να επισημανθή ότι χαρακτηρίζεται «μάθημα Θρησκευτικών» και όχι «μάθημα Εκκλησιαστικών». Από την φύση του το μάθημα αυτό είναι γνωσιολογικό, εξ ού και χαρακτηρίζεται «μάθημα», και μάλιστα «θρησκευτικών», που σημαίνει ότι δεν αναφέρεται στην κατήχηση της Εκκλησίας. Το λέγω αυτό, γιατί εμείς οι θεολόγοι γνωρίζουμε ότι υφίσταται διαφορά μεταξύ θρησκείας και Εκκλησίας. Η Εκκλησία δεν μπορεί να ταυτισθή με τον όρο θρησκεία, γιατί έχει διαφορετικούς σκοπούς, ενδιαφέροντα και μεθοδολογία.
Επομένως, όπως διδάσκεται σήμερα το μάθημα των Θρησκευτικών, δεν είναι κατήχηση της Εκκλησίας, δεν ταυτίζεται με ένα κατηχητικό μάθημα, χωρίς όμως να αποδεσμεύεται από την ζωή της Εκκλησίας.
Καίριας σημασίας ζήτημα είναι ποιό θα είναι το περιεχόμενο του μαθήματος των Θρησκευτικών, από το οποίο θα εξαρτηθή και ο τρόπος απαλλαγής των μαθητών από αυτό.
Εισαγωγικά πρέπει να επισημανθή ότι χαρακτηρίζεται «μάθημα Θρησκευτικών» και όχι «μάθημα Εκκλησιαστικών». Από την φύση του το μάθημα αυτό είναι γνωσιολογικό, εξ ού και χαρακτηρίζεται «μάθημα», και μάλιστα «θρησκευτικών», που σημαίνει ότι δεν αναφέρεται στην κατήχηση της Εκκλησίας. Το λέγω αυτό, γιατί εμείς οι θεολόγοι γνωρίζουμε ότι υφίσταται διαφορά μεταξύ θρησκείας και Εκκλησίας. Η Εκκλησία δεν μπορεί να ταυτισθή με τον όρο θρησκεία, γιατί έχει διαφορετικούς σκοπούς, ενδιαφέροντα και μεθοδολογία.
Επομένως, όπως διδάσκεται σήμερα το μάθημα των Θρησκευτικών, δεν είναι κατήχηση της Εκκλησίας, δεν ταυτίζεται με ένα κατηχητικό μάθημα, χωρίς όμως να αποδεσμεύεται από την ζωή της Εκκλησίας.
α) Οι αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Διοικητικού Εφετείου Χανίων
Το Σύνταγμα είναι ο Καταστατικός Χάρτης της Ελληνικής Πολιτείας και κανείς δεν μπορεί να το αρνηθή ή να το υπονομεύση. Είναι δε γνωστόν ότι το Σύνταγμα ερμηνεύεται από το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο της Πατρίδας μας, το Συμβούλιο της Επικρατείας.
Το Σύνταγμα είναι ο Καταστατικός Χάρτης της Ελληνικής Πολιτείας και κανείς δεν μπορεί να το αρνηθή ή να το υπονομεύση. Είναι δε γνωστόν ότι το Σύνταγμα ερμηνεύεται από το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο της Πατρίδας μας, το Συμβούλιο της Επικρατείας.
Νά ενθυμίσω ότι για το θέμα των
Θρησκευτικών είναι σημαντική η υπ’ αριθμ. 3356/1995 Απόφαση του ΣΤ’
Τμήματος του Σ.τ.Ε. Θα γίνη μια μικρή ανάλυση.
Η απόφαση αυτή συνδυάζει τρία βασικά
άρθρα του Συντάγματος, ήτοι: το 13 άρθρο για τον σεβασμό της ελευθερίας
της θρησκευτικής συνειδήσεως, και για την ελευθερία κάθε θρησκείας να
επιτελή την λατρεία της∙ το άρθρο 16 για τον σκοπό της παιδείας που
παρέχεται από το Κράτος, η οποία πρέπει να αποβλέπη «στήν ανάπτυξη της
εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης, και την διάπλασή τους σε ελεύθερους
και υπεύθυνους πολίτες»∙ και το 3 άρθρο που χαρακτηρίζει το Ορθόδοξο
Δόγμα ως «επικρατούσα Θρησκεία», που σημαίνει ότι «η συντριπτική
πλειοψηφία του ελληνικού λαού πρεσβεύει την Ορθόδοξη Εκκλησία». Έτσι, η
συγκεκριμένη απόφαση συνδυάζοντας τα τρία αυτά άρθρα του Συντάγματος
καταλήγει στο ότι ο σκοπός της παιδείας που προσφέρεται στα Σχολεία
είναι «μεταξύ των άλλων, και η «ανάπτυξη» της θρησκευτικής συνείδησης
των ελληνοπαίδων σύμφωνα με τις αρχές της ορθόδοξης χριστιανικής
διδασκαλίας».
Αυτό συνάγεται και από την Διεθνή
Σύμβαση της Ρώμης της 4ης Νοεμβρίου 1950, σύμφωνα με την οποία κάθε
Κράτος στα καθήκοντά του στο πεδίον της μορφώσεως και της εκπαιδεύσεως
«θά σέβεται το δικαίωμα των γονέων, όπως εξασφαλίζωσιν την μόρφωσιν και
εκπαίδευσιν ταύτην συμφώνως προς τάς ιδίας αυτών θρησκευτικάς και
φιλοσοφικάς πεποιθήσεις». Εννοείται ότι εφ’ όσον η πλειοψηφία των
Ελλήνων Πολιτών ανήκει στην Ορθόδοξη Εκκλησία, αυτό συνεπάγεται ότι το
Κράτος πρέπει να προσφέρη θρησκευτική αγωγή, σύμφωνα με την Ορθόδοξη
Εκκλησία και σε αυτό αποφασιστικό λόγο έχουν οι γονείς των ανηλίκων
μαθητών. Αυτό δεν αναφέρεται μόνον στο μάθημα των Θρησκευτικών, αλλά και
στο ότι «οι μαθητές είναι υποχρεωμένοι να μετέχουν στις σχολικές
θρησκευτικές εκδηλώσεις, όπως είναι η καθημερινή προσευχή και ο
εκκλησιασμός».
Έπειτα, στην απόφαση αυτή λέγεται ότι
επειδή οι μαθητές βάσει του 13 άρθρου του Συντάγματος και των διατάξεων
της Συμβάσεως της Ρώμης έχουν διάφορες θρησκευτικές και φιλοσοφικές
πεποιθήσεις, μπορούν «νά μη μετέχουν στις πιο πάνω θρησκευτικές
εκδηλώσεις και να μήν παρακολουθούν την διδασκαλία του μαθήματος των
θρησκευτικών», αρκεί να δηλώσουν οι μαθητές και οι γονείς στον Διευθυντή
του Σχολείου ότι έχουν «λόγους θρησκευτικής συνείδησης» και αυτοί οι
λόγοι προσδιορίζονται σαφώς «ήτοι διότι είναι ετερόδοξοι, ετερόθρησκοι ή
άθεοι».
Και αν η άρνηση των μαθητών ή των γονέων
τους, να συμμετέχουν στις εκδηλώσεις αυτές «δέν συνδέεται από επίκληση
λόγων θρησκευτικής συνείδησης», τότε, κατά την απόφαση αυτή, «ο
Διευθυντής έχει και πάλιν την υποχρέωση που απορρέει από τις πιο πάνω
διατάξεις, να διερευνήσει μήπως τυχόν η άρνηση αυτή οφείλεται σε τέτοιου
είδους λόγους, ούτως ώστε να συμπεριφερθή αναλόγως, σύμφωνα με όσα
εκτίθενται πιο πάνω».
Επειδή, όμως, μια τέτοια ενέργεια του
Διευθυντή μπορεί να εκληφθή ότι απαγορεύεται από το Σύνταγμα, στην
απόφαση του Σ.τ.Ε. επισημαίνεται ότι η έρευνα αυτή «δέν απαγορεύεται από
το άρθρο 13 του Συντάγματος, διότι δεν αποτελούν μέσον προς δίωξη του
μαθητή, λόγω των διαφόρων, ενδεχομένως, θρησκευτικών του πεποιθήσεων, οι
οποίες πρέπει πάντως να είναι σεβαστές, αλλά όλως αντιθέτως αποβλέπουν
εις το να διευκολύνουν τον μαθητή να απολαύσει «ανεμπόδιστα» την
ελευθερία της θρησκευτικής του συνειδήσεως».
Το περιεχόμενο της απόφασης αυτής
παρατηρείται και σε επόμενη απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, ήτοι
την υπ’ αριθμ. 2176/1998 απόφαση, η οποία αναφέρεται στο να
εξασφαλίζεται η διδασκαλία του μαθήματος των Θρησκευτικών «επί ικανόν
αριθμόν ωρών διδασκαλίας εβδομαδιαίως».
Στο ΣΤ’ Τμήμα του Σ.τ.Ε. που εξέδωσε και
τις δύο αυτές αποφάσεις προήδρευσε ο Αντιπρόεδρος του Συμβουλίου της
Επικρατείας Αναστάσιος Μαρίνος, ο οποίος με σχετικές μελέτες του ανέλυσε
το όλο περιεχόμενο των αποφάσεων αυτών, που νομίζω ότι οι μελέτες αυτές
έχουν εξαιρετικό ενδιαφέρον.
Νεώτερη απόφαση του τριμελούς
Διοικητικού Εφετείου Χανίων κινείται στην ίδια προοπτική. Πρόκειται για
την υπ’ αριθμ. 115/2012 απόφαση του Διοικητικού αυτού Δικαστηρίου, που
είναι ισόκυρη με τις αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, διότι ο
Νόμος 702/1977 υπήγαγε την εκδίκαση των αιτήσεων των ακυρωτικών πράξεων
που αφορούν κάθε θέμα εκπαιδευτικής νομοθεσίας από το Συμβούλιο της
Επικρατείας στα Τριμελή Διοικητικά Εφετεία. Επομένως, η απόφαση αυτή
είναι οριστική και τελεσίδικη και δεν υπάγεται σε κανένα ένδικο μέσο,
είναι δε υποχρεωτική για κάθε δημόσια υπηρεσία.
Η συγκεκριμμένη απόφαση στηρίζεται στο
Σύνταγμα της Ελληνικής Πολιτείας, τις αποφάσεις υπ’ αριθμ. 3356/1995 και
2176/1998 του Συμβουλίου της Επικρατείας, τις σχετικές αποφάσεις των
Ευρωπαϊκών Δικαστηρίων, τον Νόμο περί του Καταστατικού Χάρτου της
Εκκλησίας της Ελλάδος, άλλους Νόμους και κανονιστικές Πράξεις της
Πολιτείας και αποφαίνεται ότι «τά βιβλία του μαθήματος των Θρησκευτικών,
εκδίδονται με γνώμονα την ως άνω εκ του Συντάγματος επιβαλλόμενη
επιταγή και υλοποιούν τον εκτελεστικό αυτόν νόμο 1566/1985,
αναγνωρίζεται, όπως επιβάλλεται από το Σύνταγμα, η αξία και η
αναγκαιότητα της θρησκευτικής αγωγής στο σχολείο, η οποία επιβάλλεται να
μήν είναι άσχετη με την κοινωνική, την πολιτισμική και την θρησκευτική
συνείδηση του τόπου στον οποίον οι μαθητές ζουν και αναπτύσσονται».
Ειδικότερα δε η απόφαση αυτή κάνει
αναφορά στο βιβλίο της Α’ τάξεως του Γενικού Λυκείου, το οποίο
σημειωτέρον κατηγορείται ως κατηχητικό μάθημα, και αποφαίνεται: «Μέ αυτό
δε το περιεχόμενο (όπως προκύπτει και από τα κατ’ επίκληση
προσκομισθέντα και αποτελούντα στοιχεία της δικογραφίας βιβλία του
μαθήματος των θρησκευτικών που διδάχθηκαν κατά την σχολική περίοδο
2010-2011, με ενδεικτική παράθεση του περιεχομένου του βιβλίου Α’
Γενικού Λυκείου με τίτλο «ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΙΣΤΗ ΚΑΙ ΛΑΤΡΕΙΑ» με τα Κεφάλαια που
είναι τα εξής …) (καί αναφέρονται τα σχετικά κεφάλαια), το μάθημα των
θρησκευτικών, και σε συνδυασμό με τη συνταγματική επιταγή περί
προστασίας της θρησκευτικής συνείδησης (άρθρο 13 πρ. 1Σ), δεν
αντιτίθεται στις απαιτήσεις του πλουραλισμού, της πολυφωνίας και της
πολυπολιτισμικότητας (εδώ καταγράφονται αποφάσεις του Ευρωπαϊκού
Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου), αλλά ακριβώς τις θεμελιώνει, ο δε
υποχρεωτικός χαρακτήρας του όχι μόνο δεν αναιρεί, αλλά επισφραγίζει τον
σεβασμό των οποιωνδήποτε διαφορετικών πεποιθήσεων, όπως και ιστορικά
αναδεικνύεται η μακρά συνύπαρξη με αλλόφυλους και αλλόθρησκους».
Γενικά, σύμφωνα με την σημαντική αυτή
απόφαση επιβάλλεται η υποχρεωτική διδασκαλία του μαθήματος των
Θρησκευτικών στα Σχολεία, το οποίο μάθημα, όπως έχει διατυπωθή στα
ισχύοντα βιβλία, κινείται στις απαιτήσεις του πλουραλισμού, της
πολυφωνίας και της πολυπολιτισμικότητας∙ οι ορθόδοξοι μαθητές δεν
μπορούν να απαλλαγούν από το μάθημα των Θρησκευτικών όσους λόγους και αν
επικαλεσθούν∙ και επιτρέπεται να απαλ-λάσσωνται από το μάθημα των
Θρησκευτικών μόνον οι άθρησκοι, οι αλλό-θρησκοι ή ετερόδοξοι μαθητές,
μόνον με τις αυστηρώς προδιαγραφόμενες προϋποθέσεις.
Μέ τις σημαντικές αυτές αποφάσεις των
Ανωτάτων Διοικητικών Δικαστηρίων η Ελληνική Πολιτεία δεν μπορεί να προβή
τόσο στην αλλαγή του περιεχομένου του μαθήματος των Θρησκευτικών στους
ορθοδόξους μαθητές, όσο και στην απαλλαγή από την παρακολούθησή του με
την επίκληση μόνο λόγων συνειδήσεως, χωρίς να δηλώνονται οι σαφέστατα
λόγοι. Μάλιστα, όπως επισημαίνεται, οι εκπαιδευτικοί ή κρατικοί
λειτουργοί υπέχουν αστικές και πειθαρχικές ευθύνες όταν παραβούν τις
υποχρεώσεις τους χωρίς να αποκλείωνται και οι ποινικές ευθύνες.
Επί πλέον στην Απόφαση αυτή γράφεται ότι
«οι απόψεις του Συνηγόρου του Πολίτη δεν δεσμεύουν τις Κρατικές
Υπηρεσίες, όπως δέχεται η νομολογία των δικαστηρίων και συγκεκριμένα του
Συμβουλίου της Επικρατείας, το οποίο με την 1041/2004 απόφασή του
δέχεται επί λέξει: «… η σιωπηρή άρνηση της Διοικητικής Αρχής να
συμμορφωθεί σε πόρισμα του Συνηγόρου του Πολίτου … δεν αποτελεί
παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας»».
Επομένως, οι αποφάσεις αυτές των
Ανωτάτων Δικαστηρίων της Χώρας μας επιλύουν το θέμα αυτό και δεν μπορεί
να γίνη αλλαγή στο περιεχόμενο του μαθήματος των Θρησκευτικών.
β) Οι παραπλανητικοί χαρακτηρισμοί
Η συζήτηση που έγινε μέχρι τώρα έχει περιορισθή κυρίως στο κατά πόσον το μάθημα των Θρησκευτικών θα είναι κατηχητικό-ομολογιακό ή θρησκειολογικό ή η υπέρβασή τους. Η πρώτη περίπτωση (κατηχητικό-ομολογιακό) προϋποθέτει αμιγώς ορθόδοξα Σχολεία, ενώ η δεύτερη περίπτωση (θρησκειολογικό) προϋποθέτει πολυπολιτισμικά Σχολεία, σε μια πλουραλιστική κοινωνία. Επίσης, αυτή η συζήτηση γίνεται με την προοπτική να μπορούν να το παρακολουθούν όλοι οι μαθητές, χωρίς να χρειάζεται να ζητήσουν μερικοί απαλλαγή από το μάθημα.
Η συζήτηση που έγινε μέχρι τώρα έχει περιορισθή κυρίως στο κατά πόσον το μάθημα των Θρησκευτικών θα είναι κατηχητικό-ομολογιακό ή θρησκειολογικό ή η υπέρβασή τους. Η πρώτη περίπτωση (κατηχητικό-ομολογιακό) προϋποθέτει αμιγώς ορθόδοξα Σχολεία, ενώ η δεύτερη περίπτωση (θρησκειολογικό) προϋποθέτει πολυπολιτισμικά Σχολεία, σε μια πλουραλιστική κοινωνία. Επίσης, αυτή η συζήτηση γίνεται με την προοπτική να μπορούν να το παρακολουθούν όλοι οι μαθητές, χωρίς να χρειάζεται να ζητήσουν μερικοί απαλλαγή από το μάθημα.
Μελετώντας τα περισσότερα κείμενα που
έχουν γραφή από τους υποστηρικτές των δύο τάσεων-κατευθύνσεων, έχω
διαπιστώσει ότι δόθησαν χαρακτηρισμοί που δεν ευσταθούν και ενδεχομένως
αποπροσανατολίζουν την προσοχή των ανθρώπων και δεν βοηθούν στην επίλυση
του θέματος.
Μερικοί ισχυρίζονται ότι το τρέχον –
ισχύον Πρόγραμμα Σπουδών χαρακτηρίζεται ως κατηχητικό – ομολογιακό, που
πρέπει ή δεν πρέπει να γίνεται σε μια σύγχρονη πλουραλιστική κοινωνία.
Επίσης, το προτεινόμενο νέο Πρόγραμμα Σπουδών χαρακτηρίζεται ως
θρησκειολογικό, που μεταβάλλει τον χαρακτήρα της Παιδείας, αντίθετα με
ό,τι επιτάσσει το Σύνταγμα, οι αποφάσεις των Δικαστηρίων και ο
Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας της Ελλάδος ή είναι το πλέον κατάλληλο
για τις σύγχρονες συνθήκες ζωής. Αυτό το γράφω κάπως σχηματικά.
Όμως νομίζω ότι τα πράγματα δεν
ερμηνεύονται διαζευκτικά, του τύπου: ομολογιακό-κατηχητικό μάθημα ή
θρησκειολογικό; Δυστυχώς πάντοτε όταν υπάρχουν αντιπαραθέσεις,
δημιουργούνται οι συνθήκες να αποδίδωνται σε αυτούς που έχουν
διαφορετικές απόψεις διάφοροι χαρακτηρισμοί, οι οποίοι όμως είναι
επιφανειακοί και δεν ανταποκρίνωνται στην πραγματικότητα. Πάντως, μου
δημιουργήθηκε η εντύπωση, ίσως εσφαλμένα, ότι η αντίθεση μεταξύ των
προγραμμάτων δεν προέρχεται τόσο από το περιεχόμενο των βιβλίων, όσο από
τις θεολογικές τάσεις που εκφράζουν οι προτείνοντες, που άλλοι
χαρακτηρίζονται ως συντηρητικοί και άλλοι ως φιλελεύθεροι.
Μελέτησα όσον είναι δυνατόν και τα δύο
προγράμματα, ήτοι το τρέχον Πρόγραμμα Σπουδών και το προτεινόμενο νέο
Πρόγραμμα Σπουδών. Πάντοτε υποστήριζα ότι στο θέμα αυτό δεν μπορούμε να
ομιλούμε θεωρητικά, και αφηρημένα, γι’ αυτό παλαιότερα είχα προτείνει να
γραφούν για ένα συγκεκριμένο θέμα κείμενα και με τα δύο προτεινόμενα
Προγράμματα ώστε να έχουμε μπροστά μας παραδείγματα και να κρίνουμε
ασφαλώς. Τώρα όμως που συγκεκριμενοποιήθηκαν τα θέματα, μπορούμε να
έχουμε συγκριτική γνώμη.
Έτσι μελέτησα αφ’ ενός μεν τα βιβλία των
Θρησκευτικών που διδάσκονται στους μαθητές του Γυμνασίου και του
Λυκείου αφ’ ετέρου δε μελέτησα το προτεινόμενο νέο Πρόγραμμα Σπουδών και
κατέληξα σε μερικά συμπεράσματα, τα οποία θα διατυπώσω με ειλικρίνεια.
γ) Το τρέχον Πρόγραμμα Σπουδών η συνέχεια....ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ ΤΟ ΣΧΕΤΙΚΟ ΡΕΠΟΡΤΑΖ
ΣΧΟΛΙΟ: Ολοι οι θεολογοι Μ.Ε. πού διδάσκουν σήμερα στά σχολεία μας έχουν αποφοιτήσει από τίς ερμαφρόδιτες θεολογικές μας σχολές. Κατά συνέπεια δέν είναι ικανοί νά κάνουν κατήχηση καί ομολογία πίστεως βασισμένοι στήν εκπαίδευσή τους καί στήν οργανωσιακή καταγωγή τους! Γιατί λοιπόν δέχονται αδιαμαρτύρητα τίς ύβρεις τού Γιαγκάζογλου ότι προσφέρουν κατήχηση καί ομολογία πίστεως;Σέ τί σόι λήθαργο αυτογνωσίας έχουμε περιπέσει καί δεχόμαστε τίς ταυτότητες πού μάς μοιράζουν οι εχθροί μας;
Αμέθυστος
τρελογιάννης:και στην γάτα καλημέρα και στον σκύλο μπον zoir
6 σχόλια:
Απογοήτευση απ το μητροπολίτη Ναυπάκτου σε πολλά θέματα. Μούγγα για τα παραστρατήματα του πατριάρχη, σιγή για τον "αφορισμό" Σωτηρόπουλου, σιωπή για την ανεπάρκεια του Ιερωνύμου.
Μία μεθυσμένη άποψη !
Ούτε Πυθία να ήτανε ο σεβασμιότατος Ναυπάκτου!
Απόφαση για όλα τα γούστα!
Ο οικουμενισμός, η πανθρησκεία, η εκκοσμίκευση και ο πνευματικός-εκκλησιολογικός ενδοτισμός στο απόγειό τους!
Δυστυχώς, ξεμείναμε από Ποιμένες.
Μας περιμένουν δοκιμασίες...
Είναι τουλάχιστον κακογουστο ένας΄΄ τρελλός΄΄ νά υπογράφει κάτω από έναν μεθυσμένο !
κρυάδες...
Έχει χάρη η αγιότητά σου τρελλέ .....
Δημοσίευση σχολίου