Περίοπτη θέση στη σύγχρονη Ιστορία μας καταλαμβάνει και ο κόσμος του
περιθωρίου. Εκείνοι που κινήθηκαν στα όρια της νομιμότητας ή πέρασαν
στον κόσμο της παρανομίας αφήνοντας πίσω τους πλούσια ίχνη. Η ζωή και η
θορυβώδης παρουσία τους γέννησε ποιήματα, διηγήματα, μυθιστορήματα και
λαϊκά τραγούδια, αλλά επικρατεί ακόμη σύγχυση⋅ μοσχόμαγκες, μάγκες,
νταήδες, αντάμηδες και κουτσαβάκηδες τροφοδοτούν ακόμη δημοσιεύματα.
Μέχρι να δει το φως η σχετική μονογραφία, ας βάλουμε τάξη, έχοντας οδηγό
μία από τις σημαντικότερες πηγές, τις σελίδες της μακροβιότερης
εφημερίδας των Αθηνών, της «Εστίας».
Εκεί δημοσιεύτηκε η πρώτη πραγματεία που ανέτρεξε στα χρόνια της Ελληνικής Επανάστασης για να συναντήσει τους μάγκες, που ήταν η διαίρεση των στρατολογούμενων σε ενωμοτίες. Κάθε μάγκα (ομάδα), λέξη αλβανικής καταγωγής, είχε επικεφαλής τον μαγκατζή, δηλαδή τον δεκανέα της. Σε αυτόν ήταν ανατεθειμένη η φροντίδα της τροφής και της μισθοδοσίας των ανδρών της μάγκας του. Τον Δεκέμβριο του 1831, όμως, ως γνωστόν, επήλθε ρήξη μεταξύ των πληρεξουσίων της Εθνικής Συνέλευσης στο Αργος.
Τότε, πολλοί από τους προσκείμενους στον Κωλέττη πληρεξουσίους και οι περισσότεροι Στερεοελλαδίτες αρχηγοί μετέβησαν στα Μέγαρα και άρχισαν να στρατολογούν άνδρες.
Παρεκτροπές
Ηταν τόσες και τέτοιες οι παρεκτροπές και οι καταχρήσεις τους, ώστε οι μάγκες, που βρίσκονταν υπό τις διαταγές άλλων οπλαρχηγών, τους αποκάλεσαν ειρωνικά μοσχόμαγκες αντί του βρομόμαγκες! Αλλοι υποστηρίζουν τεκμηριωμένα ότι υπήρχε και ο περίφημος Μόσχος, φανατικός οπαδός του Κωλέττη. Ούτως ή άλλως, οι οπαδοί του Κωλέττη ονομάστηκαν μοσχομαγκίτες και το γαλλικό κόμμα του έφερε υπερηφάνως την ονομασία μοσχομαγκίτικο.
Φτάνουμε πλέον στα χρόνια που αναλαμβάνει πρωθυπουργός ο Ιωάννης Κωλέττης (1844). Τα χαμίνια, κυρίως των Αθηνών, ονομάζονται πλέον συλλήβδην μοσχόμαγκες. Φτωχόπαιδα από τις περιφέρειες που αναζητούσαν την τύχη τους στην ελληνική πρωτεύουσα. Κατέληγαν συνήθως στο περίφημο Ρολόι της Παλαιάς Αγοράς. Το είχε προσφέρει ο άρπαξ των Γλυπτών του Παρθενώνος Ελγιν ως «αντίδωρο» στην πόλη των Αθηνών και είχε τοποθετηθεί σε λιθόκτιστο τετράγωνο πύργο στο πιο κεντρικό σημείο που ήταν η Αγορά. Στα υπόγεια, λοιπόν, του Ρολογιού σύχναζαν τα εξαθλιωμένα παιδιά, παρέα με διάφορους εξαχρειωμένους και περιθωριακούς τύπους που είχαν ξεπέσει στην Αθήνα.
Τότε η ονομασία μοσχόμαγκες, χάριν συντομίας, μετατράπηκε σε μάγκες, απ' όπου παράχθηκε και το ρήμα μαγκεύω = αλητεύω. Εξ ου και η ονομασία μάγκες του Ρολογιού. Είχαν, βεβαίως, τη δική τους ιεραρχία και αρχηγό, του οποίου τις εντολές εκτελούσαν με θρησκευτική ευλάβεια. Χρησιμοποιούσαν και δική τους συνθηματική γλώσσα, ένας είδος αργκό. Πολλοί εξ αυτών δούλευαν ως υπηρέτες σε οπωροπώλες της αγοράς, διαλαλώντας και φωνάζοντας τα εμπορεύματα. Αλλες φορές ξελαρυγγιάζονταν τραγουδώντας δίστιχα, όπως «Είκοσι το βερίκοκο / ρίκο, ρίκο, ρίκοκο» ή το «Κάστανο μαρόνι / της Κρήτης το τρυγόνι»!
Πάντως, οι περισσότεροι με τις μικροκλοπές και την παρουσία τους αποτελούσαν πρόβλημα. Τα πράγματα ανέλαβε να αποκαταστήσει ο καταγόμενος από την Κορινθία αστυνομικός διευθυντής Δημητριάδης. Τους συγκέντρωσε και δημιούργησε ένα μητρώο δίνοντας στον καθένα έναν αύξοντα αριθμό. Υστερα εκτύπωσε μικρές τενεκεδένιες πινακίδες με τον αριθμό τους, τις οποίες έδεναν στον αριστερό βραχίονά τους!
Μία από τις συμπαθέστερες επαγγελματικές τάξεις των Αθηνών είχε γεννηθεί, οι οψοκομιστές! Οι νεότεροι τα γνώρισαν ως μπακαλόπαιδα. Τις νύχτες κοιμόνταν στα ερείπια του Ναού της Ζωοδόχου Πηγής, ο οποίος βρισκόταν μπροστά από τον Παλαιό Στρατώνα, στην περιοχή που είχε ανασκαφεί. Τα παιδιά, λοιπόν, που μεγάλωναν εκεί ήταν οι περίφημοι νταήδες, ενώ υπήρχαν και οι νταήδες που διέθετε κάθε συνοικία.
Οι νταήδες δέσποζαν στον υπόκοσμο της πόλης και ήταν γνωστοί με τα παρατσούκλια τους: Παναγιώτης ο Αράπης, ο Αγγινάρας, ο Παναγής της Καλομοιρίτσας, ο Ηλίας ο Στραβαρίδης, ο Κεκίτσης κ.ά. Φτάνουμε ήδη στην εποχή που ξέσπασαν τα περίφημα Σκιαδικά (1859). Τότε μια νέα ονομασία θα εμφανιστεί στο προσκήνιο: αντάμηδες. Προερχόταν από το τουρκικό άνταμ = άνθρωπος. Οι αντάμηδες είχαν και δική τους, ιδιαίτερη εμφάνιση. Φορούσαν περισκελίδα, όπως οι άνδρες του πολεμικού ναυτικού, αλλά πολύ πλατιά στις άκρες, με τσόντα ή τσοντάτο, όπως αποκαλούσαν τη μεταξωτή υδραίικη ή κόκκινη μάλλινη ζώνη.
Και γελέκι
Φορούσαν, επίσης, πλεκτή φανέλα και από πάνω βρακάδικο περικόρμιο, δηλαδή γελέκι. Εν τέλει πάνω απ' όλα έριχναν μια πατατούκα. Με τη διαφορά ότι φορούσαν μόνον το ένα μανίκι, το αριστερό. Στο κεφάλι έφεραν φέσι βρακάδικο με μεγάλη μαύρη φούντα την οποία έριχναν στην ωμοπλάτη. Στη ζώνη έβαζαν πάντα και έναν λάζο, μαχαίρι σοβαρών διαστάσεων και στο αριστερό χέρι κρεμούσαν μαγκούρα σεβαστού όγκου. Εστριβαν το τσιγάρο τους σηκώνοντας τον δεξιό μηρό. Μερικοί φορούσαν και σκουλαρίκι από το οποίο κρεμόταν ένας μικρός σταυρός! Οι τύποι αυτοί αποκαλούνταν σκουλαρικάτοι ή ζωναράδες.
Ενας εξ αυτών ήταν και ο λεμβούχος του Πειραιώς Δημήτριος Κουτσαβάκης, γιος του επίσης λεμβούχου Ιωάννη. Τον Απρίλιο του 1864 κατατάχθηκε στο Ιππικό μαζί με τον Διονύση Διονυσιάδη, το «παιδί της χήρας», όπως τον αποκαλούσαν. Η οικογένεια του τελευταίου διατηρούσε καφενείο στην Καστέλα. Ο Δημ. Κουτσαβάκης κατατάχθηκε στον στρατό, αλλά η χλαίνη δεν ήταν αρκετή για να περιστείλει τα ένστικτα του παλικαρισμού του. Μάλλον έτεινε προς τα χειρότερα και τότε σχηματίστηκε μια περίφημη παρέα του Ιππικού, την οποία αποτελούσαν οι δύο που προαναφέρθηκαν και άλλοι... επώνυμοι τύποι (Αϊβαλιώτης, Μπεκάτσας, Γράβιζας κ.ά.).
Κραιπάλες, χαρτοπαιξίες και ξυλοδαρμοί!
Η παρέα με επικεφαλής τον Κουτσαβάκη επιβλήθηκε σε όλους τουςς παλικαράδες της πρωτεύουσας. Εκπλήρωναν τα στρατιωτικά τους καθήκοντα, ήταν καθαροί και πειθαρχικοί στους ανωτέρους τους. Εκτός υπηρεσίας, όμως, επιδίδονταν σε κραιπάλες στα οινοπωλεία, χαρτόπαιζαν και έδερναν ανηλεώς τους κοινούς νταήδες. Πρωτοστάτης σε όλα ο Δημήτριος Κουτσαβάκης, ο οποίος σύντομα έγινε ονομαστός σε Αθήνα και Πειραιά. Οταν κάποιος ήθελε να κάνει τον παλικαρά, του έλεγαν: «Ελα, μη μας κάνεις τον Κουτσαβάκη»! Ετσι δόθηκε και η ονομασία του Κουτσαβάκη και σε όσους ασκούσαν το επάγγελμα του παλικαρά, κυρίως στους θαμώνες του Γκαζοχωριού και τους ομοίους τους.
Υπήρχαν, βέβαια, και οι τραμπούκοι, αλλά αυτή είναι άλλη ιστορία, που συνδέεται απευθείας με τον κόσμο της πολιτικής. Οσο για την τύχη του Δ. Κουτσαβάκη, όταν απολύθηκε από τον στρατό επαγγελόταν τον λεμβούχο, παντρεύτηκε, απόκτησε πολυμελή οικογένεια, αλλά ασθένησε και πάμπτωχος πέθανε κυριολεκτικά στην... ψάθα.
Ελευθέριος Σκιαδάς
Εκεί δημοσιεύτηκε η πρώτη πραγματεία που ανέτρεξε στα χρόνια της Ελληνικής Επανάστασης για να συναντήσει τους μάγκες, που ήταν η διαίρεση των στρατολογούμενων σε ενωμοτίες. Κάθε μάγκα (ομάδα), λέξη αλβανικής καταγωγής, είχε επικεφαλής τον μαγκατζή, δηλαδή τον δεκανέα της. Σε αυτόν ήταν ανατεθειμένη η φροντίδα της τροφής και της μισθοδοσίας των ανδρών της μάγκας του. Τον Δεκέμβριο του 1831, όμως, ως γνωστόν, επήλθε ρήξη μεταξύ των πληρεξουσίων της Εθνικής Συνέλευσης στο Αργος.
Τότε, πολλοί από τους προσκείμενους στον Κωλέττη πληρεξουσίους και οι περισσότεροι Στερεοελλαδίτες αρχηγοί μετέβησαν στα Μέγαρα και άρχισαν να στρατολογούν άνδρες.
Παρεκτροπές
Ηταν τόσες και τέτοιες οι παρεκτροπές και οι καταχρήσεις τους, ώστε οι μάγκες, που βρίσκονταν υπό τις διαταγές άλλων οπλαρχηγών, τους αποκάλεσαν ειρωνικά μοσχόμαγκες αντί του βρομόμαγκες! Αλλοι υποστηρίζουν τεκμηριωμένα ότι υπήρχε και ο περίφημος Μόσχος, φανατικός οπαδός του Κωλέττη. Ούτως ή άλλως, οι οπαδοί του Κωλέττη ονομάστηκαν μοσχομαγκίτες και το γαλλικό κόμμα του έφερε υπερηφάνως την ονομασία μοσχομαγκίτικο.
Φτάνουμε πλέον στα χρόνια που αναλαμβάνει πρωθυπουργός ο Ιωάννης Κωλέττης (1844). Τα χαμίνια, κυρίως των Αθηνών, ονομάζονται πλέον συλλήβδην μοσχόμαγκες. Φτωχόπαιδα από τις περιφέρειες που αναζητούσαν την τύχη τους στην ελληνική πρωτεύουσα. Κατέληγαν συνήθως στο περίφημο Ρολόι της Παλαιάς Αγοράς. Το είχε προσφέρει ο άρπαξ των Γλυπτών του Παρθενώνος Ελγιν ως «αντίδωρο» στην πόλη των Αθηνών και είχε τοποθετηθεί σε λιθόκτιστο τετράγωνο πύργο στο πιο κεντρικό σημείο που ήταν η Αγορά. Στα υπόγεια, λοιπόν, του Ρολογιού σύχναζαν τα εξαθλιωμένα παιδιά, παρέα με διάφορους εξαχρειωμένους και περιθωριακούς τύπους που είχαν ξεπέσει στην Αθήνα.
Τότε η ονομασία μοσχόμαγκες, χάριν συντομίας, μετατράπηκε σε μάγκες, απ' όπου παράχθηκε και το ρήμα μαγκεύω = αλητεύω. Εξ ου και η ονομασία μάγκες του Ρολογιού. Είχαν, βεβαίως, τη δική τους ιεραρχία και αρχηγό, του οποίου τις εντολές εκτελούσαν με θρησκευτική ευλάβεια. Χρησιμοποιούσαν και δική τους συνθηματική γλώσσα, ένας είδος αργκό. Πολλοί εξ αυτών δούλευαν ως υπηρέτες σε οπωροπώλες της αγοράς, διαλαλώντας και φωνάζοντας τα εμπορεύματα. Αλλες φορές ξελαρυγγιάζονταν τραγουδώντας δίστιχα, όπως «Είκοσι το βερίκοκο / ρίκο, ρίκο, ρίκοκο» ή το «Κάστανο μαρόνι / της Κρήτης το τρυγόνι»!
Πάντως, οι περισσότεροι με τις μικροκλοπές και την παρουσία τους αποτελούσαν πρόβλημα. Τα πράγματα ανέλαβε να αποκαταστήσει ο καταγόμενος από την Κορινθία αστυνομικός διευθυντής Δημητριάδης. Τους συγκέντρωσε και δημιούργησε ένα μητρώο δίνοντας στον καθένα έναν αύξοντα αριθμό. Υστερα εκτύπωσε μικρές τενεκεδένιες πινακίδες με τον αριθμό τους, τις οποίες έδεναν στον αριστερό βραχίονά τους!
Μία από τις συμπαθέστερες επαγγελματικές τάξεις των Αθηνών είχε γεννηθεί, οι οψοκομιστές! Οι νεότεροι τα γνώρισαν ως μπακαλόπαιδα. Τις νύχτες κοιμόνταν στα ερείπια του Ναού της Ζωοδόχου Πηγής, ο οποίος βρισκόταν μπροστά από τον Παλαιό Στρατώνα, στην περιοχή που είχε ανασκαφεί. Τα παιδιά, λοιπόν, που μεγάλωναν εκεί ήταν οι περίφημοι νταήδες, ενώ υπήρχαν και οι νταήδες που διέθετε κάθε συνοικία.
Οι νταήδες δέσποζαν στον υπόκοσμο της πόλης και ήταν γνωστοί με τα παρατσούκλια τους: Παναγιώτης ο Αράπης, ο Αγγινάρας, ο Παναγής της Καλομοιρίτσας, ο Ηλίας ο Στραβαρίδης, ο Κεκίτσης κ.ά. Φτάνουμε ήδη στην εποχή που ξέσπασαν τα περίφημα Σκιαδικά (1859). Τότε μια νέα ονομασία θα εμφανιστεί στο προσκήνιο: αντάμηδες. Προερχόταν από το τουρκικό άνταμ = άνθρωπος. Οι αντάμηδες είχαν και δική τους, ιδιαίτερη εμφάνιση. Φορούσαν περισκελίδα, όπως οι άνδρες του πολεμικού ναυτικού, αλλά πολύ πλατιά στις άκρες, με τσόντα ή τσοντάτο, όπως αποκαλούσαν τη μεταξωτή υδραίικη ή κόκκινη μάλλινη ζώνη.
Και γελέκι
Φορούσαν, επίσης, πλεκτή φανέλα και από πάνω βρακάδικο περικόρμιο, δηλαδή γελέκι. Εν τέλει πάνω απ' όλα έριχναν μια πατατούκα. Με τη διαφορά ότι φορούσαν μόνον το ένα μανίκι, το αριστερό. Στο κεφάλι έφεραν φέσι βρακάδικο με μεγάλη μαύρη φούντα την οποία έριχναν στην ωμοπλάτη. Στη ζώνη έβαζαν πάντα και έναν λάζο, μαχαίρι σοβαρών διαστάσεων και στο αριστερό χέρι κρεμούσαν μαγκούρα σεβαστού όγκου. Εστριβαν το τσιγάρο τους σηκώνοντας τον δεξιό μηρό. Μερικοί φορούσαν και σκουλαρίκι από το οποίο κρεμόταν ένας μικρός σταυρός! Οι τύποι αυτοί αποκαλούνταν σκουλαρικάτοι ή ζωναράδες.
Ενας εξ αυτών ήταν και ο λεμβούχος του Πειραιώς Δημήτριος Κουτσαβάκης, γιος του επίσης λεμβούχου Ιωάννη. Τον Απρίλιο του 1864 κατατάχθηκε στο Ιππικό μαζί με τον Διονύση Διονυσιάδη, το «παιδί της χήρας», όπως τον αποκαλούσαν. Η οικογένεια του τελευταίου διατηρούσε καφενείο στην Καστέλα. Ο Δημ. Κουτσαβάκης κατατάχθηκε στον στρατό, αλλά η χλαίνη δεν ήταν αρκετή για να περιστείλει τα ένστικτα του παλικαρισμού του. Μάλλον έτεινε προς τα χειρότερα και τότε σχηματίστηκε μια περίφημη παρέα του Ιππικού, την οποία αποτελούσαν οι δύο που προαναφέρθηκαν και άλλοι... επώνυμοι τύποι (Αϊβαλιώτης, Μπεκάτσας, Γράβιζας κ.ά.).
Κραιπάλες, χαρτοπαιξίες και ξυλοδαρμοί!
Η παρέα με επικεφαλής τον Κουτσαβάκη επιβλήθηκε σε όλους τουςς παλικαράδες της πρωτεύουσας. Εκπλήρωναν τα στρατιωτικά τους καθήκοντα, ήταν καθαροί και πειθαρχικοί στους ανωτέρους τους. Εκτός υπηρεσίας, όμως, επιδίδονταν σε κραιπάλες στα οινοπωλεία, χαρτόπαιζαν και έδερναν ανηλεώς τους κοινούς νταήδες. Πρωτοστάτης σε όλα ο Δημήτριος Κουτσαβάκης, ο οποίος σύντομα έγινε ονομαστός σε Αθήνα και Πειραιά. Οταν κάποιος ήθελε να κάνει τον παλικαρά, του έλεγαν: «Ελα, μη μας κάνεις τον Κουτσαβάκη»! Ετσι δόθηκε και η ονομασία του Κουτσαβάκη και σε όσους ασκούσαν το επάγγελμα του παλικαρά, κυρίως στους θαμώνες του Γκαζοχωριού και τους ομοίους τους.
Υπήρχαν, βέβαια, και οι τραμπούκοι, αλλά αυτή είναι άλλη ιστορία, που συνδέεται απευθείας με τον κόσμο της πολιτικής. Οσο για την τύχη του Δ. Κουτσαβάκη, όταν απολύθηκε από τον στρατό επαγγελόταν τον λεμβούχο, παντρεύτηκε, απόκτησε πολυμελή οικογένεια, αλλά ασθένησε και πάμπτωχος πέθανε κυριολεκτικά στην... ψάθα.
Ελευθέριος Σκιαδάς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου